Ι
Η πιο μεγάλη αγάπη είναι για τον άγνωστο, για κείνον που
μισοκλείνει τα μάτια στη σαύρα. Ο πιο μεγάλος έρωτας είναι
για τους δρόμους που συνδέουν πόλεις και κατακεραυνώνουν
το ουρλιαχτό του ελικόπτερου. Κι όμως κανένας δεν πρόκειται να
θεραπεύσει εμένα από τα Σάββατα. Ήταν αυτή ότι
ουράνιο απέμενε
από του Διαβόλου το γυναικείο νύχι. Ήταν αυτή το
μωρό παρθένος και
δεν έχω πια τη δύναμη το όνομά της - το δικό της
μόνο - να βαφτίσω
στα υγρά ενός χιτώνα λιωμένου από Ιππικό Υπηκόων.
Αχ, μάρτυρες! Σάμπως το δικό σας πρόσωπο, όταν
χάθηκε η πρασινομάτα
Ξανθούλα με τα μακριά σαν ψεύτικα τσίνορα, δεν
έγινε ένα δάσος από
πηλό;
*
V
Γράφε, γράφε, γυναίκα: από δω αρχίζει το κτίσιμο. Χάος που στα στέρεα θεμέλιά του οι δυνάμεις, όχι η Δύναμη, πέφτουν πρώτες σιγή θορύβου.
Φιλικές, πρόσχαρες, άγριες, γεμάτες έλεος, αδιάφορες, συμπαθητικές και με τόλμη όσο διαρκεί η ανοικοδόμηση.
Το στήσιμο από την αρχή όσων εμείς αποκαλούμε συντρίμμια έχει γίνει τόσες φορές, που τα πανίσχυρα και ειρωνικά θεμέλια, οι ακρογωνιαίοι λίθοι, αρνούνται να δεχτούν ακόμη και την πιο επιδέξια ανόρθωση ενδιάμεσων τοίχων που, ανεξάρτητα από το ύψος τους, είναι εμπόδιο για τη διάβαση.
Κι αυτό, αφού νιώθουμε ένα κύμα αέρα να μας ρίχνει προς τα πίσω, είναι δυνατό να μην είναι άλλο από παρακμή;
VI
Θάρρος λοιπόν να μη νομίσουν από έρωτα ή απελπισία
ενώ άλλη είναι η αιτία.
Θάρρος λοιπόν τώρα που όλα ωριμάζουν δίχως
να ξεσκίζουν
τη γη.
Μολυβένιες φτέρες καθώς ένα πουλί γεννιέται
από το αυγό ενός άλλου με άσχημη φωνή.
Να μη νομίσουν από περίσσια αγάπη ή τρέλα
με το πρόσωπο στο δικό σου στήθος
και το στόμα σου στο δικό μου
καθώς τραβιέται ο ήλιος και η σκιά
της θυμωμένης καμινάδας κρύβεται εκεί.
Θάρρος λοιπόν ώσπου να καούν φορέματα
και κούκλες πλαστικές
κι απ' τη μυρωδιά να σκορπίσει
μια γειτονιά δαιμόνων.
Να μη νομίσουν πως αυτό
καρφώνει όργανο μυστικό
στον λόφο απ' όπου κατεβαίνω
δολοπλοκώντας μ' έναν διάβολο
τόσο αγαθό που ούτε τη πείνα
δεν χορταίνει σπορά στο εύφορο
και σκοτεινό.
Θάρρος λοιπόν στο βάθος
γνωρίζω με υποδέχεται μια κλειστή
καρδιά.
Να μη νομίσουν πως έπνιξα το θηρίο
Κι οι βράχοι εκτυφλωτικές ακτίδες
πετούν
γι' αυτό
*
XIII
Για το μυαλό μου όπου το κακό
σαν οδηγός παλιάμαξας παίρνει
επικίνδυνες στροφές.
Για την καρδιά στον Τύμβο
_ και χάρη σ' αυτόν -
οι τιτάνιοι λίθοι.
Για ό,τι έχει απομείνει πάνω
απ' τη πόρτα και κοιτάζει
μάτι θολό.
Δεν είμαστε η καρδιά και το μυαλό μήτε η ανάμνησή τους
Ιάκωβε, σε σένα πρώτα φάνηκε ο Αδελφός -
την Ταβιθά την έχω μνημονεύσει
και τώρα που οδηγώ τρελά
και οι στροφές με ρίχνουν
στον γκρεμό
ξεδιάντροπα θα επαναλάβω
το χωρίο.
Αθόρυβα γράφει η ιστορία.
Τρέχοντας φεύγουν τα κυνάρια
από τη παιδική ηλικία.
Κι οι εγγαστρύμιθοι του τρόμου μας θυμίζουν:
κωφή η Δορκάς.
εις τους αιώνας
τυμβωρύχοι
*
XV
Με είδε, είπε:
Εγώ παιδί μου δεν -
τα απάτητα οι θάλασσες δεν"
λέγοντας μόνο τα ιερά για ν' ανοίξει
ο λάκκος του τρισμέγιστου που έγινε
και η μητέρα των λαδωμένων μου μαλλιών
σε βάπτισμα άθλιου εκχριστιανισμού.
Με τη μορφή της η οροσειρά
"Εγώ παιδί μου δεν
κι αν πόθησα τους συνειρμούς.
από μια εποχή τεράτων και ουσίας
προτίμησα την αόρατη βροχή
κάτω απ' τις λάμπες του πεζοδρομίου".
Δεν περιφρόνησε η βάρβαρη
έναν πίδακα ηλιοτροπίων
χτύπησε την πόρτα
δειλά
περιμένω εσένα σε κόγχη από γυαλιά
- το επάγγελμα των πατεράδων μας σπασμένο -
εκεί που επωάζεται το άδειο, σκόνη
βαδίζω
ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ
Ευφροσύνη
Ποιήματα για μικρά παιδιά
ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΚΙΔΑ
ΑΘΗΝΑ ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη και της Βαρβάρας Ρούσσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου