Αέρας από φύλλα, μαρμαρυγία και γαζέλα. Σάρκα από ροδοπέταλα, γρανίτη και πουλάκια. Κομμάτι του Σύμπαντος· εορταστικός αερόλιθος. Μοναξιά που απλώνεται στις πλαγιές. Νέα, στρουμπουλή, ανθρακούχα και μονίμως πιωμένη. Μια άγνωστη απλώς που πρέπει να πει κάτι.
Tu as marché par les rues de chair René Crevel, Babylone
Δε βρίσκεται εδώ πλήρης η προσευχή του Μακρόλ του Βαρκάρη. Έχουμε περιλάβει μόνο μερικά από τα πιο σημαντικά μέρη της, την καθημερινή χρήση των οποίων συνιστούμε στους φίλους μας σαν αποτελεσματικό αντίδοτο ενάντια στη δυστυχία και την απρόκλητη ευτυχία. Έλεγε ο Μακρόλ ο Βαρκάρης. Κύριε, καταδίωξε τους λάτρεις του μαλθακού ερπετού! Φρόντισε ώστε όλοι να δεχτούν το κορμί μου σαν μια ανεξάντλητη πηγή της infamia σου. Κύριε αποξήρανε τα πηγάδια που υπάρχουν καταμεσής της θάλασσας όπου τα ψάρια ζευγαρώνουν χωρίς να καταφέρουν να αναπαραχθούν. Καθάρισε τους κήπους από τα καρτέλ και προστάτευσε τους μαύρους που κατηγορούνται ως τσιλιαδόροι. Γέννησε, Κύριε, στα άλογα τον θυμό των λέξεών σου και τον πόνο των γηραιών άπιστων γυναικών. Κομμάτιασε τις κούκλες. Φώτισε το υπνοδωμάτιο του παλιάτσου. Ω, Κύριε! Γιατί προκαλείς αυτό το άσεμνο χαμόγελο της ηδονής στην σφίγγα του αγύρτη που κηρύσσει μέσα στις αίθουσες αναμονής; Γιατί αφαίρεσες από τους τυφλούς το μπαστούνι τους με το οποίο έσκιζαν το πυκνό βελούδο της επιθυμίας που τους ενοχλεί και τους εκπλήττει μέσα στα σκοτάδια; Γιατί εμποδίζεις στη ζούγκλα να εισβάλλει στα πάρκα και να καταβροχθίσει τους δρόμους της άμμου τους διασχισμένους από τους αιμομίκτες, τους αργοπορημένους εραστές στα απόβραδα της γιορτής; Με τη γενειάδα σου του Ασσύριου και τα ροζιασμένα χέρια σου, επίβλεψε Ω γονιμότατε! την ευλογία των δημόσιων πισίνων και το επακόλουθο μπάνιο των αθώων εφήβων. Ω Κύριε! δέξου τις ικεσίες αυτού του άγρυπνου ικέτη και δώσε του τη χάρη του να πεθάνει βυθισμένος στη σκόνη των πόλεων, γερμένος στις κερκίδες μιας αχρείας κατοικίας και φωτισμένος από όλα τ’ αστέρια του στερεώματος. Θυμήσου Κύριε ότι ο δούλος σου τήρησε υπομονετικά τους νόμους του ποιμνίου σου. Μη λησμονήσεις το πρόσωπό του. Αμήν.
Ποιος βογκάει; ένας νέγρος ή ένα κάρο που το σέρνουν βόδια; Ένα κάρο που το σέρνουν βόδια βογκάει όποτε θέλει μα ένας νέγρος όχι! ένας νέγρος βογκάει γιατί κρατιέται όσο μπορεί να μη βογκήξει.
Ο βόγκος του νέγρου είναι τραγούδι ο βόγκος του νέγρου είναι ποίημα.
Βογκά μες στην ψυχή μου η ψυχή του Κονγκό, της Νιγηρίας, της Γουινέας, της Αφρικής ολόκληρης… Βογκά η ψυχή και της Αμερικής η ψυχή της οικουμένης όλης…
Ποιος βογκάει; ένας νέγρος ή ένα κάρο που το σέρνουν βόδια;
(Από την Παγκόσμια Ανθολογία Νέγρικης Ποίησης «Ο μαύρος αδελφός», επιμ. Ρίτα Μπούμη-Παπά, εκδόσεις «Τύμφη», Αθήνα 1973)
Φάνηκες Η ζωή είναι βέβαιη Της βροχής το άρωμα είναι βέβαιο Η βροχή σε κάνει να γεννιέσαι Και να χτυπάς την πόρτα μου Ω δέντρο Και η πόλη η θάλασσα που έσκισες Και η νύχτα ανοίγουνε τώρα στο βήμα σου Και η καρδιά γυρίζει από μακριά και προβάλλει Ώσπου φτάνει στο μέτωπό σου Για να σε δει σαν μι’ απαστράπτουσα μαγεία Χρυσό ή χιόνινο βουνό Με τον μυθικό καπνό της κόμης σου Με τα νυχτερινά θηρία στα μάτια Και το κορμί σου χόβολη Με τη νύχτα που αρδεύεις κομμάτι το κομμάτι Με ολόκληρους ογκόλιθους νύχτας που πέφτουν απ’ τα χέρια σου Με τη σιωπή που ανάβει με την άφιξή σου Με τη φουσκοθαλασσιά και τη φουρτούνα Με των σπιτιών το πηγαινέλα Και το άναψε-σβήσε των φώτων και ο σκληρότερος ίσκιος Και τα λόγια σου ως άλλη ποταμίσια λεωφόρος Που πριν καλά-καλά φτάσεις έχεις κιόλας φύγει Και θες να βάλεις τη ζωή μου στα κύματα Και ετοιμάζεις απλώς τον θάνατό μου Και τον θάνατο της αναμονής Και τη θανή μου καθώς θα σε βλέπω μακριά Και τις σιωπές και την προσδοκία του χρόνου Για να ζω όταν έλθεις Και με κυκλώνεις με σκιές Και με κάνεις ολόφωτο πάμφωτο Και με βυθίζεις στη φωσφορίζουσα θάλασσα όπου έχεις πέσει κι εσύ Και όπου διαλογίζεσαι μόνος σου ενώ η σκοτεινή και απαίσια ιδέα που έχω για την ύπαρξή σου Αστέρι που ξεκολλάει από την αποκάλυψη Ανάμεσα σε μουγκρητά τίγρεων και κλάματα Ηδονής και βογγητά αιώνια και αιώνια Να χαίρομαι τον αραιό αέρα Όπου διακαώς επιθυμώ να σε φυλακίσω Και να κατρακυλήσω από την πλαγιά του κορμιού σου Ίσαμε τα σπινθηροβόλα σου πόδια Ίσαμε τους δίδυμους αστερισμούς των ποδιών σου Στη χθόνια νύχτα Που σε ακολουθεί αλυσοδέσμια και βουβή Περιπλοκάδα νά ’μαι του αίματός σου Συγκρατώντας της κεφαλής σου το άνθος κρύσταλλο μελαχρινό Υδροχόος που πλανήτες περικυκλώνει και κομήτες Και τη δύναμη που κάνει τον κόσμο να στέκεται στα πόδια του και να κρατάει σε ισορροπία τις θάλασσες Και τον νου σου με τη φαεινή ουσία Και την ατελεύτητη αφοσίωσή μου και τον έρωτα που ακατάπαυστα γεννιέται Και σε τυλίγει Όσο τα πόδια σου κυκλοφορούνε αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη Εκεί όπου διαβάζεται του κόσμου η ιστορία Και το μέλλον του σύμπαντος Και τούτη η φωτεινή της ζωής μου προσκόλληση Στη δική σου την ύπαρξη
Με την κουβέντα μου κομμένη στη μέση γυρνάω να μιλήσουμε για την αναχώρηση και την επιστροφή. Όλα έγιναν μ’ ένα πέταγμα πουλιού, ομορφιά, κάλλος: πετάχτηκε μεμιάς ένας κόσμος συμπαγής, κλειστός και ελεύθερος. Με το άνοιγμα των ματιών στην ψυχρή φλόγα ήταν ένας αυτάρεσκος μικρός παπαγάλος· κι εγώ στ’ αλήθεια σ’ έψαχνα, κι έγλειψα τα κόκαλά σου στο σκοτάδι, άγια μου σκύλα. Κι ας σου έλειπα, κι ας με σκέπαζε η γελοιότητα, κι ας ήσουν πιο πέρα από τη λάμψη που με τυλίγει· μπορεί μάλιστα κοντά στον ορμίσκο, στη μέση της καλοκαιρινής θάλασσας, στων βασιλικών φοινικόδεντρων τη μέση.
Juan Sánchez Peláez ( 25 Σεπτεμβρίου 1922 Altagracia de Orituco, Guárico – 20 Νοεμβρίου 2003 Καράκας)
Όλες εμείς (“Nosotras” – Ορτένσια Καρράσκο Σάντος)
Πίσω απ’ την πλάτη της σιωπής
βαλθήκαμε να διαπεράσουμε τα τείχη απ’ τις χαραμάδες
αγνοώντας τον άνεμο που στο παράθυρο στριμώχτηκε.
Ασυμβίβαστες, επιθυμούμε να αποσπαστούμε απ’ ό,τι σιωπά
από τούτη τη σιωπή που μας τσακίζει και μας διαμελίζει.
Ψηλαφιστά αποζητούμε την αναγέννηση
να πάψουμε πια να είμαστε τούτο το φως το θαμπό στα δωμάτια.
Μα η πραγματικότητα μάς ζυγώνει σαν κόρη άρρωστη
που στο νου μας βρίσκει μια ποδιά
κι ανάμεσα σε νευρώνες εισδύει, άθυμη και ξαφνική.
Έκτορ Σέτα Εκ Μπαλάμ-Ούτε με τριαντάφυλλο...(“Ni con el pétalo de 1 rosa”)
Ούτε με τριαντάφυλλο...
έλεγε η μάνα του πατέρα
έλεγε κι η μάνα της μητέρας
Όλο και κάποιος λόγος θα υπήρχε
Εγώ έκανα τάχα πως δεν καταλαβαίνω
μα, παρόλο που η ζωή τότε
θα ’πρεπε να ’ταν όλο σχέδια και παιχνίδια,
η ζωή στο σπίτι
δεν έμοιαζε καθόλου με παιχνίδι για τις ξαδέρφες μου.
Ούτε με τριαντάφυλλο...
Μα να που ο πατέρας μου είχε
1 μπράτσο θαρρείς για μπέιζ μπωλ
1 γροθιά πρωταθλητή του μποξ
1 πόδι ποδοσφαιριστή
1 ξίφος ταυρομάχου
Γι’ αυτό να τα μισώ τ’ αθλήματα;
Ούτε με 1 τριαντάφυλλο...
Η γυναίκα μου απαιτούσε ίδια μαινάδα
να τη χτυπήσω
Χτύπα με καθίκι
Δειλέ, δεν το τολμάς
Ούτε με τριαντάφυλλο...
Θα ’ταν σαν τις γυναίκες να χτυπώ
που μου δώσανε ζωή και τρυφεράδα
που μου μάθανε να ζω
που μου μάθαν’ πάντοτε να πολεμώ,
άλλος να γίνω απ’ τον sapiens,
που τη ζωώδη του καταγωγή δεν ξεπερνά.
Ήταν δώδεκα (“Erandoce”- Ντινόρα Γκουτιέρες)
Ήταν δώδεκα τα χρόνια της παιδικότητας
δώδεκα της αθωότητας
δώδεκα της παρηγόρησης με πράγματα απλά
Δώδεκα οι λέξεις της μάνας που δεν μιλούσε:
«Κόρη μου, άτακτη, μικρή, σε αγαπώ,
πρόσεχε, σε περιμένω,
εμπρός,
μπορείς,
τώρα...»
Δώδεκα της πριγκίπισσας τα όνειρα
αυτής μες στον καθρέφτη από χίμαιρες
αυτής που αποκοιμήθηκε καταμεσής του δρόμου
όχι εκείνης των παραμυθιών
όχι εκείνης του βιβλίου των απαρχών
Δώδεκα οι κτήτορες του αίματός της,
του κορμιού της,
των ρούχων της,
των χειλιών της
του χρόνου της
Δώδεκα της αγνότητας οι μαγαριστές
Δώδεκα
υπνοβάτες ντελιρίου που το πνεύμα της ξερίζωσαν
κρεμασμένοι απ’ τους γοφούς της
Δώδεκα οι του ικριώματος
πάντοτε στο χείλος της αιώρησης
λιώνοντας τις ενοχές
γκρεμίζοντας τα ένστικτα
Δώδεκα τα χρόνια της πριγκίπισσας
Μα τα βογγητά τής πέρασαν με το στίγμα
ποτισμένα με δηλητήριο που άχνιζε
ουσίες τοξικές
και κακές σκέψεις
Ήταν δώδεκα...
Μα τα γενέθλια πια δεν τα γιόρταζε
η πριγκίπισσα έχασε τον λογαριασμό
Φανατισμένηδενείμαι
(“No es que quiera obsesionarme” – ΠιλάρΡοντρίγκεςΑράντα)
Φανατισμένηδενείμαι
όμως πότε
θα πάψω πια ν’ ακούω
ειδήσεις παράλογες και βίαιες
(διείσδυση σε όλες τις εγκοπές)
σε όλους
και σε όλες
Πότε
θα πάψω πια να διαβάζω
για γυναικοκτονίες αδιευκρίνιστες
(για ύποπτες μορφές σε καμιόνια μαύρα)
Η ελπίδα σκοτεινιασμένη
Μαύρο το μέλλον
Πότε
θα πάψω πια να πληροφορούμαι
νούμερα και στατιστικές
(Με περισσότερα χρόνια καταδικάζεται ένας κλέφτης
παρά ο φονιάς που σκότωσε τη γυναίκα του
αν υπάρχει υποψία απιστίας)
Πότε
θα πάψω πια να μαθαίνω
λεπτομέρειες των φόνων
(μαχαιρωμένη 57 φορές)
Βιασμένη
Κακοποιημένη
Πότε
θα πάψω πια να εικάζω,
στη σκέψη του βλέμματός τους,
την αθωότητα και την άγνοια
Πότε
θα πάψω πια να πιστεύω
πως γυναίκα σημαίνει απάρνηση
(μη βγαίνεις, μη ντύνεσαι, μην είσαι)
Πως αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς
σε υποχρεώνουν σε σιωπή
σε χτυπούν, σε σκοτώνουν
και στο τέλος
σε ενοχοποιούν
Όχι. Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πώς
να πάψω πια να σκέφτομαι
πως εκείνοι οι νικηφόροι φονιάδες
(που άντρες δεν λογίζονται)
περπατούν πάνω στην ίδια επιφάνεια
κι αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο
Νιώθω πως ένα δάκρυ
θα κυλήσει, μα αντ’ αυτού
μέσα βαθειά, κάτι σκληραίνει
Ο βράχος της πίστης,
λάβα που στερεοποιήθηκε,
ενώ να εκτιναχτεί θα ’πρεπε
κι όλα στο διάβα της να τα κάψει∙
μα τούτο για να γίνει
λίγη τρυφερότητα χρειαζόταν παραπάνω...
Πώς αλλιώς
να αποτινάξω τότε
ετούτη την τραχυμένη απελπισία
για να μη σχίζει τα μέσα μου
όπως έκαναν μ’ εκείνες
Με όλες τους...
Πώς έγινε κι αποξενωθήκαμε
απ’ την ψυχή μας τη συλλογική;
Πότε... πώς...
Για το τι και το πού
αμφιβολία δεν χωρά:
Εδώ και τώρα
εδώ και τώρα
Πότε
θα πάψω πια να νιώθω
πως εδώ και τώρα
δεν μας αξίζουμε
Μια μάνα με τρεις κόρες (“Unamadreytreshijas” – Μίριαμ Κρούγκερ)
Μια μάνα με τρεις κόρες
Μια μάνα που τις νανουρίζει διαβάζοντας ποιήματα
Μια μάνα αλλιώτικη απ’ τις άλλες
Τρεις κόρες που για ’κείνην είναι ο αγώνας, η ελπίδα κι η ευτυχία της.
Μια μάνα με τρεις κόρες κι όλες τους πορεύονται στη ζωή
Ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο
Μια μάνα που η δουλειά τής κλέβει χρόνο
Μα που εκείνη βρίσκει ώρα για το γέλιο και για τ’ όνειρο
Τρεις κόρες που μια μέρα γυναίκες γίναν
Τρεις γυναίκες, πολύ ξεχωριστές
Η μεγάλη, στέλεχος τρανό, παλεύει να ’ναι η καλύτερη
Η μεσαία, με δάχτυλα μαγικά, φορέματα ετοιμάζει πριγκιπικά
Η τρίτη, η μικρότερη, στις γραμμές ζει ανάμεσα μιας ποίησης που δεν τελειώνει πάντοτε
Μια μάνα, που δίχως να το ζητήσει, έγινε γιαγιά
Κι ακόμη έχει μανία με την ανάγνωση ποιημάτων.
***
Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει
(“Si se calla el cantor” – Στίχοι: ΟράσιοΓκουαρανί, Εκτέλεση: Μερσέδες Σόσα)
Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει,
γιατί η ζωή είναι η ίδια ένα ποίημα.
Αν πάψει ο ποιητής, γίνεται θύμα
η ελπίδα, η χαρά και το καράβι.
Αν πάψει ο ποιητής, μένουν μονάχα
και μόνα τα πουλιά της καλημέρας.
Οι εργάτες στο λιμάνι λεν ποιος τάχα,
ποιος θα το βγάλει το ψωμί της μέρας.
(Μιλητά)
«Τι ν’ απογίνει η ζωή αν όντως
ο ποιητής δεν βγαίνει πια στο βήμα
για τον βασανισμένο και για ’κείνον
που αναίτια τον φορτώνουνε με κρίμα»
Αν πάψει ο ποιητής, πάει και το ρόδο.
Τι να το κάνεις δίχως να ’χεις ποίημα;
Το ποίημα πρέπει, φως πάνω απ’ το κύμα,
να φέγγει πάνω στων θνητών το δρόμο.
Να μη σωπάσει ο ποιητής∙ αν πάψει,
καλύπτει τον φρικτό που υποδουλώνει.
Δεν ξέρουνε αυτοί που υποκύπτουν
πως το έγκλημα τους ποιητές δεν φιμώνει.
(Μιλητά)
«Να σηκωθούν τα λάβαρα πια όλα
καθώς ο ποιητής κραυγή θα υψώνει.
Χιλιάδες να ματώσουνε κιθάρες
σ’ αιώνιο ποίημα που δεν θα τελειώνει.»
Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...
Mercedes Sosa - Si Se Calla El Cantor
Όλα τα ποιήματα έχουν μεταφραστεί από την Έλενα Σταγκουράκη και έχουν ανθολογηθεί από το ιστολόγιο της ιδίας: https://elenastagkouraki.blogspot.com/2017/06/blog-post_21.html?fbclid=IwAR0A6EZ37q2Wnd4ERuNEBtuPOfiUnAaq5H7q6cg581quZI6Ub_6QWwFBnTs και την ανάρτηση: « Ποίηση ενάντια στη σιωπή της βίας Όντας γυναίκα στη Λατινική Αμερική (Ομιλία στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης «Γυναικεία Κραυγή» στις 13.03.2013 στο Instituto Cervantes των Αθηνών -