Έρημος σταθμός
Μόλις πέθανα, βγήκα απ΄το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού
σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλε-
γε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολουθού-
σαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χε-
ρια των τυφλών, που εντούτοις ανάβαν την λάμπα,
ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις
γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν
μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο
φοβισμένος που αν μ΄ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο
Θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε
ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την
υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχα-
νε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μα-
κριά κι απ΄ τους νεκρούς κι ο αμαξάς των παιδικών καιρών έξω
απ΄ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμα-
ρωμένα άλογα.
Αλκοολισμός
Κρατούσα μια λάμπα και κατέβαινα τη σκάλα, έπρεπε ν΄ ανα-
καλύψω ποιος είμαι, τι είχα κάνει στο παρελθόν, και το σπίτι πώς
έστεκε ακόμα, αφού εμείς είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους
τοίχους, για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν,
στο βάθος, σακάτηδες χωρίς χέρια παίζαν την τύχη μου στα
χαρτιά, ο Ιησούς των μεθυσμένων περνούσε το βράδυ μες στα θαμ-
πά φανάρια, κι έπαιρνα από πίσω το φονιά σκουπίζοντας τα ίχνη
Του πάνω στο χιόνι, γιατί τώρα ήξερα,
κι η γυναίκα, όταν πήγα να την αγκαλιάσω, έκανε μια μικρή
κίνηση και μπήκε σε μια δική της πόρτα, κλειστή, αφήνοντας με
έξω.
Δώσε μου, Κύριε, να ΄μαι νεκρός και μεθυσμένος.
Άσε μου μόνο τ΄ άστρα, που ήταν το ίδιο φιλικά ακόμα και
στους δρόμους που πυροβολούσαν.
Περιπέτεια
Απ΄ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι κι
απ΄ τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ΄
την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλο της – είναι από
τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της και βγαί-
νει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της παίρνω τον μπαλντά και
την κάνω κομμάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να μην τις
βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν έτσι.
Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά
μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι
εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα.
Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση.
Δολοφονία
«Ποιος είναι;», « ησύχασε κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν με-
σα στ’ απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες
τη λάμψη του φθινοπώρου, «που πάμε;» ρώτησα, « σ’ έπαιξα, είπε,
κι έχασα»
τ’ αγάλματα μου γνέφαν, μα ήταν κάτι το ανεξήγητο, που το
ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα, « είσαστε
καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου,
η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο,
γέμισα ξανά τα ποτήρια, « πιες, κάθαρμα» είπα, παλέψαμε με λύσ-
σα πάνω στο χαλί, όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρι-
νή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρα της,
τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να κρύψω
όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο – Θεέ μου,
πόσες φορές με είχαν σκοτώσει,
κι όπως άνοιξε την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο
κρασί το μακρινό μας ταξίδι, « αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε, άρα-
γε;» είπε, « ναι, του λέω, γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην
άκρη».
Ο εφημέριος
Την άλλη νύχτα ξανάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπί-
σματα στο πρόσωπο του Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά
μαζί του, «επιτέλους, ποιος είσαι:» ρώτησα, «πάντα ήμουν αλλού»
είπε, κι οι τοίχοι ράγισαν απ΄το θανάσιμο αμάρτημα,
εγώ, γονατισμένος κάτω στο πάτωμα, έγλειφα αυτήν την κηλί-
δα από μια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αγέρας φυσούσε στο
διάδρομο, ο φωταγωγός είχε γεμίσει φωνές, ματωμένα πανιά, δού-
λες βογκούσαν στο υπόγειο,
κάποιο έγκλημα γινόταν χρόνια στο σπίτι, κι όταν το αίμα έτρε-
ξε κι έφτασε μέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις μέρες μου σαν
τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων,
και τις νύχτες ταξίδευα με τον παλιό καναπέ, ήταν βέβαια κι οι
ανταύγειες του κεριού που ανοίγαν τους τοίχους, μα πιο πολύ βοη-
θούσαν οι ταπεινώσεις,
κι όταν έφεξε η αυγή, ο εφημέριος δίπλωσε σε μια εφημερίδα το
κομμένο κεφάλι μου, σαν δανεισμένη εικόνα.
Μεταμόρφωση
«Όχι, δεν τον είδαμε» είπε η γυναίκα του θυρωρού, κι η σελήνη
βγήκε κάτωχρη πάνω στο λόφο, ήξερα πως κρυβόταν, μα εγώ θα
τον αναγνώριζα απ΄ το μεγάλο του σάβανο που άγγιζε τις άκρες
της πόλης κι από το κούφωμα του βιολιού που είχε κυλήσει η ψυχή
του τη νύχτα που τον ποδοπατούσαν,
και ξαφνικά τον είδα μέσα στην κάμαρα, ανέβαινε αργά αργά
στο ικρίωμα, ενώ το φανάρι του νυχτοφύλακα του λόγχιζε το πλευ-
ρό, τον είδα, σας λέω, ήρεμο και γαλήνιο σαν τους νεκρούς που
απέρριψαν πλέον την οδύνη να σπαταλάνε το Θεό,
«ανοίχτε, φώναξα, κάποιον σκοτώνουν εκεί μέσα», η γριά άνοιξε
κι εκείνος γονατισμένος έγλειφε τα παπούτσια τους, μέσα στα επου-
ράνια, «μείναμε οι δυο μας μόνοι» είπε, ένας ψίθυρος ήρθε τότε από
μακριά, μια παράφορη νοσταλγία να ξαναδώ τον πατέρα, μα είχαν
περάσει τα χρόνια, κι η αθωότητα τρίκλιζε τώρα σαν ένας άγγελος
που απ΄ τα φτερά του υποφέρει,
«μη με μαρτυρήσεις» είπε, κι όπως άνοιξε το σακάκι του είδα το
δαίμονα που του ΄χε φάει όλο το σώμα, και το κεφάλι του στηριζόταν
τώρα πάνω στο χέρι του αναχωρητή
που προσευχόταν στην έρημο.
Αναχώρηση
Πολλές φορές ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω, μα πώς να γίνει
πιστευτό, περιπλανιόμουν, λοιπόν, σιωπηλός, κι αν δεν πέθαινα,
είναι για να κρατήσω αυτή την έσχατη θέση και να μην υποφέρει
ένας άλλος τελευταίος, όμως, συχνά μ΄ έπιανε πανικός, ιδιαίτερα
όταν ανέβαινα απ΄ το υπόγειο, γιατί είχα δει πόσο ανησυχητικά το
σπίτι άγγιζε πάνω στο σκοτάδι, κι όταν εκείνο το βράδυ ετοιμάσα-
με τις αποσκευές, σκέφτηκα πως θα ταξίδευαν, αλλά όταν έγινε
εκείνη η μεγάλη ησυχία κι αντίκρισα τα πρόσωπά τους χλωμά,
κατάλαβα, και την ίδια στιγμή την είδα, στεκόταν όρθια στο βά-
θος, κι αν δεν κρατούσαμε το παιδί θα ΄τρεχε καταπάνω της, αγ-
καλιάζοντας το απαγορευμένο.
Γιορτή
Καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί τα γράφω όλα αυτά, κι αν θα
παρηγορήσουν ποτέ κανέναν, προτιμούσα, λοιπόν, να μένω γονα-
τιστός ( ήταν το δικό μου σπίτι), όμως, γρήγορα, έχανα τον ειρμό
με τον ίσκιο εκείνων των μεγάλων φτερών πάνω στον τοίχο, ενώ
ήμουν ολομόναχος στην κάμαρα, έτρεχα τότε στο απάνω πάτωμα,
ψάχνοντας; κι ύστερα πιο πάνω, ως πέρα τους εξώστες. Ώσπου ό-
ταν ξανακατέβαινα είχε τελειώσει η γιορτή.
Άνοιγα τότε την πόρτα και κοίταζα ήρεμος τη νύχτα, επειδή τί-
ποτα δεν άλλαζε, κι ο καθένας ζει με τον τρόπο του την αιώνια πα-
ραπλάνηση.
Πηγή:https://www.poiein.gr/2009/02/02/ouoio-eaeaaassoco-iooaneiuo-adheoeydhoco-1972/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου