Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Άρης Ταστάνης - Οι λαχτάρες των παραλύτων

Καμιά φορά,
ας πούμε,
εμείς οι ανέλπιδοι φορείς της εγκεφαλικής πάρεσης
και της κακιάς μας μοίρας, θλιβεροί οινοχόοι,
οι καταδικασμένοι ερήμην σε μεταφυσικά ιερατεία
να σερνόμαστε στη λασπερή σκιά ανάλγητης πραγματικότητας, λαχταρούμε…

Τρελή – διαβολεμένη – Μέδουσα – Μαινάδα
η μορφή της.
Μέσα στις γαλαρίες των πνευμόνων μας έρπει
κι αλλάζει κρυστάλλινες προσωπίδες.
Τα δάκρυά μας,
λαθραίο μουρουνόλαδο με βιταμίνη Β’
τη θρέφουν σαν κοτόπουλο «Μιμίκος».
Τη γιγαντώνουν τα μεταλλαγμένα σκύβαλα,
περίσσευμα απ’ το σακούλι αγαθών γερόντων,
που επιμένουν κάθε πρωί -παρά την άνοια και την οστεοπόρωσή τους-
να μας αλλάζουν τα κατουρημένα υποσέντονα,
να μας χτενίζουν μ’ αλαβάστρινο χτένι,
να μας ποτίζουν καφέ χωρίς καφεΐνη,
να μας αλείβουν αλοιφές από τη Μονή των «Παμπλιστών».

Λαχταρούμε,
μ’ ανοιχτό πουκάμισο να βαδίζουμε στις λεωφόρους
π’ οργισμένες σημαίες κυματίζουν.
Λαχταρούμε,
τα χνάρια μας στην παραλία με ηλιοβασίλεμα
άνεμος θαλασσινός να τα σβήσει.
Λαχταρούμε από το γείσο των πέτρινων γεφυριών
να εμπιστευτούμε στους γερανούς την ονειροπόλησή μας.
Λαχταρούμε,
όταν τ’ όνομά μας περιπαιχτικά λαλούν,
στου πελάγου τις απαγορευμένες αρτηρίες να φτερουγίσουμε. Λαχταρούμε,
η ανάσα μας σαν αμυγδαλιάς ανθός
στις κουπαστές των δουλεμπορικών χάδι στοργικό να είναι.
Λαχταρούμε,
μ’ άστρα και κοχύλια να στολίσουμε τα σώματα των κοριτσιών
πριν τα κοιμίσουμε στις θαλασσοσπηλιές της Αιολίας.
Λαχταρούμε,
τσιγάρο να μοιραστούμε στα κολλημένα φανάρια
με τους επικηρυγμένους λαθρέμπορους χαρτομάντιλων.
Στα ημερολόγια των παιδιών που ξέρασε το βουβό κύμα
να ζωγραφίσουμε αεροπλάνα, γλάρους κι ουράνια τόξα.

Αχ λαχτάρα!
Πάντα μακρινή κι ανεξήγητη…
Σαν τους σπασμούς στα μαραγκιασμένα κορμιά μας και σαν του άγνωστου ωκεανού τη νοσταλγία…


*Από τη συλλογή «Το εγώ μου και ο χρόνος», 2003.

Άρης Ταστάνης - Στίγμα


Κάποτε, μπορεί κι αύριο.
Μικρόψυχα θα σε πικράνουν πάλι
και θα δείξουν αίτιο για όλα
το παράλυτο σώμα σου…
Πολλοί, είναι βέβαιο,
θ’ αλλάξουν το βηματισμό τους,
να μη περάσουν κάτω
απ’ το παράθυρό σου
κι άλλοι αφού θα έχουν αποστειρώσει
τα χέρια τους,
φτύσει στον κόρφο τους,
θα σου μιλήσουν
για υπομονή
κι εγκαρτέρηση…

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Χάρης Σακελλαρίου - Ο Ντάκος

 Ούτε σκυλί να ήταν, τόσο δεν θα τον περιφρονούσαν τον καημένο τον Ντάκο. Κι όσο έφτανε το μυαλουδάκι του, σε τίποτα και κανέναν δεν είχε βλάψει. Το αντίθετο.  Δεν ήταν θέλημα που να του ζητούσαν  να κάνει και να μην  έτρεχε αμέσως. Πάντα πρόθυμος, πάντα χαμογελαστός ο Ντάκος και πάντα να εισπράττει την αδιαφορία και συχνότερα τις βρισιές και τις κατραπακιές του κόσμου.
Μα πάλι όλα τα ξεχνούσε κι ήταν πρόθυμος να ξαναπάει σε θελήματα, αν του το ζητούσαν.
-Ντάκο!...
Ο Ντάκος πεταγόταν αμέσως πάνω σαν να τον είχε αγγίξει κάρβουνο αναμμένο.
-Έμαι!... ξεφώνιζε κι έπαιρνε τρέχοντας  δρόμο.
«Έμαι» στη γλώσσα του Ντάκου σήμαινε «έρχομαι». Έτσι μιλούσε ο Ντάκος, μισά και κουτσουρεμένα, σαν μωρό χρονιάρικο. Κι ήταν και τούτο ένας από τους λόγους που τους έκανε όλους να τον έχουν για παρακατιανό και καθυστερημένο.  Άλλος τρόπος να γλιτώσει το ξύλο δεν του ‘μενε παρά να το βάζει στα πόδια και να χάνεται,  ώσπου η μπόρα να περάσει ή ως τη στιγμή που η πείνα τον έσφιγγε για τα καλά.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης μήνας,  Δευτέρα του Πάσχα, ανήμερα τ’  Άι-Γιωργιού. Αφού έφαγε αρκετό ξύλο, έφυγε ο Ντάκος κλαίγοντας, βγήκε έξω απ’ το χωριό και πήρε τον κατήφορο κατά τον κάμπο, αποφασισμένος να μη γυρίσει πίσω... Περπάτησε κάμποσο άσκοπα, σκουπίζοντας με τις λερωμένες παλάμες  τα δάκρυά του και κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του. Έψαχνε για κανένα χαντάκι ή καμιά κρυψώνα για να κρυφτεί εκεί μέσα και να ησυχάσει απ’ όλους. Τ’ αγρίμια δεν τα φοβόταν. Εκείνο που φοβόταν ήταν οι Γερμανοί. Εκείνες τις μέρες είχε γίνει ένα σαμποτάζ στη γέφυρα κοντά στο σταθμό και όλοι φοβόταν τα αντίποινα των κατακτητών.
Και από αυτό που φοβόταν, δεν γλίτωσαν. Μέσα στη νύχτα οι Γερμανοί βάδιζαν σιωπηλοί και τραβούσαν κατά το χωριό για να τιμωρήσουν τους κατοίκους. Κρυμμένος ο Ντάκος τους κατάλαβε. Ανατρίχιασε!
-Μανοί..., ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του τρέμοντας. Θα σκοτώσουν τους χωριανούς, σκέφτηκε με τρόμο.  Δίχως να χάσει στιγμή, παίρνει βαθιά ανάσα και τρέχει κατά το χωριό.
Έφτασε πριν τους Γερμανούς. Βλέπει να ξεπροβάλλει η εκκλησία της Παναγιάς στην πλατεία του χωριού. Άρπαξε το χοντρό σκοινί της καμπάνας και τη χτυπούσε δυνατά με μανία ν’ ακουστεί παντού. Χτυπούσε την καμπάνα και φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής του:
-Μανοί!...Μανοί!...Μανοί!
Ξύπνησαν οι κάτοικοι κι άρχισαν να τρέχουν, να τρέχουν μέσα στη νύχτα για να κρυφτούν στο βουνό,  όπου μπορούσε ο καθένας.
Σε λίγο έφτασαν οι εχθροί. Ένας απ’ αυτούς άναψε έναν δυνατό προβολέα. Η φωτεινή δέσμη φώτισε τον Ντάκο που κρεμόταν από το σκοινί της καμπάνας. Την ίδια στιγμή ένα ξερό κροτάλισμα πολυβόλου ακούστηκε μέσα στη νύχτα. Το σώμα του Ντάκου σωριάστηκε κάτω νεκρό από τις σφαίρες.
Τον Ντάκο τον βρήκαν την άλλη μέρα οι χωριανοί, όταν επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα, στη βάση του καμπαναριού. Το πρόσωπό του χαμογελούσε ακόμη...

Πηγή: Αντιστασιακά παιδικά ΔιηγήματαΚέδρος, 1997.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Άρης Ταστάνης - Μιλώ...


Θα σου μιλήσω τώρα,
για παιδιά που η αγάπη κι η στοργή,
ατμός κύλησε απ’ τις τρύπιες τσέπες τους…

Τα φτερά τους είναι κολλημένα με λαθραίο μαστίχι.
Γι’ αυτό ποτέ δεν θ’ ανέβουν στο ιπτάμενο τρενάκι.
Ούτε ποδόσφαιρο θα παίξουν στην αλάνα της γειτονιάς.
Δεν θα μαζέψουν φλισκούνι και μανιτάρια στις ράχες του Υμηττού.
Αυλόπορτα σχολείου δεν θα σκαρφαλώσουν.
Μήτε στις παρελάσεις θα δρέψουν χειροκροτήματα.
Ούτε θα γιουχάρουν τους αναπηροπατέρες στ’ αμφιθέατρα.
Για της πατρίδας την υστεροφημία, θα σωπάσουν.
Να γίνουν όλα όπως γίνονται πάντα εδώ…

Θα σου μιλήσω ακόμα,
για παιδιά με πέτρινα μάτια
και παιδιά μ’ αλουμινένια πόδια,
που ρολάρουν με τετράτροχες πολυθρόνες,
στριγκλίζοντας,
στους καταθλιπτικούς διαδρόμους ευαγών ιδρυμάτων…

Και για τ’ άλλα, τα αιώνια παιδιά.
Τ’ αλυσοδεμένα στα υπόγεια κοινωνικοποιημένων αποθηκών,
που τα επισκέπτονται κάθε 3η του Δεκέμβρη
ποντικίνες με φερετζέ κι αποστειρωμένα γάντια,
προσφέροντάς τους μεταλλαγμένες κουδουνίστρες
και καραμελένια φιρικιά από τη Χρυσοβαλάντου…

Θα σου μιλήσω ύστερα,
για τα παιδιά που άνεμος πικρός βαλτώνει στο στήθος τους
και σκουριασμένος σουγιάς στο πλευρό τους,
οι ενοχές των τσαρλατάνων…

Κανείς δεν τα έμαθε να ζωγραφίζουν θάλασσες και καράβια.
Να χαράζουν καρδιές με βέλος στα δέντρα.
Γράμματα να στέλνουν στην Καππαδοκία παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Άστρα να μετράνε στις αποβάθρες.
Καθαρή Δευτέρα αητό ν’ αμολάνε…
Παιδιά με πίσσα στις φλέβες των ονείρων τους,
που τα κορμάκια τους τα πούλησαν πριν γεννηθούν
στις πολιορκημένες νοτιοανατολικές πολιτείες…
Παιδιά που τα πυροβολούν σαν τ’ αγριοπερίστερα,
ή τα στέλνουν να καθαρίσουν ναρκοπέδια,
για να έχουν επιτυχία οι τηλεμαραθώνιοι αλληλεγγύης
στις Μητροπόλεις της δύσης… 


(2003) 

 Πηγή: Τα ταξίδια μου: 1976-2011, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2011