άρης ο Αι-Δημήτρης, να μου θυμηθείς, μην το ξεχάσεις, τούτη η σεμνότη του Ρωμιού η μεγαλοδύναμη, άκου, άκου, χασάπικα, ζεϊμπέκικα, ένας τσάμικος, όρθιοι, τινάζεται κι ο Γιώτης, γεια σου, πήδο τον πήδο, θα φτάσει το ταβάνι, και να σου πάλι τσιφτετέλια, κορίτσια κι αγόρια κουνάνε την κοιλιά τους, τους γοφούς, τα στήθια, η δικιά μας παρέα βλέπει, κάτι κουνιέται και σε μας, ανάμεσα στα σκέλια, του μπουζουξή τα δόντια λάμπουν πιότερο, κοπέλες ανθοπώλισσες στριμώχνονται ανάμεσα στους χορευτές και στα τραπέζια, μες στα πανέρια τους όχι τριαντάφυλλα και μαργαρίτες αλλά γαρδένιες και καμέλιες, πέφτουν βροχή στις τραγουδίστρες, πιο πολλές στο πρώτο μπουζούκι (αχ, πού ’ν’ τα γιασεμιά, καημένη μου κυρα-Σμαράγδω; πού; Κατακαημένη Σμύρνη), για λίγο σταματάει η μουσική μες στα χειροκροτήματα, σκουπίζουν τα γκαρσόνια απ’ την πλακόστρωτη πίστα σπασμένα πιάτα, ποτήρια, πατημένα λουλούδια, και να πάλι, ένα ζεϊμπέκικο, Χριστέ μου, τι παλμός και τι ρυθμός, 9/8 (όχι τα 9/8 της κλασικής μουσικής μοιρασμένα ανά τρία σε τρία κανονικά μέτρα κάτι σαν βαλς με τριολέ), τα ρωμέικα 9/8 μοιρασμένα ανά δύο ― 2, 4, 6, 8, και το 9 μόνο του, θέση χωρίς άρση, να πέφτει δίχως εκπνοή στην αμέσως επόμενη θέση σα να λέμε δυο εισπνοές μαζί (όπως και στους νησιώτικους χορούς 5/8 που σαν ν’ αντιστοιχούν κάπως στην αρχαία ελληνική προσωδία, στον αδώνειο στίχο ― τέταρτο στίχο της ψαπφικής στροφής) και να σου που τινάζεται ήσυχος, χαμηλοβλέφαρος, ασίκης, μόνος, ολομόναχος, (κανένας άλλος δεν τολμάει να σηκωθεί μπροστά στον α ν υ π έ ρ β λ η τ ο), μονάχος, μαύρο παντελόνι, μαύρο παπούτσι τακουνάτο, άσπρο πουκάμισο ανοιχτό στο δασύτριχο στήθος, χρυσό σταυρουλάκι στο λαιμό, μέση δαχτυλίδι, σφιχτός ο κώλος αψηλά, αργόπρεπα τα πρώτα βήματα, τελετουργία, ο πλατυφτέρουγος αιτός χαμοπετάει, στο ένατο όγδοο κόβεται η μια φτερούγα, λυγάει το γόνατο, θα πέσει, πήδημα, στροφή, πατάει, πετάει πιο πάνου, τα χέρια του γωνιές στον αγκώνα, στράκες τα δάχτυλα στον αέρα, πήδημα πάλι στο ένατο, στρουφίζεται γύρω απ’ τον εαυτό του μόνος, μια στα ψηλά, μια κάτου, και το βλέφαρό του κάτου μην ξεχάσει, κανείς δεν είναι πεθαμένος, μην την πεις την ελεγεία, κάνε πως δεν ξέρεις, το δεξί χέρι απλώνεται οριζόντια και το ζερβί του να χουφτώνει κάθε τόσο εκεί στα σκέλια το φούσκωμα «εδώ είμαι, εδώ ’ναι ο κόσμος» και πάλι εκεί στο ζερβί χέρι του μη και του φύγει πάνου στην τριπλή στροφή μαζί κι ο πούτσος και τ’ αρχίδια του, παρθένα γύμνια μαντική που μυστικά λαλεί τα μυστικά του κόσμου, κι αν δεν πιστεύεις σώπαινε και κοίτα, κάν’ την προσευχή σου, μες στα δάση αρκούδες και θηλάζουν των θεών τα βρέφη, χρυσό υδρομέλι, χύνει το φεγγάρι, πίνουν ελάφια και τσακάλια, ένα παπούτσι πλέει