ας πούμε,
εμείς οι ανέλπιδοι φορείς της εγκεφαλικής πάρεσης
και της κακιάς μας μοίρας, θλιβεροί οινοχόοι,
οι καταδικασμένοι ερήμην σε μεταφυσικά ιερατεία
να σερνόμαστε στη λασπερή σκιά ανάλγητης πραγματικότητας, λαχταρούμε…
Τρελή – διαβολεμένη – Μέδουσα – Μαινάδα
η μορφή της.
Μέσα στις γαλαρίες των πνευμόνων μας έρπει
κι αλλάζει κρυστάλλινες προσωπίδες.
Τα δάκρυά μας,
λαθραίο μουρουνόλαδο με βιταμίνη Β’
τη θρέφουν σαν κοτόπουλο «Μιμίκος».
Τη γιγαντώνουν τα μεταλλαγμένα σκύβαλα,
περίσσευμα απ’ το σακούλι αγαθών γερόντων,
που επιμένουν κάθε πρωί -παρά την άνοια και την οστεοπόρωσή τους-
να μας αλλάζουν τα κατουρημένα υποσέντονα,
να μας χτενίζουν μ’ αλαβάστρινο χτένι,
να μας ποτίζουν καφέ χωρίς καφεΐνη,
να μας αλείβουν αλοιφές από τη Μονή των «Παμπλιστών».
Λαχταρούμε,
μ’ ανοιχτό πουκάμισο να βαδίζουμε στις λεωφόρους
π’ οργισμένες σημαίες κυματίζουν.
Λαχταρούμε,
τα χνάρια μας στην παραλία με ηλιοβασίλεμα
άνεμος θαλασσινός να τα σβήσει.
Λαχταρούμε από το γείσο των πέτρινων γεφυριών
να εμπιστευτούμε στους γερανούς την ονειροπόλησή μας.
Λαχταρούμε,
όταν τ’ όνομά μας περιπαιχτικά λαλούν,
στου πελάγου τις απαγορευμένες αρτηρίες να φτερουγίσουμε. Λαχταρούμε,
η ανάσα μας σαν αμυγδαλιάς ανθός
στις κουπαστές των δουλεμπορικών χάδι στοργικό να είναι.
Λαχταρούμε,
μ’ άστρα και κοχύλια να στολίσουμε τα σώματα των κοριτσιών
πριν τα κοιμίσουμε στις θαλασσοσπηλιές της Αιολίας.
Λαχταρούμε,
τσιγάρο να μοιραστούμε στα κολλημένα φανάρια
με τους επικηρυγμένους λαθρέμπορους χαρτομάντιλων.
Στα ημερολόγια των παιδιών που ξέρασε το βουβό κύμα
να ζωγραφίσουμε αεροπλάνα, γλάρους κι ουράνια τόξα.
Αχ λαχτάρα!
Πάντα μακρινή κι ανεξήγητη…
Σαν τους σπασμούς στα μαραγκιασμένα κορμιά μας και σαν του άγνωστου ωκεανού τη νοσταλγία…
*Από τη συλλογή «Το εγώ μου και ο χρόνος», 2003.