Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Λένα Παππά - Το μήνυμα


Αύρες άλλων κόσμων θροΐζουν γύρω μας 
εμείς πηγαίνουμε στο μπακάλη για ψώνια
παίρνουμε το τρόλλεϋ Παγκράτι-Πατήσια. 
Ο Ποιητής
δοσμένος όλος στο αγγισμά τους
ανάβει τα λόγια του, κόκκινα, πράσινα, μαβιά, 
βεγγαλικά αισθήματα, προαισθήματα, προφητείες, 
γοητείες
να μεταδώσει πασχίζει και θέλει.

Ο μπακάλης μοιρασμένος ανάμεσα 
στο δούναι και το λαβείν
πουλάει τη ζάχαρη ακριβά
τα απορρυπαντικά φτηνότερα,
το πλήθος μπαινοβγαίνει αγοράζοντας, τοις μετρητοίς, 
επί πιστώσει, διαλέγοντας, αναζητώντας την ποιότητα. 
Ο Ποιητής
ανεβασμένος στο ψηλότερο κλαδί
της παραφοράς, προσπαθώντας να μεταδώσει το μήνυμα, 
χειρονομεί, ανοίγει τις φλέβες του
– κανείς δεν τον προσέχει
όλοι ανυποψίαστοι, αμέτοχοι στο θαύμα,
κυττάζουν χάμω, τα τεφτέριά τους, υπολογίζοντας επί τοις εκατό 
το διαφυγόν κέρδος.

Πηγή: Εμβόλιμον, τ. 8, Φεβρουάριος 1990.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Μάχη Μουζάκη - Στο στόμα της αμερικανικής νύχτας



                 Για να δέσει ο στίχος

                  το μαχαίρι θα μπει

                  ως το κόκκαλο


Η αγριότητα έλεος δεν έχει.

Στις κραυγές του Hudson βαδίζω.

Η ομίχλη κυνηγάει τα βήματα…

Στα βάθη ραγίζουνε κρύσταλλα.

Διαλυμένα τοπία, ακαθόριστα πένθη.


Πατρίδα, πατρίδα μου!

Η αγριότητα έλεος δεν έχει.


Δεν αναπνέω.

Την ομίχλη ταΐζω με χάπια

να περάσω της θλίψης το φάρυγγα.

Δε βαδίζω.

Σε δυο ελατήρια κινούμαι.

Οι φλέβες μου χτυπάνε SOS.


Μην πείτε πως γυναίκα εγώ, φοβάμαι.


Βαδίζω στην «Έρημη Χώρα»

Βάρβαρο γέλιο.

Ομίχλη και μούχλα.

Τρόμος και απόγνωση.

Εδώ είναι η χώρα σου, Έλιοτ!

Σάπιο, επίχρυσο τέρας.


Στο άδειο, δίχως λυγμό

τελειώνει ο κόσμος σου

εδώ.


                      Νέα Υόρκη, 1974

Βάρβαρο γέλιο στις όχθες του Hudson, (1976).


Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Μπέρτολτ Μπρεχτ - H πελάτισσα


Είμαι γριά γυναίκα.
Η Γερμανία όταν ξύπνησε,
μας ψαλιδίσαν τις συντάξεις. Τα παιδιά μου
μου δίνανε πού και πού καμμιά δεκάρα. Μα σχεδόν τίποτα
δεν μπορούσα πια με αυτές να αγοράσω. Τον πρώτο καιρό
πήγαινα αραιά και που σε όσα μαγαζιά πήγαινα παλιότερα
για ψώνια κάθε μέρα. Το σκέφτηκα όμως πολύ καλά ένα πρωί,
κι έτσι άρχισα και πάλι να πηγαίνω κάθε μέρα
στο φούρναρη και στο μανάβη
σαν παλιά πελάτισσα.
Με μεγάλη προσοχή κοιτούσα να διαλέξω τρόφιμα
και ούτε περισσότερα έπαιρνα από παλιά μα ούτε και λιγότερα·
έβαζα τα φραντζολάκια δίπλα στο καρβέλι
και τα πράσα πλάι-πλάι στο λάχανο
και μόλις μού έκαναν τον λογαριασμό αναστέναζα,
άρχιζα με τ’ αλύγιστά μου δάχτυλα τό σκάλισμα
μες στο πορτοφόλι μου, και, κουνώντας το κεφάλι μου,
ομολογούσα πως δεν μου φτάναν τα λεφτά
για να πλήρωνα αυτά τα λίγα, κι έτσι, κουνώντας το κεφάλι,
έφευγα από το μαγαζί, και όλοι οι πελάτες μέσα με κοιτάγανε.
Κι έλεγα τότε μέσα μου:
Αν όλοι εμείς που δεν έχουμε τίποτα
δεν ξαναπατήσουμε εκεί όπου μοστράρουν τα φαγώσιμα,
τότε θα νομίσουν ότι εμείς δεν χρειαζόμαστε πλέον τίποτα.
Αν όμως πηγαίνουμε εκεί δίχως ν’ αγοράζουμε τίποτα,
τότε όλοι πια θα ξέρουν πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Κατερίνα Γώγου - [άτιτλο]

Μισθωτή εργασία – κεφάλαιο
o ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού
η προδομένη Eπανάσταση
ά ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…
Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα, μπορντέλα
(πάει κι η Πορτογαλία)
υπερπαραγωγές των καθολικών και της μαφίας
γίνανε πολυεθνικές, δεν μας αφήνουν ν’ αγαπήσουμε
Σύντροφε.
Χαφιέδες ανεβαίνουν τα σκαλιά μας
σκυλιά στα γήπεδα, μπορούν όποτε γουστάρουν
να μας κατεβάσουν το βρακί να μας πηδήξουν
Ειρηνική Συνύπαρξη και Σοσιαλισμός σε μιά χώρα
α, ρε Σύντροφε να ξερες τι βαρύ φορτίο κουβαλάμε…
Οι δίκες της Μόσχας, κανένας δεν άντεξε
έμεινες ολομόναχος
κι ο κόσμος ήτανε κουρασμένος, κει πάνω χτυπήσανε.
Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Κι έπειτα συνεργαστήκανε. Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Στην Κίνα, Γενάρης του ’77, σφάζουν Εργάτες,
κι αυτό φτάνει εδώ σαν ποίημα του Μάο
(τα πρόσωπα πάλι λένε φταίνε) α, ρε Σύντροφε
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;
Εδώ, τα ίδια. Κρύβονται στο καβούκι τους οι άνθρωποι
Τα ΚΚ είναι 2 και χιλιάδες οι ερμαφρόδιτοι
«επαναστάτες».
Έτσι και λίγο φανείς μπόσικος πέρασες απέναντι.
Μη νοιάζεσαι όμως. Θα τα καταφέρουμε.
Μόνο να, καμιά φορά κουράζομαι εγώ,
δεν εχω και δουλειά, με πιάνει το παράπονο καληώρα,
κι είναι τότε που λείπεις πιο πολύ,
τότε που σε «μαλώνω» γιατί δεν πρόσεχες
και που δεν ντρέπομαι να κλάψω
και να γράφω ποιήματα
Σύντροφε, που δεν πρόδωσες
ζούμε την βαρβαρότητα.



Πηγή: Κατερίνα Γώγου, «Τρία κλικ αριστερά», Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε: Ποιήματα 1978-2002 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Nicanor Parra - Πληθωρισμός


Η άνοδος του ψωμιού δημιουργεί νέα άνοδο του

ψωμιού

Η άνοδος των ενοικίων

Αμέσως προκαλεί το διπλασιασμό των ενοικίων

Η άνοδος των ενδυμάτων

Οδηγεί σε νέα άνοδο των ενδυμάτων.

Αδυσώπητα

Στριφογυρίζουμε σ΄ έναν φαύλο κύκλο.

Μες στο κλουβί έχεις τροφή.

Λίγη, ωστόσο έχεις.

Έξω απ' αυτό έχεις μονάχα απέραντη ελευθερία.


Πηγή: Ποιήματα επείγουσας ανάγκης, εισαγωγή-μετάφραση: Αργύρης Χιόνης, Αθήνα: Γαβριηλίδης 2008.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Νικόλαος Κάλας - [άτιτλο]


Τα μεταφορικά απ’ την Αθήνα στη Νόβα Γιόρκη

πώς υπολογίζονται; με τάλιρα Βαβυλώνας

ή σε δραχμές; Πώς μεταφέρονται απ’ τ’ αγγλικά στη γλώσσα μας

οι εικόνες; Πώς μετατρέπονται τα χάρτινα σε μετάλλινα;

Η ταχυδακτυλουργία των οικονομολόγων

δεν θα σταματήσει την Ιστορία.

Όταν η ποίηση δεν καλλιεργεί την ιερογλυφία

είναι για δίσκους και μεγάφωνα. Για δίσκους οπτικούς

η ακτίνα του χρυσού κανόνα. Οι θησαυροί του Νείλου

μεταφέρονται τώρα από χώρα που βεβήλωσαν οι Ναζωραίοι

σε σκάφος οδηγούμενο απ’ το φέγγος της Αφροδίτης.


(Από το βιβλίο: Νικόλαος Κάλας, Οδός Νικήτα Ράντου, 1977)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης -Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (απόσπασμα)

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

 

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος

 

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

 

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

 

Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα

τονε ξυπνάν χαράματα

 

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

του τρώνε και το λίγο βίος

 

κι από το στόμα την μπουκιά

πάνω στην ώρα τη γλυκιά

 

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

 


Ο Ὴλιος Ο Ηλιάτορας

Θωμάς Γκόρπας - Έλλειψη πάγου στη συνοικία


– Δώσε μου ένα τέταρτο.
Πικραμένη μάνα με το ρημαγμένο στήθος!
– Εσύ δεν παίρνεις το χειμώνα.
Δώσε μου ένα τέταρτο παλικάρι μου
θα παίρνω και το χειμώνα.
– Δώσε μου ένα τέταρτο.
Απαρηγόρητο κορίτσι που σε φέγγει η πείνα!
– Εσύ δεν παίρνεις κάθε μέρα.
– Δώσε μου ένα τέταρτο κυρ Ηλία
θα παίρνω κάθε μέρα.
– Δώσε μου ένα τέταρτο.
Γέρο μου δεν είναι εγγύηση η απόγνωση!
– Εσύ αποκλείεται να ’χεις ψυγείο.
– Δώσε μου ένα τέταρτο καλόπαιδο
του χρόνου θ’ αγοράσω και ψυγείο.
Νεαρέ εμποράκο βλάκα
αύριο θ’ ακριβύνουν τα τσιγάρα
και θα καπνίζεις βασικά
αύριο θ’ ακριβύνουν τα εισιτήρια και το σινεμά
και θα το χάσεις το κορίτσι σου.
Νεαρέ εμποράκο βλάκα
αύριο θα πεθάνεις για μιαν ένεση
που θα τιμάται
με τη ζωή σου.

«Σπασμένος καιρός», Τα Ποιήματα: 1957-1983: Ποταμός 2015.

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Italo Calvino - Χειμώνας: Ο Μαρκοβάλντο στο σούπερ μάρκετ (απόσπασμα)


«Στις έξι το απόγευμα η πόλη έπεφτε στα χέρια των καταναλωτών. Ολόκληρη τη  μέρα η μεγαλύτερη ενασχόληση του πληθυσμού ήταν η παραγωγή: παρήγαγαν καταναλωτικά αγαθά. Μια συγκεκριμένη ώρα, λες και γυρνούσε ένας διακόπτης, σταματούσαν την παραγωγή κι εμπρός! Ρίχνονταν όλοι στην κατανάλωση. Κάθε μέρα, σαν από ακατανίκητη παρόρμηση, μόλις και προλάβαιναν να εμφανιστούν στις ολόφωτες βιτρίνες τα κόκκινα κρεμασμένα σαλάμια, οι πύργοι από πορσελάνινα πιάτα που υψώνονταν ως το ταβάνι, τα τόπια των υφασμάτων που ξεδίπλωναν τις πτυχές τους σαν ουρές παγονιών και να! Το καταναλωτικό πλήθος ορμούσε να διαλύσει, να ροκανίσει, να ψηλαφήσει να κατακρεουργήσει. Μια ατελείωτη ουρά προχωρούσε έρποντας σ’ όλα τα πεζοδρόμια και τις πόρτες, εκτείνονταν απ’ όλες τις μεριές μπροστά στις γυάλινες πόρτες όλων των καταστημάτων και κινείτο με τις αγκωνιές των πάντων στα πλευρά των πάντων, σαν από αδιάκοπες παλινδρομήσεις εμβόλων. Καταναλώστε! Και έπιαναν τα εμπορεύματα, τα ξανάβαζαν στη θέση τους, τα ξανάπαιρναν και τα τραβούσαν ο ένας από τα χέρια του άλλου! Καταναλώστε! Και ανάγκαζαν τις χλομές πωλήτριες να σωριάζουν στους πάγκους ασπρόρουχα σ’ ασπρόρουχα. Καταναλώστε! Και τα κουβάρια του χρωματιστού σπάγκου στριφογύριζαν σαν σβούρες, τα φύλλα του λουλουδάτου χαρτιού φτεροκοπούσαν σαν πουλιά τυλίγοντας τα εμπορεύματα σε πακετάκια, τα πακετάκια σε πακέτα, και τα πακέτα σε δέματα, το καθένα τους δεμένο με φιόγκο. Κι ύστερα δέματα, πακέτα, πακετάκια, τσάντες, τσαντάκια στριφογύριζαν στριμωγμένα γύρω από το ταμείο, τα χέρια έψαχναν μες στις τσάντες αναζητώντας τα πορτοφόλια, τα δάχτυλα έψαχναν μες στα πορτοφόλια αναζητώντας ψιλά κι εκεί χαμηλά, μέσα σ’ ένα δάσος από άγνωστα πόδια και πτυχές πανωφοριών, τα παιδιά, χωρίς κανένα πια χέρι να τα κρατάει, χάνονταν κι έβαζαν τα κλάματα.

   Ένα τέτοιο απόγευμα ο Μαρκοβάλντο έβγαλε την οικογένειά του περίπατο. Μιας και δεν είχαν λεφτά, η διασκέδασή τους ήταν να βλέπουν τους άλλους να ψωνίζουν. Εξάλλου όσο περισσότερο κυκλοφορεί το χρήμα, τόσο περισσότερο ελπίζει ο απένταρος: «Αργά ή γρήγορα κάποτε θα περάσει κι από τις δικές μου τσέπες». Όμως στην οικογένεια του Μαρκοβάλντο ο μισθός ήταν λίγος και τα στόματα πολλά και, επιπλέον, είχαν να πληρώσουν χρέη και φόρους, έτσι το χρήμα εξανεμιζόταν μόλις το έπιαναν στα χέρια τους. Ωστόσο διασκέδαζαν χαζεύοντας , ιδίως κάνοντας βόλτες στο σούπερ μάρκετ.

  Το σούπερ μάρκετ λειτουργούσε ως σελφ σέρβις . Είχε από κείνα τα καροτσάκια με τις ρόδες που μοιάζουν με σιδερένια καλάθια και κάθε πελάτης έσπρωχνε το καροτσάκι του και γέμιζε με όλα τα καλά του Θεού. Μόλις μπήκαν στο σούπερ μάρκετ, πήρε ένα καροτσάκι ο Μαρκοβάλντο, ένα η γυναίκα του κι από ένα τα τέσσερά τους παιδιά. Κι έτσι παρήλαυναν με τα καροτσάκια τους μπροστά τους, ανάμεσα σε πάγκους φορτωμένους από βουνά φαγώσιμα, δείχνοντας τα σαλάμια και τα τυριά και κατονομάζοντάς τα, λες και αναγνώριζαν ανάμεσα στο πλήθος πρόσωπα φίλων ή,  τουλάχιστο, γνωστών.

‐Μπαμπά , να το πάρουμε αυτό; Ρωτούσαν αδιάκοπτα τα παιδιά.

‐Όχι, μην τ’ αγγίζετε, απαγορεύεται έλεγε ο Μαρκοβάλντο έχοντας στο νου του ότι στο τέλος της περιήγησής τους περίμενε η ταμίας για τον λογαριασμό.

Ίταλο Καλβίνο,

«Ο Μαρκοβάλντο στο σούπερ μάρκετ»

Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,

Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη,

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Pier Paolo Pasolini - [απόσπασμα]



Είμαι ένας άνθρωπος από τα παλιά, που έχει διαβάσει τους κλασσικούς, που μάζεψε σταφύλια από τον αμπελώνα, που ονειρεύτηκε στην ανατολή και στη δύση του ηλίου πάνω από τα χωράφια.
Δεν ξέρω λοιπόν τι να τον κάνω αυτόν τον κόσμο που δημιουργήθηκε με τη βία, με την ανάγκη της παραγωγής για την κατανάλωση. Μισώ τα πάντα σε αυτόν: τη βιασύνη, τον θόρυβο, τη χυδαιότητα, τον αριβισμό.
Είμαι ένας άνθρωπος που προτιμά να χάνει παρά να κερδίζει με ανέντιμους και αδίστακτους τρόπους. Και το ωραίο είναι ότι έχω το θράσος να υπερασπίζομαι αυτό το “λάθος”, να το θεωρώ σχεδόν αρετή.

Πιερ Πάολο Παζολίνι

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Γιώργος Ιωάννου - Τα σαράντα κύματα (απόσπασμα)

 Αυτό που δεν μπορούν να φαντασθούν οι νεοφερμένοι είναι ότι παλαιότερα, πριν είκοσι, ας πούμε χρόνια, κυκλοφορούσε πολύ περισσότερος κόσμος απ' ό,τι σήμερα. Κι αυτό γινόταν όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας και σε όλα τα κεντρικά περάσματα. Παντού ο κόσμος ήταν περισσότερος, αλλά στην περιοχή των Χαυτείων, εκεί πια έβραζε, Περιττό να πούμε ότι την κατάσταση την έχει αλλάξει η μεγάλη διάδοση του ιδιωτικού αυτοκινήτου κι ένας Θεός ξέρει πόσο ακόμα θα την αλλάξει σε συνδυασμό με την τηλεόραση και το τηλέφωνο. Πάντως τις ώρες της ημέρας περπατάει ακόμα στους κεντρικούς δρόμους αρκετός κόσμος, ενώ τη νύχτα αργά οι διαβάτες είναι αραιοί και τα αυτοκίνητα πάμπολλα. Αυτά όλα τα αυτοκίνητα θα ήταν άνθρωποι, αν δεν υπήρχαν. Και όχι ένας, αλλά τουλάχιστον δύο για κάθε μηχάνημα. Και οι άνθρωποι φέρνουν κι άλλους ανθρώπους, που περπατούν δήθεν με φροντίδα και σαν αν βιάζονται. [...] Γι' αυτό - και για άλλα πολλά, Θεέ μου - στείλε μια βαριά αρρώστια για τα αυτοκίνητα, μια γελοία, όσο μπορείς πιο γελοία, αρρώστια γι' αυτούς που οδηγούν συνεχώς αυτοκίνητο, γι΄αυτούς που χρησιμοποιούν διαρκώς αυτοκίνητο, γι΄αυτούς που κόβουν βόλτες συνεχώς με τ' αυτοκίνητο. [...] Και στείλε μια ελαφρότερη αλλά επίμονη σ΄αυτούς που έχουν αυτοκίνητο και το χρησιμοποιούν με μέτρο, ώσπου να καταλάβουν ότι η αρρώστιά τους θα είναι τόση, όση η ασχολία τους μ' αυτό. Κι ακόμα στείλε μια ακατάσχετη σκωρίαση, μια ανεξήγητη ανάφλεξη, μια ασυγκράτητη λοξοδρόμηση, έναν φρικαλέο πονόματο στα ίδια αυτά τ' αυτοκίνητα, να την παθαίνουν ξαφνικά μέσα στο δρόμο και να πηγαίνουμε κρατώντας απ΄τα γέλια την κοιλιά μας. 

Κι επίσης στείλε μια θεαματική ασθένεια, έναν ανείπωτο πανικό, ένα αδιάκοπο φτάρνισμα, έναν ασυγκράτητο λόξυγκα, μια δυσθεράπευτη χλαπάτσα σ' αυτούς που βλέπουν μέρα-νύχτα τηλεόραση - περίμενε όμως να μας τη στείλεις όταν φέρουν και την έγχρωμη, γιατί τότε θα απογίνουμε και θα πρέπει πια να επέμβεις δραστικά. Στείλε ένα σκάσιμο, ένα σπάσιμο, ένα κόρωμα, ένα γούρλωμα, ένα ράγισμα, ένα απαίσιο μύρισμα, να μην ξαναπατήσουν πια το κουμπί. [...]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, "Τα σαράντα κύματα", Καταπακτή


Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Αλέκας Πλακονούρη

Πάνος Σαμαράς - [άτιτλο]



Μας μίλησαν στις λαμπρές αίθουσες
για τις αναπαυτικές λεωφόρους
της καταναλωτικής κοινωνίας
κι ούτε υποψιάστηκαν
έστω για κλάμα του δευτερολέπτου
πως στους ερειπωμένους υδρόμυλους
άλεσαν τα όνειρά μας
τα όνειρα του γείτονα
του καθενός.

Μας μίλησαν στις λαμπρές αίθουσες
για διαστημικούς σταθμούς
και ταξίδια στη Σελήνη
κι ούτε λογάριασαν ποτέ
τα στενοσόκακα
που σταύρωσαν τις μέρες μας
στρωμένα κουρνιαχτό και δάκρυ
τις κάμαρες με το διοξείδιο
που κλείστηκε
ο παιδικός μας κόσμος.


