Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Γιάννης Ρίτσος - Θύμησες, πράγματα, λόγια



Πού θα πάει αυτό το πράμα; γράφεις, γράφεις και τελειωμό δεν έχεις. Καλά το λένε κάποιοι κάποιοι, λογοδιάρροια σ' έχει πιάσει. Και τι 'ναι τούτα που μας ξεφουρνίζεις; παιδιακίστικα καμώματα, ξαναμωράματα. Γεια στο στόμα του κυρ Κυπαρίσση, «ο παλιμπαιδισμός είναι σύνηθες φαινόμενον των αρτηριοσκληρυντικών γερόντων». Λες να 'ναι αλήθεια; Ισως να 'ναι κι έτσι. Αφού κι ο Πέτρος είπε «δεν έχεις τίποτ' άλλο να πεις; κατοχή, αντίσταση, πείνα, θάνατοι, εκτελέσεις, θυσίες, ολοκαυτώματα, Καλάβρυτα, Μονοδέντρι, Κοκκινιά, Καισαριανή, Δίστομο, Καλογρέζα, εμφύλιος πόλεμος, Αγγλοι, Αμερικάνοι, εξορίες, φυλακές (τις ξέρεις δα κι ο ίδιος), Μακρόνησος, Λήμνος, Ικαρία, δικτατορίες, Γιάρος, Λέρος, τα ξέχασες, ρε Ιων; και πρέπει να τα θυμόμαστε κάθε στιγμή, να τα θυμίζουμε για να μην ξαναγίνουν. αμ' ετούτη η σημερινή απειλή πυρηνικού παγκόσμιου ολέθρου; μπορούμε να σωπαίνουμε γι' αυτά και να σταυρώνουμε τα χέρια;». Κι είπε ο Αλέκος, κάπως δισταχτικά, αλλά με συμπάθεια «θαρρώ δεν έχεις δίκιο Πέτρο. έχει πολύ μιλήσει ο Ιων και γι' αυτά, στην "Αγρύπνια", στον "Πέτρινο χρόνο", στις "Γειτονιές του κόσμου", στα "Επικαιρικά", στα "Λιανοτράγουδα" και σε τόσα άλλα, κι ας μην ξεχνάμε τα "Τρακτέρ", τις "Πυραμίδες", α, ναι, και τα "Συντροφικά τραγούδια" αλλά προπάντων τον "Επιτάφιο"· βέβαια τώρα τελευταία το 'χει ρίξει κάπως στα αφηρημένα, τα ερωτικά, τα λυρικοφιλοσοφικά, τις παιδικές κι εφηβικές αναπολήσεις, μα, δεν μπορείς να πεις, έχουν κι αυτά τη χάρη τους, και μάλιστα μεγάλη χάρη, και κατ' ουσίαν είναι προοδευτικά και στο περιεχόμενο και στην έκφραση».

***

Εγώ δεν τους κοιτούσα. τους άκουγα. σκάλιζα με μιαν οδοντογλυφίδα τα μπροστινά μου δόντια. δεν ήθελα να τους απαντήσω. ο Πέτρος κάπνιζε. άναψε κι ο Αλέκος τσιγάρο. ω, τα συντρόφια. ένιωθα ταυτόχρονα σαν ένοχος και σαν αδικημένος· τι να πεις; να δικαιολογηθείς; να τους αντικρούσεις; όχι δα, του κερατά. ίσως να 'χουν δίκιο. μα δεν μπορώ πια. έχω μπουχτίσει από πολέμους, θανάτους, σκοτωμούς, αεροπορικές επιδρομές, χαλάσματα, καζάνια συσσιτίου με φασουλόζουμο ή μπλουγούρι, τα σκελετωμένα παιδιά στις σχάρες της Ομόνοιας, τις σημαίες και τις παρελάσεις της Απελευθέρωσης, τους πυροβολισμούς των Δεκεμβριανών, τους ήρωες που τους φτύναν, τους γιουχάιζαν και τους σφάζαν οι προδότες, πόσα και πόσα, ατέλειωτα, πολύ βαριά, πολύ μεγάλα, πολύ σιωπηλά και βροντερά, δε χωράνε στα λόγια, μπούχτισα σου λέω, και ξαφνικά θυμήθηκα το '43, τον μπάρμπα - Ποθητό, στο ισόγειο σπιτάκι, στο μεγάλο άδειο δωμάτιο (είχαμε πουλήσει στους μαυραγορίτες τα έπιπλα, κρατήσαμε μόνο τα κρεβάτια).

***

Ο Γ. Ρίτσος (πρώτος από αριστερά) στον Πειραιά το 1938, κατά την αναχώρηση του Βάσου Βαρίκα για τη Γαλλία
Ο Γ. Ρίτσος (πρώτος από αριστερά) στον Πειραιά το 1938, κατά την αναχώρηση του Βάσου Βαρίκα για τη Γαλλία
ο μπάρμπα - Ποθητός άρρωστος, ξαπλωμένος στο παλιό σιδερένιο διπλό κρεβάτι με τους μπρούντζους, να κοιτάει ψηλά το ταβάνι, τα χοντρά ψαρά μουστάκια του αναστατωμένα, παλιός σιδηροδρομικός, οξύθυμος, βλάστημος, εδώ και τρεις μέρες ούτε μια βλαστήμια, ούτε να πετάξει στο πάτωμα κανένα κουτάλι, κανένα ποτήρι ή εκείνη την παλιά κρυστάλλινη φρουτιέρα (το μόνο πού 'χε απομείνει απ' το προπολεμικό νοικοκυριό), το βλέμμα του πάντα στυλωμένο στα γύψινα στολίδια της οροφής σα να πάσκιζε να τα διαπεράσει και να φύγει μα ήταν αδύναμο κι ασπρουδερό και δεν τα κατάφερνε· εγώ κι ο Τάσος παραξενευόμαστε και κάτι φοβόμαστε, όχι μήπως πεθάνει, κάτι άλλο, πιο μακρινό, πιο αόριστο. έξω στο πεζοδρόμιο, κολλητά στα παράθυρα, ακούγονταν τα βήματα των Γερμανών και πίσω τους ακούγονταν κάτι άλλα βήματα μαλακά, ύπουλα, ανήκουστα. θα σταματήσουν εδώ; πιο πέρα; στου κυρ Αντρέα; ο μπάρμπα - Ποθητός τα άκουγε ή τα 'βλέπε; όμως ήταν και τα παιδιά που γράφανε στους τοίχους. εγώ κι ο Τάσος ζεσταίναμε τη φασουλάδα νεροζούμι του λαϊκού συσσιτίου με τίποτα βέργες, χαρτιά, κανένα παλιό καρεκλοπόδαρο, του πηγαίναμε τη μερίδα του σε μιαν αλουμινένια κατσαρόλα, του βάζαμε στην πλάτη κάμποσα μαξιλάρια για να σταθεί, του στρώναμε μια λερωμένη πετσέτα στα γόνατα, πάνου απ' τις κουβέρτες, κι έτρωγε μόνος του λαίμαργα, «δεν έχει άλλο;», «δεν έχει», «καλά»· στο συρτάρι του κομοδίνου του κάτι θα 'χε κρυμμένο δεν ξέραμε τι, κι ήμασταν πάντα περίεργοι. το συρτάρι κλείδωνε, και το κλειδί το κρατούσε πάντα στο δεξί τσεπάκι του γιλέκου του. όταν αρρώστησε το 'βαζε κάτου απ' το προσκέφαλό του. μα κείνο το βράδυ πού του πήγαμε την κατσαρόλα με τη φασουλάδα μήτε που γύρισε να την κοιτάξειτην αφήσαμε στο κομοδίνο και καθίσαμε στο πλαϊνό δωμάτιο με ανοιχτή την πόρτα.

***

Το 1938 στο σανατόριο της Πάρνηθας (δεύτερος από δεξιά)
Το 1938 στο σανατόριο της Πάρνηθας (δεύτερος από δεξιά)
ο Τάσος κάπνιζε με χαρτονένια πίπα κάτι αποτσίγαρα που 'χαμε μαζέψει απ' την πλατεία του Ατλαντα. εγώ προσπαθούσα κάτι να γράψω. αφουγκραζόμαστε· η σιωπή γινόταν πιο δυνατή· κι άξαφνα ένας γδούπος· τίποτα. μπήκαμε στο δωμάτιό του. τα μάτια του ανοιχτά. άδειατα χέρια του παγωμένα, χαλαρά πάνω απ' την κουβέρτα. στο δεξί του κρατούσε το κλειδάκι του κομοδίνου. του πιάσαμε το σφυγμό του· τίποτα. βάλαμε την παλάμη στην καρδιά του· τίποτα. ο Τάσος δοκίμασε να του κλείσει τα μάτια. δεν κλείνανε. άδεια, κοιτούσανε το άδειο. πού πήγε; πού πάμε; τον σκεπάσαμε με την κουβέρτα να μη φαίνονται πια τα μάτια του. ο Τάσος πήρε το κλειδάκι, άνοιξε το συρτάρι. ένα φλουρί, ένα δαχτυλίδι της γυναίκας του (τα μόνα που δεν είχε πουλήσει ο μπάρμπα - Ποθητός, ο πατέρας του Τάσου) και τρία κομματάκια σκουπόψωμο, τυλιγμένα ένα ένα σ' εφημερίδα. ανοίξαμε τα τζάμια να μπει λίγος αέρας απ' τις γρίλιες. πάλι τα βήματα των Γερμανών στο πεζοδρόμιο και τ' άλλα βήματα τα ανήκουστα μέσα στο σπίτι τώρα. πηγαίνουμε στ' άλλο δωμάτιο, κλείνουμε την πόρτα. τίποτα. να φύγουμε. πού να πάμε; ώρα απαγορευμένης κυκλοφορίας. τα μάτια του. καπνίζουμε. να πάμε στην κυρία Θεοδώρα να πούμε δυο λόγια με το Γιώργο, με το Σωτήρη, ξέρεις, να, δυο βήματα. σκοτάδι· φεύγουμε. την τελευταία στιγμή μπαίνουμε στο δωμάτιό του, παίρνει ο Τάσος απ' το κομοδίνο την κατσαρόλα με τη φασουλάδα. τρέχουμε στο δρόμο. απέναντι τα φώτα του Χαϊδαρίου. ίσκιοι. κανένας. «πέθανε» λέμε. η κυρία Θεοδώρα μας ζεσταίνει τη φασουλάδα μας, μας δίνει και μια χουφτίτσα μαύρη σταφίδα. τρώμε. ο Γιώργος κι ο Σωτήρης έχουν φάει· μας κοιτάνε με τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι. «μας κρατάτε να κοιμηθούμε εδώ; δεν μπορούμε κει μέσα». Παίρνουν τα δυο στρώματα απ' τα κρεβάτια των παιδιών, στρώνουν στο διάδρομο, πλαγιάζουμε και τα τέσσερα αγόρια, κάτι ψευτολέμε, δε στεριώνει η κουβέντα, ζεσταινόμαστε, μας παίρνει ο ύπνος φιλικά, υπάρχουν ακόμα ζωντανοί. το πρωί γυρίζουμε σπίτι με την άδεια κατσαρόλα πλυμένη απ' την κυρία Θεοδώρα. δεν μπαίνουμε σε κείνο το δωμάτιο. ειδοποιούμε το Δήμο. πού φέρετρο και πού λεφτά τέτοιες μέρες· περνάει το κάρο του Δήμου. τον τυλίγουμε στην κουβέρτα του έτσι άντυτον, με το μακρύ του σώβρακο και τη χοντρή μάλλινη φανέλα του. είναι βαρύς. μας βοηθάει κι ο καροτσέρης. τον ρίχνουμε πάνου απ' τους άλλους πεθαμένους. δε θα πεινάει τώρα. κι είναι μια μέρα κίτρινη, χτικιασμένη· έξω απ' τη μάντρα του Μηχανοστασίου δυο Γερμανοί με αυτόματα και με τα κράνη τους. λίγο πιο δω, στο ημιυπόγειο ταβερνάκι του κυρ Νίκου, έξω στον τοίχο, με κόκκινα γράμματα ΛΕΥΤΕΡΙΑ -Η ΘΑΝΑΤΟΣ, κι ο κυρ Νίκος προσπαθούσε να τα σβήσει βουτώντας μια μπατανόβουρτσα σ' έναν κουβά με ασβέστη. το κάρο φεύγει. σηκώνω απ' το πεζοδρόμιο ένα μεγαλούτσικο αποτσίγαρο, το βάζω στην πίπα, το ανάβω. ο Τάσος στέκεται μπροστά στην πόρτα. «να πάρει ο διάολος των διαόλων» είπε, «γαμώ τον αγκυλωτό σταυρό τους», κι η βλαστήμια του κι η αστραψιά του ματιού του μου θύμισαν τον πατέρα του που έφευγε με το κάρο εκεί στο βάθος της οδού Παπαναστασίου. Μα τι κάθουμαι τώρα και τα θυμάμαι όλα τούτα; Μπούχτισα σας λέω από θανάτους και πολέμους και μνημεία και ηρώα. Δεν μπορώ. Κι όταν μάλιστα είναι δικά μου. Εκείνα τα δικά μου στη Μακρόνησο τα 'βαλα στον «Αποχαιρετισμό» στο στόμα του Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά της Μονής Μαχαίρα. Και μάλιστα, όταν γύρισε απ' την εξορία ο Κέτσης, τα είπε, χαρτί και καλαμάρι, στην Τατιάνα Μιλλιέξ, ως και για τον μεγάλο κάτασπρο γλάρο πάνω απ' το Διοικητήριο (που η σκιά του έπεσε μπροστά στα πόδια μου και πήρα κουράγιο) - όλα της τα 'πε, κι η Τατιάνα έγραψε την περίφημη «Μαρτυρία» της, που δεν ξέρω αν την δημοσίευσε ακόμα, εγώ την είχα διαβάσει δυο χρόνια μετά στο χειρόγραφό της. Δε θέλω να τα θυμάμαι. Σας το 'πα: είναι πολύ μεγάλα, δε χωράνε στα λόγια, είναι πολύ αγκαθωτά, σου τρυπάνε τη γλώσσα. Αλλωστε αυτά, κουτσά στραβά, τα λέει η Ιστορία, τα 'χω πει κι εγώ κουτσότερα και στραβότερα, τα λένε και τ' Απομνημονεύματα νεκρών ή επιζώντων μαρτύρων και ηρώωνάστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου 'ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας, «παράξενα πράματα» που μιλάνε για όλα, για όλους, για πάντα, όπως ένα παπούτσι μονάχο στο ποτάμι, ένα κέρατο βοδιού σ' ένα σπασμένο κιονόκρανο, ένα πιάτο παντζάρια στο έρημο πανδοχείο, το κέρας του κυνηγού στο φαράγγι, μια άδεια καπότα στο χορτάρι του Δημοτικού Κήπου, ο καθρέφτης του ασανσέρ μ' ένα τριαντάφυλλο, ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη μέσα στο μισοφώτιστο ναυτικό μπαρ χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου με το 'να του δάχτυλο, οι δυο Αγγελοι που μπαίνουν στο μπαρμπέρικο του Μεταξουργείου ναν τους κουρέψουν λίγο τα φτερά τους που παραμεγαλώσανε κι ο μπαρμπέρης τα χάνει και του πέφτει το μεγάλο κύπελλο με τη σαπουνάδα και πιτσιλιέται ο χρυσοβαμμένος μυγοφτυσμένος καθρέφτης κι οι δυο Αγγελοι που κοιτιούνται στον καθρέφτη βλέπουν το πρόσωπό τους διάστικτο με αφρούς σα να χιονίζει, και πράγματι χιονίζει στο Σανατόριο της Πάρνηθος κι απλώνεται παντού μια ευλογημένη ασπράδα, μια ζεστή όμως ασπράδα, ως πέρα πέρα, μια συγγνώμη τόσο διάφανη που βλέπεις απ' την άλλη της μεριά τα τέσσερα πλοία που φεύγουν και μένει μόνη μια βαλίτσα στην προκυμαία κι ο τελωνοφύλακας κοιτάει τ' αντικρινό μπαλκόνι - πράγματα ασήμαντα δικά σου, δικά μας, ναι, ασήμαντα που ωστόσο σε βεβαιώνουν τρυφερά πως υπήρχες, υ π ά ρ χ ε ι ς, θ α υ π ά ρ χ ε ι ς κι είσαι όμορφος κι αγαπημένος κι όλα είναι όμορφα κι αγαπημένα κι είναι κατορθωτό το ακατόρθωτο, τόσο που ξύνεις το κεφάλι σου και κλαις σα βλάκας, γιατί είμαι βλάκας βρε Πέτρο και σ' αγαπάω για όλα, μα πιο πολύ για κείνο τ' όνειρό σου με την άσπρη αρκούδα στα χιόνια και γελούσατε άσπρα γέλια μέσα σ' εκείνη την απέραντη ζεστή ασπράδα κι ούτε ένας μαύρος πάσσαλος στρατιωτικού καταυλισμού ως το βάθος, γι' αυτό σ' αγαπάω βρε Αλέκο για κείνο το ποδήλατο στ' όνειρό σου πάνου στις στέγες κρούουου, δε θα πέσεις, σε κρατάω, και θα πω στον Τέλη να σε μάθει πραγματικό ποδήλατο και μοτοσικλέτα - δε θέλεις; - κι εγώ θα σε μάθω να σφυρίζεις, είναι εύκολο, να έτσι. κι έβαλα τα δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξα μ' όλη μου τη δύναμη σαν τσοπάνος και βούιξε το σπίτι, βούιξαν οι κορφές του Ολύμπου, βγήκαν οι 11 Ολύμπιοι, από κοντά κι ο κουτσός Ηφαιστος βγήκε απ' το σιδεράδικο μαζί με τους Χρυσούς Εφήβους (έργα των χεριών του) που 'χουν και δύναμη και σκέψη και φωνή, κι όλοι τους με χάζευαν και μου πετούσανε ξεφλουδισμένα μύγδαλα, κι ο Πέτρος κι ο Αλέκος σκάσανε στα γέλια (ως εκείνη τη στιγμή κάπνιζαν, άκουγαν, δε βγάζαν άχνα σα να λείπαν, μα εγώ το χαβά μου) και τώρα γελούσαν μ' όλη την καρδιά τους, «α, ρε Ιων, γούστο που το 'χεις, ανεξάντλητος», ναι, ανεξάντλητος, και σύντροφος πάντα, συντρόφια μου, κι ούτε που νιώθω ένοχος κι αδικημένος, ούτε ο Πέτρος ένοχος ή αδικημένος, ούτε ο Αλέκος. Να σας ψήσω έναν αϊστρατήτικο καφέ; Εντάξει. Οσο ψήνω τον καφέ στην κουζινίτσα μου τους ακούω να κουβεντιάζουν χαρούμενα. Πίνουμε τον καφέ μας, καπνίζουμε. Υστερα, χωρίς καμιά συνεννόηση, βγαίνουμε απ' το σπίτι, ανηφορίζουμε την οδό Κόρακα πιασμένοι ώμο με ώμο ως το σταθμό του Αγίου Νικολάου, παίρνουμε το τραίνο, βγαίνουμε στην πλατεία Κυριάκου, πηγαίνουμε στο Πεδίον του Αρεως, καθόμαστε σ' ένα παγκάκι. Βραδιάζει. Ανάβουν τα φώτα πέρα στην πολιτεία, κι εδώ ανάμεσα στα δέντρα. Περνάνε στραγαλάδες, φιστικάδες, ζευγαράκια, μανάδες με τα καροτσάκια των παιδιών τους, εργάτες με τις φόρμες τους, δυο φαντάροι, ένας ναύτης, ένα παιδί με τσέρκι. Τι όμορφη βραδιά. Τι όμορφος ο κόσμος. Είμαστε σύντροφοι. Ναι, σύντροφε. Μωρέ, ξεχαστήκαμε. Δεν είδαμε τις απογευματινές εφημερίδες. Σηκωνόμαστε. Πηγαίνουμε στο περίπτερο του πάρκου. Αγοράζουμε τσιγάρα κι εφημερίδες. Κάτω απ' τους γλόμπους του περίπτερου ρίχνουμε μια ματιά στους μεγάλους τίτλους: ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Οχι. Οχι. Οχι.

ΑΘΗΝΑ, 29.I.84

Γιάννης Ρίτσος, Ισως να 'ναι κι έτσι, Κέδρος


Στο «θρόνο» του στο Καρλόβασι, το 1983 (από το βιβλίο του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη «Γιάννης Ρίτσος, Αυτοβιογραφία»)
Στο «θρόνο» του στο Καρλόβασι, το 1983 (από το βιβλίο του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη «Γιάννης Ρίτσος, Αυτοβιογραφία»)

Πηγή: Ριζοσπάστης, 3 Μαΐου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου