Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

Ποίηση ενάντια στη βία κατά των γυναικών



Ο στίχος ως κραυγή (“El verso como grito” – Μάυτε Τουδέα Μπούστο)
Τι κι αν είναι η φωνή μου βραχνιασμένη,
με δύναμη και τόλμη θα παλεύω.
Καμιά ελπίδα, ούτε όνειρο να κλέβω,
μα τη ζωή να εξυμνώ, ταγμένη.

Κοιτάζω με τα ματιά πολεμίστριας.
Το χέρι μου κρατάει ρυτιδωμένο
χαρτί, όπου διαβάζω κι ανασαίνω
τους στίχους μου, γυναίκας και ποιήτριας.

Το ποίημα αυτό, κραυγή, διαμαρτυρία,
και πόνος, πίκρα, οργή, θυμός συνάμα.
Σαν όπλο το βαστώ, μαζί και τάμα,
τα δίκια να φρουρώ χωρίς αργία.

Αφού η γυναίκα ανθρώπινο ον, συμβία,
γιατί να υπομένει τόση βία;


Αίμα ημών (“Sangre nuestra” – Σουσάνα Τσάβες Καστίγιο)

Αίμα δικό μου,
της αυγής,
μιας σελήνης διχασμένης,
αίμα της σιωπής,
βράχου άψυχου,
αίμα γυναίκας κλινήρους
που ξεπηδάς προς το κενό.

Αίμα δεκτικό της τρέλας
διαυγές και ορισμένο,
αίμα γόνιμο και σπέρμα,
αίμα που κυκλοφορείς ακατανόητο
αίμα απελευθέρωση απ’ τον εαυτό σου,
αίμα ποταμέ των τραγουδιών μου,
θάλασσα της αβύσσου μου.
Αίμα της στιγμής που πονώντας γεννιέμαι,
θρεμμένη απ’ την ύστατη παρουσία μου.


Όλες εμείς (“Nosotras” – Ορτένσια Καρράσκο Σάντος)

Πίσω απ’ την πλάτη της σιωπής
βαλθήκαμε να διαπεράσουμε τα τείχη απ’ τις χαραμάδες
αγνοώντας τον άνεμο που στο παράθυρο στριμώχτηκε.
Ασυμβίβαστες, επιθυμούμε να αποσπαστούμε απ’ ό,τι σιωπά
από τούτη τη σιωπή που μας τσακίζει και μας διαμελίζει.

Ψηλαφιστά αποζητούμε την αναγέννηση
να πάψουμε πια να είμαστε τούτο το φως το θαμπό στα δωμάτια.
Μα η πραγματικότητα μάς ζυγώνει σαν κόρη άρρωστη
που στο νου μας βρίσκει μια ποδιά
κι ανάμεσα σε νευρώνες εισδύει, άθυμη και ξαφνική.


 Έκτορ Σέτα Εκ Μπαλάμ-Ούτε με τριαντάφυλλο... (“Ni con el pétalo de 1 rosa”)

Ούτε με τριαντάφυλλο...
έλεγε η μάνα του πατέρα
έλεγε κι η μάνα της μητέρας
Όλο και κάποιος λόγος θα υπήρχε

Εγώ έκανα τάχα πως δεν καταλαβαίνω
μα, παρόλο που η ζωή τότε
θα ’πρεπε να ’ταν όλο σχέδια και παιχνίδια,
η ζωή στο σπίτι
δεν έμοιαζε καθόλου με παιχνίδι για τις ξαδέρφες μου.
Ούτε με τριαντάφυλλο...

Μα να που ο πατέρας μου είχε
1 μπράτσο θαρρείς για μπέιζ μπωλ
1 γροθιά πρωταθλητή του μποξ
1 πόδι ποδοσφαιριστή
1 ξίφος ταυρομάχου
Γι’ αυτό να τα μισώ τ’ αθλήματα;
Ούτε με 1 τριαντάφυλλο...

Η γυναίκα  μου απαιτούσε ίδια μαινάδα
να τη χτυπήσω
Χτύπα με καθίκι
Δειλέ, δεν το τολμάς
Ούτε με τριαντάφυλλο...

Θα ’ταν σαν τις γυναίκες να χτυπώ
που μου δώσανε ζωή και τρυφεράδα
που μου μάθανε να ζω
που μου μάθαν’ πάντοτε να πολεμώ,
άλλος να γίνω απ’ τον sapiens,
που τη ζωώδη του καταγωγή δεν ξεπερνά.


Ήταν δώδεκα (“Eran doce”- Ντινόρα Γκουτιέρες)

Ήταν δώδεκα τα χρόνια της παιδικότητας
δώδεκα της αθωότητας
δώδεκα της παρηγόρησης με πράγματα απλά

Δώδεκα οι λέξεις της μάνας που δεν μιλούσε:
«Κόρη μου, άτακτη,  μικρή, σε αγαπώ,
πρόσεχε, σε περιμένω,
εμπρός,
μπορείς,
τώρα...»

Δώδεκα της πριγκίπισσας τα όνειρα
αυτής μες στον καθρέφτη από χίμαιρες
αυτής που αποκοιμήθηκε καταμεσής του δρόμου
όχι εκείνης των παραμυθιών
όχι εκείνης του βιβλίου των απαρχών

Δώδεκα οι κτήτορες του αίματός της,
του κορμιού της,
των ρούχων της,
των χειλιών της
του χρόνου της

Δώδεκα της αγνότητας οι μαγαριστές
Δώδεκα
υπνοβάτες ντελιρίου
που το πνεύμα της ξερίζωσαν
κρεμασμένοι απ’ τους γοφούς της

Δώδεκα οι του ικριώματος
πάντοτε στο χείλος της  αιώρησης
λιώνοντας τις ενοχές
γκρεμίζοντας τα ένστικτα

Δώδεκα τα χρόνια της πριγκίπισσας

Μα τα βογγητά τής πέρασαν με το στίγμα
ποτισμένα με δηλητήριο που άχνιζε
ουσίες τοξικές
και κακές σκέψεις

Ήταν δώδεκα...
Μα τα γενέθλια πια δεν τα γιόρταζε

                        η πριγκίπισσα έχασε τον λογαριασμό


                                                           
                        Φανατισμένη δεν είμαι
                        (“No es que quiera obsesionarme” – Πιλάρ Ροντρίγκες Αράντα)

Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πότε
θα πάψω πια ν’ ακούω
ειδήσεις παράλογες και βίαιες
(διείσδυση σε όλες τις εγκοπές)
σε όλους
και σε όλες

Πότε
θα πάψω πια να διαβάζω
για γυναικοκτονίες αδιευκρίνιστες
(για ύποπτες μορφές σε καμιόνια μαύρα)
Η ελπίδα σκοτεινιασμένη
Μαύρο το μέλλον

Πότε
θα πάψω πια να πληροφορούμαι
νούμερα και στατιστικές
(Με περισσότερα χρόνια καταδικάζεται ένας κλέφτης
παρά ο φονιάς που σκότωσε τη γυναίκα του
αν υπάρχει υποψία απιστίας)

Πότε
θα πάψω πια να μαθαίνω
λεπτομέρειες των φόνων
(μαχαιρωμένη 57 φορές)
Βιασμένη
Κακοποιημένη

Πότε
θα πάψω πια να εικάζω,
στη σκέψη του βλέμματός τους,
την αθωότητα και την άγνοια

Πότε
θα πάψω πια να πιστεύω
πως γυναίκα σημαίνει απάρνηση
(μη βγαίνεις, μη ντύνεσαι, μην είσαι)
Πως αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς
σε υποχρεώνουν σε σιωπή
σε χτυπούν, σε σκοτώνουν
και στο τέλος
σε ενοχοποιούν

Όχι. Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πώς
να πάψω πια να σκέφτομαι
πως εκείνοι οι νικηφόροι φονιάδες
(που άντρες δεν λογίζονται)
περπατούν πάνω στην ίδια επιφάνεια
κι αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο
Νιώθω πως ένα δάκρυ
θα κυλήσει, μα αντ’ αυτού
μέσα βαθειά, κάτι σκληραίνει

Ο βράχος της πίστης,
λάβα που στερεοποιήθηκε,
ενώ να εκτιναχτεί θα ’πρεπε
κι όλα στο διάβα της να τα κάψει∙
μα τούτο για να γίνει
λίγη τρυφερότητα χρειαζόταν παραπάνω...

Πώς αλλιώς
να αποτινάξω τότε
ετούτη την τραχυμένη απελπισία
για να μη σχίζει τα μέσα μου
όπως έκαναν μ’ εκείνες
Με όλες τους...

Πώς έγινε κι αποξενωθήκαμε
απ’ την ψυχή μας τη συλλογική;
Πότε... πώς...

Για το τι και το πού
αμφιβολία δεν χωρά:
Εδώ και τώρα
εδώ και τώρα

Πότε
θα πάψω πια να νιώθω
πως εδώ και τώρα
δεν μας αξίζουμε



Μια μάνα με τρεις κόρες (“Una madre y tres hijas” – Μίριαμ Κρούγκερ)

Μια μάνα με τρεις κόρες
Μια μάνα που τις νανουρίζει διαβάζοντας ποιήματα
Μια μάνα αλλιώτικη απ’ τις άλλες
Τρεις κόρες που για ’κείνην είναι ο αγώνας, η ελπίδα κι η ευτυχία της.
Μια μάνα με τρεις κόρες κι όλες τους πορεύονται στη ζωή
Ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο
Μια μάνα που η δουλειά τής κλέβει χρόνο
Μα που εκείνη βρίσκει ώρα για το γέλιο και για τ’ όνειρο
Τρεις κόρες που μια μέρα γυναίκες γίναν
Τρεις γυναίκες, πολύ ξεχωριστές
Η μεγάλη, στέλεχος τρανό, παλεύει να ’ναι η καλύτερη
Η μεσαία, με δάχτυλα μαγικά, φορέματα ετοιμάζει πριγκιπικά
Η τρίτη, η μικρότερη, στις γραμμές ζει ανάμεσα μιας ποίησης που δεν τελειώνει πάντοτε
Μια μάνα, που δίχως να το ζητήσει, έγινε γιαγιά
Κι ακόμη έχει μανία με την ανάγνωση ποιημάτων.

                        ***


Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει
(“Si se calla el cantor” – ΣτίχοιΟράσιο ΓκουαρανίΕκτέλεσηΜερσέδες Σόσα)

Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει,
γιατί η ζωή είναι η ίδια ένα ποίημα.
Αν πάψει ο ποιητής, γίνεται θύμα
η ελπίδα, η χαρά και το καράβι.

Αν πάψει ο ποιητής, μένουν μονάχα
και μόνα τα πουλιά της καλημέρας.
Οι εργάτες στο λιμάνι λεν ποιος τάχα,
ποιος θα το βγάλει το ψωμί της μέρας.

(Μιλητά)
«Τι ν’ απογίνει η ζωή αν όντως
ο ποιητής δεν βγαίνει πια στο βήμα
για τον βασανισμένο και για ’κείνον
που αναίτια τον φορτώνουνε με κρίμα»

Αν πάψει ο ποιητής, πάει και το ρόδο.
Τι να το κάνεις δίχως να ’χεις ποίημα;
Το ποίημα πρέπει, φως πάνω απ’ το κύμα,
να φέγγει πάνω στων θνητών το δρόμο.

Να μη σωπάσει ο ποιητής∙ αν πάψει,
καλύπτει τον φρικτό που υποδουλώνει.
Δεν ξέρουνε αυτοί που υποκύπτουν
πως το έγκλημα τους ποιητές δεν φιμώνει.

(Μιλητά)
«Να σηκωθούν τα λάβαρα πια όλα
καθώς ο ποιητής κραυγή θα υψώνει.
Χιλιάδες να ματώσουνε κιθάρες
σ’ αιώνιο ποίημα που δεν θα τελειώνει.»


Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...

Mercedes Sosa - Si Se Calla El Cantor

Όλα τα ποιήματα έχουν μεταφραστεί από την Έλενα Σταγκουράκη και έχουν ανθολογηθεί από το ιστολόγιο της ιδίας: https://elenastagkouraki.blogspot.com/2017/06/blog-post_21.html?fbclid=IwAR0A6EZ37q2Wnd4ERuNEBtuPOfiUnAaq5H7q6cg581quZI6Ub_6QWwFBnTs και την ανάρτηση: « Ποίηση ενάντια στη σιωπή της βίας Όντας γυναίκα στη Λατινική Αμερική (Ομιλία στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης «Γυναικεία Κραυγή» στις 13.03.2013 στο Instituto Cervantes των Αθηνών -


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window