Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Ευγένιος Ιονέσκο - Ο ρινόκερος (απόσπασμα)


Πράξη Τρίτη

Ο Μπερανζέ όπως κοιτάζεται πάντα στον καθρέφτη.

ΜΠΕΡΑΝΖΕ

Τελικά, δεν είναι και τόσο άσχημος ο άνθρωπος... Κι εδώ που τα λέμε, φιλαράκο, εσύ, δεν είσαι κι από τα πιο ωραία δείγματα ! Πίστεψέ με, Ντέζη (Γυρίζει για να την δει) Ντέζη, Ντέζη ! Πού πήγες, Ντέζη ; Δεν γίνεται να σου πέρασε από το μυαλό να... (Τρέχει προς την πόρτα) Ντέζη ! (Φτάνει στο κεφαλόσκαλο, σκύβει πάνω από το κάγκελο της σκάλας) Ντέζη, γύρνα πίσω... πού πας ; Γύρνα, μικρή μου, μη φεύγεις. Δεν πρόλαβες να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου ! Ντέζη, μη μ’ αφήνεις ολομόναχο ! Τι μου υποσχέθηκες πριν λίγο ; Ντέζη ! Ντέζη ! (Σταματάει να τη φωνάζει, κουνάει τα χέρια του απελπισμένος και ξαναγυρίζει στο δωμάτιο) Είναι φυσικό... Δεν μπορούσαμε πια να συνεννοηθούμε... Ένα ζευγάρι που αποφάσισε να χωρίσει... Η ζωή μας έγινε ανυπόφορη. Αλλά, δεν έπρεπε να φύγει, έτσι σαν κλέφτρα, χωρίς να μου δώσει μια εξήγηση. (Κοιτάζει γύρω του) Δεν μου έγραψε σ’ ένα χαρτάκι, ούτε δύο λέξεις. Δεν φέρονται έτσι, όχι, δεν φέρονται έτσι.. Τώρα απόμεινα ολομόναχος... Έρημος ! (Πηγαίνει και κλειδώνει την πόρτα προσεκτικά, αλλά αρκετά θυμωμένος) Εγώ δεν θα γίνω σαν και σας, όχι... (Κλείνει προσεκτικά και τα παράθυρα) Δεν θα με παρασύρετε, τ’ ακούσατε ; Ποτέ ! (Απευθύνεται σε όλα τα κεφάλια των ρινόκερων) Δεν θα σας ακολουθήσω, ούτε θα γίνω σαν και σας, γιατί δεν σας καταλαβαίνω. Θα παραμείνω αυτό που είμαι. Εγώ είμαι ανθρώπινο πλάσμα... ένας άνθρωπος ! (Πηγαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα) Αφόρητη κατάσταση. Αφόρητη ! Εγώ φταίω, εγώ φταίω που έφυγε, εγώ ! Ήμουνα γι’ αυτήν το παν, ο κόσμος ολόκληρος ! Τι θα απογίνει τώρα ; Δεν φτάνανε όλοι οι άλλοι, ήταν ανάγκη να βασανίζει τη συνείδησή μου κι αυτή ; Τώρα περιμένω το χειρότερο. Τώρα πρέπει να περιμένω κάθε καταστροφή ! Φτωχή μικρούλα ! Χαμένη στο σύμπαν πλημμυρισμένο από τέρατα ! Ποιος θα με βοηθήσει να την ξαναβρώ ; Κανένας ! Βλέπεις, δεν απόμεινε ούτε ένας... ούτε ένας ! (Νέα μουγγανητά, ποδοβολητά, τρεχαλητά και σύννεφα σκόνης) Δεν αντέχω να τους ακούω. Θα βουλώσω τ’ αφτιά μου με μπαμπάκι. (Βάζει μπαμπάκι στ’ αφτιά του κα μιλάει στον εαυτό του στον καθρέφτη) Δεν υπάρχει άλλη δυνατή λύση, θα πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω, για ποιο πράγμα ; Κι ύστερα, μπορούν άραγε να ξαναμεταμορφωθούν, να ξαναγίνουν άνθρωποι ; Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο ; Αυτό θα ήταν ηράκλειος άθλος‚ ξεπερνάει κατά πολύ τις δικές μου δυνάμείς. Και πριν απ’ όλα, για να τους πείσω, θα πρέπει να τους μιλήσω. Και για να τους μιλήσω, θα πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. 

Ή μήπως, θα ’πρεπε να μάθουν αυτοί τη δική μου γλώσσα ; ποια γλώσσα μιλάω εγώ ; Ποια είναι η γλώσσα μου ; Η γλώσσα των μαύρων, των κιτρίνων, των λευκών ; Μιλάω μια από τις γλώσσες των λευκών ; Έτσι φαίνεται, αυτή τη γλώσσα μιλάω. Αλλά, Τι θα πει μια από τις γλώσσες των λευκών ; Μπορώ, μια χαρά, να πω μιλάω μια γλώσσα λευκών, αφού δεν υπάρχει κανένας να με αντικρούσει ! Απόμεινα ο μόνος που μιλάει αυτή τη γλώσσα. Αλλά, τι κάθομαι και λέω, τώρα. Καταλαβαίνω αυτά που λέω, καταλαβαίνω τον εαυτό μου ; (Προχωρεί προς το κέντρο του δωματίου) Κ όπως μου είπε η Ντέζη, αυτοί έχουνε δίκιο ; (Ξαναγυρίζει στονκαθρέφτη) Κι όμως, ο άνθρωπος δεν είναι κάτι άσχημο, δεν είναι κάτι  αποκρουστικό ! (Κοιτάζεται ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του) Είναι πολύ αστείο ! Αναρωτιέμαι, με τι πλάσμα να μοιάζω... με (Τρέχει σ’ ένα ντουλάπι, βγάζει από μέσα φωτογραφίες που τις κοιτάζει) Φωτογραφίες, μάλιστα φωτογραφίες ! Άραγε ποιοι να είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ; Ο κύριος Παπιγιόν ή τάχατες η Ντέζη. Μάλλον η Ντέζη. Κι αυτός εδώ είναι ο Βοδάρ, ο Ντιντάρ ή ο Ζαν ; Αλλά μπορεί να είμαι κι εγώ.

Πράξη Τρίτη. 

Ο Μπερανζέ τρέχει στο ντουλάπι από όπου βγάζει δύο τρεις πίνακες.

ΜΠΕΡΑΝΖΕ

Ναι, τώρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου, είμαι εγώ, αυτός είμαι εγώ. (Κρεμάει τους πίνακες στον τοίχο του βάθους, δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων) Αυτός είμαι εγώ, εγώ, εγώ ! (Μόλις κρεμάσει τους πίνακες, ξεχωρίζουμε ότι απεικονίζουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκα κι έναν άλλο άντρα. Τα πορτρέτα είναι τόσο άσχημα, που έρχονται σε αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που τώρα έχουν γίνει πάρα πολύ όμορφα. Ο Μπερανζέ κάνει λίγο πίσω για να τα δει καλύτερα) Δεν είμαι όμορφος. Πάντα το ’ξερα, δεν είμαι, δα, και κανένας κούκλος. (Ξεκρεμάει τους πίνακες, τους πετάει με λύσσα στο πάτωμα και ξαναγυρίζει στον καθρέφτη) Αυτοί είναι πιο όμορφοι από μένα. Οι ρινόκεροι είναι πιο όμορφοι ! Είχα άδικο λοιπόν ! Ω, πόσο θα ’θελα να ήμουν σαν κι αυτούς ! Κοίτα χάλια ! Κέρατα, ούτε για δείγμα ! Τι άσχημο που είναι ένα γυμνό αστόλιστο μέτωπο ! Χωρίς κέρατα. Ένα δυο κερατάκια θα μου πήγαιναν πάρα πολύ ! Θα τόνιζαν τα χαρακτηριστικά μου, που έχουν μια τάση να ... κρεμάνε προς τα κάτω. Αλλά, ποιος ξέρει, δεν αποκλείεται μια μέρα να μου φυτρώσουνε κέρατα. Τότε θα σταματήσω να ντρέπομαι. Θα μπορέσω να πάω κοντά τους με στολισμένο μέτωπο. Έλα όμως που δεν λένε να φυτρώσουν. (Κοιτάζει τις παλάμες του) Για κοίτα χέρια... σαν ζυμάρι ! Άραγε, θα ’χω την τύχη να βγάλουνε αργότερα ρόζους, έστω λέπια, το ίδιο κάνει ! (Βγάζει το σακάκι του, ξεκουμπώνει το πουκάμισο και κοιτάζει το στήθος του στον καθρέφτη) Αηδία... σκέτη αηδία, έχω τόσο πλαδαρό δέρμα, άσε, αυτή την αποκρουστική ασπρίλα με τις αραιές τριχούλες. Δεν ήταν να είχα κι εγώ ένα δέρμα σκληρό σαν πετσί, μ’ αυτό το υπέροχο βαθύ κιτρινοπράσινο χρώμα ! Να είχα την αμόλυντη κι άσπιλη γυμνότητά τους και όχι αυτές τις απαίσιες τρίχες ! (Ακούει τους βρυχηθμούς) Πάντως, τα τραγούδια τους σε γοητεύουν... βέβαια είναι λίγο πρωτόγονα, αλλά δεν πειράζει, είναι τόσο σαγηνευτικά ! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τραγουδήσω σαν κι αυτούς. (Προσπαθεί να τους μιμηθεί) Α... α... α... α... Μουουουου... Όχι, όχι ! Είμαι τόσο φάλτσος !! Τραγουδάω τόσο υποτονικά. Μου λείπει το ταμπεραμέντο, η ζωντάνια τους ! Δεν καταφέρνω να μουγγανίσω σαν κι αυτούς, τσιρίζω! Α... α... α... μουου ! Τσιρίζω σαν μυξιάρικο... Άλλο να τσιρίζεις κι άλλο να μουγγανίζεις... Το μουγγανητό έχει άλλη χάρη ! Ω ! Τώρα ξανάρχισε να με τυραννάει η συνείδησή μου. Τι βάρος ! Έπρεπε να τους ακολουθήσω την κατάλληλη στιγμή. Αλλά, πού μυαλό ! Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Αλίμονο... είμαι ένα τέρας. Τι λέω, τερατούργημα ! Αλίμονο, ποτέ μου δεν θα καταφέρω να γίνω ρινόκερος... ποτέ ! Ποτέ! Θα το ’θελα τόσο... Θα το ’θελα ψυχή τε και σώματι, αλλά δεν μπορώ πια ν’ αλλάξω, δεν γίνεται. Τι ντροπή ! Δεν μπορώ, πια, ούτε στον καθρέφτη να κοιταχτώ... (Γυρίζει την πλάτη του στον καθρέφτη) Τόση ασχήμια δεν υποφέρεται. Αλίμονο σε κείνον που θέλει με το στανιό να διατηρήσει την ιδιομορφία του. (Τινάζεται απότομα) Ε, λοιπόν τόσο το χειρότερο! Θα πολεμήσω ενάντια σ’ όλο τον κόσμο. Η καραμπίνα μου, πού είναι η καραμπίνα μου; (Γυρίζει προς το μέρος του τοίχου, που φαίνονται πάντα τα κεφάλια των ρινόκερων και ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη) Ενάντια σ’ όλον τον κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σ’ όλο τον κόσμο... δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, Θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος… και μέχρι να ’ρθει το τέλος, θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι, δεν θα συνθηκολογήσω!... ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑΣ!

Μετάφραση: Γιώργος Πρωτόπαπας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου