Απρίλης ήταν κι ήταν Κυριακή
σαν πήγαμε στο έρημο ακρογιάλι,
και δίπλα στ΄άσπρο το σπιτάκι εκεί
στο στήθος μου έγειρες το αχνό κεφάλι.
Μες στη βαθειά εκεί πέρα σιγαλιά,
κρυφούς μαρτύρους είχαμε μονάχους
το πέλαγος, τ’ ανήσυχα πουλιά,
τη βάρκα τη μικρούλα και τους βράχους.
Για την ωραία στιγμή τη μαγική,
που εσμίξαμε τα χέρια και τα χείλη
δεν το θυμάσαι; Ήταν Κυριακή
και ήτανε δύση ρόδινη του Απρίλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου