Η γης αναταράχτηκε
«Μου χρωστάς ένα καλοκαίρι. Μην το ξεχνάς» του ’γραφε. Πώς να το ξεχάσει; Κολλημένο στο μυαλό του το χρέος. Όπως τα βερεσέδια στον ψιλικατζή της γειτονιάς. Ή το τραγούδι του Λοΐζου για τις νύχτες της αγρύπνιας. Και να ’θελε να το ξεχάσει, δεν μπορούσε. Έτσι όπως το ’βλεπε. Στον απέναντι δρόμο. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ένα τεράστιο μήνυμα, κατά μήκος του μαντρότοιχου. Σαν τα μοιρολόγια της γιαγιάς, της τάβλας τα τραγούδια και κυρίως σαν τις παραλογές των δημοτικών. Για την αδελφή του Κωνσταντή. Και το δέσιμο των πεθαμένων. Να του θυμίζουν ότι δεν πρέπει να ξεχνάει. Ούτε να τσιγκουνεύεται. Μπόλικες οι διαθέσιμες εποχές στο εξής. Οι χειμώνες, οι άνοιξες, τα φθινόπωρα και ιδίως τα καλοκαίρια. Αυτή θα ’ταν η ανταμοιβή του. Για όλες τις υπερωρίες από δουλειά σε δουλειά. Ώστε να μην προλαβαίνει για την Ευανθούλα. Να πάνε θάλασσα. Να λιαστούν στην αμμουδιά. Να κάτσουν στην ταβέρνα. Να παραγγείλουν σουβλάκια. Να τσουγγρίσουν τα ποτήρια. Να κοιτάξουν το ηλιοβασίλεμα. Να γυρίσουν σπίτι. Να πέσουν στο κρεβάτι. Να αγκαλιαστούνε. Να αλλάξουν ερωτόλογα. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μια βιασύνη η δική τους η αγάπη. Κάτι ξεψυχισμένα αγκομαχητά. Δυο λεπτά, σαν αγγαρεία. Γυρνούσαν μετά πλευρό, κοιμόντουσαν. Αφού σε τέσσερις, πέντε ώρες θα ’πιανε δουλειά. Στους δρόμους με το μηχανάκι. Αλλά έχει ο Θεός. Νέοι είναι ακόμα. Κι ας έλεγε το τραγούδι του Λοΐζου. Ότι έγινε κιόλας τριάντα χρονών. Διαμέρισμα νοικιάζουν. Οικοσκευή έχουν να πάρουν. Ένα παιδικό δωμάτιο να ετοιμάσουν. Να κλείσουν ημερομηνία για το δημαρχείο. Κοστούμι, φόρεμα, δώρα κουμπάρων. Κι έτσι γρήγορα περνούσε ο καιρός. Όπως έτρεχε κι ο ίδιος. Σε ταχυμεταφορές το πρωί. Ντελίβερι το βράδυ. Με το ’να αφεντικό να τον φωνάζει που άργησε. Τ’ άλλο να του χρεώνει τις φθορές στο μηχανάκι. Να ’χει και τούς πελάτες συνέχεια να γκρινιάζουν. Για έναν φάκελο, μια σαλάτα, τα δυο λεπτά που άργησε. Και αυτός να μην αντιδρά. Ούτε μιλιά να βγάζει. Έστω και αν κάποτε ήτανε ΡΟΚ. Και θα ’πρεπε λογικά να τον φοβούνται. Αλλά τώρα δεν έχει μείνει τίποτα απ’ το κάποτε. Ούτε τα μακριά μαλλιά ούτε η ηλεκτρική κιθάρα. Η μπάντα που ’χε φοιτητής. Πέμπτο έτος, γεωπονική. Όταν έπαιξε σε δυο συναυλίες. Ανάμεσα στο κοινό η Ευανθούλα. Κι είπανε να πάνε διακοπές το καλοκαίρι. Δεν θέλει πολυτέλειες η ευτυχία. Ένα σλίπινγκ μπαγκ, μια κιθάρα και μια Ευανθούλα. Αλλά τότε ήταν που έπιασε δουλειά στις ταχυμεταφορές. Καπάκι στο σαντουιτσάδικο. Το καλοκαίρι έμεινε χρεωστούμενο. Όπως και μερικά νοίκια. Μαζί με τα έξοδα για το μωρουδιακά. Στον πέμπτο μήνα η Ευανθούλα. Δίχως να ’χουν κλείσει δημαρχείο. Παιδικό δωμάτιο, κοστούμι, νυφικό. Και με το τραγούδι του Λοΐζου κολλημένο στα αυτιά του. Για τα αναφρανίλ και τα τριπτιζόλ, που κατέβαζε με τις χούφτες. Κάτι δύσκολες νύχτες. Όταν δεν τον έπιανε ο ύπνος. Ενώ σολάριζαν στο μυαλό του οι εφιάλτες. Κάνοντας την Ευανθούλα από δίπλα να φοβάται. Έτσι όπως τον άκουγε να γρατζουνάει τους τοίχους. Και ύστερα να τσακίζει τα όνειρά του στο πάτωμα. Σαν τις σπασμένες κιθάρες των χεβιμεταλάδων. Κομμένες χορδές, σπασμένα τάστα και παντού χρέη. Ό,τι ακριβώς σκεφτόταν το πρωί. Που καβάλησε το μηχανάκι. Κέντρο-Τριανδρία οχτώ λεπτά και Τριανδρία-Κέντρο άλλα οχτώ. Γκαζώνοντας για να προλάβει. Ανάμεσα σε ΙΧ και απορριμματοφόρα, φορτηγά κι ασθενοφόρα. Ώσπου πήγε και κόλλησε στην πόρτα ενός αστικού. Αγίου Δημητρίου. Λίγο πριν τα πανεπιστήμια. Για να μείνει στο τέλος ένα σύνθημα. Γραμμένο από την Ευανθούλα. Με κάτι τεράστια γράμματα. Στον μαντρότοιχο του δρόμου. Μπρος απ’ το νεκροταφείο Φλώρινας. Στην πλάτη του λόφου. Να το βλέπει πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Χειμώνα-καλοκαίρι. Και να θυμάται το χρέος του απέναντι στους ζωντανούς. Σκεπτόμενος να αφήσει τον Λοΐζο. Και να πιάσει τα μοιρολόγια της γιαγιάς, της τάβλας τα τραγούδια ή ακόμη καλύτερα την παραλογή του νεκρού αδελφού. Που του ’δίνε τουλάχιστον ελπίδα. Ότι μπορεί να βγει απ’ τον τάφο. Για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Να πάρει δηλαδή την Ευανθούλα και τον γεννημένο γιο του. Και να πάνε διακοπές. Στο κάτω κάτω, άνθρωποι είναι και αυτοί. Το δικαιούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου