Πού το έδωσες το σαμοβάρι σου; Θα φροντίσω εγώ να το πάρουμε πίσω. Μη στενοχωριέσαι, Μαριόγγα, θα τα τακτοποιήσω εγώ όλα!»
«Μα δε θέλω!» ξέφυγε βίαια από το στόμα της. Και σαν απόκριση στο ερωτηματικό του βλέμμα: «Δε θέλω το σαμοβάρι, Διονύση. Θέλω τη ραπτομηχανή. Θέλω να κερδίσω τη ζωή μου, μόνη μου, να θρέψω το παιδί μου με τα δικά μου χέρια - δεν θέλω να σου φορτωθώ. Δε θέλω να κρέμομαι από κανένα. Κανέναν!» Ο Διονύσης την κοίταξε κουνώντας δυο τρεις φορές το κεφάλι. Δεν ήξερε πολλά πράγματα για τη νύφη του και θα ήταν χάσιμο χρόνου να προσπαθήσει τώρα να αναλύσει γιατί έδειχνε αυτές τις τάσεις να ξεπέσει από τη σειρά της. Οι κυρίες δεν πιάνουν δουλειά - κι όσες πιάνουν δουλειά δεν είναι κυρίες. Περίεργο πώς δεν το καταλάβαινε η Μαριόγγα. Ο σκοπός όμως δεν ήταν τι χωρούσε στο νου αυτής της γυναίκας, παρά τι έπρεπε να γίνει.
«Στη ζωή, Μαριόγγα, δεν κάνουμε αυτό που θέλομε» τη δασκάλεψε. «Κάνουμε αυτό που πρέπει και που είναι καθήκον μας. Ποιο είναι το πρώτο καθήκον το δικό σου; Είναι το καθήκον προς την κόρη σου - σύμφωνοι; Είσαι πρώτα μητέρα και μετά…»
«Γιατί ανακατεύεις την Όλγα!» διαμαρτυρήθηκε η Μαριόγγα με απροσδόκητο θάρρος. «Δε θα βάλω την Όλγα στη δουλειά -ω! βεβαίως, κεντά εξαίρετα, είναι χρυσό το χεράκι της Όλγας μου – αλλά, αν φαντάστηκες πως θα την έβαζα εγώ ποτέ να δουλέψει, είσαι… είσαι…» Με μια χειρονομία ο Διονύσης τα έσβησε όλα αυτά.
«Ποιο είναι το μέλλον της κόρης σου, Μαριόγγα, αν μεγαλώσει σε μια πόλη ως “η κόρη της κεντήστρας ”;»
Και παρακολουθώντας στα μάτια της Μαριόγγας το ξάφνιασμα και την ανησυχία, συνέχισε.
«Α! Δεν το είχες σκεφτεί αυτό! Την υποβιβάζεις, Μαριόγγα! Από την καλή κοινωνική της θέση την ρίχνεις σε χαμηλότερη. Με ποιον θα σχετίζεται εκεί; Με άλλους μικροτεχνίτες, όπως θέλεις να γίνεις εσύ η ίδια, με το γιο της πλύστρας, τον αδελφό του μπογιατζή, τον μπακάλη, το συσκευαστή της σταφίδας, μ’ αυτούς θα πρέπει να σχετίζεται και έναν απ’ αυτούς να παντρευτεί. Αυτό θέλεις; Ή νομίζεις πως μπορείς εσύ να γίνεις κεντήστρα και να τρέχεις από πόρτα σε πόρτα με το εργόχειρό σου, ενώ η κόρη σου θα κάθεται μέσα και θα πίνει τσάι με την οικοδέσποινα πάνω στο τραπεζομάντιλο που ξεστραβώθηκες εσύ να φτιάξεις;»
«Την Όλγα», συνέχισε, «την έχω συστήσει στις καλύτερες οικογένειες και παντού την δέχονται ευχαρίστως, γιατί είναι κοριτσάκι ευγενικό και μαζεμένο. Έτσι την ανέθρεψες και μπράβο σου. Στέκεται όμορφα δίπλα στις μεγάλες κυρίες των Πατρών και την θέλουν παρέα για τα παιδιά τους. Φυσικά δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτεί Γεροκωστόπουλο, Φραγκόπουλο, Άμβουργερ - οι άνθρωποι είναι στη ζωή σαν τις σαρδέλες στο βαρέλι, στρωμένοι σειρές σειρές και η δική τους είναι απάνω απάνω. Εμείς είμαστε πιο κάτω - αλλά όχι και πολύ πιο κάτω. Υπάρχουν και στη δική μας τη σειρά πολλοί καλοί νέοι που αργότερα, όταν θα έρθει η ώρα της, θα την θελήσουν. Θα αναφυούν ορισμένες δυσκολίες» πρόσθεσε καθώς αναλογιζόταν πως η Όλγα θα ήταν σίγουρα άπροικη, με τα μυαλά που είχε ο πατέρας της. «Αλλά ελπίζω πως δε θα είναι ανυπέρβλητες», κατέληξε με μια αόριστη πρόθεση να βοηθήσει κι εκείνος κατά το δυνατόν και ανάλογα με την περιουσία του τότε.
Η Μαριόγγα έσφιξε τα χείλη. «Είναι πολύ όμορφη η κόρη μου» είπε με περηφάνια. «Είναι νοικοκυρά, είναι έξυπνη, είναι εργατική και με αρχές. Είναι άξια να μπει κυρία στο μεγαλύτερο αρχοντικό!»
«Αχαχούχα!» ψευτογέλασε ο Διονύσης. «Οι αρχόντοι παντρεύονται μεταξύ τους, κυρά μου, δεν περιμένουν την κόρη σου. Αλλά κι αν την αγαπήσει κανένας απ’ αυτούς – και δεν το εύχομαι Μαριόγγα, δεν το εύχομαι γιατί αγάπες ξέταιρες δεν οδηγούν σε καλό τέλος - πάντως έστω και αν την αγαπήσει κανένας μεγαλουσιάνος, θα ντραπεί να την πάρει την κόρη της κεντήστρας. Μη ξεγελιέσαι, Μαριόγγα - άμα τη ρίξεις την Όλγα στον πάτο το βαρελιού, δεν ξαναβγαίνει από εκεί. Η φτωχή ανιψιά ενός σταφιδέμπορου είναι πάντα ανιψιά εμπόρου - η κόρη της κεντήστρας όμως έχει ξεπέσει για τα καλά. Σκέψου κι αποφάσισε προτού βλάψεις το παιδί σου.»
Η Μαριόγγα σηκώθηκε βιαστικά. Για μια στιγμή του φάνηκε πως θα πεταγόταν έξω από το δωμάτιο, αλλά όχι. Στάθηκε με το χέρι ακουμπισμένο στο τραπεζάκι. Γύριζε στο Διονύση την πλάτη - να μη δει εκείνος τα δάκρυα που ξεχείλιζαν από τα μάτια της. Τα δάκτυλά της άγγιζαν το μέρος όπου θα έστηνε τη ραπτομηχανή της. Που θα την έστηνε, αν η ζωή δεν ήταν όπως ήταν.
Μικρή είχε ένα γειτονόπουλο. Ένα φρικτό αγόρι που έπιανε πουλάκια και τα ’δενε με ένα σπάγκο από το ποδάρι. Μόλις έκαναν να πετάξουν τα τραβούσε μια πίσω και διασκέδαζε με το παραδαρμό τους. Τώρα ένιωθε εκείνη έτσι, δεμένη με ένα σπάγκο από το ποδάρι. Δεν έχεις να πας πουθενά, της έλεγε η ζωή, εδώ θα κάτσεις, να λογαριάζεις τις δεκάρες, να υποφέρεις μαρτύρια κάθε φορά που πρέπει να ζητήσεις χρήματα, να χρωστάς χάρη, να πνίγεσαι από μια ευγνωμοσύνη που λαχταράς να κλοτσήσεις. Δεν έχεις καμία διέξοδο - οι ελπίδες σου για το παιδί σου, σου τις φράζουν όλες. […]
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου