Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Λατινοαμερικάνικη Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Λατινοαμερικάνικη Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Emma de Cartosio - Είμαι



Αέρας από φύλλα, μαρμαρυγία και γαζέλα.
Σάρκα από ροδοπέταλα, γρανίτη και πουλάκια.
Κομμάτι του Σύμπαντος· εορταστικός αερόλιθος.
Μοναξιά που απλώνεται στις πλαγιές.
Νέα, στρουμπουλή, ανθρακούχα και μονίμως πιωμένη.
Μια άγνωστη απλώς που πρέπει να πει κάτι.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Jorge Luis Borges - Επίλογος


Αφού συμπληρώθηκε πια ο αριθμός των βημάτων
που σου δόθηκαν να βαδίσεις πάνω στη γη,
σε θεωρώ πεθαμένο. Όπως κι εγώ έχω πεθάνει.
Εγώ, που θυμάμαι με ακρίβεια τη νύχτα
που δίχως να το ξέρουμε αποχαιρετιστήκαμε
οριστικά, αναρωτιέμαι τώρα:
Τι απογίναν κείνα τα δύο παλικάρια
που γύρω στα χίλια εννιακόσια είκοσι τόσο,
έψαχναν μ’ άδολη και πλατωνική πίστη
στ’ απέραντα πεζοδρόμια της νύχτας
του Νότου ή στην κιθάρα του Παρέδες
ή μες σε θρύλους για μαχαιροβγάλτες
τη μυστική πολιτεία του Μπουένος Άιρες;
Αδελφέ εν Κεβέδω και στην αγάπη του πολύμορφου εξάμετρου,
εσύ που ανακάλυψες (όπως όλοι μας τότε)
αυτό το πανάρχαιο εργαλείο, τη μεταφορά,
Φραγκίσκε Λουίς, ζηλωτή του βιβλίου,
ας ήταν να μοιραζόμασταν αυτό το μάταιο βράδυ
έτσι, χωρίς λόγο, και να βοηθήσεις
να σμιλέψουμε λιγάκι αυτούς τους στίχους.

Από τα Ποιήματα σε μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη, εκδόσεις Πατάκη.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

Raúl Henao - Πάντα ο έρωτας η ελευθερία


Πάω βόλτα μ’ ένα σύννεφο –
του κομμωτή η σκανταλιά ο έρωτας είναι!
Σε κάθε στάση λεωφορείου μου πετάς
την εμπρηστική χειροβομβίδα των ματιών σου.
Η ορχήστρα που εμφανίστηκε στη μέση
κάποιας νεροπηγής
διατηρεί μιαν ελαφρά ομοιότητα με τη φωνή σου
καθώς έχει φωλιάσει στου στήθους σου το ουράνιο τόξο.
Η καταιγίδα αποδεικνύεται λιγότερο φλογερή
απ’ των χειλιών σου το κάρβουνο
έτσι όπως έχουν ανακατευτεί
στου χαμογέλιου σου μέσα την τράπουλα.
Χίλια λαγωνικά δεν φτάνουν να εγκωμιάσουν
τη φωτεινή δάδα της όψης σου
που της ελευθερίας το οπλισμένο χέρι ανάβει.

Raúl Henao (Κολομβία 1944)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Francisco Madariaga - Η αυγή είναι απαραίτητη


Η μακρινή άσκηση της ακτινοβολίας
των τρένων,
παραπλάνηση της καθαρής επιθυμίας μες στην ομίχλη.
Καθυστερεί να πέσει τραγουδώντας το τελευταίο τραμ
της νύχτας.
Αχ πόλη της αναλωμένης τρέλας, η πουτανίτσα
χρειάζεται ακόμα την τέλεια αυγή.
Κι εγώ περιμένω με την πηγή μου με τα οξέα του ήλιου.

Francisco Madariaga (1927-2000)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Álvaro Mutis - Η προσευχή του Μακρόλ του Βαρκάρη


Tu as marché par les rues de chair
René Crevel, Babylone

Δε βρίσκεται εδώ πλήρης η προσευχή του Μακρόλ του Βαρκάρη.
Έχουμε περιλάβει μόνο μερικά από τα πιο σημαντικά μέρη της,
την καθημερινή χρήση των οποίων συνιστούμε στους φίλους μας σαν αποτελεσματικό αντίδοτο ενάντια στη δυστυχία και την απρόκλητη ευτυχία.
Έλεγε ο Μακρόλ ο Βαρκάρης.
Κύριε, καταδίωξε τους λάτρεις του μαλθακού ερπετού!
Φρόντισε ώστε όλοι να δεχτούν το κορμί μου σαν μια ανεξάντλητη πηγή της infamia σου.
Κύριε αποξήρανε τα πηγάδια που υπάρχουν καταμεσής της θάλασσας όπου τα ψάρια ζευγαρώνουν χωρίς να καταφέρουν να αναπαραχθούν.
Καθάρισε τους κήπους από τα καρτέλ και προστάτευσε τους μαύρους που κατηγορούνται ως τσιλιαδόροι. Γέννησε, Κύριε, στα άλογα τον θυμό των λέξεών σου και τον πόνο των γηραιών άπιστων γυναικών.
Κομμάτιασε τις κούκλες.
Φώτισε το υπνοδωμάτιο του παλιάτσου. Ω, Κύριε!
Γιατί προκαλείς αυτό το άσεμνο χαμόγελο της ηδονής στην σφίγγα του αγύρτη που κηρύσσει μέσα στις αίθουσες αναμονής;
Γιατί αφαίρεσες από τους τυφλούς το μπαστούνι τους με το οποίο έσκιζαν το πυκνό βελούδο της επιθυμίας που τους ενοχλεί και τους εκπλήττει μέσα στα σκοτάδια;
Γιατί εμποδίζεις στη ζούγκλα να εισβάλλει στα πάρκα και να καταβροχθίσει τους δρόμους της άμμου τους διασχισμένους από τους αιμομίκτες, τους αργοπορημένους εραστές στα απόβραδα της γιορτής; Με τη γενειάδα σου του Ασσύριου και τα ροζιασμένα χέρια σου, επίβλεψε Ω γονιμότατε! την ευλογία των δημόσιων πισίνων και το επακόλουθο μπάνιο των αθώων εφήβων. Ω Κύριε! δέξου τις ικεσίες αυτού του άγρυπνου ικέτη και δώσε του τη χάρη του να πεθάνει βυθισμένος στη σκόνη των πόλεων, γερμένος στις κερκίδες μιας αχρείας κατοικίας και φωτισμένος από όλα τ’ αστέρια του στερεώματος. Θυμήσου Κύριε ότι ο δούλος σου τήρησε υπομονετικά τους νόμους του ποιμνίου σου. Μη λησμονήσεις το πρόσωπό του. Αμήν.