Πάνος Σαμαράς (1915-1971)
 
Ο Κύκλος, 1971

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Φώντα Τρούσα

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος - Βασιλιάς της πλησμονής



Σε όλη τη ζωή

κυνηγούσε τα πολλά




όνειρα πολλά

λεφτά πολλά

πολλά εγώ




Τώρα

στο τέλος

μες στην πολλή μοναξιά

μες στον πολύ τον πόνο




Αυτός

ένας κατά συρροή

βασιλιάς της πλησμονής




γυμνός

δίχως το λίγο

που ευωδιάζει άνθρωπο

που είναι ανθρώπινο.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Λευτέρης Πούλιος - Το εμπόρευμα

Είμαι δεσμώτης κάτω από την υψηλή δικαιοσύνη ενός
χαμόγελου και θλίβομαι άμετρα για τον πλανήτη
που ‘χασε όλη την αγνότητα
λουσμένος στον κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας.
Φτηνά ή ακριβά όλα πουλιούνται. Καθετί γίνεται
για να πουληθεί και να πουληθεί γρήγορα.
Ο άνεμος και το κύμα από τους εμπόρους πουλήθηκαν.
Ό,τι γεύτηκαν η ευγένεια και το έγκλημα, ό,τι γνωρίζει
ο έρωτας και η καθημερινή επιθυμία των όχλων,
έχει πουληθεί. Ό,τι η τέχνη
και η επιστήμη αναγνώρισαν, έχει πουληθεί.
Οι ξαναμμένες κραυγές των οδών, εφαρμογές
και ιδέες έχουν πουληθεί. Κάθε πράμα
έχει την αξία του στην αγορά. Τα βρόμικα
εσώρουχα της Μπαρντό αξίζουν όσο ένας Ρέμπραντ.
Η αναρχία των μαζών προβάλλεται στις βιτρίνες
των καταστημάτων. Έχουν πουληθεί τρελά μυστικά
για κάθε ακολασία.
Όλοι δίνουν νωρίς την παραγγελιά τους.

Λευτέρης Πούλιος, Ποίηση, 2,  Κέδρος, 1973.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Pablo Neruda- Η United Fruit Co.


Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες, όλα
είχαν ετοιμαστεί πάνω στη γη,
κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο
σε Coca Cola Inc., Ανακόντα,
Ford Motors και σε άλλες μονάδες:
Η Εταιρεία Φρούτων Inc.
κράτησε γι῾ αυτήν το πιο ζουμερό:
το κεντρικό παράλιο της γης μου,
τη γλυκιά μέση της Αμερικής.
Της ξαναβάφτισε τα χώματά της,
«Δημοκρατίες της Μπανάνας»,
και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς
πάνω στους ταραγμένους ήρωες
που καταχτήσανε το μεγαλείο,
τη λεφτεριά και τις σημαίες,
ίδρυσε την «Όπερα Μπούφα» της:
αλλοτρίωσε τις λεύτερες θελήσεις,
πρόσφερε καισαρικά στέμματα,
εξαπέλυσε τον φθόνο, κουβάλησε
τη διχτατορία «της Μύγας»,
μύγα Τρουχίγιο, μύγα Τάτσος,
μύγα Καρίας, μύγα Μαρτίνες,
μύγα Ουβίκο, μύγες ποτισμένες
με αίμα ταπεινό και μαρμελάδα,
μύγες μπεκρούδες που βουίζουνε
πάνω στα ομαδικά λαϊκά νεκροταφεία,
μύγες τσίρκου, σοφές μύγες
ειδικευμένες στην τυραννία.

Μέσα στις αιμόχαρες μύγες
ξεμπαρκάρει η «Φρούτων»,
ξεχειλίζοντας με καφέ και φρούτα
τα καράβια της που ξεγλιστράνε
σαν νταβάδες με θησαυρούς
απ’ τα στραγγαλισμένα μας χώματα.

Και την ίδια ώρα, απ’ τις ζαχαρωτές
αβύσσους των λιμανιών,
οι ίνδιοι γκρεμίζονταν και θάβονταν
μέσα στην πάχνη του πρωινού:
κυλάει ένα κορμί, ένα πράμα
χωρίς όνομα, ένα νούμερο πεσμένο,
ένα κλαδί νεκρή οπώρα
λιωμένη στα σαπιστήρια.

Mετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου

Πηγή: Κάντο Χενεράλ, τ.2, Ενότητα: «Οι Ολιγαρχίες», Αθήνα: Gutenberg 1975.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

Berthold Brecht - H μπαλάντα του έμπορα



Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι
Εκεί ψηλά στο βουνό χρειάζουνται ρύζι
Αν το ρύζι το κρύψουμε στις αποθήκες
θ' ακριβύνει το ρύζι γι' αυτούς εκεί πάνω
Οι μαούνες του ρυζιού θα 'χουν λιγότερο ρύζι
και το ρύζι φτηνότερο θα 'ναι για μένα

Τι είναι στ' αλήθεια το ρύζι
Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Φτάνει χειμώνας και χρειάζουνται ρούχα
Πρέπει μπαμπάκι λοιπόν ν' αγοράσουμε
και το μπαμπάκι να μην το πουλήσουμε
Σαν θα 'ρθει το κρύο, θ' ακριβύνουν τα ρούχα
Τα κλωστήρια πληρώνουν πολύ ψηλά μεροκάματα
Κι έπειτα υπάρχει πάρα πολύ μπαμπάκι

Τι είναι στ' αλήθεια το μπαμπάκι
Πού να ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Κι ο άνθρωπος παρατρώει φαΐ
γι' αυτό κι ο άνθρωπος όλο ακριβαίνει
Για να φτιάξεις φαΐ, χρειάζεσαι ανθρώπους
Οι μάγειροι κάνουν φτηνότερο το φαΐ
αλλά οι φαγάδες όλο και τ' ακριβαίνουν
Κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι

Τι είναι στ' αλήθεια ο άνθρωπος
Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Από το θεατρικό έργο "Η απόφαση" 1930
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Σάκης Μπουλάς - Η μπαλάντα του έμπορα - Θ. Μικρούτσικος

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Μελισσάνθη-Η Μεγάλη Ληστεία Του Αιώνα

Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι: 
Σημειώθηκαν τα πρώτα κρούσματα σποραδικά, 
σαν ασύνδετα μεταξύ τους. 
Σκάνδαλα καταχρήσεων, παραχαράξεις
διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά χρηματοκιβώτια.
Έτσι, πέρασε απαρατήρητη 
η μεγάλη  λ η σ τ ε ί α  του αιώνα
Όταν παραβιάστηκε 
το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους.


… «Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί σε ως κλέπτης.»…


Πολύ αργότερα, μπόρεσε να φανεί 
το μέγεθος της καταστροφής,
 όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν
τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. 
Όταν με το σύστημα 
των διεθνών συμβάσεων και των τραστ
δ ι α δ ό θ η κ ε... σ’ όλον τον κόσμο, 
η βιομηχανία των  α π ο μ ι μ ή σ ε ω ν. 
Η παραχάραξη, η κιβδηλεία, η νοθεία
η γενική  ε μ π ο ρ ί α  των πάντων. 
Αυτό έδωσε στην αρχή, 
μια τεράστιαν ώ θ η σ η... στις συναλλαγές. 
Μιαν ευχάριστη ψευδαίσθηση
ευημερίας στη διεθνή αγορά.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, 
τα Χρηματιστήρια οι χαρτοπαικτικές λέσχες, 
τα σφαιριστήρια τα καζίνα, τα τεϊοποτεία 
λειτουργούσαν με πυρετό.
 Οι πλάστιγγες του χρυσού
ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό
με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ.
Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού
Ω σ ό τ ο υ... το έλλειμμα στο ισοζύγιο 
ΧΡΥΣΟΣ-ΑΝΤΙΧΡΥΣΟΣ
αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών
Το μέτρο... της ανθρώπινης  σ υ ν α λ λ α γ ή ς.

Ωσότου∙ κάτω από το βάρος 
της παγκόσμιας  ε ν ο χ ή ς
ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός 
στον άξονα  του πλανήτη.

«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως
και αδελφός εναντίον αδελφού»…

Μελισσάνθη (1910-1990)
Από τη συλλογή: Τα Νέα ποιήματα 1974-1984, Aθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, 2000, σελ. 338-339.

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Μανόλης Αναγνωστάκης -Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.


Στην οδό Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά—
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
—εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται—
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
—εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο Στόχος, 1980.