Ἔχω μιὰ θύμηση παλιὰ καὶ σὰ μισοσβυσμένη:
Πρὶν ζήσω τὴ ζωή ποὺ ζῶ μέσα σ' αὐτὴ τὴ χώρα,
Ἤμουν ψυχὴ στὴ θάλασσα, στὸ κῦμα της ριγμένη,
Πνεῦμα της ἤμουν στὴ βουβὴ γαλήνη καὶ στὴ μπόρα.
Οἱ γερανοὶ μὲ παίρνανε ψηλά στὸ τρίγωνό τους,
Πανιὰ μ' ἐπαίρναν κάτασπρα, γιομάτα φῶς κι' ἀγέρα,
Τὰ σύννεφα μ' ἐσέρνανε κι' αὐτά μέσ' στὸν καπνό τους,
Κι' ἔφευγα κι' ἐταξίδευα κι' ἔβγαινα ἀλάργα, πέρα,
Ἀλάργα, σ' ἕνα πέλαγο μακρυά, μακρυά ὁλοένα,
Ἔβγαινα ἐκεῖ σὲ μιὰ χαρὰ ποὺ τέτοια δὲν εἶδ' ἄλλη
Ποτέ μου πιά• σὲ μιὰ χαρὰ τρελλὴ ποὖταν γιὰ μένα
Πλατειά κ' ἐκείνη: πέλαγο μὲ δίχως περιγιάλι.
Στενά τὰ σπίτια τους ἐδῶ ποὺ μ' ἔχουνε θαμμένο,
Θλιμμένα• κι' ὅλο στὰ γυαλιὰ σκυφτὸς τοῦ παραθύρου,
Ζητάω ἐκείνη τὴ χαρὰ στὸ κῦμα τ' ἀντρειωμένο
Ζητάω τὰ πρῶτα μου φτερὰ, τὸ φῶς ζητάω τοῦ ἀπείρου.
Ἄ! Θάλασσά μου πάρε με σὰν πρὶν καὶ σκέπασέ με
Τὰ πνεύματά σου σήμερα σὰν αδερφὸ μὲ κράζουν
Πάρε με πάλι, μάννα μου γλυκειὰ κι’ ἀγκάλιασέ με
Ἔτσι ποὺ οἱ μάννες ξέρουνε μονάχα ν’ ἀγκαλιάζουν.
Ἄχ! Βγάλε με ἀπ’ τὰ σπίτια τους τὰ σκοτεινά, νὰ γίνω
Ἐκεῖνο ποὐμουν μιὰ φορά, παιδὶ δικό σου, ἁγνό σου,
Νὰ γίνω πάλι πνεῦμα σου, γιὰ πάντα πιὰ νὰ μείνω
Ψυχὴ χαρούμενη μακρυὰ στὸ φῶς τὸ γαλανό σου.
Λάμπρος Πορφύρας, Μουσικές Φωνές, 1934.