Μετάφραση:Στέλιος Καραγιάννης
Πηγή:https://hecatepoesia.files.wordpress.com/2020/11/alvaro-mutis.pdf

Αναδημοσίευση από: 

https://ennepe-moussa.gr/%CF%87%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%82/%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B5%CF%85%CF%87%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%8C%CE%BB-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B7-%CE%AC%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF-%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%84%CE%B9%CF%82?fbclid=IwAR3kJ5Pg0R3tpPgAZGgNDjPNHY8eV3LbXPoVnhSf-frMz64gHmCDMECahD0

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Reinaldo Arenas - Είμαι εκείνο τ' αγόρι


Είμαι εκείνο τ' αγόρι με το στρογγυλό, βρώμικο πρόσωπο

Που σε κάθε γωνιά σ' ενοχλεί μ' εκείνο το "σου περισσεύει ένα τάλιρο"

Είμαι εκείνο το αγόρι με το βρώμικο πρόσωπο

Αναμφίβολα ανεπιθύμητο

Που από μακριά ατενίζει τα βαγόνια

Γεμάτα παιδιά που γελάνε και χοροπηδάνε

Είμαι εκείνο τ' αντιπαθητικό αγόρι

Οριστικά ανεπιθύμητο

Με το στρογγυλό βρώμικο πρόσωπο

Που απέναντι στα γιγάντια φώτα του δρόμου, ή κάτω από τις ποδιές των

ηλικιωμένων γυναικών επίσης φωτισμένων, ή μπροστά από τα μικρά κορίτσια

που μοιάζουν να αιωρούνται

Προβάλλει την προσβολή του βρώμικου προσώπου του

Είμαι εκείνο το οργισμένο και μοναχικό αγόρι παντός καιρού

Που σου πετάει την προσβολή του οργισμένου αγοριού παντός καιρού

Και σε προειδοποιεί:

Αν υποκριτικά μου χαϊδέψεις το κεφάλι

Θα εκμεταλλευτώ την ευκαιρία για να σου κλέψω το πορτοφόλι

Είμαι εκείνο τ' αγόρι παντός καιρού

Μπροστά στο πανόραμα του επικείμενου τρόμου, της επικείμενης λέπρας, των

επικείμενων ψύλλων, των προσβολών και του επικείμενου εγκλήματος.

Είμαι εκείνο τ' αποκρουστικό αγόρι που αυτοσχεδιάζει ένα κρεβάτι από παλιά

χάρτινα κουτιά και περιμένει, βέβαιο, πως θα με συνοδέψεις.


Reinaldo Arenas ( Χολγουίν, Κούβα 1943- Νέα Υόρκη 1990)

Μετάφραση: Χαράλαμπος Αριστοτέλους, 

Πηγή: από το Avant Garde - Cyprus Free Press


Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Ledo Ivo - Στο σταθμό των λεωφορείων


Οι φτωχοί ταξιδεύουν. Στο σταθμό των λεωφορείων
τεντώνουν το λαιμό τους σαν χήνες
να βρουν την επιγραφή του λεωφορείου. Και οι ματιές τους
είναι εκείνου που φοβάται μην χάσει κάτι:
τη βαλίτσα που περιέχει ένα ραδιοφωνάκι με μπαταρίες
κι ένα σακάκι χρώματος κρύου μιας μέρας χωρίς όνειρα,
το σάντουιτς με μορταδέλα στο βάθος της τσάντας
και τον βασανισμένο ήλιο της παραγκούπολης πιο πέρα απ’ τις γέφυρες.
Μέσα στο θόρυβο των μεγαφώνων και το αγκομαχητό των λεωφορείων
φοβούνται μη χάσουν το ταξίδι τους, κρυμμένο στην ομίχλη των ωραρίων.
Αυτοί που λαγοκοιμούνται στα παγκάκια ξυπνούν τρομαγμένοι,
μ’ όλο που οι εφιάλτες είναι προνόμιο
εκείνων που γεμίζουν τ’ αυτιά και τη βαρεμάρα των ψυχαναλυτών
σε άσπιλα ιατρεία σαν το βαμβάκι που καλύπτει τα ρουθούνια των πεθαμένων.
Στην ουρά οι φτωχοί παίρνουν ένα σοβαρό ύφος
φόβο μαζί, ανυπομονησία κι υποταγή.
Τι γελοίοι που είναι οι φτωχοί! Και οι οσμές τους
μας ενοχλούν ακόμα κι από μακριά!
Και δεν έχουν ιδέα από καθωσπρεπισμούς, δεν ξέρουν πώς να φερθούν δημόσια.
Με κιτρινισμένα δάχτυλα από νικοτίνη τρίβουν το ερεθισμένο μάτι
που απ’ τον ύπνο κράτησε μόνο μια τσίμπλα.
Απ’ το πεσμένο και φουσκωμένο στήθος τρέχει ένα ρυάκι γάλα
μέχρι το στοματάκι που πάντα κλαίει.
Στην αποβάθρα πηγαινοέρχονται, πηδάνε και δένουν βαλίτσες και πακέτα,
κάνουν παράλογες ερωτήσεις στα γκισέ, ψιθυρίζουν μυστηριώδη λόγια,
παρατηρούν τα εξώφυλλα των περιοδικών με το τρομαγμένο ύφος
εκείνου που αγνοεί το δρόμο προς το σαλόνι της ζωής.
Προς τί το πηγαινέλα; Κι αυτά τα ρούχα τα αλλόκοτα,
αυτό το κίτρινο σαν λάδι της φοινικιάς που προσβάλλει
το λεπτεπίλεπτο βλέμμα του ταξιδιώτη που αναγκάζεται
να υποφέρει τόσες δυσάρεστες οσμές
κι εκείνα τα προκλητικά κόκκινα, πανηγυριώτικα του τσίρκου;
Οι φτωχοί δεν ξέρουν να ταξιδεύουν ούτε να ντυθούν.
Ούτε να ζουν ξέρουν: δεν έχουν την αίσθηση του κομφόρ
μ’ όλο που ορισμένοι έχουν ακόμα και τηλεόραση.
(Σχεδόν πάντα ο θάνατός τους είναι άσχημος κι άκομψος).
Και σ’ οποιοδήποτε μέρος του κόσμου ενοχλούν,
παράταιροι ταξιδιώτες που πιάνουν τις θέσεις μας
ακόμα κι όταν εμείς καθόμαστε κι εκείνοι είναι όρθιοι.
Μετάφραση από τα πορτογαλικά Γιώργος Ρούβαλης

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022

Enrique Molina - Γεωγραφία


Είναι ξερή η περιοχή; Εκεί παραμένω εγώ
Απολιθωμένος στον πυθμένα μιας λιμνοθάλασσας αμνησίας
Εμφανίζονται αντικείμενα απόντα
Μια μικροσκοπική γυναίκα στο τέρμα κάποιου πολύ μακριού δρόμου
Κάτι γέροι που παίζουν χαρτιά
Ένας αναβάτης
Μερικά λαμπάκια απ’ το υπόγειο που φωτίζουνε το αποξηραμένο χωριουδάκι
Ερειπωμένοι σομιέδες γύρω απ’ τους οποίους
Ο τόπος υποχωρεί όλο υποχωρεί ασταμάτητα
Εξαφανίζεται
Σαν του αρουραίου την ουρά στην τρύπα του
Ίσως ο καπνός εκεί είναι άλλο πράγμα:
Η άφθαρτη παρουσία σου στις άσβηστες βροχές
Σε σκηνές μετάγγισης αίματος –στο άκρον άωτον της χλομάδας–
Δεν υπάρχουν πια
Τα ιερά άδυτα της ακτής τα νύχια των κλεφτών
Τα γνωστά πρόσωπα (Ω τα τόσο γνωστά...)
Ξέρει όμως κανείς εκείνα τα στόματα που τρίζουν σαν παραθυρόφυλλα
Σαν σκονισμένη ξύλινη σκάλα που οδηγεί σε μέρος μηδενικό;
Εκείνα τα μάτια με την ενότητα ενός αχανούς χερσότοπου με φώτα από άλλους αιώνες;...
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Jorge Teillier - Άντρας μόνος σε σπίτι μόνο


Άντρας μόνος σε σπίτι μόνο
Καμία επιθυμία ν' ανάψει τζάκι
Καμία επιθυμία να κοιμηθεί ή να μείνει ξύπνιος
Άντρας μόνος σε σπίτι άρρωστο μέσα.
Καμία επιθυμία ν' ανάψει τζάκι
Και δεν θέλει ν' ακούσει ξανά τη λέξη Μέλλον
Του κρασιού το ποτήρι έχει μαραθεί σαν μανόλια
Και δεν τον νοιάζει αν κοιμάται ή αν είναι ξύπνιος.
Ο παγετός έχει θαμπώσει τα παράθυρα
Μα αυτόν τον νοιάζει μόνο το σβηστό το τζάκι
Το μόνο που θέλει είναι ένα ποτό για να πει καμιά παλιά ιστορία
Σ' αυτόν τον άντρα που 'ναι μόνος σε σπίτι μόνο.
Ιστορία σαν κι αυτές που άκουγε στο πατρικό του
Ιστορίες που δεν θυμάται όπως δεν θυμάται και ότι είναι ακόμα ζωντανός
Βλέπει απλώς έν' άδειο ποτήρι και μια μανόλια μαραμένη
Ο άντρας που 'ναι μόνος σε σπίτι άρρωστο μέσα.

Jorge Teillier (Lautaro Χιλής, 24 Ιουνίου 1935-Viña del Mar Χιλής, 22 Απριλίου 1996)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Solano Trinidade - [άτιτλο]


Ποιος βογκάει;
ένας νέγρος ή ένα κάρο που το σέρνουν βόδια;
Ένα κάρο που το σέρνουν βόδια
βογκάει όποτε θέλει
μα ένας νέγρος όχι!
ένας νέγρος βογκάει
γιατί κρατιέται όσο μπορεί
να μη βογκήξει.

Ο βόγκος του νέγρου είναι τραγούδι
ο βόγκος του νέγρου είναι ποίημα.

Βογκά μες στην ψυχή μου
η ψυχή του Κονγκό,
της Νιγηρίας, της Γουινέας,
της Αφρικής ολόκληρης…
Βογκά η ψυχή και της Αμερικής
η ψυχή της οικουμένης όλης…

Ποιος βογκάει;
ένας νέγρος
ή ένα κάρο που το σέρνουν βόδια;

(Από την Παγκόσμια Ανθολογία Νέγρικης Ποίησης «Ο μαύρος αδελφός», επιμ. Ρίτα Μπούμη-Παπά, εκδόσεις «Τύμφη», Αθήνα 1973)


Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Álvaro Figueredo -Μνήμη του δρόμου μου


Μιλάω τόσο λίγο

καλημέρα

αμάν πώς βρέχει

μα τί αέρας

τί αίσχος

ή κάθε μέρα κάθε βράδυ κάποιος σκύλος

τρώγοντας το λέω το θα σου πω το είπα

το τα λέμε αργότερα

το ναι συγγνώμη γειτόνισσα

και καμιά φορά πολλή σκόνη

απ’ το αυτοκίνητο

                     τόσο σύντομο πουλάκι

ή ευγενική μοναξιά

                      τί όμορφο απόγευμα

τί ασήμι

καλημέρα

γελάστηκα γιατί είμαι πολύ καλός

γιατί όλα είναι εκεί

όπως στο χέρι.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Álvaro Figueredo - Ο αέρας εδώ


Εγώ
ο αγέρωχος ο αμαρτωλός εγώ τώρα και όποτε
εγώ ο υπέρμετρος
ο αγέρωχος εγώ
το απρόσεκτο θηρίο εδώ στα κρυφά
θηρίο χωρίς σύνεση αχ όμως πάντα
τούτο το τραπεζομάντηλο η μάνα εκείνη και
η γωνιά εδώ
και το βιβλίο και το άλογο
όλα πάνε αγέρωχα υπερήφανα
ο μεγάλος κίτρινος ιππόδρομος
ο μεγάλος κύκλος, και ό,τι μεγάλο-μεγάλο
πάει και τον τρέχει και επιστρέφει και όχι δεν
γιατί είναι ήδη κάτι άλλο
μεταμελημένο γιουχάισμα δεν είναι το ίδιο
το σιδεράδικο η πόρτα το τα λέμε αργότερα
είναι άλλα σιδηράδικα άλλες πόρτες
και όπως διευθύνει τη φωνή του είναι αυτό το στάχυ
που μου καθαρίζει το στόμα
ω και όλα φτάνουν το πιο μικρό που είναι και αυτό
στάχτη και αυτό δοχείο μνήμης
και μετά
αυτός είναι να και πάλι ο δρόμος μου
και πότε και ποιά είναι η γωνία και πότε; και ποιά;

Álvaro Figueredo (1907- 1966)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Horacio Castillo - Για να απαγγελθεί στη βάρκα του Χάροντα

 

Το τοπίο είναι πιο όμορφο από ό,τι είχαμε φανταστεί:
αυτά τα τείχη που πέφτουν κατακόρυφα πάνω μας,
εκείνος ο μαύρος ήλιος που βασιλεύει πάνω από τη λίμνη,
πέρα, στα δεξιά της βάρκας, ένα ουράνιο τόξο που διαθλάται στην ομίχλη.
Όμως, αυτό το μεταλλικό νόμισμα ανάμεσα στα δόντια,
αυτός ο οβολός που οφείλουμε να δαγκώνουμε ως το τέρμα του ταξιδιού,
φράζει το στόμα που θέλει να τραγουδήσει.
Να τραγουδήσει γι' αυτές τις θλιμμένες ψυχές που κάθονται στον πάγκο,
καθώς ο ναύκληρος σημαίνει με το μαστίγιο το τέμπο,
καθώς παραγγέλλει να κωπηλατούν δίχως αναπαμό,
κάθε φορά πιο γερά, κάθε φορά πιο γρήγορα, πιο πέρα από το φως.


Horacio Castillo (1936-2010)

μετάφραση Χαράλαμπος Δήμου

Οι γάτοι της Ακρόπολης και άλλα ποιήματα

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Gustavo Ossorio-Πολυάριθμη παρουσία


Άνθος
Της μέρας αριθμός
Δαχτυλίδι τ’ ουρανού
Ζωντανός καθρέφτης παρών
Τα μάτια σου
Αφρός φωτός
Όνειρο
Η κόμη σου
Φτερό αχανές
Διαλυμένο νερό
Λάμψε στη μέσα σου εσύ πεδιάδα
Διαύγεια
Παλμός συγκεκριμένος διαπερνά τ’ όνομά σου
Φλόγα γαλάζια
Κρατάει τη γλυκιά σου πορεία
Γύρω απ’ τους κροτάφους σου
Προσδιορίζονται του ανέμου τα ταξίδια
Λάμπα θαμπή
Ω τα μάκρη τα μάκρη
Και κάθε άνθος
Κάθε φιλί σου
Με προδιάθεση πέρατος
Για τον βηματισμό σου
Φεύγει ξεκολλώντας τη νύχτα
Σαν εποχή μνημειώδης μεγάλη

GUSTAVO OSSORIO ( 1911–1949 )

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Álvaro Mutis-Ληντ τραγουδισμένο στην Κρήτη


Σ’ εκατό παράθυρα προβάλλω, 

ο αέρας σιωπηλά-σιωπηλά κυλάει

στα χωράφια.

Σ’ εκατό δρόμους τ’ όνομά σου 

να το ανταμώσει βγαίνει η νύχτα,

άγαλμα τυφλό.

Κι ωστόσο

από την αμίλητη

των Μυκηνών τη σκόνη,

να που η όψη σου

και κάτι από το δέρμα σου

ήρθανε να κατοικήσουν

στων ονείρων μου την πρόσβαρη ύλη.

Μόνο εκεί απαντάς

νύχτα τη νύχτα, όλες τις νύχτες.

Και η θύμησή σου όλο ν’ αγρυπνά

και στην αγρύπνια μαζί και η απουσία σου

ν’ αποστάζουν μι’ ακαθόριστη αλκοόλη

που διατρέχει των ετών 

το αργόρευστο ναυάγιο.

Σ’ εκατό παράθυρα προβάλλω,

ο αέρας σιωπηλά-σιωπηλά κυλάει.

Στα χωράφια

μια στυφή σκόνη μυκηναϊκή

αναγγέλλει τον ερχομό μιας νύχτας τυφλής

που θα ’χει του δέρματός σου το αλάτι

και την όψη σου σαν νόμισμα πανάρχαιο.

Στη βεβαιότητα τούτη αφήνομαι.

Βέβαιη τύχη, βέβαιη.


Álvaro Mutis  (Μπογκοτά Κολομβίας 1923 —Πόλη του Μεξικό 2003)

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

César Moro - Έρχεσαι τη νύχτα με της κόμης σου τον μυστικό καπνό



Φάνηκες
Η ζωή είναι βέβαιη
Της βροχής το άρωμα είναι βέβαιο
Η βροχή σε κάνει να γεννιέσαι
Και να χτυπάς την πόρτα μου
Ω δέντρο
Και η πόλη η θάλασσα που έσκισες
Και η νύχτα ανοίγουνε τώρα στο βήμα σου
Και η καρδιά γυρίζει από μακριά και προβάλλει
Ώσπου φτάνει στο μέτωπό σου
Για να σε δει σαν μι’ απαστράπτουσα μαγεία
Χρυσό ή χιόνινο βουνό
Με τον μυθικό καπνό της κόμης σου
Με τα νυχτερινά θηρία στα μάτια
Και το κορμί σου χόβολη
Με τη νύχτα που αρδεύεις κομμάτι το κομμάτι
Με ολόκληρους ογκόλιθους νύχτας που πέφτουν απ’ τα χέρια σου
Με τη σιωπή που ανάβει με την άφιξή σου
Με τη φουσκοθαλασσιά και τη φουρτούνα
Με των σπιτιών το πηγαινέλα
Και το άναψε-σβήσε των φώτων και ο σκληρότερος ίσκιος
Και τα λόγια σου ως άλλη ποταμίσια λεωφόρος
Που πριν καλά-καλά φτάσεις έχεις κιόλας φύγει
Και θες να βάλεις τη ζωή μου στα κύματα
Και ετοιμάζεις απλώς τον θάνατό μου
Και τον θάνατο της αναμονής
Και τη θανή μου καθώς θα σε βλέπω μακριά
Και τις σιωπές και την προσδοκία του χρόνου
Για να ζω όταν έλθεις
Και με κυκλώνεις με σκιές
Και με κάνεις ολόφωτο πάμφωτο
Και με βυθίζεις στη φωσφορίζουσα θάλασσα όπου έχεις πέσει κι εσύ
Και όπου διαλογίζεσαι μόνος σου ενώ η σκοτεινή και απαίσια ιδέα που έχω για την ύπαρξή σου
Αστέρι που ξεκολλάει από την αποκάλυψη
Ανάμεσα σε μουγκρητά τίγρεων και κλάματα
Ηδονής και βογγητά αιώνια και αιώνια
Να χαίρομαι τον αραιό αέρα
Όπου διακαώς επιθυμώ να σε φυλακίσω
Και να κατρακυλήσω από την πλαγιά του κορμιού σου
Ίσαμε τα σπινθηροβόλα σου πόδια
Ίσαμε τους δίδυμους αστερισμούς των ποδιών σου
Στη χθόνια νύχτα
Που σε ακολουθεί αλυσοδέσμια και βουβή
Περιπλοκάδα νά ’μαι του αίματός σου
Συγκρατώντας της κεφαλής σου το άνθος κρύσταλλο μελαχρινό
Υδροχόος που πλανήτες περικυκλώνει και κομήτες
Και τη δύναμη που κάνει τον κόσμο να στέκεται στα πόδια του και να κρατάει σε ισορροπία τις θάλασσες
Και τον νου σου με τη φαεινή ουσία
Και την ατελεύτητη αφοσίωσή μου και τον έρωτα που ακατάπαυστα γεννιέται
Και σε τυλίγει
Όσο τα πόδια σου κυκλοφορούνε αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη
Εκεί όπου διαβάζεται του κόσμου η ιστορία
Και το μέλλον του σύμπαντος
Και τούτη η φωτεινή της ζωής μου προσκόλληση
Στη δική σου την ύπαρξη

César Moro (Λίμα Περού 1903-1956)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Efraín Huerta-Tρία Ποιήματα



Απόλυτος Έρωτας


Είσαι σαν άπεφθο πρωινό που σφύζει από μελαχρινά φιλιά

απ’ όταν έπιασαν τα φτερά της αυγής

να βάζουνε στον ουρανό μονογραφές. Σαν ευθεία

πτώση και τέλεια χαραυγή.

Απέραντη αγαπημένη

σαν βιολέτα αμιγούς κοβαλτίου

και λόγος καθαρός του πόθου.

Σταξιά γλυκάνισου στο μούχρωμα

και σε αγαπώ τρέφοντας εκείνη την ελπίδα του αυτόχειρα ποιητή

που λικνιζότανε στη θάλασσα

με την πιο μεγάλη ρομαντική νωθρότητα.

Σε κοιτάζω έτσι

πώς θα σε κοίταζαν και οι βιολέτες ένα πρωί

πνιγμένο στων αναμνήσεων τη δρόσο.

Είναι η πρώτη φορά που κυλάει στις φλέβες μου 

χρυσός απόλυτος έρωτας.

Το πιστεύω: έτσι σε αγαπώ εγώ

και μια πλατινένια περηφάνια διατρέχει το κορμί μου.


Τρυφερότητα


Αυτό που πιο σύντομο δεν γίνεται: 

το περιστέρι, το άνθος, 

το φεγγάρι στων ματιών τις κόρες·

αυτό που έχει την απαλότερη νότα: 

το φτερό με το ρόδο, 

του αστεριού τα μάτια· 

το τρυφερό, το απλό, 

αυτό που τρέμει όταν κοιτάει τον εαυτό του, 

αυτό που αγγίζεται και σώζει 

όπως σώζουν οι άγγελοι 

όπως σώζει και το καλοκαίρι 

τις βρόμικες ψυχές· 

αυτό που μας δίνει ευημερία και ισότητα 

και φτιάχνει τη ζωή μας 

κι έχει την ίδια γεύση 

με τον ουρανό και τα βουνά. 

Αυτό που αν φιληθεί εξαγνίζει. 

Αυτό ακριβώς, καλή μου φίλη: τα χέρια σου.


Το μεθυσμένο κορίτσι


Τούτ’ η οκνή πτώση στην αγκαλιά μιας άγνωστης

τούτο το βάναυσο καθήκον να τσαλαπατάς παπαρούνες και ίσκιους και πτώματα·

τούτ’ η σκέψη πως είσαι δέντρο, μποτίλια ή κάνουλα που βγάζει αλκοόλ,

ίχνος κοιμώμενου ποδιού, σουγιάς πράσινος ή μαύρος·

τούτ’ η σκληρότατη στιγμή οπού ένα κορίτσι στριγκλίζει,

χειρονομεί και ονειρεύεται κάποιαν αρετή που ουδέποτε υπήρξε δική της.

Όλα τούτα άλλο δεν είναι πάρεξ η νύχτα,

η νύχτα που κυοφορεί αίμα και γάλα,

παιδιά που ασφυκτιούν,

γυναίκες απανθρακωμένες

και άντρες μελαχρινούς μες στη μοναξιά τους

και μια μυστηριώδη φθορά αποπνικτική τελείως.

Δεν είναι πάρεξ η νύχτα του μεθυσμένου κοριτσιού

που οι οργίλες και μελαγχολικές κραυγές της

με πλήγωσαν σαν τον πιο άμωμο θρήνο,

σαν τις ναυτίες και τη μνησικακία,

σαν την εγκατάλειψη και σαν τη φωνή που έχουνε οι ζητιάνες.

Η θλίψη είναι ο θρήνος ετούτος, φίλοι μου, ο φτιαγμένος από γυαλί αλεσμένο

και από πένθιμες γαρδένιες κομματιασμένες στα κατώφλια των καντινών,

θρήνος και ιδρώτας αλεσμένοι, όπου άντρες γυμνοί, με μόνο τη μαύρη τους γενειάδα

και βρόμικα μελένια χέρια λούζονται χωρίς μαράζι, δίχως λύπη:

θρήνος μεθυσμένος, δάκρυα γαρύφαλλα, δάκρυα ταβέρνες μουλιασμένες,

του κοριτσιού δάκρυα που μεθάει άνευ σκοτισμού και σχόλης,

του κοριτσιού δάκρυα που μια νύχτα –και ήταν μι’ άγια νύχτα–

τη λειωμένη μού εχάρισε καρδιά της,

τα χέρια της από καυτό νερό, χλόες και μετάξι,

τους στοχασμούς της, ίδιους κι απαράλλαχτους με πουλιά πεθαμένα,

την εκστατική από τρυφερότητα οκνηρία της,

το στόμα της με τη γεύση φλιτζανιού δαγκωμένου από τόσα δόντια μεθυσμένων,

το στήθος το απαλό σαν μάγουλο με πυρετό,

τα τατουάζ των χεριών και των ποδιών της,

και την αρχόμενη φυματίωσή της

και το υπνώττον εφηβαίο της το σάμπως μαρτυρική ορχιδέα.

Αχ, το μεθυσμένο κορίτσι, το κορίτσι με το ηλίθιο χαμόγελο

και τη γενναιοδωρία στων δακτύλων του την άκρη,

το κορίτσι με την ακλόνητη, άφατη τρυφερότητα για έναν άντρα

σαν εμένα, που μόλις και αποφεύγω τη βία την ερωτική.

Τούτ’ η τρυφερή ανάμνηση θα μείνει πάντα μπρος στα μάτια μου σαν λάμπα αναμμένη,

επέτειος λεκιασμένη από αίματα και πρόξενος βαρειάς αθυμίας.

Γειά στο μεθυσμένο κορίτσι, καλοί μου φίλοι!


Efraín Huerta ( Silao, Guanajuato 1914 – Πόλη του Μεξικό 1982)

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Juan Sánchez Peláez - Κάλλος


Με την κουβέντα μου κομμένη στη μέση γυρνάω να μιλήσουμε για την αναχώρηση και την επιστροφή. Όλα έγιναν μ’ ένα πέταγμα πουλιού, ομορφιά, κάλλος: πετάχτηκε μεμιάς ένας κόσμος συμπαγής, κλειστός και ελεύθερος. Με το άνοιγμα των ματιών στην ψυχρή φλόγα ήταν ένας αυτάρεσκος μικρός παπαγάλος· κι εγώ στ’ αλήθεια σ’ έψαχνα, κι έγλειψα τα κόκαλά σου στο σκοτάδι, άγια μου σκύλα. Κι ας σου έλειπα, κι ας με σκέπαζε η γελοιότητα, κι ας ήσουν πιο πέρα από τη λάμψη που με τυλίγει· μπορεί μάλιστα κοντά στον ορμίσκο, στη μέση της καλοκαιρινής θάλασσας, στων βασιλικών φοινικόδεντρων τη μέση.

Juan Sánchez Peláez ( 25 Σεπτεμβρίου 1922 Altagracia de Orituco, Guárico – 20 Νοεμβρίου 2003 Καράκας)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Σάββατο 23 Απριλίου 2022

José Asunción Silva-Νυκτερινό


Γλυκιὰ χλομὴ κοπέλα, ὤ, ὁλόκληρο βουνὸ χρυσάφι
τὸν θησαυρὸ τῆς ἀθωότητάς σου περιγράφει•
ἀπ᾽τῶν τρελῶν ἐρωτιδέων τὴ γενναία φάρα
κανεὶς δὲν σὲ πλησίασε μὲ σαρκικὴ λαχτάρα•
ἐσύ, μι᾽ ἀλλόκοτη ἀθωότητα νὰ τρέχει ἀφήνεις
ἀπ᾽ τὰ μεταξωτά σου βλέφαρα, ὅποτε τὰ κλείνεις•
τὰ δὲ γλυκά σου χείλη μόνο ἡ προσευχὴ σ᾽ τ᾽ ἀνοίγει,
καὶ δὲν τ᾽ ἀσκούμπησε φιλιοῦ σκϊὰ οὔτε τόσο λίγη...
Μὰ νὰ μοῦ πεῖς, ζητῶ, στ᾽ ἀφτί μου, ὦ κόρη κοραλλένια,
μὲ τὴ φωνούλα σου τὴν ἁπαλὴ σὰν σατινένια:
ἐκεῖνον ποὺ ὀνειρεύεσαι, ἂν τὸν ἔβλεπες στὸν ὕπνο,
στὴν ὥρα τοῦ χοροῦ τὴ χαρωπὴ ἢ στὸ ἐοίωνο δεῖπνο•
κι ἂν ἔνιωθες τὰ χείλη σου φωλιὰ νά ᾽ν᾽ τῶν δικῶν του,
νὰ τρέχουν στὸ κορμί σου μὲ τὸ πάθος τῶν σπασμῶν του,
νὰ τὸ φιλοῦν παντοῦ καὶ νὰ τρυγοῦν τ᾽ ἀρώματά σου
ἀπ᾽ τὶς σκληρές σου τὶς θηλές• κι ἂν ἔπειτα ἀγκαλιά σου
τὸν εἶχες μὲ ὅλα τὰ βαθιὰ καὶ φλογερὰ φιλιά του
κι ὀνειρευόσουν πὼς πεθαίνεις μὲς στὴν ἀγκαλιά του
ἀπ᾽ τὶς πολλὲς χαρές, τὶς ἡδονὲς ποὺ θὰ γευόσουν,
γλυκιὰ χλομὴ κοπέλα, πές μου ἂν θ᾽ ἀντιστεκόσουν.

José Asunción Silva (Μπογκοτά 1865-1896)
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής




Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

Ποίηση ενάντια στη βία κατά των γυναικών



Ο στίχος ως κραυγή (“El verso como grito” – Μάυτε Τουδέα Μπούστο)
Τι κι αν είναι η φωνή μου βραχνιασμένη,
με δύναμη και τόλμη θα παλεύω.
Καμιά ελπίδα, ούτε όνειρο να κλέβω,
μα τη ζωή να εξυμνώ, ταγμένη.

Κοιτάζω με τα ματιά πολεμίστριας.
Το χέρι μου κρατάει ρυτιδωμένο
χαρτί, όπου διαβάζω κι ανασαίνω
τους στίχους μου, γυναίκας και ποιήτριας.

Το ποίημα αυτό, κραυγή, διαμαρτυρία,
και πόνος, πίκρα, οργή, θυμός συνάμα.
Σαν όπλο το βαστώ, μαζί και τάμα,
τα δίκια να φρουρώ χωρίς αργία.

Αφού η γυναίκα ανθρώπινο ον, συμβία,
γιατί να υπομένει τόση βία;


Αίμα ημών (“Sangre nuestra” – Σουσάνα Τσάβες Καστίγιο)

Αίμα δικό μου,
της αυγής,
μιας σελήνης διχασμένης,
αίμα της σιωπής,
βράχου άψυχου,
αίμα γυναίκας κλινήρους
που ξεπηδάς προς το κενό.

Αίμα δεκτικό της τρέλας
διαυγές και ορισμένο,
αίμα γόνιμο και σπέρμα,
αίμα που κυκλοφορείς ακατανόητο
αίμα απελευθέρωση απ’ τον εαυτό σου,
αίμα ποταμέ των τραγουδιών μου,
θάλασσα της αβύσσου μου.
Αίμα της στιγμής που πονώντας γεννιέμαι,
θρεμμένη απ’ την ύστατη παρουσία μου.


Όλες εμείς (“Nosotras” – Ορτένσια Καρράσκο Σάντος)

Πίσω απ’ την πλάτη της σιωπής
βαλθήκαμε να διαπεράσουμε τα τείχη απ’ τις χαραμάδες
αγνοώντας τον άνεμο που στο παράθυρο στριμώχτηκε.
Ασυμβίβαστες, επιθυμούμε να αποσπαστούμε απ’ ό,τι σιωπά
από τούτη τη σιωπή που μας τσακίζει και μας διαμελίζει.

Ψηλαφιστά αποζητούμε την αναγέννηση
να πάψουμε πια να είμαστε τούτο το φως το θαμπό στα δωμάτια.
Μα η πραγματικότητα μάς ζυγώνει σαν κόρη άρρωστη
που στο νου μας βρίσκει μια ποδιά
κι ανάμεσα σε νευρώνες εισδύει, άθυμη και ξαφνική.


 Έκτορ Σέτα Εκ Μπαλάμ-Ούτε με τριαντάφυλλο... (“Ni con el pétalo de 1 rosa”)

Ούτε με τριαντάφυλλο...
έλεγε η μάνα του πατέρα
έλεγε κι η μάνα της μητέρας
Όλο και κάποιος λόγος θα υπήρχε

Εγώ έκανα τάχα πως δεν καταλαβαίνω
μα, παρόλο που η ζωή τότε
θα ’πρεπε να ’ταν όλο σχέδια και παιχνίδια,
η ζωή στο σπίτι
δεν έμοιαζε καθόλου με παιχνίδι για τις ξαδέρφες μου.
Ούτε με τριαντάφυλλο...

Μα να που ο πατέρας μου είχε
1 μπράτσο θαρρείς για μπέιζ μπωλ
1 γροθιά πρωταθλητή του μποξ
1 πόδι ποδοσφαιριστή
1 ξίφος ταυρομάχου
Γι’ αυτό να τα μισώ τ’ αθλήματα;
Ούτε με 1 τριαντάφυλλο...

Η γυναίκα  μου απαιτούσε ίδια μαινάδα
να τη χτυπήσω
Χτύπα με καθίκι
Δειλέ, δεν το τολμάς
Ούτε με τριαντάφυλλο...

Θα ’ταν σαν τις γυναίκες να χτυπώ
που μου δώσανε ζωή και τρυφεράδα
που μου μάθανε να ζω
που μου μάθαν’ πάντοτε να πολεμώ,
άλλος να γίνω απ’ τον sapiens,
που τη ζωώδη του καταγωγή δεν ξεπερνά.


Ήταν δώδεκα (“Eran doce”- Ντινόρα Γκουτιέρες)

Ήταν δώδεκα τα χρόνια της παιδικότητας
δώδεκα της αθωότητας
δώδεκα της παρηγόρησης με πράγματα απλά

Δώδεκα οι λέξεις της μάνας που δεν μιλούσε:
«Κόρη μου, άτακτη,  μικρή, σε αγαπώ,
πρόσεχε, σε περιμένω,
εμπρός,
μπορείς,
τώρα...»

Δώδεκα της πριγκίπισσας τα όνειρα
αυτής μες στον καθρέφτη από χίμαιρες
αυτής που αποκοιμήθηκε καταμεσής του δρόμου
όχι εκείνης των παραμυθιών
όχι εκείνης του βιβλίου των απαρχών

Δώδεκα οι κτήτορες του αίματός της,
του κορμιού της,
των ρούχων της,
των χειλιών της
του χρόνου της

Δώδεκα της αγνότητας οι μαγαριστές
Δώδεκα
υπνοβάτες ντελιρίου
που το πνεύμα της ξερίζωσαν
κρεμασμένοι απ’ τους γοφούς της

Δώδεκα οι του ικριώματος
πάντοτε στο χείλος της  αιώρησης
λιώνοντας τις ενοχές
γκρεμίζοντας τα ένστικτα

Δώδεκα τα χρόνια της πριγκίπισσας

Μα τα βογγητά τής πέρασαν με το στίγμα
ποτισμένα με δηλητήριο που άχνιζε
ουσίες τοξικές
και κακές σκέψεις

Ήταν δώδεκα...
Μα τα γενέθλια πια δεν τα γιόρταζε

                        η πριγκίπισσα έχασε τον λογαριασμό


                                                           
                        Φανατισμένη δεν είμαι
                        (“No es que quiera obsesionarme” – Πιλάρ Ροντρίγκες Αράντα)

Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πότε
θα πάψω πια ν’ ακούω
ειδήσεις παράλογες και βίαιες
(διείσδυση σε όλες τις εγκοπές)
σε όλους
και σε όλες

Πότε
θα πάψω πια να διαβάζω
για γυναικοκτονίες αδιευκρίνιστες
(για ύποπτες μορφές σε καμιόνια μαύρα)
Η ελπίδα σκοτεινιασμένη
Μαύρο το μέλλον

Πότε
θα πάψω πια να πληροφορούμαι
νούμερα και στατιστικές
(Με περισσότερα χρόνια καταδικάζεται ένας κλέφτης
παρά ο φονιάς που σκότωσε τη γυναίκα του
αν υπάρχει υποψία απιστίας)

Πότε
θα πάψω πια να μαθαίνω
λεπτομέρειες των φόνων
(μαχαιρωμένη 57 φορές)
Βιασμένη
Κακοποιημένη

Πότε
θα πάψω πια να εικάζω,
στη σκέψη του βλέμματός τους,
την αθωότητα και την άγνοια

Πότε
θα πάψω πια να πιστεύω
πως γυναίκα σημαίνει απάρνηση
(μη βγαίνεις, μη ντύνεσαι, μην είσαι)
Πως αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς
σε υποχρεώνουν σε σιωπή
σε χτυπούν, σε σκοτώνουν
και στο τέλος
σε ενοχοποιούν

Όχι. Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πώς
να πάψω πια να σκέφτομαι
πως εκείνοι οι νικηφόροι φονιάδες
(που άντρες δεν λογίζονται)
περπατούν πάνω στην ίδια επιφάνεια
κι αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο
Νιώθω πως ένα δάκρυ
θα κυλήσει, μα αντ’ αυτού
μέσα βαθειά, κάτι σκληραίνει

Ο βράχος της πίστης,
λάβα που στερεοποιήθηκε,
ενώ να εκτιναχτεί θα ’πρεπε
κι όλα στο διάβα της να τα κάψει∙
μα τούτο για να γίνει
λίγη τρυφερότητα χρειαζόταν παραπάνω...

Πώς αλλιώς
να αποτινάξω τότε
ετούτη την τραχυμένη απελπισία
για να μη σχίζει τα μέσα μου
όπως έκαναν μ’ εκείνες
Με όλες τους...

Πώς έγινε κι αποξενωθήκαμε
απ’ την ψυχή μας τη συλλογική;
Πότε... πώς...

Για το τι και το πού
αμφιβολία δεν χωρά:
Εδώ και τώρα
εδώ και τώρα

Πότε
θα πάψω πια να νιώθω
πως εδώ και τώρα
δεν μας αξίζουμε



Μια μάνα με τρεις κόρες (“Una madre y tres hijas” – Μίριαμ Κρούγκερ)

Μια μάνα με τρεις κόρες
Μια μάνα που τις νανουρίζει διαβάζοντας ποιήματα
Μια μάνα αλλιώτικη απ’ τις άλλες
Τρεις κόρες που για ’κείνην είναι ο αγώνας, η ελπίδα κι η ευτυχία της.
Μια μάνα με τρεις κόρες κι όλες τους πορεύονται στη ζωή
Ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο
Μια μάνα που η δουλειά τής κλέβει χρόνο
Μα που εκείνη βρίσκει ώρα για το γέλιο και για τ’ όνειρο
Τρεις κόρες που μια μέρα γυναίκες γίναν
Τρεις γυναίκες, πολύ ξεχωριστές
Η μεγάλη, στέλεχος τρανό, παλεύει να ’ναι η καλύτερη
Η μεσαία, με δάχτυλα μαγικά, φορέματα ετοιμάζει πριγκιπικά
Η τρίτη, η μικρότερη, στις γραμμές ζει ανάμεσα μιας ποίησης που δεν τελειώνει πάντοτε
Μια μάνα, που δίχως να το ζητήσει, έγινε γιαγιά
Κι ακόμη έχει μανία με την ανάγνωση ποιημάτων.

                        ***


Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει
(“Si se calla el cantor” – ΣτίχοιΟράσιο ΓκουαρανίΕκτέλεσηΜερσέδες Σόσα)

Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει,
γιατί η ζωή είναι η ίδια ένα ποίημα.
Αν πάψει ο ποιητής, γίνεται θύμα
η ελπίδα, η χαρά και το καράβι.

Αν πάψει ο ποιητής, μένουν μονάχα
και μόνα τα πουλιά της καλημέρας.
Οι εργάτες στο λιμάνι λεν ποιος τάχα,
ποιος θα το βγάλει το ψωμί της μέρας.

(Μιλητά)
«Τι ν’ απογίνει η ζωή αν όντως
ο ποιητής δεν βγαίνει πια στο βήμα
για τον βασανισμένο και για ’κείνον
που αναίτια τον φορτώνουνε με κρίμα»

Αν πάψει ο ποιητής, πάει και το ρόδο.
Τι να το κάνεις δίχως να ’χεις ποίημα;
Το ποίημα πρέπει, φως πάνω απ’ το κύμα,
να φέγγει πάνω στων θνητών το δρόμο.

Να μη σωπάσει ο ποιητής∙ αν πάψει,
καλύπτει τον φρικτό που υποδουλώνει.
Δεν ξέρουνε αυτοί που υποκύπτουν
πως το έγκλημα τους ποιητές δεν φιμώνει.

(Μιλητά)
«Να σηκωθούν τα λάβαρα πια όλα
καθώς ο ποιητής κραυγή θα υψώνει.
Χιλιάδες να ματώσουνε κιθάρες
σ’ αιώνιο ποίημα που δεν θα τελειώνει.»


Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...

Mercedes Sosa - Si Se Calla El Cantor

Όλα τα ποιήματα έχουν μεταφραστεί από την Έλενα Σταγκουράκη και έχουν ανθολογηθεί από το ιστολόγιο της ιδίας: https://elenastagkouraki.blogspot.com/2017/06/blog-post_21.html?fbclid=IwAR0A6EZ37q2Wnd4ERuNEBtuPOfiUnAaq5H7q6cg581quZI6Ub_6QWwFBnTs και την ανάρτηση: « Ποίηση ενάντια στη σιωπή της βίας Όντας γυναίκα στη Λατινική Αμερική (Ομιλία στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης «Γυναικεία Κραυγή» στις 13.03.2013 στο Instituto Cervantes των Αθηνών -