στο ποτάμι, Κνωσός, Μυκήνες, Θήβα, Μονοβάσια αλλάζουν θέσεις, μια κουκουβάγια πιάνεται απ’ του λιονταριού τη χαίτη, βγαίνει ο Απόλλωνας στη βίγλα του Μυστρά κι η θεια-Καλή τού φέρνει ένα καρβέλι κριθαρένιο, μπορεί και να ’ναι ο Διγενής στα μαρμαρένια αλώνια, «κόκκαλο, πέτρα, σίδερο, ουρανός», αμίλητες φωνάζουν οι Μαντατοφόρες, να τον που γονατίζει μια με το ’να γόνατο και μια με τ’ άλλο, και πετιέται και στριφογυρίζει ολόγυρα στον άφαντο βωμό που μοναχά η αιωνιότητα τον ξέρει ώς τα 9/8, ώς το 9 του 3Χ3, στρόβιλος, δυνατό φτερό, δεν κόπηκε, διπλώθηκε πλάι στο πλευρό για να λοξέψει λίγο το κορμί κι ύστερα πιο κοφτά ν’ ανηφορίσει, δόξα, δόξα στη ζωή, δόξα στο ανθρώπινο σώμα, προσευχήσου, το μέτωπό σου χαμηλά χαμηλά ν’ αγγίξει το χώμα για τούτη δω την ψηλομέτωπη δόξα, κι είναι ένα πέτρινο άλογο στο αέτωμα, κι ένα άλογο στο θερισμένο αγρό στο φεγγαρόφωτο, κι είναι στο ερημωμένο πανδοχείο ανάμεσα Λεβέτσοβα και Σπάρτη, στο γυμνό σανιδένιο τραπέζι ένα πιάτο παντζάρια μπροστά στον γδαρμένο καθρέφτη των καροτσέρηδων, αχ, αχ,
Άντε του καημένου του Μποχό οό ορή,
Άντε του τη σκάσαν στο βαπό οό ορί,
Άντε και του πήραν χίλια τό οό οσά
Άντε όλο τάλαρά και γρό οό οσά
Άντε και μας φέραν χίλια τόσα, άντε όλο τάλαρα και γρόσα, τέλειωσε ο χορός κι η μουσική, σιωπή, ούτε χειροκρότημα ούτε σπάσιμο πιάτων, θάμπος, κατάνυξη, ευλάβεια, ο χορευτής απλά, σα να ’ταν πάλι μόνος, πηγαίνει με αργά βήματα στη θέση του, στο βάθος, σ’ ένα τραπέζι όπου περιμένει η παρέα του, τρεις άντρες, καμιά γυναίκα, μόνο μια στιγμή, πριν κάτσει στην καρέκλα του, πιάνει με το ζερβί του χέρι το σταυρουλάκι που έχει βγει απ’ το πουκάμισό του και το σπρώχνει στο στήθος του, φοράει το σακάκι του, περασμένο στη ράχη της καρέκλας, παίρνει το ποτήρι του, πίνει χωρίς να τσουγκρίσει με τους φίλους του· ένα λιγνό κορίτσι ανθοπώλισσα πλησιάζει, αφήνει το πανέρι της με τις γαρδένιες στο τραπέζι του χωρίς να πει λέξη, φεύγει, ο χορευτής περνάει μια γαρδένια στ’ αυτί του, ξαναπίνει, κι ένα σκυλί (πού βρέθηκε;) σηκώνει το μακρύ μουσούδι του και τον κοιτάζει, τον κοιτάζει, το εκκλησίασμα σκόλασε, σηκωνόμαστε, φεύγουμε, αδειάζει η εκκλησία, μένουν τα δισκοπότηρα άδεια, σηκώνω μια γαρδένια πατημένη απ’ τα πλακάκια, σαν ένα λουλούδι που ’πεσε απ’ την περιφορά του Επιταφίου, το μυρίζω, εχ, εχ, λεβεντομάνα Ρωμιοσύνη που γεννάς θεούς, αγγέλους, γύμνιες αγαλμάτων, δόξες, ραπανάκια, σπάθες, λύρες και Διθυράμβους Ρόδων.
ΑΘΗΝΑ, 16-17.84
Πηγή: Ίσως να ’ναι κι έτσι, Αθήνα 1985 Κέδρος.Αναδημοσίευση από: https://neoplanodion.gr/2023/03/03/ritsos-sto-bouzouxidiko/?fbclid=IwAR18GjIfu81aj8l8VlOEvjitbxyGMwgJLxJJVh5Yw6vGXeM2FD19m1eW1DQ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου