Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Ionesco Eugène. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Ionesco Eugène. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Ευγένιος Ιονέσκο - Ο ρινόκερος (απόσπασμα)


Πράξη Τρίτη

Ο Μπερανζέ όπως κοιτάζεται πάντα στον καθρέφτη.

ΜΠΕΡΑΝΖΕ

Τελικά, δεν είναι και τόσο άσχημος ο άνθρωπος... Κι εδώ που τα λέμε, φιλαράκο, εσύ, δεν είσαι κι από τα πιο ωραία δείγματα ! Πίστεψέ με, Ντέζη (Γυρίζει για να την δει) Ντέζη, Ντέζη ! Πού πήγες, Ντέζη ; Δεν γίνεται να σου πέρασε από το μυαλό να... (Τρέχει προς την πόρτα) Ντέζη ! (Φτάνει στο κεφαλόσκαλο, σκύβει πάνω από το κάγκελο της σκάλας) Ντέζη, γύρνα πίσω... πού πας ; Γύρνα, μικρή μου, μη φεύγεις. Δεν πρόλαβες να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου ! Ντέζη, μη μ’ αφήνεις ολομόναχο ! Τι μου υποσχέθηκες πριν λίγο ; Ντέζη ! Ντέζη ! (Σταματάει να τη φωνάζει, κουνάει τα χέρια του απελπισμένος και ξαναγυρίζει στο δωμάτιο) Είναι φυσικό... Δεν μπορούσαμε πια να συνεννοηθούμε... Ένα ζευγάρι που αποφάσισε να χωρίσει... Η ζωή μας έγινε ανυπόφορη. Αλλά, δεν έπρεπε να φύγει, έτσι σαν κλέφτρα, χωρίς να μου δώσει μια εξήγηση. (Κοιτάζει γύρω του) Δεν μου έγραψε σ’ ένα χαρτάκι, ούτε δύο λέξεις. Δεν φέρονται έτσι, όχι, δεν φέρονται έτσι.. Τώρα απόμεινα ολομόναχος... Έρημος ! (Πηγαίνει και κλειδώνει την πόρτα προσεκτικά, αλλά αρκετά θυμωμένος) Εγώ δεν θα γίνω σαν και σας, όχι... (Κλείνει προσεκτικά και τα παράθυρα) Δεν θα με παρασύρετε, τ’ ακούσατε ; Ποτέ ! (Απευθύνεται σε όλα τα κεφάλια των ρινόκερων) Δεν θα σας ακολουθήσω, ούτε θα γίνω σαν και σας, γιατί δεν σας καταλαβαίνω. Θα παραμείνω αυτό που είμαι. Εγώ είμαι ανθρώπινο πλάσμα... ένας άνθρωπος ! (Πηγαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα) Αφόρητη κατάσταση. Αφόρητη ! Εγώ φταίω, εγώ φταίω που έφυγε, εγώ ! Ήμουνα γι’ αυτήν το παν, ο κόσμος ολόκληρος ! Τι θα απογίνει τώρα ; Δεν φτάνανε όλοι οι άλλοι, ήταν ανάγκη να βασανίζει τη συνείδησή μου κι αυτή ; Τώρα περιμένω το χειρότερο. Τώρα πρέπει να περιμένω κάθε καταστροφή ! Φτωχή μικρούλα ! Χαμένη στο σύμπαν πλημμυρισμένο από τέρατα ! Ποιος θα με βοηθήσει να την ξαναβρώ ; Κανένας ! Βλέπεις, δεν απόμεινε ούτε ένας... ούτε ένας ! (Νέα μουγγανητά, ποδοβολητά, τρεχαλητά και σύννεφα σκόνης) Δεν αντέχω να τους ακούω. Θα βουλώσω τ’ αφτιά μου με μπαμπάκι. (Βάζει μπαμπάκι στ’ αφτιά του κα μιλάει στον εαυτό του στον καθρέφτη) Δεν υπάρχει άλλη δυνατή λύση, θα πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω, για ποιο πράγμα ; Κι ύστερα, μπορούν άραγε να ξαναμεταμορφωθούν, να ξαναγίνουν άνθρωποι ; Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο ; Αυτό θα ήταν ηράκλειος άθλος‚ ξεπερνάει κατά πολύ τις δικές μου δυνάμείς. Και πριν απ’ όλα, για να τους πείσω, θα πρέπει να τους μιλήσω. Και για να τους μιλήσω, θα πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. 

Ή μήπως, θα ’πρεπε να μάθουν αυτοί τη δική μου γλώσσα ; ποια γλώσσα μιλάω εγώ ; Ποια είναι η γλώσσα μου ; Η γλώσσα των μαύρων, των κιτρίνων, των λευκών ; Μιλάω μια από τις γλώσσες των λευκών ; Έτσι φαίνεται, αυτή τη γλώσσα μιλάω. Αλλά, Τι θα πει μια από τις γλώσσες των λευκών ; Μπορώ, μια χαρά, να πω μιλάω μια γλώσσα λευκών, αφού δεν υπάρχει κανένας να με αντικρούσει ! Απόμεινα ο μόνος που μιλάει αυτή τη γλώσσα. Αλλά, τι κάθομαι και λέω, τώρα. Καταλαβαίνω αυτά που λέω, καταλαβαίνω τον εαυτό μου ; (Προχωρεί προς το κέντρο του δωματίου) Κ όπως μου είπε η Ντέζη, αυτοί έχουνε δίκιο ; (Ξαναγυρίζει στονκαθρέφτη) Κι όμως, ο άνθρωπος δεν είναι κάτι άσχημο, δεν είναι κάτι  αποκρουστικό ! (Κοιτάζεται ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του) Είναι πολύ αστείο ! Αναρωτιέμαι, με τι πλάσμα να μοιάζω... με (Τρέχει σ’ ένα ντουλάπι, βγάζει από μέσα φωτογραφίες που τις κοιτάζει) Φωτογραφίες, μάλιστα φωτογραφίες ! Άραγε ποιοι να είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ; Ο κύριος Παπιγιόν ή τάχατες η Ντέζη. Μάλλον η Ντέζη. Κι αυτός εδώ είναι ο Βοδάρ, ο Ντιντάρ ή ο Ζαν ; Αλλά μπορεί να είμαι κι εγώ.

Πράξη Τρίτη. 

Ο Μπερανζέ τρέχει στο ντουλάπι από όπου βγάζει δύο τρεις πίνακες.

ΜΠΕΡΑΝΖΕ

Ναι, τώρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου, είμαι εγώ, αυτός είμαι εγώ. (Κρεμάει τους πίνακες στον τοίχο του βάθους, δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων) Αυτός είμαι εγώ, εγώ, εγώ ! (Μόλις κρεμάσει τους πίνακες, ξεχωρίζουμε ότι απεικονίζουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκα κι έναν άλλο άντρα. Τα πορτρέτα είναι τόσο άσχημα, που έρχονται σε αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που τώρα έχουν γίνει πάρα πολύ όμορφα. Ο Μπερανζέ κάνει λίγο πίσω για να τα δει καλύτερα) Δεν είμαι όμορφος. Πάντα το ’ξερα, δεν είμαι, δα, και κανένας κούκλος. (Ξεκρεμάει τους πίνακες, τους πετάει με λύσσα στο πάτωμα και ξαναγυρίζει στον καθρέφτη) Αυτοί είναι πιο όμορφοι από μένα. Οι ρινόκεροι είναι πιο όμορφοι ! Είχα άδικο λοιπόν ! Ω, πόσο θα ’θελα να ήμουν σαν κι αυτούς ! Κοίτα χάλια ! Κέρατα, ούτε για δείγμα ! Τι άσχημο που είναι ένα γυμνό αστόλιστο μέτωπο ! Χωρίς κέρατα. Ένα δυο κερατάκια θα μου πήγαιναν πάρα πολύ ! Θα τόνιζαν τα χαρακτηριστικά μου, που έχουν μια τάση να ... κρεμάνε προς τα κάτω. Αλλά, ποιος ξέρει, δεν αποκλείεται μια μέρα να μου φυτρώσουνε κέρατα. Τότε θα σταματήσω να ντρέπομαι. Θα μπορέσω να πάω κοντά τους με στολισμένο μέτωπο. Έλα όμως που δεν λένε να φυτρώσουν. (Κοιτάζει τις παλάμες του) Για κοίτα χέρια... σαν ζυμάρι ! Άραγε, θα ’χω την τύχη να βγάλουνε αργότερα ρόζους, έστω λέπια, το ίδιο κάνει ! (Βγάζει το σακάκι του, ξεκουμπώνει το πουκάμισο και κοιτάζει το στήθος του στον καθρέφτη) Αηδία... σκέτη αηδία, έχω τόσο πλαδαρό δέρμα, άσε, αυτή την αποκρουστική ασπρίλα με τις αραιές τριχούλες. Δεν ήταν να είχα κι εγώ ένα δέρμα σκληρό σαν πετσί, μ’ αυτό το υπέροχο βαθύ κιτρινοπράσινο χρώμα ! Να είχα την αμόλυντη κι άσπιλη γυμνότητά τους και όχι αυτές τις απαίσιες τρίχες ! (Ακούει τους βρυχηθμούς) Πάντως, τα τραγούδια τους σε γοητεύουν... βέβαια είναι λίγο πρωτόγονα, αλλά δεν πειράζει, είναι τόσο σαγηνευτικά ! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τραγουδήσω σαν κι αυτούς. (Προσπαθεί να τους μιμηθεί) Α... α... α... α... Μουουουου... Όχι, όχι ! Είμαι τόσο φάλτσος !! Τραγουδάω τόσο υποτονικά. Μου λείπει το ταμπεραμέντο, η ζωντάνια τους ! Δεν καταφέρνω να μουγγανίσω σαν κι αυτούς, τσιρίζω! Α... α... α... μουου ! Τσιρίζω σαν μυξιάρικο... Άλλο να τσιρίζεις κι άλλο να μουγγανίζεις... Το μουγγανητό έχει άλλη χάρη ! Ω ! Τώρα ξανάρχισε να με τυραννάει η συνείδησή μου. Τι βάρος ! Έπρεπε να τους ακολουθήσω την κατάλληλη στιγμή. Αλλά, πού μυαλό ! Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Αλίμονο... είμαι ένα τέρας. Τι λέω, τερατούργημα ! Αλίμονο, ποτέ μου δεν θα καταφέρω να γίνω ρινόκερος... ποτέ ! Ποτέ! Θα το ’θελα τόσο... Θα το ’θελα ψυχή τε και σώματι, αλλά δεν μπορώ πια ν’ αλλάξω, δεν γίνεται. Τι ντροπή ! Δεν μπορώ, πια, ούτε στον καθρέφτη να κοιταχτώ... (Γυρίζει την πλάτη του στον καθρέφτη) Τόση ασχήμια δεν υποφέρεται. Αλίμονο σε κείνον που θέλει με το στανιό να διατηρήσει την ιδιομορφία του. (Τινάζεται απότομα) Ε, λοιπόν τόσο το χειρότερο! Θα πολεμήσω ενάντια σ’ όλο τον κόσμο. Η καραμπίνα μου, πού είναι η καραμπίνα μου; (Γυρίζει προς το μέρος του τοίχου, που φαίνονται πάντα τα κεφάλια των ρινόκερων και ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη) Ενάντια σ’ όλον τον κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σ’ όλο τον κόσμο... δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, Θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος… και μέχρι να ’ρθει το τέλος, θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι, δεν θα συνθηκολογήσω!... ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑΣ!

Μετάφραση: Γιώργος Πρωτόπαπας

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Eugène Ionesco-Περί Τέχνης

Παρατηρήστε τον κόσμο να τρέχει πολυάσχολος στους δρόμους.

Δεν κοιτάζουν ούτε δεξιά ούτε αρι­στερά, ανήσυχοι, με τα μάτια καρφωμένα στο έδα­φος, σαν σκυλιά.

Προχωράνε ευθεία, αλλά πάντα χωρίς να κοιτάζουν μπροστά τους, διότι καλύπτουν μια διαδρομή ήδη γνωστή τους, μηχανικά.

Σε όλες τις μεγάλες πόλεις τού κόσμου αυτό συμβαίνει.

Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οικουμενικός, είναι ο πολυά­σχολος άνθρωπος που δεν έχει χρόνο, που είναι φυλακισμένος από την ανάγκη, που δεν κατανοεί πως ένα πράγμα μπορεί να μην είναι χρήσιμο, που δεν κατανοεί ούτε πως, στην πραγματικότητα, το χρήσιμο μπορεί να είναι ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος.

Αν δεν καταλάβουμε τη χρησιμότητα του άχρηστου, δεν θα καταλάβουμε την τέχνη- και μια χώρα που δεν καταλαβαίνει την τέχνη είναι μια χώρα σκλάβων ή ρομπότ, μια χώρα δυστυχισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που δεν γελάνε και δεν χαμογελάνε, μια χώρα χωρίς πνεύμα όπου δεν υπάρχει χιούμορ . όπου δεν υπάρχει γέλιο, υπάρχει οργή και μίσος».

Ο σύγχρονος άνθρωπος, που δεν έχει πλέον χρόνο να σταθεί στα μη χρήσιμα πράγματα, είναι καταδικασμένος να μετατραπεί σε άψυχη μηχανή. Αιχμάλωτος της ανάγκης, δεν είναι πλέον σε θέση να καταλάβει ότι το χρήσιμο μπορεί να μεταμορφωθεί σε «ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος», και ότι αν «δεν καταλαβαίνουμε τη χρησιμότητα τού άχρηστου, δεν καταλαβαίνουμε την τέχνη».

Έτσι ο άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει την τέχνη γίνεται σκλάβος ή ρομπότ, μεταμορφώνεται σε ένα ον που υποφέρει, ανίκανο να γελάσει ή να χαρεί. Και, ταυτόχρονα, μπορεί να γίνει εύκολο θήραμα ενός «παραληματικού φανατισμού» (αρκεί να αναλογιστούμε, τις τελευταίες δεκαετίες, τους θρησκευτικούς φανατισμούς) ή ενός «οποιουδήποτε βίαιου ομαδικού πάθους»:

«Διότι αυτά τα αγχωμένα, πολυάσχολα άτομα, που τείνουν σε έναν σκοπό που δεν είναι ανθρώπινος σκοπός ή που είναι μόνο μια αυταπάτη, ξαφνικά μπορούν, στον ήχο ποιος ξέρει ποιας σάλπιγγας, στο κάλεσμα οποιουδήποτε τρελού ή δαίμονα, να αφεθούν να παρασυρθούν από έναν παραληρηματικό φανατισμό, από ένα οποιοδήποτε βίαιο ομαδικό πάθος, από μια λαϊκή νεύρωση.

Οι πιο διαφορετικοί ρινοκερισμοί, της δεξιάς και της αριστεράς, οι πιο διαφορετικοί μεταξύ τους, αποτελούν απειλές που βαραίνουν σε μια ανθρωπότητα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, να έρθει στα συγκαλά της

Απόσπασμα από διάλεξη που έδωσε ο Ευγένιος Ιονέσκο τον Φεβρουάριο του 1961 και περιλαμβάνεται στο δοκίμιο "Η Χρησιμότητα του Άχρηστου" του Nuccio Ordine (μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Άγρα)

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Eugène Ionesco- To παιχνίδι της σφαγής (απόσπασμα)


Σας συγκέντρωσα εδώ για τελευταία φορά, στην πλατεία της πόλης μας, για να σας ενημερώσω: Μας συμβαίνει κάτι εντελώς ανεξήγητο. Δεχθήκαμε επίθεση από ένα λοιμό αγνώστων αιτιών. Οι γειτονικές πόλεις και χώρες μας έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Στρατός έχει κυκλώσει την πόλη μας. Κάθε είσοδος και έξοδος απαγορεύεται. Μέχρι χτες ήμασταν ελεύθεροι, όμως από σήμερα είμαστε σε καραντίνα.
Συμπολίτες κι επισκέπτες της πόλης μας, μην επιχειρήσετε να δραπετεύσετε, γιατί θ’ αντιμετωπίσετε τα πυρά των στρατιωτών που καραδοκούν σε κάθε έξοδο της πόλεως. Χρειάζεται να οπλιστούμε με όλο το θάρρος που διαθέτουμε.
Επίσης χρειάζονται γερά χέρια ν’ ανοίγουν τάφους. Τα οικόπεδα, οι ακάλυπτοι χώροι, οι αυλές, τα γήπεδα, όλα επιτάσσονται, γιατί τα νεκροταφεία γέμισαν.
Επίσης ζητώ εθελοντές να επιτηρούν τα μολυσμένα σπίτια, μήπως κάποιος μπει ή βγει. Θα ορίσουμε ορκωτούς επόπτες που θα επισκέπτονται τα σπίτια … για να αναφέρουν στις αρχές, προκειμένου να απομονωθούν οι πιθανοί φορείς.
Όποιος μπαίνει σε μολυσμένο σπίτι θα θεωρείται ύποπτος και θ’ απομονώνεται εκεί μέσα. Φυλαχτείτε από τους υπόπτους. ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΕΤΕ τους για το καλό του συνόλου!
Ζητάμε γιατρούς, νεκροθάφτες, σαβανωτές και κάθε χρήσιμη για την περίσταση ειδικότητα.
Κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει στον συνάνθρωπό του: να τον επιτηρήσει ή να του κλείσει τα μάτια. Το σύνθημά μας είναι, «Θάψε τον πλησίον σου, μπορείς!».
Αντίδοτο για τον λοιμό δεν έχουμε βρει. Προσπαθούμε να τον περιορίσουμε, μήπως μερικοί τυχεροί επιβιώσουν, όμως αυτό είναι άγνωστο.
Απαγορεύονται οι συνεστιάσεις και όλα τα θεάματα. Τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα καφενεία θα λειτουργούν ελάχιστες ώρες, για να περιοριστεί η εξάπλωση ψευδών ειδήσεων. Διότι υπάρχει η υποψία πως το κακό που μας βρήκε προέρχεται από κάτι ανώτερό μας, από τον ουρανό, και καθετί από τον ουρανό διαβρώνει σαν αόρατη βροχή τις στέγες, τους τοίχους και τις ψυχές μας.
Όπως σας είπα, αυτή είναι η τελευταία δημόσια συγκέντρωση. Ομάδες πάνω από τρία άτομα θα διαλύονται. Επίσης, απαγορεύεται να περιφέρεστε άσκοπα. Όλοι οι πολίτες επιβάλλεται να κυκλοφορείτε ανά δύο, για να επιτηρείτε ο ένας τον άλλο. Τώρα γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγείτε μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Ειδικά συνεργεία θα στιγματίζουν την πόρτα κάθε μολυσμένου σπιτιού: θα κάνουν έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό με μπογιά στην πόρτα και θα γράφουν "Ελέησόν με, Κύριε!".

Ευγένιος Ιονέσκο (26 Νοεμβρίου 1909 - 28 Μαρτίου 1994)
Πηγή: Το παιχνίδι της σφαγής, μτφρ.: Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις Κέδρος.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Eugène Ionesco-Ρινόκερος (απόσπασμα)


Μπερανζέ: (Όπως κοιτάζεται πάντα στο καθρέφτη) Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημος ο άνθρωπος! Κι εδώ που τα λέμε φιλαράκο, συ δεν είσαι κι απ' τα πιο ωραία δείγματα! Πίστεψέ με Ντέζη (γυρνά να τη δει) Ντέζη, Ντέζη! Πού πήγες, Ντέζη; Δε γίνεται να σου πέρασε από το μυαλό να... (τρέχει προς τη πόρτα) Ντέζη! (Φτάνει στο κεφαλόσκαλο, σκύβει πάνω από το κάγκελο της σκάλας) Ντέζη γύρνα πίσω, πού πας; Γύρνα μικρή μου μη φεύγεις. Δε πρόλαβες να βάλεις μπουκιά στο στόμα! Ντέζη, μη μ' αφήνεις μόνο! Τί μου υποσχέθηκες πριν λίγο; Ντέζη! Ντέζη! (Σταματά να τη φωνάζει, κουνά τα χέρια του απελπισμένος και ξαναγυρνά στο δωμάτιο) Είναι φυσικό. Δε μπορούσαμε πια να συνεννοηθούμε. Ένα ζευγάρι που αποφάσισε να χωρίσει. Η ζωή μας έγινε ανυπόφορη. Αλλά, δεν έπρεπε να φύγει έτσι σα κλέφτρα, χωρίς να μου δώσει εξήγηση. (Κοιτά γύρω) Δε μου 'γραψε σ' ένα χαρτί ούτε δυο λέξεις. Δε φέρονται έτσι, όχι, δε φέρονται έτσι. Τώρα απόμεινα ολομόναχος. Έρημος! (Πάει και κλειδώνει τη πόρτα προσεχτικά, αλλ' αρκετά θυμωμένος) Εγώ δε θα γίνω σαν κι εσάς, όχι... (Κλείνει προσεκτικά και τα παράθυρα) Δε θα με παρασύρετε, τ' ακούσατε; Ποτέ! (Απευθύνεται σ' όλα τα κεφάλια ρινόκερων) Δε θα σας ακολουθήσω ούτε θα γίνω σαν κι εσάς γιατί δε σας καταλαβαίνω. Θα παραμείνω αυτό που 'μαι. Είμαι ανθρώπινο πλάσμα... άνθρωπος! (Πάει και κάθεται στη πολυθρόνα). Αφόρητη κατάσταση. Αφόρητη! Εγώ φταίω, φταίω που 'φυγε, εγώ! Ήμουνα γι' αυτή το παν, ο κόσμος ολάκερος! Τί θ' απογίνει τώρα; Δε φτάναν όλοι οι άλλοι, ήταν ανάγκη να βασανίζει τη συνείδησή μου κι αυτή; Τώρα περιμένω το χειρότερο. Τώρα πρέπει να περιμένω κάθε καταστροφή! Φτωχή μικρούλα! Χαμένη στο σύμπαν πλημμυρισμένο από τέρατα! Ποιός θα με βοηθήσει να τη ξαναβρώ; Κανείς! Βλέπεις, δεν απόμεινε ούτ' ένας... ούτ' ένας! (Νέα μουγγανητά, ποδοβολητά, τρεχαλητά και σύννεφα σκόνης) Δεν αντέχω να τους ακούω. Θα βουλώσω τ' αφτιά μου με μπαμπάκι. (Βάζει μπαμπάκι στ' αφτιά του και μιλά στον εαυτό του στον καθρέφτη) Δεν υπάρχει άλλη δυνατή λύση, θα πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω, για ποιό πράμα; Κι ύστερα, μπορούν άραγε να ξαναμεταμορφωθούν, να ξαναγίνουν άνθρωποι; Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Αυτό θα 'ταν ηράκλειος άθλος ξεπερνά πολύ τις δικές μου δυνάμεις. Και πριν απ' όλα, για να τους πείσω, θα πρέπει να τους μιλήσω. Και για να τους μιλήσω, θα πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. Ή μήπως, θα 'πρεπε να μάθουν αυτοί τη δική μου γλώσσα; Αλλά ποιά γλώσσα μιλώ εγώ; Ποιά είναι η γλώσσα μου; Η γλώσσα των μαύρων, των κιτρίνων, των λευκών; Μιλώ μιαν από τις γλώσσες των λευκών; Έτσι φαίνεται, αυτή τη γλώσσα μιλώ. Αλλά, τί θα πει μιαν από τις γλώσσες των λευκών; Μπορώ, μια χαρά, να πω ότι μιλώ μια γλώσσα λευκών, αφού δεν υπάρχει κανένας να με αντικρούσει! Απόμεινα μόνος που μιλά τούτη τη γλώσσα. Αλλά τί κάθομαι και λέω τώρα. Καταλαβαίνω αυτά που λέω, καταλαβαίνω τον εαυτό μου; (Προχωρεί προς το κέντρο του δωματίου) Κι αν όπως μου 'πε η Ντέζη, αυτοί έχουνε δίκιο; (Ξαναγυρνά στο καθρέφτη) Κι όμως, ο άνθρωπος δεν είναι κάτι άσχημο, δεν είναι κάτι αποκρουστικό! (Κοιτάζεται ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του) Είναι πολύ αστείο! Αναρωτιέμαι, με τί πλάσμα να μοιάζω... με ποιόν; (Τρέχει σ' ένα ντουλάπι, βγάζει από μέσα φωτογραφίες που τις κοιτά) Φωτογραφίες, μάλιστα φωτογραφίες! Άραγε ποιοι να 'ναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ο κύριος Παπιγιόν ή τάχατες η Ντέζη; Μάλλον η Ντέζη. Κι αυτός εδώ είναι ο Βοδάρ, ο Ντιντάρ ή ο Ζαν; Αλλά μπορεί να 'μαι κι εγώ. (Ανατρέχει στο ντουλάπι από όπου βγάζει δυο-τρεις πίνακες) Ναι τώρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου, είμαι 'γω, αυτός είμαι 'γω. (Κρεμά τους πίνακες στον τοίχο του βάθους, δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων) Αυτός είμαι 'γω, εγώ, εγώ! (Μόλις κρεμά τους πίνακες, ξεχωρίζουμε πως απεικονίζουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκα κι έναν άλλον άντρα. Τα πορτρέτα είναι τόσο άσχημα, που 'ρχονται σ' αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που τώρα έχουνε γίνει πάρα πολύ όμορφα. Ο Μπερανζέ κάνει λίγο πίσω για να τα δει καλύτερα) Δεν είμαι όμορφος. Πάντα το 'ξερα, δεν είμαι δα και κανένας κούκλος (Ξεκρεμά τους πίνακες, τους πετά με λύσσα στο πάτωμα και ξαναγυρνά στον καθρέφτη) Αυτοί είναι πιο όμορφοι από μένα. Οι ρινόκεροι είναι πιο όμορφοι! Είχα άδικο λοιπόν! Ω, πόσο θα 'θελα να 'μουνα σαν κι αυτούς! Κοίτα χάλια! Κέρατα, ούτε για δείγμα! Τί άσχημο που 'ναι το γυμνό αστόλιστο μέτωπο, χωρίς κέρατα. Ένα-δυο κερατάκια θα μου πηγαίνανε πάρα πολύ! Θα τονίζανε τα χαρακτηριστικά μου, που 'χουνε τάση να κρεμάνε προς τα κάτω. Αλλά ποιός ξέρει, δεν αποκλείεται μια μέρα να μου φυτρώσουνε κέρατα. Τότε θα σταματήσω να ντρέπομαι. Θα μπορώ να πάω κοντά τους με στολισμένο μέτωπο. Έλα όμως που δε λένε να φυτρώσουνε (Κοιτά τις παλάμες του) Για κοίτα χέρια... σα ζυμάρι! Άρα θα 'χω τη τύχη να βγάλουν αργότερα ρόζους, έστω λέπια, το ίδιο κάνει! (Βγάζει το σακάκι, ξεκουμπώνει το πουκάμισο και κοιτά το στήθος του στο καθρέφτη) Αηδία, σκέτη αηδία! Έχω τόσο πλαδαρό δέρμα, άσε, αυτή την αποκρουστική ασπρίλα με τις αραιές τριχούλες. Δεν ήταν να 'χα κι εγώ δέρμα σκληρό σα πετσί, μ' αυτό το υπέροχο βαθύ κιτρινοπράσινο χρώμα! Να 'χα την αμόλυντη κι άσπιλη γυμνότητά τους κι όχι αυτές τις απαίσιες τρίχες! (Ακούει τους βρυχηθμούς) Πάντως τα τραγούδια τους σε γοητεύουνε. Βέβαια είναι λίγο πρωτόγονα αλλά δε πειράζει, είναι τόσο σαγηνευτικά! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τραγουδώ σα κι αυτούς. (Προσπαθεί να τους μιμηθεί) Ααα... αμμ... Μουουουου... Όχι, όχι! Είμαι τόσο φάλτσος! Τραγουδώ τόσον υποτονικά. Μου λείπει ταμπεραμέντο κι η ζωντάνια τους! Δε καταφέρνω να μουγγανίσω σα κι αυτούς, τσιρίζω! Ααα...αμμ... μουου! Τσιρίζω σα μυξιάρικο... Άλλο να τσιρίζεις κι άλλο να μουγγανίζεις... Το μουγγανητό έχει άλλη χάρη! Ω! Τώρα ξανάρχισε να με τυραννά η συνείδησή μου. Τί βάρος! Έπρεπε να τους ακολουθήσω τη κατάλληλη στιγμή. Αλλά, πού νους! Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Αλίμονο... είμαι τέρας. Τί λέω; Τερατούργημα! Αλίμονο, ποτέ μου δε θα καταφέρω να γίνω ρινόκερος... ποτέ! Ποτέ! Θα το 'θελα τόσο! Θα το 'θελα ψυχή τε και σώματι αλλά δε μπορώ πια ν' αλλάξω, δε γίνεται. Τί ντροπή! Δε μπορώ πια ούτε στο καθρέφτη να κοιταχτώ. (Γυρνά τη πλάτη στο καθρέφτη) Τόση ασχήμια δεν υποφέρεται. Αλίμονο σε κείνο που θέλει με το στανιό να διατηρήσει την ιδιομορφία του. (Τινάζεται απότομα) Ε λοιπόν τόσο το χειρότερο! Θα πολεμήσω ενάντια σ' όλο το κόσμο. Η καραμπίνα μου, πού είναι η καραμπίνα μου; (Γυρνά προς το μέρος του τοίχου, που φαίνονται πάντα τα κεφάλια των ρινόκερων κι ουρλιάζει μ' όλη του τη δύναμη) Ενάντια σ' όλο το κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σ' όλο το κόσμο... δε θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος... και μέχρι να 'ρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι δε θα συνθηκολογήσω!... ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΙ ΕΣΑΣ!
                                                  
 ΤΕΛΟΣ

Eugène Ionesco (26 Νοεμβρίου 1909 - 28 Μαρτίου 1994)
Ο Ρινόκερος (Rhinoceros), 1960
Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=326