Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Τρία ποιήματα

 
III

Χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους
σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι
γιατί η χλόη γίνεται άχυρο κι ο Αύγουστος Σεπτέμβρης. 
Έρχεται η ώρα κι οι αρχηγοί σημαίνουν υποχώρηση 
τραβιούνται πίσω τα νερά μένουν ξανά γυμνές οι ξέρες 
ανακαλούνται οι ποταμοί και τα τραγούδια των νεκρών 
«ήτανε λάθος» ο άνεμος που σήκωσε σημαίες 
- τώρα οι σημαίες κείτονται στα καταστατικά
 οι λέξεις που 'βαζαν φωτιά γίνονται πάλι λέξεις

...μόνο το πολυβόλο συνεχίζει να θερίζει τα χρόνια μας 
κάθε μέρα σκύβουμε περισσότερο ν' αποφύγουμε τις σφαίρες 
κάθε μέρα ξεχνάμε τους φίλους που σταματήσαν να γερνούν
 χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι.


V

                                                                                 Σ.Π. 23.7.65

Κόντρα στο δακρυγόνο και στο ραδιόφωνο 
κόντρα στη συμμαχία των αρχηγών 
κόντρα σε σένα και σε μένα
που θα 'μαστε αύριο νεκροί στις πολυθρόνες μας.

Έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου
όλα χαμένα σαν τα είκοσί μου χρόνια
κι η κάθε μέρα φεύγοντας παίρνει μαζί της το κουράγιο
 παίρνει τα στήθη που 'φραζαν το δρόμο σε σφαίρες και
βρισιές
—  έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου κι έπαιρνε ο τόπος φως από 
άλλες μέρες
τραγούδια μουδιασμένα βγαίναν ξανά περίπατο στα χείλια 
τραγούδια τόσο μακρινά τόσο περήφανα και τόσο απελπισμένα

έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου στηρίζοντας στα κόκαλά της την Αθήνα.


VI

                                                                 τα ποιήματα των παιδικών μου φίλων

Σκαλίζοντας τις στάχτες συναντώ τα πλούσια ποτάμια που
σωπάσαν
κοιμάται η χλόη της πρώτης μας φωνής κι εγώ τη νανουρίζω
 γιατί κουράστηκε, γιατί δεν την καταλαβαίνω πιά, γιατί
κι εγώ ο ίδιος κάποτε κλείνομαι σε δυο φύλλα χαρτί και κλαίω.

Η ζωή προχωρεί με βήμα παρελάσεως 
με διορισμούς και συνοικέσια
τσαλαπατώντας τη ζωή η ζωή προχωρεί. 
Εγώ έμεινα πίσω στη μέση του δρόμου
γιορτάζοντας λησμονημένες επετείους, ξένες και δικές μου 
μαζεύοντας κάλυκες από σφαίρες και κίτρινες παλιές σελίδες

—  δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα
είν' εύκολο να ξεχνάς κι είναι σα να πεθαίνεις
έμεινα γαντζωμένος σε κείνο τον Αύγουστο βουλιάζοντας
 μαζί του

τώρα μες στα συρτάρια μου ανασαίνουν οι φωτιές σας 
μες στα τραγούδια μου παφλάζουνε τα 19 σας χρόνια.


Πηγή: «Ραγισμένο ταμπούρλο» (1966), Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018), Αθήνα: Πανοπτικόν, 2020.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Χρίστος Λάσκαρης - Ο φωταγωγός

Ήταν το θέμα μια ευκολία:

είχες από κάπου να πιαστείς,

να αναπτύξεις.

Τώρα εδώ,

σε τούτο το φωταγωγό που μ' έριξαν,

κοιτώ το ύψος και φοβάμαι.

Πρέπει ν' αναρριχηθώ.

Λέξεις να βρω

που να γαντζώνουν στο τσιμέντο.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Γιάννης Πατίλης - Η πόλη


Πόσο που μ' έβλαψε
το κλίμα
αυτής της πόλης.
Λέει ο γιατρός...
μα ό,τι να κάνεις
κάθε μέρα συναντάς
την κυλιόμενη απελπισία
της Ομόνοιας
και τα ικετήρια
βλέμματα των κιναίδων
στα ουρητήρια
που σε ρωτούν
διαρκώς την ώρα.

Τα συντριβάνια
είναι μια πρόκληση
μια προδιάθεση
να σκέφτεσαι
λοξά!
Μωρ' καλαματιανούλα μου
φαρμάκωστον το γέρο
και πάρτου τ' αυτοκίνητο
να βγούμε στο σιργιάνι
να πιάσουμε στα Φάληρα
και στο Πασαλιμάνι.

Το ξέρω
πάει καιρός
που κατελήφθησαν
τα δυτικά προάστια...
Πως Κρήτες
και Αρκάδιοι πληθυσμοί
περιφέρονται από Ταύρου
έως Κορυδαλλού
και από Κολοκυνθού
έως Θησείου...
Πως κάθε Κυριακή
λυμαίνονται τις πολυθρόνες
και τα παγκάκια
του Ζαππείου
σηκώνοντας σύννεφα
την πασατεμπόσκονη
στο διάβα τους...
Και ξέρω ακόμη
πως τούτοι
οι νεοβάρβαροι
κατατρομοκρατήσαν
τους μεταξύ Τσακάλωφ και Αναγνωστοπούλου ιθαγενείς
που οχυρωθήκαν για καλά
στ' απρόσιτα ρετιρέ τους
και στην εξαίσια έπαρση
που τους χαρίζει
η γάτα που έχουν
στο σκουπιδοτενεκέ τους
κάθε που «πιάνουν»
το «εκατό»!

Λοιπόν
δεν μοιάζει περίεργο καθόλου
πώς
τούτες τις μέρες
με πιάνει αόριστη
μια θλίψη
σα σκέφτουμαι την Τροχαία
και την Υπηρεσία Αναζητήσεων
τη μέρα που θα πεθάνουν
όλοι ξαφνικά
σ’ αυτή την πόλη… Και πώς μεγαλώνει
στ’ αλήθεια η θλίψη μου
στη σκέψη εκείνων
που θ’ αφήσουν
τη στερνή τους
την πνοή
στον καμπινέ τους
χωρίς να έχουν
κάποιον κοντά
να τους τραβήξει —χαιρετιστήρια—
για τελευταία φορά
το καζανάκι!

Αλλοίμονο!
Πόσο που μ’ έβλαψε το κλίμα
αυτής της πόλης…
Μα πάλι υποθέτω
πως ε! δε θα ’μαστε
και τόσο μάζα,
τόσο χονδροειδείς.
Υπάρχει πάντα ανάμεσά μας
—υποθέτω—
μία λεπτή
απόφυση του ωραίου
μια ευγενικιά προδιάθεση
για τη μοναδικότητα…
Και ποιος
δε θα ’θελε στ’ αλήθεια
να είναι —έστω και
για μια Κυριακή—
ο μοναδικός
δεκατριάρης!...

Α! Και να ήμουν!
θα ’παιρνα την
ταχεία του Βορριά
και τότε ποιος πια
στη Νάουσα γλυκό κρασί
στη Βέρροια μαυρομάτες
—γύριζε γοργά—
και στ’ έρημο το Κόλινδρο
κοντούλες και γιομάτες!...

Ω!

Από τη συλλογή Ο μικρός και το θηρίο (1970)

[πηγή: Γιάννης Πατίλης, Ταξίδια στην ίδια πόλη. [Ποιήματα 1970-1990], Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1993, σ. 13-16]


Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Τάσος Κόρφης - Θάνατος σε πολυκατοικία

 Όχι μόνο να ζήσεις μα ούτε και να πεθάνεις δεν μπορείς σ’ αυτήν την πολυκατοικία,
 με τους τόσους αδιάφορους ενοίκους να δαιμονίζονται στα διπλανά διαμερίσματα
 ή, ακόμα, να χτυπάνε τα ντουβάρια για να πάψουν τα μοιρολόγια της μάνας σου 
που, σαν το χλωμό κερί, θα λιώνει κοντά σου. 
Και το αγγελτήριο του θανάτου κολλημένο στην κοινή εξώθυρα, 
ανάμεσα σ’ «Ενοικιάζεται» και σε «Πωλείται» χωρίς να ξέρει κανείς
 που βρίσκεται το κουφάρι σου, ποια πόρτα πρέπει να χτυπήσει για να σ’ αποχαιρετήσει. 
Κι αντί για χέρια ευλαβικά να σε μεταφέρουν, την ώρα 
που το σπίτι ηρεμεί, σαν καράβι που βούλιαξε, 
άβολα σφηνωμένος στο ασανσέρ να υποφέρεις 
και πάλι ολομόναχος τις αλυσίδες και τα γρανάζια. 

Τάσος Κόρφης, Ποιήματα, Πρόσπερος, Αθήνα, 1983, σ. 52.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Τάσος Δενέγρης - Ανατολική θέα


Αθλιότης, χειμωνιά
Κι από το δωμάτιο που γράφω
Ακολουθώ εκ του σύνεγγυς
Τον Εβαρίστο Καριέγκο
Μήπως τον πιάσω
Και τόνε φέρω στη γλώσσα μας.
Κάποτε όμως κουράζομαι
Στρέφω το βλέμμα μου στην τζαμαρία
Βλέπω τη ράχη της γειτονικής
Πολυκατοικίας.
Μίζερα τα μπαλκόνια της
Και τα εκθέματά τους:
Σκουπιδόπανα και σκόρδα σ' ένα δίχτυ
Μια πολυθρόνα ψάθινη
Μια κούνια σιδερένια.
Πιο πίσω τις φαντάζομαι
Κατασκευές παρόμοιες
'Ωσπου αργότερα
Η Μεσογείων
Με τα μικρόβια
Και η κατάληξη
Το θελκτικό βουνό
Ο Υμηττός
Ο παιδικός μου συνειρμός
Για την ελευθερία.
25.9.1984

Πηγή: Η κατάσταση των πραγμάτων, Καστανιώτης, 1989

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Αθήνα 1936-2013


Σχεδόν ογδόντα χρόνια -είναι πολλά
αυτά που μας χωρίζουν
Με γέννησε το Μεταξουργείο
με άρπαξε από της Κατοχής τα δόντια
η Κεφαλλονιά
και με φανάτισε

Σου γράφω τώρα
από το κάποτε πολύδροσο Χαλάντρι
εγώ
ο πρώτος σου πακιστανός
ο αόρατος άνθρωπος
συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό
νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ' ουρανού
αιώνια ευνοούμενοι της ήττας
χαμένοι όλοι από χέρι στην επόμενη στροφή

ω πόλη
κατάσαρκα σε φόρεσα πριν σε προδώσω
σβήνοντας προς τα πίσω ένα-ένα
όλα μου τα βήματα στις στάχτες σου
ένοχος ενώπιον εμού του ιδίου
ότι επέζησα των ονείρων μου...

περ. Σημειώσεις, τ. 78, Δεκ. 2013.
Από τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Κρίτων Αθανασούλης - Τα δέντρα μου το είπανε


Τα δέντρα μου το είπανε: τρέξε για να προφτάσεις.

Οι φεγγαρόλουστες βραδιές: τρέξε για να προφτάσεις.

Η θάλασσα καλπάζοντας: τρέξε για να προφτάσεις

κι ο κόσμος όλος βιάστηκε: τρέξε για να προφτάσεις.

Τα πόδια μου δεν γνώρισαν αναπαμό από τότε

κι οι δρόμοι όλοι με γνώρισαν από το τρέξιμό μου.

Τ’ αδέλφια μου το είπανε: τρέξε για να προφτάσεις.

Οι φίλοι μου αδημόνησαν: τρέξε για να προφτάσεις.

Κι εγώ τρέχω δακρύζοντας, τρέχω χαμογελώντας,

τρέχω αγαπώντας, δίνοντας, δίνοντας τη ζωή μου.

Τα χέρια μου κρατούν ψωμί: τρέξε για να το δώσεις,

τα μάτια μου κρατούν στοργή: τρέξε να την προσφέρεις,

τα δάχτυλά μου κάηκαν: τρέξε για να χαϊδέψεις.

Κι εγώ τρέχω ασταμάτητα, τρέχω για να προφτάσω,

μην τυχόν κι έμεινε κανείς χωρίς κάτι να πάρει.


Πηγή: Κρίτων Αθανασούλης, Τα Ποιήματα [1940-1966]. Αθήνα: 1966, σ. 170.



Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Χρίστος Λάσκαρης-Δύο Ποιήματα

Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι

Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι
-λίγοι, αλλά υπάρχουν-
που επιμένουν σε μια ταπεινή ζωή:
ένα σπίτι φτωχικό
σε γειτονιά ασβεστωμένη και φιλήσυχη,
ένα σπιτάκι με κληματαριά
και κήπο
και στην αυλή ένα σκαμνί.

Άνθρωπος της πόλης

Ειμ' ένας άνθρωπος της πόλης, έλεγε.
Δεν ξέρω τίποτ' από κήπους,
τίποτα απ' του καιρού το πέρασμα.
Ξέρω μονάχα από μοναξιά,
το δολοφόνο που έρχεται τη νύχτα
και το αλύχτημα του ρολογιού το χάραμα

όταν ξυπνάει το ασανσέρα,
και κατεβαίνει ο πεθαμένος.



Απόγευμα προς βράδυ, 2006

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Αντώνης Σουρούνης-Το κακό άρχισε από την αυλή μας

 


Είμαι βέβαιος ότι η καταστροφή του πλανήτη άρχισε από τη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη. Για την ακρίβεια, μέσα από την αυλή μας. Μέχρι τότε όλα ήταν καλά κι ωραία. Υπήρχε χώμα παντού κι επομένως και λουλούδια. Ακόμα και τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από χώμα και άχυρο. Τραβώντας ένα κομματάκι άχυρο κατέβαινε ολόκληρος σοβάς. Κι αν συνέχιζες, μπορούσες να ρίξεις και τον τοίχο. Μικροί το συνηθίζαμε πολύ αυτό το παιχνίδι, μια και δεν είχαμε με τι άλλο να παίξουμε.

Το σπίτι μας ήταν από τα μεγαλύτερα στο Κουλέ Καφέ, με μπαξέ και μια χωμάτινη αυλή περικυκλωμένη από γκαζοτενεκέδες με λουλούδια. Στον μπαξέ υπήρχαν μουριές, ροδιές, συκιές, βερικοκιές, κι εμείς τα παιδιά μαθαίναμε τους μήνες από το κάρπισμα των δέντρων. Ήμασταν καμιά δεκαπενταριά παιδιά σ’ αυτό το σπίτι. Κι άλλοι τόσοι μεγάλοι. Μ’ ένα και μοναδικό αποχωρητήριο στην άκρη της χωμάτινης αυλής. Από τα ίχνη στο χώμα καταλάβαινα ποιος βρίσκεται εκεί μέσα. Οι ξαδέρφες μου άφηναν κάτι πατημασιές σαν να περπατούσαν με τις γροθιές τους — κι αυτές ήταν που ενδιέφεραν εμένα. Άνοιγα απότομα τη σανιδένια πόρτα του «μέρους» και τινάζονταν επάνω, όπως τιναζόμουν κι εγώ, όταν από τη στρογγυλή τρύπα πεταγόταν κανένας ποντικός. Χρειάζονταν κότσια τότε, ακόμα και για τις πιο απλές σου ανάγκες.

Ένα απόγευμα ο αδερφός της μάνας μου, που ήταν χτίστης, ήρθε στο σπίτι μ’ ένα τσουβάλι τσιμέντο από την οικοδομή όπου δούλευε και το ’ριξε στην αυλή. Αυτό ήταν το πρώτο τσιμέντο που έβλεπα στη ζωή μου. Και μαζί μ’ εμένα και πολλοί άλλοι από τη γειτονιά. Στεκόμασταν όλοι γύρω γύρω και παρακολουθούσαμε εκστατικοί πώς το έστρωνε ο θείος μου σαν να άλειφε με βούτυρο μια μεγάλη φέτα ψωμί. Μείναμε εκεί ώσπου έπηξε σβήνοντας για πάντα τις πατημασιές από τις ξαδέρφες μου. Και την ανάσα της αυλής, όμως αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα. Μετά από λίγες μέρες τσιμέντωσε το δάπεδο του αποχωρητηρίου. Και κάποτε όλο το σπίτι.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο παθιασμένος με το τσιμέντο, που για δεκαετίες ολόκληρες κυκλοφορούσε με το μυστρί στο χέρι και τσιμέντωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μετά πήρε κι άλλους στη δούλεψή του και δε θα ’ναι υπερβολή αν πω ότι τσιμέντωσε τη μισή Θεσσαλονίκη. Σήμερα κάθεται σ’ ένα ρετιρέ γεμάτο γλάστρες κι όλη μέρα φροντίζει τα λουλούδια και μιλάει μαζί τους.

Έξω από την πόρτα μας όμως ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι όπως τον ξέραμε. Γεμάτος αλάνες που στις άκρες τους φύτρωναν τσουκνίδες και παπαρούνες και στο κέντρο τους αποτυπώματα από την μπάλα που παίζαμε και τους τσακωμούς που κάναμε. Και ο δρόμος φτιαγμένος από πέτρες. Κάτι κοτρόνες ανώμαλες και άγριες, που ξεπετιούνταν σαν πέτρινοι θάμνοι. Το βράδυ ακούγαμε τις οπλές των αλόγων που έσερναν τα κάρα να γλιστρούν πάνω τους και τους καροτσέρηδες να βρίζουν. Έτσι ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας μάθαμε τις πιο καλές βρισιές. Ακούγαμε και τα τακούνια των κοριτσιών που είχαν πάει βόλτα στην παραλία και ανηφόριζαν μιλώντας χαμηλόφωνα και γελώντας πνιχτά.

Μια μέρα ήρθαν κάτι άνθρωποι και πριόνισαν τα κλωνάρια του γερο-πλάτανου που χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία. Οι κάργες που φώλιαζαν χρόνια στην κουφάλα του πέταξαν κατατρομαγμένες και από τότε δεν ξαναείδα τέτοια πουλιά. Συνέχισαν με τον κορμό του και στο τέλος τον ξερίζωσαν τελείως. Παρακολουθούσαμε πάλι όπως τότε με το τσιμέντο, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει, επειδή στο διαμελισμό και στο ξερίζωμα έκανε κουμάντο ο κυρ Χαράλαμπος, παλιός χωροφύλακας, αλλά μπορούσε ακόμα να στέλνει όποιον ήθελε φυλακή. Ώσπου πέθανε ήταν επίτροπος στην εκκλησία. Μετά ήρθε η σειρά της μαρμάρινης βρύσης, που ήταν δίπλα στον πλάτανο και ξεδιψούσαν παιδιά και περαστικοί. Ο κυρ Χαράλαμπος την πήρε στην αυλή του και λένε πως αυτή τον σκότωσε. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι έσκυψε να πιει νερό, έπαθε συμφόρηση και πέθανε.

Σήμερα το μόνο που έχει μείνει από το δρόμο μας είναι τ’ όνομά του. Συνεχίζει να λέγεται οδός Μουσών, αλλά σχεδόν όλες οι μούσες έχουν πεθάνει. Απόμειναν δυο τρεις που κάθονται πίσω από τα παράθυρα κοιτώντας έξω κι ελπίζοντας να δούνε κανέναν άνθρωπο, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι αυτοκίνητα που κινούνται γρήγορα πάνω στην άσφαλτο. Χώμα δεν υπάρχει πουθενά για ν’ ακολουθήσεις τα ίχνη και να βρεις τους φίλους σου.

Στα καινούρια καραμελέ σπίτια που γίνανε, ζούνε αρχιτέκτονες, γιατροί και δικηγόροι. Ωστόσο μέσα σ’ όλο αυτό το μπετόν αρμέ κατάφερε κι επέζησε ένα δέντρο έξω από το τσιμεντένιο μας σπίτι. Μια ακακία που ξεπετιέται μέσα από την άσφαλτο, για να μας θυμίζει πώς ήταν ο δρόμος μας κάποτε. Και που ίσως ξαναγίνει έτσι, όσο η ευωδιά της μας πηγαίνει πίσω και μας ξανακάνει παιδιά, έτοιμα ν’ αρχίσουν πάλι τη ζωή τους.

Αντώνης Σουρούνης, Μισόν αιώνα άνθρωπος, εκδόσεις Καστανιώτης

Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Μάριος Χάκκας - Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις [I]

 Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις

 με τις καμπύλες των λόφων στα μάτια

 κι ήρθα προς τους ανθρώπους 

με τις σωστές λέξεις στο στόμα 

και την ελεύθερη κίνηση των χεριών. 

Kατέληξα με μια τσάντα 

που επαλήθευε το νόμο της βαρύτητας 

στην ατέλειωτη άσφαλτο 

πληρώνοντας φόρους και διαπύλια 

φθείροντας την ακμή μου 

ανάμεσα σε πλαστικά γιασεμιά 

γδέρνοντας το λαιμό μου στους τοίχους 

μ’ ένα μπρελόκ που τα κλειδιά του

 δεν ταίριαζαν σε καμιά ανθρώπινη πόρτα.


 Μάριος Χάκκας, Ποιήματα,  Κέδρος, Κέδρος, 1978.


Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Νίκος Χουλιαράς - «Το άλμπατρος του δωματίου» (απόσπασμα)


Μέσα σ' αυτά τα χρόνια που περάσανε, πάρα πολλούς ανθρώπους έτυχε να γνωρίσω. Πολλούς θυμάμαι ακόμη, μα ακόμη πιο πολλούς έχω ξεχάσει πια. Αέρας δυνατός μάς έχει παρασύρει και μας σκόρπισε. Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν φίλοι μου καλοί σ' αυτήν εδώ την πόλη, μα οι πιο πολλοί μένουν μακριά κι όλο πιο σπάνια τους βλέπω. Φτιάξανε οικογένειες κι αλλάξανε ρυθμό ζωής. Κάποιοι απ' αυτούς μένουν στα βόρεια προάστεια και άλλοι, πάλι, κατοικούν κάτω, στη νοτιοανατολική πλευρά προς τη μεριά της θάλασσας: σε πολυκατοικίες άχαρες ή και σε σπίτια ιδιόκτητα, με κήπους αυστηρούς — όλο μπετόν και κοκκινόχωμα με μίζερα δεντράκια και στενούς διαδρόμους και με κάτι σκύλους-φύλακες που με γαυγίζουν άγρια σαν να 'μαι κλέφτης κάθε φορά που καταφέρνω, μες στη νύχτα να φτάσω ώς εκεί για να τους δω.

Πάντως, οι αποστάσεις και η ζωή που κάνουμε καθόλου δεν μας βοηθά να ειδωθούμε, γι' αυτό, και τούτες οι φιλίες έχουν εξελιχθεί πια σε φιλίες τηλεφωνικές.

Ποτέ μου δεν τα πήγαινα καλά με το τηλέφωνο, μα ακόμη πιο πολύ βαριέμαι κι αυτές τις άχαρες και μακρινές διαδρομές σ' αυτή την πόλη-χώρα, όπου είμαι αναγκασμένος πια να ζω και να περνάω τη μισή μου ζωή, με δεύτερη ταχύτητα, στους δρόμους της παρέα με τους άλλους που όλο με κοιτούν, πίσω απ' τα τζάμια του αυτοκινήτου τους, με βλέμμα άγριο και απειλητικό λες κι είμ' εγώ, προσωπικά, ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτό το χάλι ή άλλες φορές πάλι, μου απευθύνουν φευγαλέα βλέμματα συνενοχής και κατανόησης, βλέποντας, στο πρόσωπό μου, ακόμη έναν ασθενή που έχει προσβληθεί απ' την ανίατη αρρώστια αυτής της πόλης.

Έτσι, λοιπόν, σιγά-σιγά, με τούτα και με τ' άλλα τα κατάφερα, εντέλει, να γίνω κι εγώ τύπος εκδρομικός σ' αυτή την ηλικία: ένας τύπος σπορτίφ του κλειστού χώρου έχω καταντήσει με λίγα λόγια, μιας και οι διαδρομές μου, τον τελευταίο καιρό, έχουν περιοριστεί σχεδόν στο χώρο μόνο των δωματίων του σπιτιού, αλλά οι εκδρομές μου πια έχουν πολλαπλασιαστεί και έχουν γίνει απεριορίστου χρόνου.

Με τριγυρίζουνε χιλιάδες αντικείμενα και το μεγάλο μου δωμάτιο έχει μετατραπεί σ' ένα τοπίο που αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με τη διάθεση που με κατέχει. Αλλάζω κλίμακα, οπτική κι όλη τη μέρα αναλώνομαι σε εσωτερικές διαδρομές: διαδρομές σε τόπους μυστικούς που αρχίζουν απ’ τον σκούρο κάμπο του ανατολίτικου πανιού, με το οποίο είναι σκεπασμένο το ντιβάνι, μέχρι τα ροζ παπάκια του τραπεζομάντιλου, που ακολουθούν σε τακτικές γραμμές ―το ένα πίσω απ' τ' άλλο― και διασχίζουν ρυθμικά όλο το μήκος του μεγάλου τραπεζιού, στενάζοντας κάτω απ' το βάρος των δεκάδων μολυβιών, της συσκευής του τηλεφώνου, της κούπας με τα κατακάθια του καφέ, των γυάλινων σταχτοδοχείων που ορίζουν τις περιοχές καπνίσματος ―ανάλογα με την ώρα της μέρας και τη διάθεση― καθώς και την ακατάσχετη μαύρη βροχούλα των λέξεων που τρέχει πάνω στα σκόρπια φύλλα του χαρτιού και τους κλείνει τη θέα προς τα πάνω.

Νά, τώρα δα, έχω εδώ μπροστά μου ένα απ' αυτά τα μαγικά τα αντικείμενα που κατακλύζουν το τραπέζι. Είναι ένα μικρό σιδερικό που λάμπει μες στη νύχτα και μοιάζει με εξωτικό πουλί: με άλμπατρος μεταλλικό, μοιάζει, που όμως δεν πετά, για τα θερμά νερά δεν φεύγει· ούτε βολτίτσες κόβει, στηριγμένο στα ψηλόλιγνά του πόδια, μέσα σε κείνες τις γνωστές σειρές ντοκυμαντέρ, κάτω στις λίμνες του αλατιού, εκεί στη μαύρη ήπειρο με την αβάσταχτη τη ζέστη, παρά μονάχα ―για χατίρι μου― βυθίζεται, συχνά, στο πηγάδι της ξύλινής μου πίπας και με το ρύγχος του σκαλίζει τις πλευρές.

[…]

Απόψε πάλι, κάνει κρύο. Σηκώθηκε ένας αέρας δυνατός κι όλο ξεσέρνει τα κινέζικα δεντράκια του νοσοκομείου πάνω στα σκουριασμένα κάγκελα με τις γλυσίνες. Ο δρόμος είναι έρημος και το φεγγάρι, ψηλά στο θόλο τ' ουρανού, έχει τριγύρω του ένα στεφάνι από πάχνη.

Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω τώρα να περπατάει μονάχος του κόντρα στον άνεμο, και με μεγάλα βήματα ν' απομακρύνεται, προοπτικά, προς τη μεριά του Νότου, θα πρέπει να 'ναι ο παππούς μου.

Απομακρύνεται σκυφτός, καπνίζοντας, όπως θα κάπνιζε αν ζούσε.

[πηγή: Νίκος Χουλιαράς, Στο σπίτι του εχθρού μου, Nεφέλη, Αθήνα 1995, σ. 195-198 & 205-206]

Αναδημοσίευση από:
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1694,5432/extras/texts/indexl_2_parallilo_keimeno_2.html

Μαρία Ιορδανίδου- H αυλή μας (απόσπασμα)

 Η αστική καθημερινότητα της σύγχρονης εποχής μέσα στην οποία κυριαρχούν το τσιμέντο και οι πολυκατοικίες είναι το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η Μαρία Ιορδανίδου στο τελευταίο της πεζογράφημα Η αυλή μας (1981). Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την αρχή του βιβλίου και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Η ηλικιωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα συγγραφέας ζει πια σε πολυκατοικία, όπου βιώνει όλα τα προβλήματα της κοινής ζωής, τις ενοχλήσεις από τα άλλα διαμερίσματα και την ψυχική αποξένωση των ενοίκων.


Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.
         Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία. Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.
         Στις περισσότερες απ' αυτές τις πολυκατοικίες, που χτίζονται η μια ύστερα απ' την άλλη, σπάνια θα δεις παράθυρο. Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σ' ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού. Έτσι λοιπόν, μπαλκονόπορτα και κάμαρα, και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος. Πώς επιπλώνεται, πώς κατοικείται αυτός ο χώρος, δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ. Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας. Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις, σου έβαλε τις απλίκες* εκεί που θα μπει το «καθιστικό», δηλαδή ο καναπές, το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.
         Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την «κόχη» της. Εκεί που θα κουρνιάσει* να πιει το καφεδάκι της, να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της, και να αφουγκραστεί* την ανάσα του σπιτιού της. Ίσως γι' αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της. Ξένο πράμα. Όλα τυποποιημένα, όλα προμελετημένα.* Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου. Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα, έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.



                  Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.* Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος. Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.
         Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί. Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της. Όλα αυτά ακούονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
         Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.
         Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού. Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει, εκείνο, αγουροξυπνημένο, αμύνεται, και φαίνεται πως το δέρνει.
         - Κυρία μου, φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου, αφήστε το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σε ηλικία που πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του.
         - Τι λες, κυρά μου; φωνάζει έξαλλη από μέσα η μητέρα. Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου. Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει, δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
         Πραγματικά, από το δρόμο ακούγεται το μπικ-μπικ του αυτοκινήτου. Δε μίλησα. Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
         Λίγες ώρες ησυχία, και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού. Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε, όμως η μητέρα άργησε, και ο σωφέρ δεν μπορεί ν' αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο. Το παίρνει μαζί του και ξεκινά. Το παιδί από μέσα ωρύεται.*
         Για κανένα μήνα ησύχασα όταν το αντρόγυνο πήρε την άδειά του την καλοκαιρινή. Ξεκίνησαν οι δυο με τ' αυτοκίνητό τους για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι. Μια μέρα, από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας, κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε. Γύρισαν πίσω. Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου.
         - Φά' το! φά' το είπα! Δεν το τρως;
         Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
         - Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
         Και πάλι η φωνή.
         Δε βάσταξα. Πετιέμαι έξω, μ' αρπάζει η Νέλλη,* με τραβοκοπά.
         - Πού πας;
         - Πάω να πιάσω την πόρτα τους με τις κλοτσιές. Άσε με.
         - Τρελάθηκες;
         Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν' αποταθώ.* Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
         - Το παιδάκι από τον καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα. Έγινε πετσί και κόκαλο. Το κακόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
         Οι Γάλλοι λένε: Les enfants, quand ils sont petits, ils nous aiment. Quand ils grandissent, ils nous jugent, et parfois ils nous pardonnent, Τα παιδιά, όταν είναι μικρά μας αγαπάνε, όταν μεγαλώνουν μας κρίνουνε, και καμιά φορά μάς συγχωρούνε.
         Αυτή η μικρούλα, φαίνεται, μεγάλωσε πριν από την ώρα της, έκρινε τη μητέρα της και δεν τη συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη. Την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί. Έχουν την αξιοπρέπειά τους και τα παιδιά.
         Η ζωή μου μέσα σ' αυτή την πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη. Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε. Το διαμέρισμα ξανανοικιάστηκε πολύ γρήγορα. Το έπιασε ένας εργένης και ησυχάσαμε.
Μ. Ιορδανίδου, Η αυλή μας,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας


* απλίκες: φωτιστικά που στερεώνονται στον τοίχο * θα κουρνιάσει: θα κάτσει ήσυχα, θα ηρεμήσει * να αφουγκραστεί: να ακούσει * προμελετημένα: σχεδιασμένα και προαποφασισμένα * αγγλοπρεπείς: απέκτησαν ξενικές συνήθειες, έγιναν τυπικοί * ωρύεται: κλαίει και κραυγάζει * Νέλλη: η κόρη της αφηγήτριας * ν' αποταθώ: να απευθυνθώ 

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

Μάριος Χάκκας -Ο Μπιντές

Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τί να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τί σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τί καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή — ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.


[πηγή: Μάριος Χάκκας, Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 259-263]




Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Παντελής Μπουκάλας- Ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει

Γυάλινη τελικά η σπηλιά μας.
Αστραφτερή.
Κατάγεια βέβαια,
κι ας είμαστε εγκάτοικοι των πάνω ορόφων.
Δεσμώτες χρυσωμένοι
άλλος εκούσια άλλος παραιτημένος
άλλος από τη βιοτή του ξοδεμένος.
Ν' ανάβουμε
με νυσταγμένη την ψυχή
πριν κι απ' το φως την τηλεόραση
μήπως και δανειστούμε φλόγα
ή βίο.
Να καταπίνουμε σκιές σκιών
ομοιωμάτων ομοιώματα
και να φρονούμε άφρονα ότι αυτός ο κόσμος.
Γυάλινο το κουτί να μάς αλέθει
κι εμείς καθηλωμένοι απ' την ψευδαίσθηση
ότι το κυβερνάμε.
Ποιός Πλάτωνας λοιπόν.
Ο Καζαντζίδης.
Να σού δώσω μιά να σπάσεις...
Προτού το γυάλινο κουτί μάς παραδώσει
σκιά σκιάς
στο ξύλινο -

Παντελής Μπουκάλας (1957)

Ποιητική Συλλογή «ΡΗΜΑΤΑ» σελ.28 Εκδόσεις ΑΓΡΑ

Edouard Vuillard - Τhe Window