Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Beckett Samuel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Beckett Samuel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Samuel Beckett - Ο Μαλόν πεθαίνει (απόσπασμα)

 Εἶναι ὅλα ἕτοιμα. Ἐκτός ἀπὸ μένα. Γεννιέμαι στὸ θάνατο, ἄν μοῦ ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφραση. Αὐτὴ τὴν ἐντύπωση ἔχω. Τὰ πόδια ἔχουν κιόλας βγεῖ, ἀπ' τὸ μεγάλο μουνί τῆς ὕπαρξης. Προβολὴ εὐνοϊκῆ φαντάζομαι. Τὸ κεφάλι θὰ πεθάνει τελευταῖο. Τράβα τὰ χέρια σου. Δὲν μπορῶ. Ἡ σπαραχτικὴ σπαραγμένη. Ἡ ἱστορία μου θά 'χει τελειώσει κι ἐγὼ θὰ ζῶ ἀκόμα. Καθυστέρηση ποὺ ὑπόσχεται πολλά. Ἐγὼ πάω, τέλειωσα. Δὲ θὰ ξαναπῶ ἐγώ.

Samuel Beckett, "Ο Μαλόν πεθαίνει", μτφ. Α. Παπαθανασοπούλου, εκδ. Υψιλον

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Σάμιουελ Μπέκετ Ο Ακατονόμαστος (απόσπασμα)

 [...] Οι άνθρωποι. Ένας μόνο, κι ύστερα άλλοι. Ένας, στραμμένος προς τον πανανίσχυρο, τον πανάμαθο, ποὺ τον καταδιώκει, κι ύστερα άλλοι. Προς αυτὸν που τρέφει με τις σάρκες του, αυτὸς ο ξενηστικωμένος, και που μην έχοντας τίποτα ανθρώπινο, δεν έχει και τίποτ’ άλλο, δεν έχει τίποτα, δεν είναι τίποτα. Που ήρθε στον κόσμο χωρὶς να γεννηθεί, καὶ παραμένει σ’ αυτὸν χωρὶς να ζει, χωρὶς ελπίδα να πεθάνει, ομφαλὸς της λύπης, της χαράς, της ηρεμίας. Που όντας το πιο στάσιμο απόχτημα, περνάει για το πιο αληθινό. Ο έξω απ’ τη ζωὴ που ποτέ μας δεν παύουμε να ’μαστε εντέλει ως το τέλος της ατέλειωτης μάταιης ζωής μας. Που δε γλυτώνει απὸ την έξαλλη ανάγκη να μιλήσει, την έξαλλη ανάγκη να σκεφτεί, να μάθει τι είναι, τι ήταν, στο τρελὸ εκείνο όνειρο, εκεί πάνω, κάτω απ’ το φως τ’ ουρανού, στις νυχτερινές του εξορμήσεις. Ο που αγνοεί τον εαυτό του και σωπαίνει, που αγνοεί τη σιωπή του καὶ σωπαίνει, που δεν κατάφερε να υπάρξει κι εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. Που στριμώχνεται ανάμεσα σ’ αυτοὺς που αναγνωρίζουν σ’ αυτὸν τον εαυτό τους και του στέλνουν πίσω απαράλλαχτη τη δικιά του αιώνια γκριμάτσα. Ευχαριστώ γι’ αυτὰ τα βασικὰ στοιχεία. Αυτὸς που αναζητά το αληθινό του πρόσωπο, ας μην απελπίζεται, θα το βρει, συσπασμένο απ’ την αγωνία, με τα μάτια πεταγμένα έξω. Αυτὸς που λαχταράει να ’χε ζήσει, τον καιρὸ που ζούσε, ας μην αγωνιά, η ζωὴ θα του πει πως. Όλα αυτὰ είναι αλήθεια πολὺ παρήγορα.'

Σάμιουελ Μπέκετ

Ο Ακατονόμαστος

μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου


Πηγή: Απ' το προφίλ της Matilde Morries

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Samuel Beckett - Πρώτος έρωτας (αποσπάσματα)

Τη ρώτησα εάν θα υπήρχε τρόπος, να τρώω από καιρό σε καιρό ένα άγριο καρότο. Ένα άγριο καρότο! κραύγασε, σα να είχα εκφράσει την επιθυμία να γευτώ εβραίικο μωρό. Της είπα ότι η εποχή των άγριων καρότων είναι στο τέλος της και ότι, εάν μέχρι τότε μπορούσε να μου δίνει να τρώω μόνον άγρια καρότα, θα της ήμουν ευγνώμων. Μόνον άγρια καρότα!, κραύγασε. Τα άγρια καρότα έχουν μια γεύση βιολέτας, για μένα. Μ' αρέσουν τ' άγρια καρότα  γιατί έχουν μια γεύση βιολέτας και οι βιολέτες γιατί έχουν το άρωμα των άγριων καρότων. Εάν δεν υπήρχαν άγρια καρότα στη γη, δε θα αγαπούσα τις βιολέτες και εάν δεν υπήρχαν βιολέτες, τα άγρια καρότα θα μου ήταν το ίδιο αδιάφορα, όπως τα γογγύλια ή τα ρεπάνια. Αλλά ακόμη και στην τωρινή κατάσταση της χλωρίδας τους, θέλω να πω μέσα σ' αυτόν τον κόσμο όπου άγρια καρότα και βιολέτες βρίσκουν τρόπο να συνυπάρχουν, πολύ εύκολα θα έκανα και χωρίς αυτά.

....................................................................................................................................................................

 Και έπειτα,με λίγη τύχη,πέφτει κανείς πάνω σε μια πραγματική ταφή, με ζωντανούς πενθούντες και μερικές φορές μια χήρα που θέλει να ριχτεί μέσα στο λάκκο. Και σχεδόν πάντα αυτή η χαριτωμένη ιστορία σκόνης, αν και έχω παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει τίποτε που να'χει λιγότερη σκόνη απ'τις τρύπες αυτές, δεν βλέπουμε παρά μονάχα λιπαρό χώμα, κι ο πεθαμένος επίσης δεν έχει ακόμη τίποτε το ειδικά κονιορτώδες, εκτός κι αν έχει πεθάνει απανθρακωμένος. Είναι χαριτωμένη, παρ'όλ'αυτά, η μικρή αυτή ιστορία με την σκόνη.

Πηγή: Σάμιουελ Μπέκετ, Πρώτος Έρωτας, μτφρ. Αχιλλέας Αλεξάνδρου.

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

Σάμουελ Μπέκετ- Ο ακατονόμαστος (απόσπασμα)

Τι παράξενο, αυτά τα λόγια που πεθαίνουν χωρίς λόγο, παράξενο, που είναι το παράξενο, εδώ όλα είναι παράξενα, άμα το καλοσκεφτείς, όχι, το να το καλοσκεφτείς είναι παράξενο, μήπως πρέπει να υποθέσω πως είμαι στοιχειωμένος, δεν μπορώ να υποθέσω τίποτα, πρέπει να συνεχίσω, αυτό κάνω, άσε τους άλλους να υποθέτουν, πρέπει να υπάρχουν άλλοι, σε άλλα αλλού, ο καθένας μέσα στο μικρό του αλλού, κι αυτή η λέξη μέσα που επιμένει να ξαναέρχεται, καθένας λέγοντας μέσα του, όταν έρχεται η στιγμή, η στιγμή να το πει, άσε τους άλλους να υποθέτουν, και ούτω καθεξής, ούτω καθεξής, άσε τους άλλους να κάνουν αυτό, άσε τους άλλους να κάνουν εκείνο.

Σάμουελ Μπέκετ, Ο ακατονόμαστος, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Ύψιλον

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Samuel Beckett - Company [απόσπασμα]

Στο άνθος της ηλικίας. Πάρε μια μυρωδιά. Στο σκοτάδι ανάσκελα θυμάσαι. Ναι τώρα θυμάσαι. Μέρα Μαΐου χωρίς σύννεφα. Εκείνη σ’ ανταμώνει στο μικρό κιόσκι. Ένα ρουστίκ εξάεδρο. Εξ ολοκλήρου από κορμούς. Έλατα κι αγριόπευκα. Δύο μέτρα πλάτος. Τρία μέτρα ύψος. Εφτά τετραγωνικά το πολύ. Δύο μικρά πολύχρωμα φωτιστικά vis-à-vis. Μικρά βιτρώ σε σχήμα ρόμβου. Ένα περβάζι κάτω απ’ το καθένα. Τις Κυριακές τα καλοκαίρια μετά το μεσημεριανό άρεσε στον πατέρα σου να καταφεύγει εκεί μ’ ένα μαξιλάρι κι ένα περιοδικό. Με ξεκούμπωτο το παντελόνι καθόταν στο περβάζι γύριζε τις σελίδες. Στο απέναντι εσύ με τα πόδια σου να κρέμονται. Όταν γελούσε γέλαγες κι εσύ. Όταν το γέλιο του έσβηνε και το δικό σου επίσης. Χαρά και ευχαρίστηση μεγάλη για εκείνον η προσπάθεια να μιμηθείς το γέλιο του και μερικές φορές δεν γέλαγε παρά μόνο για ν’ ακούσει εσένα να γελάς. Ενίοτε γυρίζεις το κεφάλι σου κοιτάζεις έξω μέσα από ένα κόκκινο βιτρώ. Πιέζεις τη μικρή σου μύτη στο βιτρώ και γύρω σου όλα είναι κόκκινα. Τα χρόνια πέταξαν κι εκεί στο ίδιο μέρος όπως τότε κάθεσαι στο άνθος της ηλικίας λουσμένος σε πανδαισία φωτός ατενίζεις μπροστά. Εκείνη αργεί. Κλείνεις τα μάτια υπολογίζεις τον όγκο. Τις δύσκολες ώρες βρίσκεις μια βοήθεια στην απλή αριθμητική. Ένα καταφύγιο. Εντέλει καταλήγεις στα εξίμισι περίπου κυβικά μέτρα. Και στο σκοτάδι ακίνητος ακόμη βρίσκεις μια παρηγοριά στους αριθμούς. Υποθέτεις το ρυθμό της καρδιάς και υπολογίζεις πόσους χτύπους τη μέρα. Τη βδομάδα. Το μήνα. Το χρόνο. Και υποθέτεις τη διάρκεια ζωής μιας ζωής. Μέχρι τον τελευταίο χτύπο.
Μετάφραση: Χάρης Γαρουνιάτης

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Samuel Beckett - Τελευταία τριλογία (απόσπασμα)

Επινοητής της φωνής και του ακροατή και του εαυτού του. Επινοητής του εαυτού του για να έχει συντροφιά. Ας το αφήσουμε έτσι. Μιλάει για τον εαυτό του όπως για κάποιον άλλον. Λέει μιλώντας για τον εαυτό του. Μιλάει για τον εαυτό του όπως για κάποιον άλλον.Φαντάζεται τον εαυτό του επίσης για να έχει συντροφιά. Ας το αφήσουμε έτσι. Η σύγχυση είναι επίσης συντροφιά μέχρις ενός σημείου. Καλύτερα μια κάποια ελπίδα παρά καμία. Μέχρις ενός σημείου. Μέχρι η καρδιά να αρχίσει να αρρωσταίνει. Συντροφιά επίσης μέχρις ενός σημείου. Καλύτερα μια άρρωστη καρδιά παρά καμία. Μέχρι που θα αρχίσει να ραγίζει.Έτσι μιλώντας για τον εαυτό του συμπεραίνει για την ώρα. Για την ώρα ας το αφήσουμε έτσι.

Πηγή: Τελευταία τριλογία, μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Περί Γλώσσας

Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου.

 Ludwig Wittgenstein

Εκείνο οπού λέγει ο Βάκων για τη φύση, δηλαδή πως ο φιλόσοφος για να την κυριέψει πρέπει πρώτα να της υποταχθεί, ημπορεί κανείς να το πει για τη γλώσσα: υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.

Διονύσιος Σολωμός, 1797-1857, Εθνικός Ποιητής

(«Διάλογος», 1824)

« …Για τη γλώσσα, μπορεί να πη κανείς αυτό που λέει ο Μακκιαβέλης για όλους τους ανθρώπινους θεσμούς, πως δεν βρίσκεται δηλαδή σωτηρία , όταν υπάρχει διαφθορά, παρά μόνο  αν ξαναγυρίσουμε  στις αρχές. Οι δάσκαλοι της Ελλάδας γυρίζουν  πολύ πίσω ͘ αυτό δεν είναι ξαναγύρισμα  στις αρχές. Χαίρομαι να παίρνωνται  για ξεκίνημα  τα δημοτικά τραγούδια, θα ‘θελα, όμως όποιος  μεταχειρίζεται την  κλέφτικη γλώσσα, να τη μεταχειρίζεται  στην ουσία της και  ‘όχι στη μορφή της, με νιώθεις;  Κι όσο για την ποίηση, πρόσεξε καλά, Γιώργη μου,  γιατί βέβαια καλό είναι  να ρίχνει  κανείς  τις ρίζες του πάνω  σ΄αυτά τ’ αχνάρια,  δεν είναι όμως καλό  να σταματά  εκεί ͘ πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα. Δεν ξέρω αν φανέρωσα καλά τη σκέψη μου έτσι βιαστικά που σου γράφω. Η κλέφτικη ποίηση είναι όμορφη κι ενδιαφέρουσα  καθώς μ’ αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα οι κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματά τους. Δεν έχει το ίδιο  ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα ͘ το έθνος  ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας , της ατομικής, ντυμένον εθνικά…»

    Δ. Σολωμού, από  επιστολή  του στον φίλο  Γεώργιο Τερτσέτη

Ο τρίτος τόμος  με επιμέλεια του  Λ.Πολίτη, έκδοση 1991.

«Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα ἀπό τά πλέον ἀναπαλλοτρίωτα τοῦ Ἔθνους κτήματα. Ἀπό τό κτῆμα τοῦτο μετέχουν ὅλα τά μέλη τοῦ ἔθνους μέ δημοκρατικήν, νά εἴπω οὕτως, ἰσότητα .Κανείς, ὅσον ἤθελεν εἶσθαι σοφός, οὔτ’ ἔχει, οὔτε δύναταί ποθεν νά λάβῃ τό δίκαιον νά λέγῃ πρός τό ἔθνος: «Οὕτω θέλω νά λαλῇς, οὕτω νά γράφῃς»[...]. Μόνος ὁ καιρός ἔχει τήν ἐξουσίαν νά μεταβάλλῃ τῶν ἐθνῶν τάς διαλέκτους, καθώς μεταβάλλει καί τά ἔθνη.»

Αδαμάντιος Κοραής

Δεν πρέπει όμως να μπερδεύουμε την φθορά της γλώσσας με την φθορά των νοημάτων, τα νοήματα υπάρχουν πάντα και για να επιστρέψω στην λογοτεχνία, η φθορά της γλώσσας επιβάλλει την αυστηρότητα στο λόγο της τέχνης και αυτό είναι κάτι θετικό. Όσο φθείρεται ο κοινός, ο συμβατικός λόγος, ο πολιτικός, ο ομαδικός ή άλλος, τόσο η λογοτεχνία, σχεδόν σαν αντανακλαστική αντίδραση, πρέπει να γίνεται πιο αυστηρή.

Γιώργος Χειμωνάς, Δέντρο, Νο 27

Για μένα γίνεται όλο και πιο δύσκολο, έως ανώφελο, να γράφω σε επίσημα αγγλικά. Έχω όλο και περισσότερο την εντύπωση ότι η γλώσσα μου είναι σαν ένα πέπλο το οποίο πρέπει να σχίσεις για να φτάσεις στα πράγματα (ή στο Τίποτα) που κρύβεται πίσω του. Γραμματική και στιλ! Νομίζω ότι έχουν ξεπεραστεί σαν ένα βικτοριανό μαγιό Biedermeier ή σαν την απάθεια ενός τζέντλεμαν. Μια μάσκα. Ας ελπίσουμε ότι έρχεται η ώρα, δόξα τω Θεώ σε μερικούς κύκλους έχει φτάσει ήδη, όπου η γλώσσα θα χρησιμοποιείται καλύτερα όταν θα μπορεί να γίνεται κατάχρησή της με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα. Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να απορρίψουμε τη γλώσσα διαμιάς, δεν θα πρέπει τουλάχιστον να παραλείψουμε οτιδήποτε μπορεί να συμβάλει στην ανυποληψία της. Να ανοίγεις τη μια οπή μετά την άλλη ώσπου να αρχίσει να διαρρέει ό,τι κρύβεται μέσα της, είτε πρόκειται για κάτι είτε για τίποτε· για έναν συγγραφέα σήμερα δεν μπορώ να φανταστώ υψηλότερο στόχο. Ή μήπως η λογοτεχνία έχει μείνει πίσω, σε παλιά, βρομερά μονοπάτια;

Samuel Beckett (απόσπασμα επιστολής σε φίλο Γερμανό εκδότη, 1937)

 Η φύση μιας γλώσσας είναι η φύση μιας συνολικής ιδιοσυγκρασίας πεθαμένων και ζωντανών που μας περιέχει και που  διαθέτουμε ένα πολύ μικρό περιθώριο για να την αλλάξουμε με την προσωπική μας ενέργεια. 

Γιώργος Σεφέρης

Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήσῃ δι᾿ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήσῃ, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἀπείργεται. Ἐὰν κλείσῃ τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθῃ διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείσῃ τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύσῃ διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώσῃ τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήσῃ ἀοράτως δι᾿ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γλώσσα και Κοινωνία, 1907

« ..Η καρδιά μου χτυπάει εντονότερα, καθώς αναπλάθω την ήδη μακρά ιστορία ενός πολύ προσφιλούς κεφαλαίου της πνευματικής μου ζωής: εννοώ την σχέση μου με τη ελληνική γλώσσα. Είναι η μοναδική , ευρωπαϊκή ,τουλάχιστον γλώσσα που έχει πίσω της μιαν αδιάκοπη ιστορία τριών περίπου χιλιάδων ετών και συνάμα πέρασε από ποικίλες μετεξελίξεις και μεταλλαγές. Όμως, οι προγενέστερες μορφές της δεν εξανεμίστηκαν , αλλά ζουν ακόμα διαφοροτρόπως μέσα της ως ιζήματα και στρώματα που κάνουν την διαχρονία συγχρονία. Ο Ομηρος και η κλασική αττική, η κοινή και η λόγια βυζαντινή , η εκκλησιαστική γλώσσα και η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού και των κρητικών επών, η αρχαΐζουσα και η απλή καθαρεύουσα , η αστική τρέχουσα και τα ιδιωματικά κατάλοιπα- όλα αυτά αποτελούν ακόμα σήμερα πηγές απ΄όπου μπορεί ν΄αντλήσει η γλωσσική καλαισθησία, αλλά και η εκφραστική ανάγκη. …»
Παναγιώτης Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδ. Νεφέλη, 1998, σ.79-80.

Κάθε γλώσσα, και η νεοελληνική, είναι ζωντανός οργανισμός, που συνεχώς εξελίσσεται, δείχνοντας τις προσαρμοστικές της ικανότητες και την ευρετική της ευλυγισία. Απαράβατοι κανόνες δεν υπάρχουν· τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κανονιστικές αρχές, η παράβαση των οποίων προϋποθέτει τη γνώση τους. Περί αυτού πρόκειται: η γλώσσα δεν ηθικολογεί, έχει όμως τη δική της ανεκτική ηθική. Εναντίον λοιπόν της στρατιωτικής πειθαρχίας και της σοβαροφάνειας· υπέρ της γλωσσικής ελευθερίας με όρους και όρια. Στόχος: η γραμματική μορφή να ταιριάζει στο νόημα, και το νόημα στη μορφή...
Δ.Ν. Μαρωνίτης

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό (απόσπασμα)

 -Ήρθαμε πολύ νωρίς. 

-Έτσι ερχόμαστε πάντα, μόλις βραδιάζει.

-Αλλά δε λέει να βραδιάσει.

-Θα βραδιάσει. Σε μία στιγμή, όπως εχθές. 

-Και τότε θα είναι πια νύχτα.

-Και θα μπορούμε πια να φύγουμε.

-Και μετά, πάλι, θα είναι μέρα. Πού θα πάει πια όλο αυτό; Πού θα πάει;


Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Samuel Beckett-Η πρώτη αγάπη

Συνδέω, σωστά ή λάθος, μέσα στον χρόνο, τον γάμο μου με τον θάνατο του πατέρα μου. Να συνδέονται τα δύο αυτά θέματα και με άλλους τρόπους, σε άλλα επίπεδα, δε θα το απέκλεια. Ήδη όμως μου είναι δύσκολο να πω ό,τι νομίζω πως ξέρω.
Επισκέφθηκα, δεν πάει καιρός, τον τάφο του πατέρα μου, τούτο το ξέρω, κι εκείνη τη μέρα σημείωσα την ημερομηνία του θανάτου του, αυτή μονάχα, της γέννησή του δεν μ’ ενδιέφερε. Ξεκίνησα πρωί κι επέστρεψα νύχτα, έχοντας κολατσίσει στο νεκροταφείο. Θέλοντας όμως να μάθω πόσων χρονών πέθανε, επέστρεψα στον τάφο λίγες μέρες αργότερα για να σημειώσω τη μέρα της γέννησής του. Τις δύο οριακές ημερομηνίες σημείωσα σ’ένα κομμάτι χαρτί που τώρα κουβαλώ συνέχεια μαζί μου. Είμαι λοιπόν σε θέση να βεβαιώσω ότι παντρεύτηκα γύρω στα είκοσι πέντε. Γιατί την ημερομηνία της δικής μου γέννησης, της δικής μου το τονίζω, ποτέ μου δεν την ξέχασα, ούτε χρειάστηκε ποτέ να τη σημειώσω, παραμένει χαραγμένη στη μνήμη μου, η χρονιά τουλάχιστον με αριθμούς που η ζωή δύσκολα θα ξεγράψει. Επανέρχεται ακόμα και η μέρα, αν το βάλω με το νου μου, και συχνά τη γιορτάζω με το δικό μου τρόπο, όχι βέβαια κάθε φορά που επανέρχεται, γιατί επανέρχεται πολύ συχνά, πάντως συχνά.
Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον των νεκροταφείων, μ’αρέσει να παίρνω εκεί τον αέρα μου, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι μου αρέσει αλλού, όταν μου χρειάζεται να πάρω αέρα. Την οσμή των πτωμάτων διακρίνεται καθαρά μέσα από τις μπερδεμένες μυρωδιές του χόρτου και του χώματος, δεν τη βρίσκω δυσάρεστη, ίσως μια ιδέα γλυκερή, μια στάλα βαριά, αλλά σαφώς την προτιμώ από εκείνες που αναδίνουν οι ζωντανοί, τα πόδια, τα δόντια, οι μασχάλες τους, ο κώλος, το γλοιώδες δέρμα της βαλάνου, και τα διαψευσμένα ωάρια. Κι όταν συμβάλλει, έστω και λίγο, του πατέρα μου το λείψανο, τότε σχεδόν δακρύζω. Όσο και να πλυθούν οι ζωντανοί, όσο και να αρωματιστούν βρωμούν. Ναι, για τόπο περιπάτου, όταν μου πρέπει να βγω, αφήστε σε μένα τα νεκροταφεία και κρατήστε -για σας- τα πάρκα και τα όμορφα αξιοθέατα. Πάνω σε τάφο καθισμένος, το σάντουιτς και η μπανάνα μου φαίνονται πιο γευστικά, και όταν πάλι μου έρθει να κατουρήσω, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά, έχω να διαλέξω. Καμιά φορά περπατώ, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ανάμεσα σε ταφόπλακες, επίπεδες, όρθιες ή κεκλιμένες, ξεδιαλέγοντας επιγραφές. Ποτέ δεν τις βαρέθηκα, πάντα τρεις τέσσερις μου φαίνονται τόσο γελοίες που πρέπει να κρατηθώ από τον σταυρό, τη στήλη ή τον άγγελο, για να μην πέσω κάτω. Τη δική μου την έχω συνθέσει πριν από αρκετό καιρό και μου αρέσει ακόμη, αρκετά. Με όλα τα άλλα γραπτά μου δεν προλαβαίνει να στεγνώσει το μελάνι και επαναστατώ, με τον επιτάφιό μου όμως είμαι ακόμα ευχαριστημένος. Ωστόσο δεν υπάρχουν δυστυχώς, και πολλές πιθανότητες να αναγραφεί πάνω από το κρανίο που τον συνέλαβε, εκτός κι αν το ζήτημα το αναλάβει το κράτος. Άσε που για να με θάψουν θα πρέπει πρώτα να με βρουν, και πολύ αμφιβάλλω αν αυτοί οι κύριοι θα τα καταφέρουν να με βρουν όταν θα πεθάνω, αφού δεν τα καταφέρνουν και τώρα που είμαι ζωντανός. Σπεύδω λοιπόν να το παραθέσω εδώ και τώρα, όσο ακόμα υπάρχει καιρός:
Ενθάδε κείται ο άνωθεν όστις όρθιος κάτωθεν
Πέθαινε τόσο κάθε ώρα που έζησε μέχρι τώρα.
Ο δεύτερος και τελευταίος στίχος ή μάλλον εκείνος που έπεται χωλαίνει λιγάκι, αλλά δεν πειράζει, θα μου συγχωρέσουν πολύ χειρότερα, όταν θα με έχουν ξεχάσει. Άμα καμιά φορά σταθείς τυχερός, πέφτεις πάνω σε πραγματική ταφή, με ζωντανούς να θρηνούν, και την περίεργη χήρα που προσπαθεί να ριχτεί κι αυτή στον λάκκο. Κι έπειτα σχεδόν πάντα εκείνη η χαριτωμένη ιστορία με το χώμα, αν και από την εμπειρία μου τίποτα δεν μοιάζει λιγότερο με χώμα από αυτές τις τρύπες, περισσότερο για λάσπη πρόκειται, άλλωστε ούτε κι ο νεκρός έχει να κάνει με κονιορτό, εκτός κι αν συμπτωματικά έχει αυτός, ή αυτή, πεθάνει σε φωτιά. Δεν έχει σημασία, το μικρό κόλπο με το χώμα είναι χαριτωμένο. Το νεκροταφείο του πατέρα μου δεν ήταν από τα αγαπημένα μου. Καταρχήν ήταν απομονωμένο, χαμένο κάπου στην εξοχή, στην πλαγιά ενός λόφου, κι έπειτα μικρό, πάρα πολύ μικρό.
Πράγματι ήταν σχεδόν γεμάτο, μερικές χήρες παραπάνω και θα τις έδιωχναν. Χίλιες φορές το Ohlsdorf, ιδίως το τμήμα του Linne στο πρωσικό έδαφος, με τα τετρακόσια εκτάρια καλοστοιβαγμένα πτώματα, παρόλο που δεν ήξερα κανέναν εκεί, μόνο τον Hagenbeck τον συλλέκτη άγριων ζώων που τον είχα ακουστά. Ένα λιοντάρι ήταν, αν θυμάμαι καλά, σκαλισμένο στο μνημείο του, ο θάνατος θα πρέπει να είχε για τον Hagenbeck την όψη λιονταριού. Αμάξια πάνε κι έρχονται, γεμάτα χήρους, χήρες, ορφανά κι όλα τα σχετικά. Άλση, μικρές σπηλιές και τεχνητές λιμνούλες με κύκνους προσφέρουν παρηγοριά στους απαρηγόρητους. Ήταν Δεκέμβρης ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο κρύο, η σούπα από χέλι μου είχε πέσει βαριά, φοβήθηκα ότι θα πεθάνω, έστριψα πλάι για να ξεράσω, τους ζήλευα.
Αλλά για να μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο, με το που πέθανε ο πατέρας, υποχρεώθηκα να φύγω από το σπίτι. Μόνο εκείνος με ήθελε στο σπίτι. Παράξενος άνθρωπος. Μια μέρα είπε, Αφήστε τον ήσυχο, κανέναν δεν ενοχλεί. Δεν ήξερε ότι τον άκουγα. Θα το είχε ξαναπεί, κι άλλες φορές, αλλά εγώ δεν βρέθηκα εκεί κοντά. Δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσουν να δω τη διαθήκη του, μου είπαν απλώς ότι μου είχε αφήσει το τάδε ποσό. Πάντα πίστευα και το πιστεύω ακόμα ότι στη διαθήκη του είχε ορίσει ρητά να με αφήσουν στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσα όπως κι όταν ζούσε εκείνος και να μου φέρνουν φαγητό, όπως γινόταν μέχρι τότε. Δεν αποκλείεται να το έθετε και ως όρο για τα υπόλοιπα. Υποθέτω ότι του άρεσε να με αισθάνεται κάτω από τη στέγη του, ειδάλλως γιατί να είχε εναντιωθεί στην εκδίωξή μου; Εκτός κι αν απλώς με λυπόταν. Αν και δεν το πιστεύω.
Σ’ εμένα έπρεπε να είχε αφήσει ολόκληρο το σπίτι, θα ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι, κι εγώ και εκείνοι, θα τους είχα μαζέψει και θα τους έλεγα, Μείνετε, σας παρακαλώ, μείνετε, εδώ είναι το σπίτι σας. Ναι, του την έφεραν του πατέρα, αν βέβαια το είχε σκοπό πεθαίνοντας να με εξασφαλίσει. Όσο για τα χρήματα, για να λέμε και την αλήθεια, μου τα έδωσαν την επόμενη κιόλας μέρα μετά την ταφή. Μπορεί να τους ανάγκαζε ο νόμος. Τους είπα, Κρατήστε τα χρήματα κι αφήστε με να ζω εδώ, στο δωμάτιό μου, όπως όταν ζούσε ο Μπαμπάς. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του, συμπλήρωσα, μήπως και τους συγκινήσω. Αρνήθηκαν. Προσφέρθηκα να μπω στη δούλεψή τους, καθημερινά για λίγες ώρες, για τα μαστορέματα και τη συντήρηση που κάθε σπίτι έχει ανάγκη για να μη διαλυθεί. Μικροδουλειές που ακόμα χρειάζονται, το γιατί δεν το γνωρίζω. Τους πρότεινα μάλιστα συγκεκριμένα να περιποιούμαι το θερμοκήπιο. Ευχαρίστως θα πέρναγα τις ώρες μου εκεί, στα ζεστά φροντίζοντας τις ντομάτες, τους υακίνθους, τα γαρίφαλα, τα φυτώρια. Μόνο εγώ κι ο πατέρας μου σ’εκείνο το σπίτι καταλαβαίναμε από ντομάτες. Αρνήθηκαν. Κάποια μέρα βγαίνοντας από την τουαλέτα, βρήκα το δωμάτιό μου κλειδωμένο και τα υπάρχοντά μου στοιβαγμένα μπροστά από την πόρτα. Τούτο δίνει μια ιδέα και πόσο δυσκοίλιος ήμουν εκείνη την περίοδο. Από άγχος, έχω πλέον πεισθεί. Αλλά και πάλι, ήμουν άραγε όντως δυσκοίλιος; Για κάποιο λόγο νομίζω πως όχι. Κι όμως πρέπει να ήμουν, ειδάλλως πως να εξηγήσω ότι καθόμουν με τις ώρες στα αποχωρητήρια, βάσανο μεγάλο. Δεν διάβαζα, τουλάχιστον όχι περισσότερο εκείνες τις ώρες απ’ ό,τι τις υπόλοιπες, ούτε αφηνόμουν σε ονειροπολήσεις ή άλλες σκέψεις, μόνο βαριεστημένα στύλωνα το βλέμμα στο ημερολόγιο που κρεμόταν από ένα καρφί μπροστά στα μάτια μου, με τη χρωματιστή εικόνα ενός γενειοφόρου νέου μέσα σ’ένα κοπάδι πρόβατα, του Ιησού δίχως αμφιβολία, τραβούσα με τα χέρια τα κωλομέρια και φώναζα έι-όπ, έι-όπ, με τις κινήσεις κωπηλάτη, και μόνο μια σκέψη στο μυαλό, πότε θα επέστρεφα στο δωμάτιό μου για να οριζοντιωθώ. Τι θα μπορούσε να ήταν αν όχι δυσκοιλιότητα; Μήπως και την μπερδεύω με τη διάρροια; Είναι όλα συγκεχυμένα στο κεφάλι μου, νεκροταφεία και γάμοι και συσπάσεις κάθε λογής. Τα λιγοστά μου υπάρχοντα είχαν σχηματίσει βουναλάκι στο πάτωμα, μπροστά από την πόρτα.
Διακρίνω ακόμη τον μικρό σωρό σ’ένα κοίλωμα σκιάς μπροστά από το δωμάτιό μου. Εκεί έπρεπε να αλλάξω, στον λιγοστό χώρο που σχηματιζόταν από τους τρεις τοίχους, να βγάλω δηλαδή ρόμπα και νυχτικό και να βάλω ρούχα ταξιδιού, κάλτσες, κάλτσες, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, παλτό και καπέλο, δεν μπορώ να σκεφτώ και τίποτε άλλο. Δοκίμασα και τις άλλες πόρτες, προτού φύγω από το σπίτι, γύρισα τα πόμολα και τράβηξα, ή έσπρωξα, αλλά καμία δεν υποχώρησε. Μία να είχα βρει ανοιχτή, θα είχα οχυρωθεί στο δωμάτιο, και μόνο με γκάζι θα με έβγαζαν έξω. Το ένιωθα πως ήταν, όπως συνήθως, όλοι σπίτι, το συνηθισμένο τσούρμο, αλλά δεν είδα όχι κανέναν. Τους φανταζόμουν κλειδαμπαρωμένους στα δωμάτιά τους, με τις αισθήσεις τους σε εγρήγορση.
Έπειτα να ορμούν στα παράθυρα και, στο άκουσμα της εξώπορτας που έκλεισε, να κοντοστέκονται πίσω από τις κουρτίνες, έπρεπε να την είχα αφήσει ανοιχτή. Ύστερα πόρτες ν’ανοίγουν διάπλατα και παιδιά, γυναίκες, άντρες να ξεχύνονται, και οι φωνές, οι αναστεναγμοί, τα χαμόγελα, τα χέρια, τα κλειδιά στα χέρια, τι ευλογημένη ανακούφιση, οι γνωστές προφυλάξεις, εάν αυτό τότε εκείνο, αλλά εάν εκείνο τότε αυτό, χαρά και αγαλλίαση σ’όλων τις καρδιές να καθίσουμε να φάμε, η απολύμανση μπορεί να περιμένει. Όλα πλάσματα της φαντασίας μου φυσικά, εγώ ήμουν ήδη φευγάτος, μπορεί τα πράγματα να εξελίχθηκαν διαφορετικά, αλλά και ποιος νοιάζεται πως εξελίχθηκαν τα πράγματα, εφόσον εξελίσσονται; Όλα εκείνα τα χείλη που με είχαν φιλήσει, οι καρδιές που με αγάπησαν (είναι ή όχι με την καρδιά που κάποιος αγαπά, ή μήπως τα μπερδεύω;), τα χέρια που έπαιξαν με τα δικά μου κι εκείνα τα πνεύματα που παραλίγο να με κατακτήσουν! Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι. Καημένε μπαμπά, καλό κορόιδο θα είχε αισθανθεί εκείνη τη μέρα αν μπορούσε να με δει, να μας δει, κορόιδο για λογαριασμό μου εννοώ. Εκτός κι αν μέσα στην άσαρκη σοφία του είδε μακρύτερα από τον γιο του που είχε ακόμα με το πτώμα του να παιδευτεί.
Αλλά για να μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο, τη γυναίκα με την οποία συνδέθηκα μετά από λίγο την έλεγαν Λούλου. Ή τουλάχιστον έτσι με διαβεβαίωσε ή ίδια και δεν βλέπω τον λόγο να μου πει ψέματα, γι’αυτό το θέμα. Φυσικά, ποτέ κανείς δεν ξέρει. Μου αποκάλυψε επίσης και το οικογενειακό της όνομα, αλλά το έχω ξεχάσει. Έπρεπε να το είχα σημειώσει σ’ένα κομμάτι χαρτί, αγανακτώ όταν ξεχνώ τα ονόματα. Τη συνάντησα σ’ένα παγκάκι, στην όχθη του καναλιού, μάλλον ενός από τα κανάλια, καθώς η πόλη μας περηφανεύεται ότι έχει δύο, αν και ποτέ δεν ήξερα ποιο είναι ποιο. Το παγκάκι βρισκόταν σε πολύ καλή θέση, με την πλάτη σ’ένα λοφάκι από πετρωμένο χώμα και σκουπίδια, είχα λοιπόν τα νώτα καλυμμένα.
Τα πλευρά μου επίσης, εν μέρει, χάρη σε δύο δέντρα αιωνόβια, ή και μεγαλύτερα, νεκρά μάλλον, δεξιά κι αριστερά από το παγκάκι. Δίχως αμφιβολία, εκείνα τα δέντρα θα είχαν δώσει σε κάποιον την ιδέα για ένα κάποιον την ιδέα για ένα παγκάκι, κάποια ωραία μέρα που καταπράσινο θα θρόιζε το φύλλωμά τους. Μπροστά, λίγα μέτρα πιο κάτω, κυλούσε το κανάλι, αν τα κανάλια κυλούν, μη με ρωτάτε, συνεπώς κι από κείνη την πλευρά οι πιθανότητες ενός αιφνιδιασμού ήταν μικρές. Κι όμως με αιφνιδίασε. Ήταν μια νύχτα ζεστή κι εγώ, ξαπλωμένος, κοιτούσα μέσα από τα γυμνά κλαδιά που μπλέκονταν από πάνω μου εκεί όπου τα δύο δέντρα ενώνονταν για να στηρίξουν το ένα το άλλο, και ανάμεσα απ’τα σύννεφα που κυλούσαν, ένα κομμάτι έναστρου ουρανού, που πήγαινε κι ερχόταν. Κάνετε πιο πέρα, είπε εκείνη. Αρχικά σκέφτηκα να φύγω, όμως ήμουν κουρασμένος και δεν είχα που να πάω, γι αυτό και άλλαξα γνώμη. Μάζεψα λοιπόν λίγο τα πόδια μου κι εκείνη κάθισε.
Τίποτε άλλο δεν διημείφθη μεταξύ μας εκείνο το βράδυ, σύντομα σηκώθηκε και έφυγε δίχως να μου απευθύνει ξανά το λόγο. Μονάχα τραγουδώντας μέσα από τα δόντια της, σαν για τον εαυτό της, κι ευτυχώς δίχως λόγια, κάποια παλιά λαϊκά τραγούδια, αλλά με τρόπο τόσο αποσπασματικό, από το ένα στο άλλο πηδώντας και δίχως κανένα να ολοκληρώνει, που ακόμα κι εγώ το βρήκα παράξενο. Αν και φάλτσα, η φωνή της δεν ήταν δυσάρεστη. Η ανάσα μιας ψυχής που κουράζεται εύκολα δίχως ποτέ να ολοκληρώνει, ίσως, από όλες τις ψυχές, η λιγότερο ενοχλητική. Το παγκάκι το βαρέθηκε γρήγορα και όσο για μένα, δεν χρειάστηκε να μου ρίξει δεύτερη ματιά. στην πραγματικότητα ήταν μια γυναίκα άκρως επίμονη. Ήρθε ξανά την επομένη και την μεθεπομένη κι όλα κυλούσαν λίγο πολύ όπως πριν. Μπορεί και να ανταλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες. Την επομένη έβρεχε και αισθάνθηκα ασφαλής. Λάθος μου πάλι. Τη ρώτησα αν είχε βαλθεί να μ’ενοχλεί κάθε απόγευμα. Σας ενοχλώ; είπε. Αισθάνθηκα τα μάτια της πάνω μου. Δεν θα έβλεπαν και πολλά, δυό βλέφαρα ίσως, μια υποψία μύτης και λίγο μέτωπο, σκοτεινά, γιατί ήταν σκοτάδι. Νόμιζα ότι ήμασταν άνετα, μου είπε. Μ’ενοχλείτε, είπα, δεν μπορώ να τεντωθώ όταν είστε εδώ. Ο γιακάς του παλτού μού έκρυβε το στόμα κι όμως εκείνη με άκουγε. Κι είναι ανάγκη να τεντώνεστε; είπε. Τελικά είναι λάθος να ανοίγεις διάλογο με τον άλλο. Γιατί δεν ακουμπάτε τα πόδια σας στα γόνατά μου; είπε. Δεν περίμενα να μου το πει δεύτερη φορά, ένιωσα κάτω από τις μίζερες γάμπες μου τα τροφαντά της μπούτια. Άρχισε να μου χαϊδεύει τους αστραγάλους.
Σκέφτηκα να την κλωτσήσω στο μουνί. Μιλάς στον άλλο για τέντωμα, και τι βλέπει, ένα σώμα απλωμένο σ’όλο του το μεγαλείο. Για την περίπτωσή μου όμως, στο έρημο από υπηκόους βασίλειό μου, η διάταξη του άθλιου σαρκίου μου ήταν το πιο αδιάφορο από όλα τα συμβάντα, δε με ενδιέφερε παρά πώς θα οριζοντιωθεί το πνεύμα, θα αμβλυνθεί το εγώ, κι όλα εκείνα τα κατάλοιπα από μισαρές φιοριτούρες που εν ολίγοις ονομάζουμε μή εγώ ή ακόμα και κόσμο. Αλλά ακόμα και σήμερα ένας άντρας στα είκοσι πέντε του είναι έρμαιο της στύσης, τον παρασύρει το σώμα, πότε πότε, είναι η κοινή μοίρα, ούτε εγώ ήμουν άτρωτος, αν εκείνο μπορούσε να θεωρηθεί στύση. Φυσικά δεν της διέφυγε, οι γυναίκες μυρίζονται έναν σηκωμένο φαλλό από χιλιόμετρα μακριά και αναρωτιούνται, Πώς διάολο με κατάλαβε από κει πέρα; Σε τέτοιες περιστάσεις κανείς δεν είναι πλέον ο εαυτός του, κι είναι οδυνηρό να μην είσαι πλέον ο εαυτός σου, ακόμα πιο οδυνηρό, αν είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, από το να είσαι. Γιατί όταν είσαι γνωρίζεις τι να κάνεις για να γίνεις λιγότερο, όταν όμως δεν είσαι γίνεσαι οποιοσδήποτε, ανεπιστρεπτί. Για μένα αυτό που αποκαλούμε έρωτας μοιάζει μ’ εξορία, με μια κάρτα πότε πότε από την πατρίδα, τούτες τις σκέψεις κάνω απόψε. Όταν εκείνη τελείωσε και ανασυντάχθηκε το είναι μου, κατευνασμένο με τη βοήθεια αυτής της σύντομης νάρκης, βρέθηκε μονάχο. Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως τα επινόησα όλα αυτά, μήπως στην πραγματικότητα τα πράγματα εξελίχθηκαν με τρόπο εντελώς διαφορετικό, με τρόπο που δεν μπορούσα παρά να λησμονήσω. Ωστόσο για μένα η εικόνα της παραμένει συνδεδεμένη μ’εκείνο το παγκάκι, όχι το παγκάκι τη μέρα, ούτε καν το παγκάκι τη νύχτα, αλλά το παγκάκι το σούρουπο, τόσο που εγώ, μιλώντας για το παγκάκι, όπως μου εμφανίστηκε εκείνο το σούρουπο, είναι σαν να μιλώ για κείνην, εγώ.
Όχι ότι αυτό αποτελεί απόδειξη, αλλά δεν επιδιώκω να αποδείξω τίποτα. Όσο για το παγκάκι στη διάρκεια της μέρας, να μη χάνω τα λόγια μου, ποτέ δεν με γνώρισε, έφευγα πολύ πριν ξημερώσει και δεν επέστρεφα παρά αφού είχε νυχτώσει. Ναι, στη διάρκεια της μέρας έψαχνα τροφή και εντόπιζα μέρη όπου θα μπορούσα ίσως να καταφύγω. Εάν με ρωτούσατε, και σίγουρα σας τρώει η περιέργεια, τί έκανα τα λεφτά που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου, η απάντηση είναι τίποτα, δεν τα έκανα τίποτα, τα άφηνα μέσα στην τσέπη μου. Καθώς ήξερα ότι δεν θα έμενα για πάντα νέος, ότι το καλοκαίρι δεν κρατά παντοτινά, ούτε και το φθινόπωρο, μου το είπε η μίζερη ψυχή μου.
Τελικά της είπα ότι βαρέθηκα. Με ενοχλούσε υπερβολικά, ακόμα και απούσα. Με ενοχλεί ακόμα και τώρα, όχι όμως περισσότερο από άλλα. Και τι σημαίνει πια για μένα να μ’ενοχλούν, τίποτα, σχεδόν τίποτα, τί να σημαίνει, να με ενοχλούν, τι θα έκανα με τον εαυτό μου, αν δεν; Ναι, έχω αλλάξει τακτική για ένατη ή δέκατη φορά, με τούτη  επιτέλους κερδίζω, ουδείς λόγος τώρα να μακρυγορήσω, όχι πρίν πέσει η αυλαία σε ενοχλημένους και παρενοχλούντες, τέρμα όλες αυτές οι φλυαρίες, όλα αυτά, για κείνην και τους άλλους, τα σκατά και τα παλάτια του ουρανού. Ώστε δεν θέλετε να έρχομαι πλέον εδώ, είπε εκείνη. Απίστευτο πως επαναλαμβάνουν αυτό πού μόλις είπες, λες και θα τους έριχναν στην πυρά αν πίστευαν στ’αυτιά τους. Της είπα να έρχεται πότε πότε. Εκείνη την περίοδο δεν καταλάβαινα τις γυναίκες. Και εξακολουθώ να μην τις καταλαβαίνω σ’αυτό το θέμα. Ούτε τους άντρες. Ούτε τα ζώα. καλύτερα κατανοώ τους πόνους, όμως τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Τους σκέφτομαι αναλυτικά και καθημερινά, δεν μου παίρνει και πολύ χρόνο, η σκέψη κινείται με ταχύτητα, αν και δεν βρίσκονται μόνο στο μυαλό μου, όχι όλοι. Ναι, υπάρχουν στιγμές, κυρίως τα απογεύματα, που γίνομαι συγκρητιστής, με τον τρόπο του Reinhold. Τι ισορροπία! Μολονότι μήτε και τους πόνους μου τους καταλαβαίνω απολύτως. Ίσως επειδή δεν είμαι μόνο πόνος, αλλά και κάτι άλλο. Εδώ έγκειται η δυσκολία. Έπειτα υποχωρούν εκείνοι, ή εγώ, και με γεμίζουν απορία και θαυμασμό, κοιταγμένοι από έναν καλύτερο πλανήτη. Όχι συχνά, δεν ζητώ όμως και περισσότερα. Μας την έφερε η ζωή! Πόσο θ απλοποιούνταν τα πράγματα αν ήμασταν μόνο πόνος! Οδυνάμενοι! Ευσεβείς πόθοι. Κάποια μέρα πάντως θα σας μιλήσω με λεπτομέρειες, αν το σκεφτώ, αν το μπορέσω, για τους αλλόκοτους πόνους μου, διακρίνοντας, χάριν σαφήνειας, σε κατηγορίες τους πόνους του μυαλού από της καδιάς, των αισθημάτων, της ψυχής (κανένας ομορφότερός τους) και τέλος για του σώματος, καταρχήν για τους εσωτερικούς ή λανθάνοντες κι έπειτα για όσους επηρεάζουν την επιφάνεια, αρχίζοντας από τα μαλλιά και το δέρμα του κρανίου και κατεβαίνοντας μεθοδικά, δίχως βιασύνες, μέχρι κάτω στα πόδια, έδαφος πρόσφορο για κάλους, κράμπες, πρηξίματα, χιονίστρες, χτυπημένα δάχτυλα, παρανυχίδες, πλατυποδία, μια κοινή φουσκάλα, το πόδι με τα ενωμένα δάχτυλα, το πόδι δίχως καμάρα κι άλλα παράδοξα. Και για όσους θα έχουν την ευγένεια να με ακούσουν θα πω με την ίδια ευκαιρία, και ακολουθώντας σύστημα που τον εμπνευστή του ξεχνώ, για κείνες τις στιγμές που, δίχως να είσαι ναρκωμένος, πιωμένος ή σε έκσταση, δεν αισθάνεσαι τίποτε απολύτως.
Φυσικά στη συνέχεια θα ήθελε να μάθει τι εννοούσα με το πότε πότε, να τι παθαίνεις άμα ανοίγεις το στόμα σου. Μια φορά την εβδομάδα; Κάθε δέκα μέρες; Κάθε δεκαπέντε; Απάντησα, πολύ πιο αραιά, πολύ πιο αραιά μέχρι καθόλου αν μπορούσε, κι αν δε μπορούσε, όσο το δυνατόν λιγότερο συχνά. Την επομένη (επιπλέον) εγκατέλειψα το παγκάκι, περισσότερο εξαιτίας του οφείλω να ομολογήσω και όχι εξαιτίας της, καθώς η τοποθεσία δεν ανταποκρινόταν πια στις απαιτήσεις μου, όσο ταπεινές κι αν ήταν, τώρα που ξεπάγιαζες από τον αέρα, και γι’ άλλους λόγους που καλύτερα να μη σπαταλήσω για μουνόπανα σαν κι εσάς, κατέφυγα λοιπόν σ’ έναν εγκαταλελειμένο στάβλο που είχα εντοπίσει σε κάποια από τις περιπλανήσεις μου. Βρισκόταν στην άκρη ενός χωραφιού που το σκέπαζαν περισσότερο τσουκνίδες παρά χορτάρι και περισσότερο λάσπη παρά τσουκνίδες, μα που το υπέδαφός του μπορεί να ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Μέσα σ’εκείνον τον στάβλο, σκεπασμένο από ξέρες και κούφιες σβουνιές που υποχωρούσαν μ’ έναν στεναγμό στο άγγιγμα του δαχτύλου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, θα έλεγα και για τελευταία αν δε φοβόμουν ότι θα σπαταλούσα όλο το δηλητήριό μου, έπρεπε να παλέψω μ’ένα αίσθημα που σταδιακά έπαιρνε, προς μεγάλη μου έκπληξη, το τρομερό όνομα της αγάπης. Πού έγκειται η γοητεία της χώρας μας, εκτός του ότι είναι αραιοκατοικημένη, και τούτο μάλιστα δίχως τη βοήθεια αντισυλληπτικών, αν όχι στην πλήρη εγκατάλειψη, φτάνει να εξαιρέσεις τα απόσκατα της αρχαίας μας ιστορίας. Τούτα τ’ αναζητούμε με πάθος, τα ταριχεύουμε, και τα βγάζουμε στη λιτανεία.
Παντού, όπου ο αηδιασμένος ο χρόνος άφησε μια ωραία χοντρή σκατούλα θα βρείς πατριώτες με ξαναμμένα πρόσωπα να την εισπνέουν λαίμαργα, πεσμένοι στα τέσσερα. Παράδεισος για τους ασκεπείς. Ιδού λοιπόν η ευτυχία μου. Ξάπλωσε κάτω, μοιάζει να λένε όλα, ξάπλωσε κάτω και μείνε κάτω. Όχι ότι ανάμεσα σ’αυτά τα δύο διακρίνω κάποια σχέση. Κάποια όμως θα υπάρχει, ίσως και περισσότερες από μία, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Αλλά ποια; Τι; Ναι, την αγάπησα, έτσι το ονόμασα, αλίμονο ακόμα το ονομάζω. Δεν είχα με τι να το συγκρίνω μια και δεν είχα αγαπήσει μέχρι τότε, φυσικά είχα ακουστά γι αυτό, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μπουρδέλο και στην εκκλησία, και είχα διαβάσει σε μυθιστορήματα σε στίχους και πρόζα, με την καθοδήγηση του καθηγητή μου, σε έξι ή επτά γλώσσες, νεκρές και ζωντανές, γινόταν εκτενής αναφορά. Ήμουν συνεπώς σε θέση να δώσω παρά ταύτα ένα όνομα σ’αυτό που μου συνέβαινε όταν έπιασα τον εαυτό μου να χαράζει το όνομα Λούλου πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά, ή ξαπλωμένος μπρούμυτα στη λάσπη μια νύχτα με φεγγάρι να ξεριζώνω τσουκνίδες.
Τσουκνίδες τεράστιες, σχεδόν δυό μέτρα ψηλές, ξαλάφρωνα όταν τις τραβούσα αν και δεν το συνήθιζα να συμπεριφέρομαι έτσι στ’ αγριόχορτα, αντιθέτως, θα τις έπνιγα στην κοπριά, αν είχα. Άλλο, τα λουλούδια. Η αγάπη βγάζει στον άνθρωπο τον χειρότερό του αυτό, ασυζητητί. Όμως και τι σόι αγάπη ήταν εκείνη; Πάθος ερωτικό; Δεν θα το έλεγα. Τότε δεν είναι που παθαίνεις πριαπισμό; Ή μήπως τούτο είναι μία διαφορετική παραλλαγή; Τόσες που υπάρχουν, δεν υπάρχουν; Όλες εξίσου, αν όχι περισσότερο, υπέροχες, έτσι δεν είναι; Η πλατωνική αγάπη, για παράδειγμα, ιδού μία που μου ήρθε τώρα στο μυαλό. Ανιδιοτελής. Μήπως την αγαπούσα πλατωνικά; Δεν θα το έλεγα. Θα χάραζα τ’ όνομά της πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά αν η αγάπη μου είχε υπάρξει αγνή και ανιδιοτελής; Και με το διαβολεμένο μου δάχτυλο, επιπλέον, που μετά πιπιλούσα;
Ελάτε τώρα!
Σκεφτόμουν συνεχώς τη Λούλου, όνομα κι αυτό, το σιχάθηκα, θα της δώσω ένα άλλο, να της ταιριάζει περισσότερο, Άννα, για παράδειγμα, δεν της ταιριάζει περισσότερο, αλλά δεν πειράζει. Σκεφτόμουν λοιπόν την Άννα, εγώ που ποτέ δεν σκεφτόμουν τίποτα, τίποτα εκτός από τους πόνους μου, σκέψη σαν την αστραπή, ή τι έπρεπε να κάνω για να μην πεθάνω από την πείνα, το κρύο, ή την ντροπή, πάντως δεν σκεφτόμουν τους ζωντανούς έτσι (και τι να σημαίνει αυτό;), ό,τι κι αν είχα πει, ό,τι κι αν λέω, αντιθέτως ή αλλιώς, πάνω σ’αυτό το θέμα. Πάντα όμως μιλούσα, και αναμφίβολα πάντα θα μιλώ, για πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, ή που υπήρξαν αν επιμένετε, και που αναμφίβολα πάντα θα υπάρχουν, αν και όχι με την έννοια που αποδίδω στην ύπαρξή τους.
Τα πηλήκια, για παράδειγμα, ποιος αμφισβητεί ότι υπάρχουν, τουναντίον λιγοστές είναι οι ελπίδες να εξαφανιστούν, εγώ όμως προσωπικά ποτέ δεν φόρεσα πηλήκιο. Έγραψα κάπου, Μου έδωσαν… ένα καπέλο. Στην πραγματικότητα δεν μου έδωσαν κανένα καπέλο, είχα πάντα το δικό μου καπέλο, το καπέλο που μου είχε δώσει ο πατέρας μου, και ποτέ δεν είχα άλλο καπέλο εκτός από το καπέλο αυτό. Θα συμπλήρωνα ότι με ακολούθησε μέχρι τον τάφο.
Σκεφτόμουν την Άννα τότε, για μεγάλα διαστήματα, για είκοσι, είκοσι πέντε λεπτά, ακόμα και μισή ώρα την ημέρα. Καταλήγω σ’αυτούς τους αριθμούς προσθέτοντας άλλους, μικρότερους. Φαίνεται ότι εγώ έτσι αγαπούσα. Να συμπεράνουμε λοιπόν πως ένιωθα για κείνην αγάπη πνευματική που, κάπου αλλού, με παρέσυρε σε τόσα παιδιαρίσματα; Δεν θα το έλεγα. Γιατί αν ήταν τέτοια η αγάπη μου, θα διασκέδαζα χαράζοντας το όνομά της -Άννα- σε ξεχασμένες αγελαδίσιες κοπριές; Ή θα ξερίζωνα αγριόχορτα με γυμνά χέρια; Και θα ένιωθα κάτω από το κεφάλι μου που χοροπήδαγε, τα μπούτια της να πάλλονται σαν δαιμονισμένα προσκεφάλια; Ελάτε τώρα! Για να τελειώσω, λοιπόν, να τελειώσω με αυτή την αθλιότητα, τουλάχιστον να το προσπαθήσω ένα βράδυ επέστρεψα στο παγκάκι, την ώρα που συνήθως ερχόταν εκείνη να με συναντήσει. Δεν έδωσε σημεία ζωής κι εγώ μάταια περίμενα.
Ήταν ήδη Δεκέμβρης, αν όχι Γενάρης, εποχικό το κρύο, που σημαίνει λογικό, όπως όλα τα εποχικά. Όμως άλλος είναι ο χρόνος του ρολογιού, άλλος του ουρανού και της γης που αλλάζουν, και άλλος πάλι της καρδιάς. Και με τη σκέψη τούτη γύρισα στο στάβλο για μια έξοχη νύχτα. Την επομένη πήγα νωρίτερα στο παγκάκι, πολύ νωρίτερα, μόλις που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, νύχτα χειμωνιάτικη, κι όμως ήδη πολύ αργά, γιατί εκείνη βρισκόταν κιόλας εκεί, στο παγκάκι, κάτω από τα κλαδιά που λύγιζε η πάχνη, με την πλάτη γυρισμένη στο παγερό ύψωμα, τα μάτια στυλωμένα στο παγωμένο νερό. Σας το είπα, ήταν μία γυναίκα άκρως επίμονη. Δεν ένιωσα τίποτα. Για ποιο λόγο άραγε με καταδίωκε; Τη ρώτησα, δίχως να καθίσω, πηγαίνοντας πέρα δώθε. Κάτω από τον πάγο ξεπρόβαλλε ανάγλυφο το μονοπάτι. Μου απάντησε ότι δεν ήξερε. Τι έβλεπε σ’ εμένα, θα είχε τουλάχιστον την καλοσύνη να μου απαντήσει σ’αυτό, αν μπορούσε. Απάντησε ότι δεν μπορούσε. Φαινόταν ζεστά ντυμένη, τα χέρια της χωμένα σ’ ένα μανσόν. Κοίταξα το μανσόν και, θυμάμαι, μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Κι όμως ξεχνώ τι χρώμα ήταν. Δεν θα ήμουν στα καλά μου!
Πάντα έκλαιγα εύκολα, δίχως να ωφελούμαι στο ελάχιστο, μέχρι πριν από λίγο καιρό. Για να κλάψω όμως εκείνη τη στιγμή, θα έπρεπε να σφιχτώ μέχρι να μπλαβίσω, και πάλι ζήτημα ήταν αν θα έχυνα ένα δάκρυ. Δεν είμαι στα καλά μου! Έκλαιγα με τα πράγματα. Δίχως ωστόσο να νιώθω θλίψη. Όταν ξέσπαγα σε κλάματα δίχως λόγο εμφανή σήμαινε πως ασυναίσθητα κάπου είχε πέσει το μάτι μου. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν όντως έφταιγε το μανσόν εκείνο το βράδυ ή μήπως περισσότερο το μονοπάτι, σκληρό σαν σίδερο λες και σκόνταφτε σε κοτρόνες το κάθε μου βήμα, ή κάτι άλλο, οτιδήποτε, που κατά τύχη πέρασε ασυναίσθητα και μου τσάκισε το ηθικό. Όσο για κείνην, θα μπορούσα κάλλιστα να μην της είχα ρίξει έως τότε ούτε ένα βλέμμα.
Καθόταν μαραμένη και ζαρωμένη, το κεφάλι πεσμένο, το μανσόν στην αγκαλιά και τα χέρια μέσα, με τις γάμπες σφιγμένες τη μία πάνω στην άλλη, και τις φτέρνες να αιωρούνται. Δίχως σχήμα, δίχως ηλικία, σχεδόν δίχως ζωή, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε ή οποιαδήποτε, γριά ή και κορίτσι. Και ο τρόπος που συνέχιζε να λέει, δεν ξέρω, δεν μπορώ. Μόνο εγώ δεν ήξερα και δεν μπορούσα. Για μένα ήρθατε; τη ρώτησα. Κατάφερε να απαντήσει, ναι. Να με λοιπόν, είπα. Κι εγώ; Για κείνην δεν είχα έρθει;  Να ‘μαστε λοιπόν, είπα. Κάθισα δίπλα της, αλλά πετάχτηκα αμέσως πάνω σαν ζεματισμένος. Θα ήθελα να έχω φύγει, να ξέρω αν είχαν όλα τελειώσει. Αλλά προτού φύγω, και για μεγαλύτερη σιγουριά, της ζήτησα να μου τραγουδήσει ένα τραγούδι. Στην αρχή νόμισα πως θα αρνηθεί, ήταν απλό, δεν θα τραγουδούσε, αλλά όχι, μετά από λίγο εκείνη άρχισε να τραγουδά και τραγούδησε για λίγο, μου φάνηκε πως έλεγε συνέχεια το ίδιο τραγούδι, δίχως ν’αλλάζει τίποτα στη στάση της. Το τραγούδι δεν το ήξερα, ούτε το είχα ξανακούσει και ούτε θα το ξανακούσω.
Κάτι είχε να κάνει με λεμονιές ή πορτοκαλιές, ξεχνώ τα υπόλοιπα, μόνο αυτό θυμάμαι, και δεν είναι λίγο για μένα, να θυμάμαι ότι είχε να κάνει με λεμονιές ή πορτοκαλιές, εγώ που ξεχνώ όλα τα τραγούδια που άκουσα στη ζωή μου, και δεν είναι λίγα, μοιάζει αδύνατον, πρακτικά αδύνατον εκτός κι αν είσαι κουφός, να διασχίζεις τον κόσμο, ακόμα και με τον δικό μου τρόπο, δίχως να ακούς να τραγουδούν, τίποτα δεν έχω συγκρατήσει ούτε μία λέξη, ούτε μία νότα, ή τόσο λίγες λέξεις, τόσο λίγες νότες, ώστε, ώστε αυτό, ώστε τίποτα, παρατράβηξε τούτη η πρόταση. Σηκώθηκα να φύγω, απομακρυνόμουν όταν την άκουσα να λέει κάποιο άλλο τραγούδι, ίσως και να ήταν άλλοι στίχοι από το ίδιο, έσβηνε όλο και περισσότερο καθώς απομακρυνόμουν, όλο και περισσότερο, μέχρι που χάθηκε, είτε επειδή το τραγούδι της είχε τελειώσει είτε επειδή εγώ είχα τόσο απομακρυνθεί, που δεν την άκουγα. Να με τρώει η αμφιβολία, ήταν κάτι που προτιμούσα να αποφεύγω εκείνη την εποχή. Φυσικά ζούσα βουτηγμένος στην αμφιβολία, με την αμφιβολία, αλλά αμφιβολίες τόσο ευτελείς όσο εκείνη, καθαρά οργανική όπως θα την έλεγαν ορισμένη, καλύτερα να διευκρινίζονταν χωρίς καθυστέρηση, ειδάλλως θα με τυραννούσαν επί βδομάδες τελικά σαν σκνίπες. Έκανα μερικά βήματα πίσω και σταμάτησα. Στην αρχή δεν άκουσα τίποτα, έπειτα ξανά τη φωνή, αλλά εξασθενημένη, μετά βίας έφτανε στ’ αυτιά μου. Στην αρχή δεν άκουσα, έπειτα ναι, πρέπει συνεχώς να είχα αρχίσει να την ακούω, από ένα σημείο και μετά, αλλά όχι, αρχή δεν υπήρχε, τόσο μαλακά αναδύθηκε ο ήχος από τη σιωπή που δεν ξεχώρισε από αυτήν. Όταν η φωνή επιτέλους σταμάτησε, πλησίασα λίγο κοντύτερα για να βεβαιωθώ ότι όντως είχε σταματήσει κι όχι απλώς χαμηλώσει. Έπειτα με απελπισία, λέγοντας,
Πώς να ξέρω, πώς να ξέρω, αν δεν είμαι δίπλα της, σκυμμένος πάνω της, έκανα στροφή επιτόπου και έφυγα, για τα καλά, γεμάτος αμφιβολίες. αλλά μερικές βδομάδες αργότερα, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός απ’ότι συνήθως, επέστρεψα στο παγκάκι, για τέταρτη ή πέμπτη φορά αφότου το εγκατέλειψα, περίπου την ίδια ώρα, εννοώ ότι ο ουρανός ήταν περίπου ο ίδιος, όχι, ούτε αυτό εννοώ, γιατί ο ουρανός είναι πάντα ο ίδιος και ποτέ ο ίδιος ουρανός, αν υπάρχουν λέξεις γι αυτά, εγώ δεν γνωρίζω καμία, τελεία και παύλα. Εκείνη δεν ήταν εκεί, έπειτα ξαφνικά ήταν, δεν ξέρω πως, δεν την είδα να έρχεται, ούτε την άκουσα, κι ας ήμουν όλος μάτια κι αυτιά. Ας πούμε πως έβρεχε, ευπρόσδεκτη η αλλαγή, ακόμα κι αν πρόκειται μόνο για τον καιρό. Κρατούσε μια ανοιχτή ομπρέλα, πράγμα φυσικό, τί εξοπλισμός. Τη ρώτησα αν ερχόταν κάθε βράδυ. Όχι, είπε, πότε πότε μονάχα. Το παγκάκι έσταζε νερά, περπατούσαμε πάνω κάτω δίχως να τολμούμε να καθίσουμε.
Της έπιασα το χέρι, από περιέργεια κυρίως, να δω αν θα μου έδινε κάποια ευχαρίστηση, δεν μου έδωσε καμία, το άφησα. Προς τι όμως όλες αυτές οι λεπτομέρειες; Να κερδίσω χρόνο, μέχρι τη διαβολική στιγμή. Βλέποντας πιο καθαρά το πρόσωπό της μου φάνηκε κανονικό, ένα πρόσωπο σαν εκατομμύρια άλλα. Τα μάτια της αλληθώριζαν, αλλά κι αυτό θα το καταλάβαινα αργότερα. Δεν έμοιαζε ούτε νεανικό ούτε γερασμένο, το πρόσωπο, ούτε φρέσκο ούτε μαραζωμένο, κάτι ανάμεσα. Αμφισημία που με δυσκολία ανεχόμουν εκείνη την εποχή. Τώρα εάν ήταν όμορφο, το πρόσωπο, ή εάν κάποτε είχε υπάρξει όμορφο, ή αν θα μπορούσε να γίνει πειστικά όμορφο, ομολογώ πως γνώμη δεν μπορώ να εκφέρω. Πρόσωπα είχα δει σε φωτογραφίες που ίσως και να τα είχα θεωρήσει όμορφα αν ήξερα έστω και αόριστα τι υποτίθεται ότι ήταν η ομορφιά. Και το πρόσωπο του πατέρα μου, στο νεκρικό κρεβάτι, μου είχε φανεί μια αναφορά σε κάποια μορφή αισθητικής σχετικής με τα ανθρώπινα. Τα πρόσωπα όμως των ζωντανών, όλο μορφασμούς και εξάψεις, είναι δυνατόν να περιγραφούν ως αντικείμενα;
Παρά το σκοτάδι και την ταραχή μου σάστιζα με το νερό, στάσιμο ή μόλις που κυλούσε, ανασηκωνόταν προς το άλλο που έπεφτε από τον ουρανό, σαν διψασμένο. Με ρώτησε αν θα μου άρεσε να μου τραγουδήσει κάτι. Απάντησα όχι, θα ήθελα να μου πει κάτι. Υπέθεσα ότι θα μου έλεγε πως δεν έχει τίποτα να πει, θα ήταν μια απάντηση που θα της πήγαινε, ένιωσα λοιπόν ευχάριστη έκπληξη όταν μου είπε ότι είχε ένα δωμάτιο, πολύ ευχάριστη έκπληξη, αν και το υπέθετα. Ποιος δεν έχει ένα δωμάτιο; Ω, ακούω την κατακραυγή. Έχω δύο δωμάτια, είπε εκείνη. Τελικά πόσα δωμάτια έχετε; είπα. Μου είπε ότι είχε δύο δωμάτια και κουζίνα. Όσο περνούσε η ώρα το οικοδόμημα επεκτεινόταν σταθερά σε λίγο θα θυμόταν ότι είχε και μπάνιο. Δύο δωμάτια; άκουσα καλά, είπα. Ναι, είπε εκείνη. Συνεχόμενα; είπα εγώ. Επιτέλους κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί και συζήτηση. Τα χωρίζει η κουζίνα, είπε εκείνη. Τη ρώτησα γιατί δεν μου το είχε πει πρωτύτερα. Είχα μάλλον ξεπεράσει τον εαυτό μου, εκείνη την εποχή. Δεν αισθανόμουν άνετα όταν ήμουν μαζί της, τουλάχιστον όμως έτσι μπορούσα να μη σκέφτομαι μόνο εκείνη αλλά κι άλλα πράγματα, τα παλιά έμπιστα πράγματα, έτσι σιγά σιγά σαν σκαλοπάτια που κατεβαίνουν σε ένα βαθύ, τίποτα. Ελευθερία που ήξερα πως θα έχανα μακριά της.
Στην πραγματικότητα τα δωμάτια ήταν δύο, τα χώριζε η κουζίνα, δεν μου είχε πει ψέματα. Μου είπε ότι θα έπρεπε να είχα φέρει τα πράγματά μου. Της εξήγησα ότι δεν είχα πράγματα. Και για όποιον ενδιαφέρεται βρισκόμασταν στον τελευταίο όροφο ενός παλιού σπιτιού, με θέα τα βουνά. Άναψε μια λάμπα πετρελαίου. Δεν έχετε ηλεκτρικό; είπα. Όχι, είπε εκείνη, έχω όμως τρεχούμενο νερό και γκάζι. Α, έτσι, είπα, έχετε γκάζι. Άρχισε να ξεντύνεται. Όταν δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν ξεντύνονται, δίχως αμφιβολία η πιο σοφή κίνηση. Τα έβγαλε όλα με μια βραδύτητα που θα μπορούσε να ανάψει και ελέφαντα, άφησε μόνο τις κάλτσες της, υπολογίζοντας προφανώς ότι ο πόθος μου θα φουντώσει. Τότε παρατήρησε ότι ήταν αλλήθωρη. Ευτυχώς που δεν ήταν η πρώτη γυναίκα που έβλεπα γυμνή, μπορούσα λοιπόν να μείνω, ξέροντας πως δεν πρόκειται να εκραγεί. Ζήτησα να δω το άλλο δωμάτιο που δεν είχα δει ακόμα. Αλλά και να το είχα δει, θα ζητούσα να το ξαναδώ. Εσείς δεν θα ξεντυθείτε, είπε. Ξέρετε, είπα, σπανίως ξεντύνομαι. Κι ήταν αλήθεια. Δεν ήμουν από κείνους που πετούν τα ρούχα τους με ευκολία. Συνήθως βγάζω τις μπότες μου για να πέσω στο κρεβάτι, εννοώ όταν συγκροτήσω το είναι μου (συγκροτήσω!) για να κοιμηθεί, πιθανόν και κάποιο άλλο από τα πανωφόρια μου, αναλόγως την εξωτερική θερμοκρασία.
Αναγκάστηκε λοιπόν για να μη φανεί αγενής, να ρίξει κάτι πάνω της και να μου φωτίσει τον δρόμο. Διασχίσαμε την κουζίνα. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει και από τον διάδρομο, αργότερα το κατάλαβα, πήγαμε όμως από την κουζίνα, ποιος ξέρει γιατί, μπορεί να ήταν και ο συντομότερος δρόμος. Κοίταξα το δωμάτιο με φρίκη. Τέτοια πυκνότητα επίπλων ούτε στον χειρότερό μου εφιάλτη. Το είχα ξαναδεί το δωμάτιο, δίχως άλλο, κάπου αλλού.
Τι είναι τούτο; κραύγασα. Το σαλόνι, είπε εκείνη. Τι σαλόνι! Άρχισα να βγάζω τα έπιπλα από την πόρτα στον διάδρομο. Με παρακολουθούσε, λυπημένη φαντάζομαι, αν και όχι απαραιτήτως. Με ρώτησε τι έκανα. Φαντάζομαι ότι δεν περίμενε απάντηση. Τα έβγαλα ένα ένα, ή και δυο δυο μαζί, και τα στοίβαξα μπροστά στον τοίχο του διαδρόμου. Εκατοντάδες κομμάτια, μικρά και μεγάλα, στο τέλος έφραξαν την πόρτα, καθιστώντας την έξοδο αδύνατη, πόσο μάλλον την είσοδο, από και προς τον διάδρομο. Η πόρτα μπορούσε να ανοίξει και να κλείσει, γιατί άνοιγε προς τα μέσα, είχε γίνει όμως απροσπέλαστη. Για να μην πω τίποτα χειρότερο. Τουλάχιστον βγάλτε το καπέλο σας, είπε εκείνη. Για το καπέλο μου θα μιλήσω διεξοδικά, αλλά κάποια άλλη στιγμή. Τελικά το δωμάτιο άδειασε εκτός από έναν καναπέ και μερικά ράφια καρφωμένα στον τοίχο. Εκείνον τον έσυρα στο βάθος του δωματίου, δίπλα στην πόρτα, και τα άλλα την επομένη τα κατέβασα και τα έβγαλα έξω στον διάδρομο μαζί με τα υπόλοιπα.
Την ώρα που τα κατέβαζα, παράξενο τι θυμάμαι, άκουσα τη λέξη ινώδης ή σπογγώδης, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν έμαθα τι σήμαινε, ούτε και είχα την περιέργεια να μάθω. Τι πράγματα θυμάται κανείς! Και καταγράφει! Όταν είχαν όλα επιτέλους τακτοποιηθεί, σωριάστηκα στον καναπέ. Δεν είχε κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για να με βοηθήσει. Θα φέρω σεντόνια και κουβέρτες, είπε εκείνη. Για σεντόνια ούτε που ήθελα να ακούσω. Δεν θα μπορούσατε να τραβήξετε την κουρτίνα; είπα. Το παράθυρο είχε καλυφθεί από πάγο. Όχι πως ήταν λευκό, μέσα στη νύχτα, αλλά πάντως αμυδρά αντιφέγγιζε. Στιλπνότητα παγερή, που αν και ξάπλωνα με τα πόδια στην πόρτα, δεν μπορούσα να αντέξω.
Ξαφνικά σηκώθηκα κι άλλαξα θέση στον καναπέ, τον γύρισα λοιπόν από την ανάποδη, οπότε η ράχη του, που μέχρι τότε ακουμπούσε στον τοίχο, βρέθηκε τώρα από την έξω μεριά, συνεπώς η μπροστινή, η ανοιχτή πλευρά από τη μέσα. Έπειτα σκαρφάλωσα εκεί, σαν το σκυλί στο καλάθι του. Θα σας αφήσω τη λάμπα, είπε εκείνη, θερμά όμως την παρακάλεσα να την πάρει μαζί της. Κι αν χρειαστείτε κάτι μέσα στη νύχτα, είπε εκείνη. Ήταν έτοιμη να πιάσει πάλι την κουβέντα, το ένιωθα. Ξέρετε πού είναι η τουαλέτα; είπε εκείνη. Είχε δίκιο, το είχα ξεχάσει. Δεν είναι κι άσχημα να ανακουφίζεσαι στο κρεβάτι, μετά όμως ξεβολεύεσαι. Δώστε μου ένα δοχείο νυκτός, είπα. Αλλά δεν είχε. Έχω μια καρέκλα με δοχείο, είπε εκείνη. Είδα τη γιαγιά να κάθεται μεγαλοπρεπής και άκαμπτη, μόλις θα την είχε αγοράσει, με συγχωρείτε, μόλις θα την είχε πάρει σε φιλόπτωχη αγορά,, ίσως και να την κέρδισε σε λοταρία, κομμάτι εποχής, και τώρα τη δοκίμαζε, βάζοντας τα δυνατά της, με την κρυφή ελπίδα κάποιος να μπορούσε να τη δει. Να καθυστερούμε, αυτός ήταν ο σκοπός. Κάποιο παλιό σκεύος, είπα, δεν έχω ακράτεια. Επέστρεψε με κάτι που έμοιαζε με κατσαρόλα, της έλειπε το μακρύ χερούλι, είχε σχήμα οβάλ με δυο λαβές και καπάκι. Η χύτρα μου, είπε. Το καπάκι δεν το χρειάζομαι, είπα. Δεν χρειάζεστε το καπάκι; είπε εκείνη. Αν είχα πει ότι το χρειαζόμουν, θα είχε πει, Να το κάνετε τι; Έβαλα το σκεύος κάτω από την κουβέρτα, μου αρέσει κάτι να κρατώ όταν κοιμάμαι, με καθησύχαζε και το καπέλο μου ήταν ακόμα μούσκεμα.
Γύρισα στον τοίχο. Πήρε τη λάμπα από το περβάζι του τζακιού όπου είχε ακουμπήσει, καλύτερα να ακριβολογούμε, με κάθε λεπτομέρεια, η παλλόμενη σκιά της έπεσε πάνω μου, νόμισα ότι έφυγε, αλλά όχι, πλησίασε στη ράχη του καναπέ κι έσκυψε από πάνω μου. Όλα οικογενειακή περιουσία, είπε. Στη θέση της θα είχα φύγει στις μύτες των ποδιών, εκείνη όμως δεν έκανε βήμα. Η αγάπη μου είχε αρχίσει άλλωστε να φθίνει κι αυτό ήταν που μετρούσε. Ναι, ήδη αισθανόμουν καλύτερα, σύντομα θα ήμουν έτοιμος και πάλι για τις αργές καταβάσεις, για τις βαθιές καταδύσεις, που τόσο στερήθηκα εξαιτίας της. Και είχα μόλις μετακομίσει! Προσπαθήστε τώρα να με πετάξετε έξω, είπα. Σαν να μην καταλάβαινα τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις, σαν να μην άκουγα καν τον σύντομο ήχο τους, παρά μόνο δευτερόλεπτα αφότου τις είχα ξεστομίσει.
Είχα τόσο ξεσυνηθίσει να μιλώ, που το στόμα μου άνοιγε μερικές φορές, από μόνο του, αρθρώνοντας λέξεις ή και φράσεις, σωστά συντεταγμένες αλλά εντελώς στερημένες αν όχι νοήματος, γιατί ο προσεκτικός θα ανακάλυπτε κι ένα και περισσότερα, πάντως ερείσματος. Άκουγα όμως την κάθε λέξη μόλις αποσωνόταν. Ποτέ άλλοτε η φωνή μου δεν άργησε τόσο πολύ να με φτάσει όπως σε τούτη την περίσταση. Έστριψα και κοίταξα πάνω από τον ώμο μου για να δω τι συμβαίνει. Εκείνη χαμογελούσε. Έπειτα από λίγο έφυγε παίρνοντας μαζί της τη λάμπα. Άκουσα τα βήματά της στην κουζίνα και μετά την πόρτα του δωματίου της να κλείνει πίσω της. Γιατί πίσω της; Επιτέλους μόνος, επιτέλους στο σκοτάδι. Αρκετά όμως. Είχα την εντύπωση ότι με περίμενε μια ήσυχα νύχτα, αν και βρισκόμουν σε ξένο περιβάλλον, αλλά όχι, η νύχτα μου ήταν πολύ ταραγμένη. Το επόμενο πρωί ξύπνησα ξεθεωμένος, τα ρούχα μου άνω κάτω, η κουβέρτα επίσης, και με την Άννα πλάι μου, φυσικά, γυμνή. Ανατριχιάζω με τα καμώματά της. Κρατούσα ακόμα τη χύτρα. Δεν είχε χρησιμεύσει. Κοίταξα το μόριό μου. Αν είχε στόμα να μιλήσει! Αρκετά όμως. Αυτή ήταν η ερωτική μου νύχτα.
Σταδιακά εγκαταστάθηκα σ’εκείνο το σπίτι. Εκείνη μου έφερνε τα γεύματά μου στις συμφωνημένες ώρες, έριχνε πότε πότε καμιά ματιά μέσα για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει ή αν χρειαζόμουν κάτι, άδειαζε τη χύτρα μια φορά τη μέρα και μια φορά το μήνα συγύριζε το δωμάτιο. Δεν μπορούσε πάντα να αντισταθεί στον πειρασμό και μου μιλούσε, αλλά γενικά δε μου έδινε λαβή για παράπονο. Κάποιες φορές την άκουγα να τραγουδά στο δωμάτιό της, το τραγούδι διαπερνούσε την πόρτα της, έπειτα την κουζίνα, έπειτα την πόρτα μου, κι έτσι έφτανε ως εμένα, ξεψυχισμένο αλλά αδιαφιλονίκητο. Εκτός κι αν ερχόταν από τον διάδρομο. δεν με ξεβόλευε και πολύ το περιστασιακό τούτο άκουσμα του τραγουδιού.
Μια μέρα της ζήτησα να μου φέρει έναν υάκινθο, ζωντανό, σε γλάστρα. Τον έφερε και τον έβαλε πάνω στο τζάκι, το μοναδικό άλλωστε μέρος του δωματίου που μπορούσες πλέον να ακουμπήσεις κάτι, εκτός κι αν το άφηνες στο πάτωμα. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα δίχως να τον κοιτάξω. Στην αρχή πήγαινε καλά, πέταξε μάλιστα κι ένα δυο μπουμπούκια, έπειτα παρέδωσε και δεν απόμεινε παρά ένας μαραμένος μίσχος με μαραμένα φύλλα. Ο βολβός, ο μισός έξω από το χώμα λες και αποζητούσε οξυγόνο, μύριζε άσχημα. Θέλησε να το πάρει, της είπα όμως να το αφήσει εκεί. Θέλησε να μου φέρει ένα άλλο, της είπα όμως ότι δεν ήθελα ένα άλλο.
Περισσότερο με ενοχλούσαν κάποιοι άλλοι ήχοι, πνιχτά γελάκια και βογγητά, που γέμιζαν το οίκημα συγκεκριμένες ώρες τη νύχτα, ακόμα και τη μέρα. Δεν τη σκεφτόμουν πια καθόλου, σχεδόν καθόλου, είχα όμως πάντα ανάγκη από σιωπή, για να ζήσω τη ζωή μου. Μάταια αναζήτησα κάποιες λογικές εξηγήσεις πως είναι του αέρα να μεταφέρει τις κραυγές του κόσμου, αναπόφευκτα λοιπόν και βογγητά και πνιχτά γελάκια, δεν ησύχαζα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πάντα ο ίδιος κύριος ή πάνω από ένας. Τόσο που μοιάζουν τα πνιχτά γελάκια των εραστών και τα βογγητά τους. Αισθανόμουν τέτοια φρίκη για τα ασήμαντα αυτά μπερδέματα, που διέπραττα πάντα το ίδιο λάθος να επιδιώκω να τα ξεκαθαρίσω. Μου πήρε πολύ καιρό, ίσως και μια ζωή, για να συνειδητοποιήσω ότι το χρώμα ενός ματιού μισοϊδωμένου, ή η πηγή ήχου μακρινού, είναι κοντύτερα στην Giudecca μέσα στην κόλαση της άγνοιας από την ύπαρξη του Θεού, ή τις καταβολές του πρωτοπλάσματος, ή και την ύπαρξη του εαυτού, και δεν αξίζει ο μυαλωμένος μ’αυτά να ασχολείται.
Σου παίρνει μια ζωή για να καταλήξεις στο παρήγορο τούτο συμπέρασμα κι έπειτα δεν σου μένει και πολύς καιρός να επωφεληθείς. Με βοήθησε λοιπόν αισθητά όταν, στην ερώτησή μου πήρα την απάντηση πως δεχόταν πελάτες εναλλάξ. Θα μπορούσα προφανώς να είχα σηκωθεί και να είχα κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα. Αλλά και τι μπορείτε να δείτε, όχι, σας ρωτώ, μέσα από τέτοιες τρύπες;
Ζείτε λοιπόν από την πορνεία, είπα. Ζούμε από την πορνεία, είπε εκείνη. Δεν θα μπορούσατε να τους ζητήσετε να κάνουν λιγότερο θόρυβο; είπα, σαν να την είχα πιστέψει. Και συμπλήρωσα, ή διαφορετικό θόρυβο. Δεν μπορούν να σταματήσουν τα αχ και τα βαχ, είπε εκείνη. Τότε θα φύγω, είπα. Βρήκε κάτι παλιές κουρτίνες μέσα στην οικογενειακή παλιατσαρία και τις κρέμασε μπροστά από τις πόρτες, τη δική μου και τη δική της. Τη ρώτησα αν γινόταν να έχω πότε πότε κανένα άγριο καρότο. Άγριο καρότο! κράυγασε, λες κι είχα ζητήσει για φαγητό μικρό εβραίο.
Της υπενθύμισα ότι η εποχή τους σχεδόν είχε περάσει κι αν μπορούσε, προτού περάσει, να με ταΐζει μόνο με άγρια καρότα θα της ήμουν ευγνώμων. Μου αρέσουν τα άγρια καρότα γιατί έχουν την ίδια γεύση με τις βιολέτες και οι βιολέτες επειδή έχουν την ίδια μυρωδιά με τα άγρια καρότα. Αν δεν υπήρχαν άγρια καρότα στη γη οι βιολέτες θα με άφηναν αδιάφορο και αν δεν υπήρχαν βιολέτες τα άγρια καρότα θα με απασχολούσαν όσο τα γογγύλια και τα ραπάνια, ελάχιστα. Αλλά ακόμα και με την παρούσα κατάσταση της χλωρίδας, που άγρια καρότα και βιολέτες τα καταφέρνουν και συνυπάρχουν στον πλανήτη, κάλλιστα θα μπορούσα να ζήσω και δίχως αυτά, κάλλιστα. Κάποια μέρα είχε την αναίδεια να μου ανακοινώσει ότι περίμενε παιδί, όχι από κανέναν άλλον, ήταν ήδη τεσσάρων ή πέντε μηνών έγκυος, αλλά από μένα. Γύρισε στο πλάι να δω την κοιλιά της. Ξεντύθηκε μάλιστα, προφανώς για να με πείσει ότι δεν έκρυβε μαξιλάρι κάτω από τη φούστα της, αλλά και επειδή της άρεσε απλώς να ξεντύνεται. Μπορεί να είναι ανεμογκάστρι, της είπα, με ύφος καθησυχαστικό. Κάρφωσε πάνω μου τα μεγάλα της μάτια που το χρώμα τους ξεχνώ, ή μάλλον το ένα της μεγάλο μάτι, γιατί το άλλο είχε ξεμείνει στα υπολείμματα του υακίνθου. Γυμνή γινόταν πιο αλλήθωρη.
Κοιτάξτε, είπε, και σκύβοντας τα στήθη της κρέμασαν, οι ρώγες άρχισαν να σκουραίνουν. Επιστράτευσα όση δύναμη μου είχε απομείνει και είπα, Ρίξτε το, ρίξτε το, και θα γίνουν πάλι ροδαλές. Είχε τραβήξει τις κουρτίνες για να φαίνονται καλύτερα όλες οι καμπυλότητές της. Είδα το βουνό, αδιάβατο, σπηλαιώδες, μυστικό, όπου ολημερίς δεν θα άκουγα παρά μόνο τον άνεμο, τα θαλασσινά πουλιά, τα μεταλλικά χτυπήματα των εργατών που μακριά έσπαγαν πέτρες.
Θα έβγαινα όσο ήταν μέρα ανάμεσα στα ρείκια και τα σπάλαθρα, ζέστη νοτισμένη από μυρωδιές, τη νύχτα θα κοίταγα από μακριά τα φώτα της πόλης, αν το ‘θελα, και τα άλλα φώτα, των φάρων και των φαρόπλοιων που είχε ονομάσει για χάρη μου ο πατέρας, όταν ήμουν μικρός, και θα ξανάβρισκα τα ονόματά τους στη μνήμη μου, αν το ‘θελα, τα γνώριζα. Από κείνη τη μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, στο χειρότερο και στο μη χειρότερα. Όχι ότι με παραμελούσε, δε θα με παραμελούσε ποτέ εντελώς, αλλά ο τρόπος που συνέχιζε να με βασανίζει με το παιδί “μας”, επιδεικνύοντας την κοιλιά και τα στήθη και λέγοντας ότι αναμενόταν ανά πάσα στιγμή, το ένιωθε ήδη να πηδά. Αν πηδά, είπα, δεν είναι δικό μου. Θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερα, σ’εκείνο το σπίτι, είναι αλήθεια, φυσικά μπορεί να μην ήταν το ιδεώδες, δεν υποτιμούσα όμως και τα πλεονεκτήματά του. Δίσταζα να φύγω, τα φύλλα είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν, τρέμω τον χειμώνα. Αν και γιατί να τρέμεις τον χειμώνα, έχει κι αυτός τις καλοσύνες του, το χιόνι κρατά ζέστη και πνίγει το σαματά και οι χλωμές μέρες δεν αργούν να τελειώσουν. Τότε όμως δεν ήξερα ακόμη πόσο τρυφερή μπορεί να είναι η γη σ’εκείνους που δεν έχουν παρά μόνο αυτή και πόσοι είναι οι τάφοι στο δόσιμό της, για τους ζωντανούς. Η γέννηση με αποτελείωσε. Με ξύπνησε. Τι πρέπει να πέρναγε κι εκείνο το βρέφος! Φαντάζομαι ότι πρέπει να είχε και κάποια γυναίκα μαζί της, γιατί νομίζω πως άκουγα βήματα στην κουζίνα πάνω κάτω.
Το έφερα βαρέως να φύγω από το σπίτι δίχως να με έχουβ διώξει. Σκαρφάλωσα πάνω από τη ράχη του καναπέ, έβαλα το παλτό, το αδιάβροχο και το καπέλο μου, δεν μπορώ να σκεφτώ και τίποτ’ άλλο, έδεσα τις μπότες μου κι άνοιξα την πόρτα του διαδρόμου. Ένας σωρός από παλιοπράγματα μου έφραζε τον δρόμο, τα παραμέρισα όμως κι άνοιξα δρόμο τελικά, παρά τον σαματά. Γάμος ήταν η λέξη που χρησιμοποίησα, γιατί ήταν έτσι κι αλλιώς κάποιο είδος ένωσης. Οποιαδήποτε προφύλαξη θα είχε αποδειχτεί περιττή, τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει εκείνες τις κραυγές. Πρέπει να ήταν το πρώτο της. Με καταδίωκαν μέχρι τις σκάλες και έπειτα έξω στον δρόμο. Μπροστά από την πόρτα κοντοστάθηκα και αφουγκράστηκα. Ακούγονταν κι εκεί. Αν δεν ήξερα ότι υπήρχαν κραυγές στο σπίτι ίσως και να μην τις άκουγα.
Γνωρίζοντάς το όμως τις άκουγα. Δεν ήξερα με βεβαιότητα που βρισκόμουν. Κοίταξα ανάμεσα στ’ άστρα και στους αστερισμούς για τις Άρκτους, δεν μπορούσα όμως να τις βρω. Κι όμως εκεί θα ήταν.
Πρώτος ο πατέρας μου τις είχε δείξει. Μου είχε δείξει κι άλλους, αλλά μονάχος, δίχως εκείνον πλάι μου, μόνο τις Άρκτους μπορούσα να βρω. Άρχισα να παίζω με τις κραυγές, όπως είχα παίξει με το τραγούδι, μπρος, πίσω, μπρος, πίσω, αν τούτο μπορεί να ονομαστεί παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, τις σκέπαζαν τα βήματα.
Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα και πάλι, ίσως λίγο πιο εξασθενημένες κάθε φορά, εντάξει, αλλά τι σημασία έχει, εξασθενημένη ή δυνατή, μια κραυγή είναι μια κραυγή, και το μόνο που έχει σημασία είναι ότι πρέπει κάποτε να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα ότι θα σταματούσαν. Τώρα δεν το πιστεύω πια. Θα μπορούσα πιθανόν να είχα ξαναγαπήσει. Αν και, ή αγαπάς ή δεν αγαπάς.

Samuel Beckett, Η πρώτη αγάπη, μετάφραση: Εριφύλλη Μαρωνίτη, Εκδόσεις Πατάκη,
Πηγή: vivliodiadromes

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Samuel Beckett-Αποφθἐγματα

Αποτέλεσμα εικόνας για Samuel Beckett
Samuel Beckett (13 Απριλίου 1906 – 22 Δεκεμβρίου 1989)

Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση.


  •  Tο σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος... - Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ (1958)
  • Ναι, στη ζωή μου, αφού πρέπει να τη λέω έτσι, υπήρχαν τρία πράγματα, η ανικανότητα να μιλήσω, η ανικανότητα να σωπάσω, και η μοναξιά, μ' αυτά έπρεπε να τα βγάλω πέρα. - Ο Ακατονόμαστος (1954)
  • Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ' ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι.  Περιμένοντας τον Γκοντό (1948)
  • Πώς να πω τι απομένει; Είναι όμως το τέλος. Ή μήπως ήταν όνειρο, μπας και ονειρεύομαι; Όχι, όχι, τίποτα απ' όλ' αυτά, άλλωστε και το όνειρο τι είναι, ένα τίποτα, και το χειρότερο, με σημασία. - Το Ηρεμιστικό (1946)
  • Εκεί που πέφτουν οι κρεμασμένοι φυτρώνουν μανδραγόρες. Γι’ αυτό ουρλιάζουν όταν τους ξεριζώνει κανείς.Περιμένοντας τον Γκοντό, μτφρ: Ελένη Βαρίκα, Δωρικός.
  • Ο αέρας είναι γεμάτος από τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια τις σβήνει.
  • Να ζείς θα πει να περιφέρεσαι, μόνος και τελευταίος των ζωντανών στα βάθη μιας στιγμής χωρίς όρια, όπου το φώς δεν αλλάζει ποτέ και τα ναυάγια είναι όλα ίδια. Ο Μαλόν πεθαίνει

Σάμουελ Μπέκετ -Κείμενα για το τίποτα -1


   Ξαφνικά, όχι, τελικά, επιτέλους, δεν μπορούσα άλλο, δεν μπορούσα να συνεχίσω. Κάποιος είπε, Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Θα περιγράψω το μέρος, είναι άνευ σημασίας. Η κορυφή, ισόπεδη, ενός βουνού, όχι, λόφου, αλλά τόσο άγρια, τόσο άγρια, αρκετά. Βάλτος, ρείκια μέχρι το γόνατο, δυσδιάκριτοι κατσικόδρομοι, χαντάκια αυλακωμένα σε βάθος από τις βροχές. Βαθιά μέσα σ’ ένα από δαύτα βρισκόμουν ξαπλωμένος, στην απανεμιά. Θέα λαμπρή, αν εξαιρέσεις την ομίχλη που έκρυβε τα πάντα, κοιλάδες, λίμνες, πεδιάδα και θάλασσα. Και πώς να συνεχίσω, δεν θα έπρεπε να είχα αρχίσει, όχι, έπρεπε ν’ αρχίσω. Κάποιος είπε, πιθανόν ο ίδιος, Τι σας έπιασε και ήρθατε; Μπορούσα να είχα μείνει στη φωλιά μου, κουρνιασμένος και στεγνός, δεν μπορούσα. Η φωλιά μου, θα την περιγράψω, όχι, δεν μπορώ. Είναι απλό, δεν μπορώ να κάνω τίποτα πλέον, αυτό σκέφτεστε. Λέω στο σώμα, Σηκώνομαι μαζί σου τώρα, και το νιώθω να παλεύει, σαν γερασμένο παλιάλογο πεσμένο στον δρόμο, να μην παλεύει άλλο, να παλεύει ξανά, μέχρι που τα παρατάει. Λέω στο κεφάλι, Άφησέ το ήσυχο, κάτσε ήσυχο, του κόβεται η ανάσα, έπειτα λαχανιάζει χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Εγώ δεν ασχολούμαι με τούτες τις λογομαχίες, δεν θα έπρεπε να με απασχολούν, δεν έχω τίποτε ανάγκη, ούτε να συνεχίσω ούτε να μείνω εκεί που βρίσκομαι, στ’ αλήθεια όλα το ίδιο μου κάνουν, θα έπρεπε να απομακρυνθώ απ’ όλα, μακριά από το σώμα, μακριά από το κεφάλι, άσ’ τους να τα βρουν μεταξύ τους, άσ’ τους να διακόψουν, εγώ δεν μπορώ, θα έπρεπε να διακόψω εγώ. Α, ναι, φαίνεται πως είμαστε περισσότεροι από ένας, όλοι κουφοί, ούτε καν, μαζί για μια ζωή. Κάποιος άλλος είπε, ή ο ίδιος, ή ο πρώτος, έχουν όλοι την ίδια φωνή, τις ίδιες ιδέες, Δεν είχατε παρά να μείνετε σπίτι σας. Σπίτι. Ήθελαν να πάω σπίτι. Στην κατοικία μου. Αλλά παρά την ομίχλη, με καλή όραση, μ’ ένα τηλεσκόπιο, μπορούσα να το δω από εδώ . Δεν είναι ακριβώς κούραση, δεν είμαι ακριβώς κουρασμένος, παρά την ανάβαση. Ούτε είναι ότι θέλω να μείνω εδώ. Είχα ακούσει να λένε, πρέπει να είχα ακούσει να λένε για τη θέα, τη θάλασσα στο βάθος σαν σφυρήλατο μολύβι, το λιβάδι το χρυσό αποκαλούμενο και το χιλιοτραγουδισμένο, τις διπλές κοιλάδες, τις παγωμένες λίμνες, την πόλη μέσα στην καταχνιά της, όλοι μιλούσαν γι’ αυτά. Μα ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι; Με ακολούθησαν μέχρι εδώ πάνω, προηγήθηκαν, ήρθαν μαζί μου; Εγώ είμαι χωμένος βαθιά στην τρύπα τη σκαμμένη από τους αιώνες, αιώνες βρωμερού καιρού, μπρούμυτα με το πρόσωπο στη γη τη σκοτεινή τη μουλιασμένη στα λιμνάζοντα κιτρινωπά νερά που αργά καταπίνει. Από πάνω μου, παντού τριγύρω, είναι σαν νεκροταφείο. Δεν μπορώ να υψώσω εκεί το βλέμμα, τι κρίμα, μπορεί και να μην έβλεπα τα πρόσωπά τους, τα πόδια τους μονάχα, βυθισμένα στα ρείκια. Εκείνοι με βλέπουν, και τι μπορούν να δουν από μένα; Ίσως και να μην έχει απομείνει κανένας, ίσως και να έφυγαν όλοι, απαυδισμένοι. Αφουγκράζομαι κι ακούω τις ίδιες σκέψεις, εννοώ τις ίδιες πάντα, παράξενο. Σκέψου ότι στην κοιλάδα τυφλώνει ο ήλιος μέχρι τα ξέφτια του ουρανού. Πόσο καιρό είμαι εγώ εδώ, τι ερώτηση, έχω συχνά αναρωτηθεί. Και συχνά μπόρεσα ν’ απαντήσω. Μια ώρα, έναν μήνα, έναν χρόνο, έναν αιώνα, εξαρτάται τι εννοούσα με το εδώ, και το εγώ, και το είμαι, και εκεί δεν έψαξα ποτέ για βαθιά νοήματα, εκεί δίχως μεγάλη ποικιλία, μονάχα το εδώ φαινόταν καμιά φορά να ποικίλλει. Ή είπα, δεν μπορεί να είμαι εδώ πολύ καιρό, δεν θα το είχα αντέξει. Ακούω τα ορτύκια, σημάδι ότι η μέρα τελειώνει, η νύχτα πέφτει, γιατί έτσι συμβαίνει με τα ορτύκια, όλη μέρα σιωπηλά, κρώζουν έπειτα όταν πυκνώνει το σκοτάδι, είναι ο τρόπος των άγριων τούτων πλασμάτων και τόσο βραχύβιων, αν συγκριθούν μαζί μου. Και εκείνη η άλλη ερώτηση που επίσης γνώριζα καλά, Τι σας έπιασε και ήρθατε; δεν έχει απάντηση, κι έτσι απάντησα, Για αλλαγή, ή, Δεν είμαι εγώ, ή Τυχαία, ή πάλι, Για να δω, ή πάλι, έτη φωτός. Μοίρα, νιώθω εκείνο το άλλο να έρχεται, άσ’ το να ‘ρθει, δεν θα με πιάσει στον ύπνο. Όλα είναι θόρυβος, βύζαγμα δίχως τελειωμό μαύρης μουσκεμένης τύρφης, κύματα πλατιά από γιγάντιες φτέρες, γαλήνιοι κόλποι από ρείκια, εκεί πνίγεται ο αέρας, η ζωή μου και τα παλιά της κουδουνίσματα. Ν’ αλλάξω, να δω, όχι, δεν υπάρχει τίποτα πλέον να δω, τα ‘χω δει όλα, έως ότου θόλωσαν τα μάτια μου, ούτε να φύγω μακριά από το κακό, το κακό έχει γίνει, μια μέρα έγινε το κακό, τη μέρα που τα πόδια μου μ’ έσυραν έξω γιατί έπρεπε να τραβήξουν τους δικούς τους δρόμους, που αφέθηκα στους δρόμους τους και μ’ έσυραν εδώ, να τι μ’ έπιασε και ήρθα. Και τι να κάνω, κεφαλαιώδες, εισπνέω εκπνέω και λέω, με λέξεις σαν τον καπνό, δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν μπορώ να μείνω, να δούμε τι συμβαίνει μετά. Και ως αίσθηση; Για τον Θεό δεν παραπονιέμαι, είναι εντάξει εκείνος, ίσως έναν τόνο πιο κάτω, σαν θαμμένος σε χιόνι, δίχως τη ζέστη, δίχως την υπνηλία, μπορώ και να παρακολουθώ καλά, όλες τις φωνές, όλα τα μέρη, αρκετά καλά, με τρώει το κρύο, η υγρασία επίσης, τουλάχιστον έτσι υποθέτω, Εγώ είμαι μακριά. Οι ρευματισμοί μου έτσι κι αλλιώς δεν είναι παρά μια ανάμνηση, δεν πονούν περισσότερο απ’ ό,τι της μητέρας μου, όταν την πονούσαν. Μάτι αδηφάγο υπομονετικό στο ωχρό πρόσωπο αρπαχτικού, ίσως να είναι η ώρα. Είμαι εκεί πάνω και είμαι εδώ κάτω, υπό το ατενές μου βλέμμα, καταποντισμένος, μάτια κλειστά, αυτί σκεπασμένο από την τύρφη που ρουφά, είμαστε μ’ έναν νου, όλοι μ’ έναν νου, πάντα ήμασταν, κατά βάθος, αρέσουμε ο ένας στον άλλο, λυπόμαστε ο ένας για τον άλλο, αλλά μέχρι εκεί, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ο ένας για τον άλλο. Ένα πράγμα είναι τουλάχιστον βέβαιο, σε μια ώρα θα είναι πάλι αργά, σε μισή ώρα θα είναι νύχτα, και πάλι δεν είναι, δεν είναι βέβαιο, τι δεν είναι βέβαιο, απολύτως βέβαιο, πως η νύχτα στέκεται εμπόδιο σε ό,τι η ημέρα επιτρέπει, για κείνους που ξέρουν πώς να καταπιαστούν, που έχουν τη βούληση να καταπιαστούν, το σθένος να ξαναπροσπαθήσουν. Ναι, θα νυχτώσει, η ομίχλη θα διαλυθεί, ξέρω την ομίχλη μου, κι ας βρίσκομαι σε σύγχυση, θα δροσίσει ο αέρας και διάπλατος ο νυχτερινός ουρανός πάνω από το βουνό, φωτισμένος, με τις Άρκτους, να καθοδηγήσουν για άλλη μια φορά τα βήματά μου, ας περιμένουμε τη νύχτα. Όλα μπερδεύονται, καιροί και χρόνοι, αρχικά ήμουν απλώς εδώ, τώρα είμαι ακόμα εδώ, σύντομα δεν θα είμαι ακόμα εδώ, αγκομαχώντας στην ανηφορική πλαγιά, ή στις φτέρες του δάσους, είναι άγρια πεύκα, δεν προσπαθώ να καταλάβω, ποτέ πια δεν θα ξαναπροσπαθήσω να καταλάβω, να τι σκέφτεστε, προς το παρόν είμαι εδώ, πάντα ήμουν εδώ, πάντα θα είμαι, δεν θα φοβηθώ άλλο τα μεγάλα λόγια, δεν είναι μεγάλα. Δεν θυμάμαι να έρχομαι, δεν μπορώ να φύγω, όλη η μικρή μου συντροφιά, τα μάτια μου είναι κλειστά και αισθάνομαι το υγρό φυτόχωμα τραχύ πάνω στο μάγουλό μου, μού ‘φυγε το καπέλο, κάπου κοντά θα είναι, εκτός κι αν το πήρε ο αέρας, ήμουν συνδεδεμένος μαζί του. Κάποτε είναι η θάλασσα, άλλοτε τα βουνά, συχνά ήταν το δάσος, η πόλη, η πεδιάδα επίσης, και με την πεδιάδα είχα ερωτοτροπήσει, παντού για νεκρός παραδόθηκα, από πείνα, από γηρατειά, δολοφονημένος, πνιγμένος, κι έπειτα δίχως αιτία, από πλήξη, τίποτα σαν την τελευταία ανάσα για να κρατηθείς στη ζωή, κι έπειτα τα δωμάτια, θάνατος από φυσικά αίτια, χωμένος στο κρεβάτι, ασφυκτιώντας μες στους εφέστιους θεούς, και διαρκώς μουρμουρίζοντας, τα ίδια παλιά μουρμουρητά, τις ίδιες παλιές ιστορίες, τις ίδιες παλιές ερωτήσεις και απαντήσεις, καμία κακία σ’ εμένα, σχεδόν καμία, stultior stultissimo, κατάρες ποτέ, όχι και τόσο βλάκας, ή μάλλον ξεχνώ. Ναι, μέχρι τέλους, διαρκώς μουρμουρίζοντας, για συντροφιά και για να ηρεμήσω, και πάντα όλος αυτιά, όλος αυτιά για τις παλιές ιστορίες, σαν τότε που ο πατέρας με κάθιζε στα γόνατα και μου διάβαζε εκείνη για τον Joe Breem ή Breen, τον γιο ενός φαροφύλακα, κάθε βράδυ ανελλιπώς, όσο κράτησε ο μακρύς χειμώνας. Παραμύθι, ήταν ένα παραμύθι για παιδιά, όλα ανέβαιναν σ’ έναν βράχο, μέσα στην καταιγίδα, η μητέρα ήταν πεθαμένη και οι γλάροι έπεφταν πάνω στο φως, ο Joe πήδηξε στη θάλασσα, τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι, μ’ ένα μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια, έκανε ό,τι έπρεπε να γίνει και επέστρεψε, τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι απόψε, είχε αίσιο τέλος, άρχιζε λυπητερά και τέλειωνε καλά, κάθε βράδυ, μια κωμωδία για παιδιά. Ναι, ήμουν εγώ ο πατέρας εγώ ήμουν και ο γιος, έκανα ερωτήσεις στον εαυτό μου και τις απαντούσα όσο καλύτερα μπορούσα, μού το έλεγα κάθε βράδυ ανελλιπώς, το ίδιο παλιό παραμύθι πού ήξερα απέξω και δεν μπορούσα να πιστέψω, ή περπατούσαμε μαζί, χέρι χέρι, βουβοί, καθένας βυθισμένος στον κόσμο του, ξεχασμένα τα χέρια του ενός μέσα στα χέρια του άλλου. Έτσι τα έβγαλα πέρα μέχρι τώρα. Και μου φαίνεται ότι πιάνει και σήμερα το βράδυ, με κρατώ αγκαλιά, κρατώ εμένα στην αγκαλιά μου, δίχως πολλή τρυφερότητα, αλλά με πίστη, με πίστη. Τώρα να κοιμηθούμε, σαν κάτω απ’ αυτή την αρχαία λάμπα, όλοι ζευγαρωμένοι, εξουθενωμένοι μετά απ’ όσα είπαμε, όσα ακούσαμε, χαρές τόσες και μόχθο.

Πηγή :Από τις «Πρόζες 1945 – 1980» του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989), μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ζ’ έκδοση 2013.

Πηγή: http://eimaistahaimou.blogspot.com/2019/07/1-1945-1980-1906-1989-2013.html

Σάμουελ Μπέκετ -Μερσιέ και Καμιέ (αποσπάσματα)

σελ. 101-105 κεφάλαιο VI

   …Έπεσε πάνω τους η σκιά ενός τεράστιου ανθρώπου. Η ποδιά του έφτανε ως τα μισά των μηρών του. Ο Καμιέ τον κοίταξε, εκείνος κοίταξε τον Μερσιέ, και ο Μερσιέ τον Καμιέ. Έτσι δημιουργήθηκαν, μολονότι μάτια δεν συναντήθηκαν, εικόνες εξαιρετικής πολυπλοκότητας οι οποίες επέτρεψαν στον καθένα να απολαύσει τρεις διαφορετικές και ταυτόχρονες εκδοχές συν, σε μικρότερη κλίμακα, τις τρεις εκδοχές που απήλαυσε ο καθένας από τους άλλους, δηλαδή ένα σύνολο εννέα εικόνων εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστων, χώρια την ανακατωσούρα των ερεθισμών που στριμώχνονταν στις παρυφές του πεδίου. Συνολικά, ένας απερίγραπτος κυκεώνας, αλλά διδακτικός, διδακτικός. Προσθέστε σε αυτό τα πολλά μάτια  που είχαν καρφωθεί στο τρίο και θα έχετε μια αμυδρή ιδέα του τι περιμένει αυτόν που είναι τόσο έξυπνος ώστε να μην το σκεφτεί καλύτερα και να μην αφήσει το μαύρο κελί του και την ακίνδυνη παλαβομάρα του, την αμυδρή αναλαμπή, καθώς περνούν τα χρόνια, τη συνείδηση της ύπαρξης, ότι έχεις υπάρξει.
   Τι θα πάρετε; είπε ο μπάρμαν.
   Όταν θα σε χρειαστούμε θα σε φωνάξουμε, είπε ο Καμιέ.
   Τι θα πάρετε; είπε ο μπάρμαν.
   Μία από τα ίδια, είπε ο Μερσιέ.
   Δεν σας έχω σερβίρει, είπε ο μπάρμαν.
   Το ίδιο όπως ο κύριος, είπε ο Μερσιέ.
   Ο μπάρμαν κοίταξε το άδειο ποτήρι του Καμιέ.
   Δεν θυμάμαι τι ήταν, είπε.
   Ούτε εγώ, είπε ο Καμιέ.
   Εγώ δεν ξέρω τίποτα, είπε ο Μερσιέ.
   Κάνε μια προσπάθεια, είπε ο Καμιέ.
   Μας τρομοκρατείς, είπε ο Μερσιέ, μπράβο σου.
   Ζητάμε και τα ρέστα, είπε ο Καμιέ, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε χεστεί από το φόβο μας. Γρήγορα, φέρε πριονίδι, φίλε μου.
   Και πάει, λέγοντας, όπου ο καθένας τους είπε πράγματα που δεν θα έπρεπε να έχει πει, ωσότου κατέληξαν σε μια συνεννόηση που επισφραγίστηκε με σαχλά χαμόγελα και χοντροκομμένες φιλοφρονήσεις. Το βουητό της κουβέντας ξανάρχισε.
   Άντε γεια, είπε ο Καμιέ.
   Ο Μερσιέ σήκωσε το ποτήρι του.
   Δεν εννοούσα αυτό, είπε ο Καμιέ.
   Ο Μερσιέ κατέβασε το ποτήρι του.
   Αλλά στο κάτω-κάτω γιατί όχι; είπε ο Καμιέ.
Κι έτσι σήκωσαν τα ποτήρια τους και ήπιαν, λέγοντας και οι δύο ταυτοχρόνως ή σχεδόν, Στην υγειά σου. Ο Καμιέ πρόσθεσε, Και στην επιτυχία τού – Αλλά αυτή την πρόποση δεν μπόρεσε να την ολοκληρώσει. Βοήθησέ με, είπε.
   Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά λέξη, είπε ο Μερσιέ, ούτε φράση, που να εκφράσει αυτό που φανταζόμαστε ότι προσπαθούμε να κάνουμε.
   Το χέρι σου, είπε ο Καμιέ, και τα δυο σου χέρια.
   Γιατί; είπε ο Μερσιέ.
   Για να σφίξει το δικό μου, είπε ο Καμιέ.
   Τα χέρια ψαχούλεψαν κάτω από το τραπέζι για να βρουν το ένα το άλλο, βρήκαν το ένα το άλλο, έσφιξαν το ένα το άλλο, ένα μικρό ανάμεσα σε δυο μεγάλα, ένα μεγάλο ανάμεσα σε δυο μικρά.
   Ναι, είπε ο Μερσιέ.
   Τι εννοείς ναι; είπε ο Καμιέ.
   Ορίστε; είπε ο Μερσιέ.
   Είπες ναι, είπε ο Καμιέ.
   Εγώ είπα ναι; είπε ο Μερσιέ. Εγώ; Αδύνατον. Η τελευταία φορά που χρησιμοποίησα αυτόν τον όρο ήταν στο γάμο μου. Με την Τοφάνα. Τη μητέρα των παιδιών μου. Των δικών μου παιδιών. Αναπαλλοτρίωτων. Η Τοφάνα. Δεν τη γνώρισες. Ζει ακόμα. Μια φακλάνα. Σαν να γαμάς βαρέλι δίχως πάτο. Και να σκεφτείς ότι γι’ αυτό το εκατόλιτρο του σκατού απαρνήθηκα το πιο αιθέριο όνειρό μου. Σταμάτησε με φιλαρέσκεια. Αλλά ο Καμιέ δεν ήταν σε διάθεση για αστεία. Κατ’ ανάγκην λοιπόν ο Μεσιέ συνέχισε. Ντρέπεσαι να με ρωτήσεις ποιο. Ας σου το ψιθυρίσω στο αυτί σου. Το όνειρο ν’ αφήσω το είδος να τα βγάλει πέρα όσο πιο καλά μπορεί χωρίς εμένα.
   Θα το λάτρευα ένα έγχρωμο μωρό, είπε ο Καμιέ.
   Έκτοτε προτιμώ τον άλλο τύπο, είπε ο Μερσιέ. Κάνει κανείς ό,τι μπορεί, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όλη μέρα κούνημα και τσούλημα, και το βράδυ καταλήγεις εκεί που ήσουν το πρωί. Αλλά! Αν θες, υπάρχει μια λέξη. Όλα είναι vox inanis, λόγος κενός, εκτός από ορισμένες μέρες, ορισμένες συζυγίες, αυτή είναι η συμβολή του Μερσιέ στον καυγά των καθολικοτήτων.
   Πού είναι τα πράγματά μας; είπε ο Καμιέ.
   Πού είναι η ομπρέλα μας; είπε ο Μερσιέ.
   Καθώς προσπαθούσα να βοηθήσω την Ελένη, είπε ο Καμιέ, το χέρι μου γλίστρησε.
   Μην πεις λέξη παραπάνω, είπε ο Μερσιέ.
   Την πέταξα στον υπόνομο, είπε ο Καμιέ.
   Πα’ να φύγουμε από δω, είπε ο Μερσιέ.
   Για πού; είπε ο Καμιέ.
   Πρόσω λοξώς, είπε ο Καμιέ.
   Όσο λιγότερα λες τόσο καλύτερα, είπε ο Μερσιέ.
   Εσύ θα με πεθάνεις, είπε ο Καμιέ.
   Θες λεπτομέρειες; είπε ο Μερσιέ.
   Ο Καμιέ δεν απάντησε. Του δέθηκε η γλώσσα, σκέφτηκε ο Μερσιέ.
   Θυμάσαι το ποδήλατό μας; είπε ο Μερσιέ.
   Μόλις, είπε ο Καμιέ.
   Μίλα δυνατότερα, είπε ο Μερσιέ, δεν είμαι κουφός.
   Ναι, είπε ο Καμιέ.
   Απομένουν, είπε ο Μερσιέ, δεμένα με ασφάλεια στο κιγκλίδωμα, όσα είναι εύλογο να απομένουν, μετά από ασταμάτητη βροχή μιας εβδομάδας, από ένα ποδήλατο που του αφαιρέθηκαν οι δυο τροχοί, η σέλλα, το κουδούνι και η σχάρα. Α, ναι, ξέχασα, πρόσθεσε, και το πίσω φως. Χτύπησε το κούτελό του με την παλάμη του. Άντε, κλούβιανε! είπε.
   Και η τρόμπα βέβαια, είπε ο Καμιέ.
   Αν θες το πιστεύεις, είπε ο Μερσιέ, αλλά για μένα το ίδιο κάνει, η τρόμπα γλίτωσε.
   Και τόσο ωραία τρόμπα, είπε ο Καμιέ. Πού είναι;
   Τη θεώρησα καθαρή αβλεψία, είπε ο Μερσιέ, και την άφησα εκεί που ήταν. Σκέφτηκα πως αυτό ήταν το σωστό. Άλλωστε, δεν υπάρχει τώρα τίποτα να τρομπάρουμε. Τη γύρισα ανάποδα, το πάνω κάτω, δεν ξέρω γιατί.
   Πάει κι έτσι; είπε ο Καμιέ.
   Α ναι, πάει πολύ καλά, είπε ο Μερσιέ, μια χαρά.
   Βγήκαν έξω. Φύσαγε.
   Βρέχει ακόμη; είπε ο Μερσιέ.
   Προς το παρόν όχι, υποθέτω, είπε ο Καμιέ.
   Αλλά έχει υγρασία, είπε ο Μερσιέ.
   Αν δεν έχουμε να πούμε τίποτα, είπε ο Καμιέ, ας μη μιλάμε.
   Έχουμε πολλά να πούμε, είπε ο Μερσιέ.
   Τότε γιατί δεν τα λέμε; είπε ο Καμιέ.
   Δεν μπορούμε, είπε ο Μερσιέ.
   Τότε ας σωπάσουμε, είπε ο Καμιέ.
   Προσπαθούμε, είπε ο Μερσιέ.
   Τη βγάλαμε καθαρή, είπε ο Καμιέ, χωρίς γρατσουνιά.
   Τι σου είπα; είπε ο Μερσιέ. Συνέχισε.
   Προχωρούμε επίπονα –
   Επίπονα! φώναξε ο Μερσιέ.
   Κοπιαστικά… κοπιαστικά στους σκοτεινούς δρόμους, σκοτεινούς και συγκριτικά έρημους, λόγω της προκεχωρημένης ώρας χωρίς αμφιβολία, και του άστατου καιρού, χωρίς να γνωρίζουμε ποιος οδηγεί, ποιος ακολουθεί ποιον…



σελ. 106-110

…Ακόμη και ο ένας πλάι στον άλλον, είπε ο Μερσιέ, όπως τώρα, χέρι-χέρι, μπράτσο-μπράτσο, τα πόδια συγχρονισμένα, είμαστε κατάφορτοι πραγμάτων και καταστάσεων που δεν χωρούν σε ένα χοντρό τόμο, σε δύο χοντρούς τόμους, τον δικό σου χοντρό τόμο, σε δύο χοντρούς τόμους, τον δικό σου χοντρό τόμο και τον δικό μου χοντρό τόμο. Όθεν αναμφίβολα η μακάρια αίσθηση που έχουμε ότι τίποτα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα, δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα. Διότι ο άνθρωπος κουράζεται στο τέλος να παλεύει να σβήσει τη δίψα του με τη μάνικα του πυροσβέστη και να βλέπει τα λίγα λιανοκέρια που του απόμειναν, το ένα μετά το άλλο, να λιώνουν στη φλόγα του καμινευτικού αυλού. Κι έτσι παραδίδεται μια για πάντα στη δίψα στο σκοτάδι. Είναι λιγότερο εκνευριστικό. Αλλά συμπάθα με, μερικές μέρες η φωτιά και το νερό εισβάλλουν στη σκέψη μου και κατά συνέπεια στην ομιλία μου, κατά το μέτρο που συνδέονται.
   Θα ήθελα να κάνω μερικές απλές ερωτήσεις, είπε ο Καμιέ.
   Απλές ερωτήσεις; είπε ο Μερσιέ. Καμιέ, με εκπλήσσεις.
   Η διατύπωσή τους είναι η απλούστερη δυνατή, είπε ο Καμιέ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να απαντήσεις χωρίς να σκεφτείς.
   Αν υπάρχει ένα πράγμα που απεχθάνομαι, είπε ο Μερσιέ, είναι να μιλάω περπατώντας.
   Η κατάστασή μας είναι απελπιστική, είπε ο Καμιέ.
   Όχι τώρα, είπε ο Μερσιέ, δεν έχω καμία όρεξη να ακούσω μεγάλα λόγια. Δε μου λες, είναι που σηκώθηκε αέρας και σταμάτησε η βροχή, αν σταμάτησε;
   Μη ρωτάς εμένα, είπε ο Καμιέ.
   Περιττό να σου πω, είπε ο Μερσιέ, προτού προχωρήσεις, ότι προσωπικά δεν έχω απάντηση. Μια φορά κι έναν καιρό είχα απαντήσεις, και τις καλύτερες, ήσαν η μόνη μου συντροφιά, έφτανα στο σημείο να επινοώ ερωτήσεις γι’ αυτές. Αλλά τις ξαπόστειλα εδώ και πολύ καιρό.
   Δεν εννοώ αυτού του είδους, είπε ο Καμιέ.
   Και τι είδους; είπε ο Μερσιέ. Το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον.
   Θα δεις, είπε ο Καμιέ. Και πρώτον, τι νέα από τον σάκο μας.
   Δεν ακούω τίποτα, είπε ο Μερσιέ.
   Ο σάκος, φώναξε ο Καμιέ, πού είναι ο σάκος;
   Ας κατέβουμε από δω, είπε ο Μερσιέ. Είναι απάγκιο.
   Έστριψαν σε ένα στενό δρομάκι ανάμεσα σε ψηλά παλιά σπίτια.
   Λοιπόν, είπε ο Μερσιέ.
   Πού είναι ο σάκος; είπε ο Καμιέ.
   Τι σ’ έχει πιάσει και το φέρνεις συνέχεια στη κουβέντα; είπε ο Μερσιέ.
   Δεν μου είπες τίποτα, είπε ο Καμιέ.
   Ο Μερσιέ σταμάτησε επί τόπου, πράγμα που υποχρέωσε τον Καμιέ να σταματήσει επίσης. Αν ο Μερσιέ δεν είχε σταματήσει επί τόπου, ούτε ο Καμιέ θα είχε σταματήσει. Αλλά το γεγονός ότι ο Μερσιέ σταμάτησε επί τόπου, έκανε τον Καμιέ να σταματήσει επίσης.
   Δεν σου είπα τίποτα; είπε ο Μερσιέ.
   Απολύτως τίποτα, είπε ο Καμιέ.
   Και τι έχω να πω, είπε ο Καμιέ, αν τον βρήκες, πώς τον βρήκες, και τα σχετικά.
   Ο Μερσιέ είπε. Ας συνεχίσουμε το – Σε αδυναμία να συμπληρώσει τη φράση, έκανε μια χειρονομία, με το ελεύθερο χέρι του, δείχνοντας τα πόδια του και τα πόδια του συντρόφου του. Έπεσε σιωπή. Ύστερα συνέχισε την απερίγραπτη πορεία τους που δεν ήταν άσχετη με τα πόδια τους.
   Τι έλεγες; είπε ο Μερσιέ.
   Ο σάκος, είπε ο Καμιέ.
   Δίνω την εντύπωση ότι τον έχω; είπε ο Μερσιέ.
   Όχι, είπε ο Καμιέ.
   Λοιπόν; είπε ο Μερσιέ. 
   Πολλά μπορεί να συνέβησαν, είπε ο Καμιέ. Μπορεί να έψαξες να τον βρεις, εις μάτην, μπορεί να τον βρήκες και να τον έχασες ξανά, ή ακόμη και να τον πέταξες, λέγοντας στον εαυτό σου, Δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαι, ή Αρκετά για σήμερα, θα δούμε αύριο. Πού θες να ξέρω;
   Έψαξα εις μάτην, είπε ο Μερσιέ, επί μακρόν, επιμόνως, επισταμένως, ανεπιτυχώς.
   Υπερέβαλε.
   Μπορώ να ρωτήσω, είπε ο Μερσιέ, πώς ακριβώς έγινε και έσπασες την ομπρέλα; Ή πώς αποφάσισες να την πετάξεις; Χτένισα αμέτρητες περιοχές, υπέβαλα ερωτήσεις σε αναρίθμητα πρόσωπα, έλαβα υπ’ όψιν την αφάνεια των πραγμάτων, τις μεταμορφώσεις του χρόνου, την αδυναμία των ανθρώπων εν γένει και εμού προσωπικώς, στα μυθεύματα και στις ψευδολογίες, την επιθυμία να ευχαριστείς τον άλλον και την παρόρμηση να τον πληγώνεις, και επιπλέον, τύχη αγαθή, κάθισα ήσυχος εκεί που ήμουνα, όπου κι αν ήμουνα, προσπαθώντας ακόμη να φανταστώ, ενάντια στον αέναο ερχομό, τις παντόφλες που σέρνονται, τα κλειδιά που κουδουνίζουν, κάποια καλύτερη γιατρειά από το ουρλιαχτό, το αγκομαχητό, το κλαψούρισμα, την άτακτη υποχώρηση.
   Ο Καμιέ ανέπτυξε εν συντομία τις σκέψεις του επί του θέματος.
   Γιατί επιμένουμε, είπε ο Μερσιέ, εσύ κι εγώ για παράδειγμα, ρώτησες ποτέ τον εαυτό σου αυτή την ερώτηση, εσύ που όλο ερωτήσεις είσαι; Θα σπαταλήσουμε ό,τι λίγο μας απομένει στην ανία της φυγής και στα όνειρα της σωτηρίας; Δεν σκέφτεσαι, όπως εγώ, πώς θα μπορούσες να προσαρμοστείς στην ιδέα αυτής της παράλογης τιμωρίας και να περιμένεις ήρεμα τον εκτελεστή που θα έρθει να την επικυρώσει;
   Όχι, είπε ο Καμιέ.
   Είχαν φτάσει στις παρυφές ενός μεγάλου ανοιχτού χώρου, μιας πλατείας ίσως, όπου επικρατούσε φασαρία, φευγαλέες λάμψεις, στρεβλές σκιές.
   Ας γυρίσουμε πίσω, είπε ο Μερσιέ. Αυτός ο δρόμος είναι γοητευτικός. Άρωμα μπουρδέλου…



Σελ. 140-141 κεφάλαιο VIII

...Σωριάστηκαν φύρδην μίγδην σε ένα μπαρ. Ο Μερσιέ και ο Καμιέ έκαναν να πάνε προς τον πάγκο αλλά ο Γουώτ τους κάθισε σε ένα τραπέζι και παράγγειλε τρία διπλά με όλη τη δύναμη της φωνής του.
   Μην πείτε ότι δεν έχετε ξανάρθει σ’ αυτό το κουτούκι, είπε ο Γουώτ, το ξέρω. Παραγγείλετε γκράπα και θα σας πετάξουν έξω.
   Τα ουίσκια ήρθαν.
   Κι εγώ έψαξα στον καιρό μου, ολομόναχος, αλλά πίστευα ότι ήξερα τι. Για φαντάσου! Σήκωσε τα χέρια του και τα πέρασε πάνω από το πρόσωπό του, ύστερα τα κατέβασε αργά στους ώμους του και μπροστά ωσότου συναντήθηκαν ξανά στα γόνατά του. Απίστευτο αλλά αληθινό, είπε.
   Διαμελισμένα σώματα αναδεύονταν στον γκρίζο αέρα.
   Να γεννιέται κανείς, είπε ο Γουώτ, να γεννιόμαστε, χωρίς τίποτα, και να μη θέλουμε τίποτα, μόνο να μας αφήσουν το τίποτα που έχουμε.
   Ο Μερσιέ και ο Καμιέ άκουγαν βερεσέ αυτά τα αποφθέγματα. Κοίταζαν πάλι ο ένας τον άλλον, όπως παλιά.
   Ήμουν έτοιμος να παραδοθώ, είπε ο Καμιέ.
   Επέστρεψες στον τόπο; είπε ο Μερσιέ.
   Ο Γουώτ έτριψε τα χέρια του.
   Μού κάνετε καλό, είπε, στ’ αλήθεια μου κάνετε πολύ καλό. Με παρηγορείτε.
   Κι ύστερα σκέφτηκα - , είπε ο Καμιέ.
   Εύχομαι να νιώσετε κάποια μέρα, είπε ο Γουώτ, αυτό που νιώθω τώρα εγώ. Αυτό βέβαια δεν θα αλλάξει σε τίποτα το γεγονός ότι η ζωή σας ήταν μάταιη, αλλά θα, πώς να το πω-;
   Κι ύστερα σκέφτηκα, είπε ο Καμιέ, ότι μπορεί να είχες την ίδια ιδέα.
   Κι έτσι δεν παραδόθηκες, είπε ο Μερσιέ.
   Λίγη ζεστασιά για τους απόμαχους της ζωής, είπε ο Γουώτ, αυτό είναι, λίγη ζεστασιά για τους κακόμοιρους τους απόμαχους.
   Φοβήθηκα ότι θα πέσω πάνω σου, είπε ο Καμιέ.
   Ο Γουώτ χτύπησε δυνατά με το χέρι του το τραπέζι, οπότε έπεσε μια εντυπωσιακή σιωπή. Αναμφίβολα αυτός ήταν ο σκοπός του, γιατί φρόντισε να την σπάσει με φωνή που έτριζε από την οργή:
   Γαμώ τη ζωή!... 
           
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989), Μερσιέ και Καμιέ (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. «Ύψιλον», 2006) μέρος β'.

Πηγή:http://eimaistahaimou.blogspot.com/2019/07/1906-1989-2006_31.html
                        

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Samuel Beckett-Αποσπάσματα

Αποτέλεσμα εικόνας για beckett samuel


Μονάχα οι λέξεις σπάνε τη σιωπή, κάθε άλλος στίχος έπαψε... Οι λέξεις μου είναι τα δάκρυά μου, τα μάτια μου το στόμα μου... Κι ο χρόνος αρχίζει πάλι, τα βήματα στη γη, την νύχτα που ο τρελός ικετεύει το πρωί και το πρωί παρακαλεί το βράδυ να μη χαράξει. Δε ξέρω, δε ξέρω τι σημαίνει όλο αυτό, μέρα και νύχτα, ουρανός και γη, παρακαλώντας ή ικετεύοντας... Εδώ είμαι απλώς και μόνο μια κούκλα εγγαστρίμυθη, δε νιώθω τίποτα, δε λέω τίποτα, με κρατάει στα χέρια του και κουνάει τα χείλη του μ' ένα σπάγγο, μ' ένα αγκίστρι, όχι, δε χρειάζονται χείλια, όλα είναι σκοτεινά, δεν υπάρχει κανείς, τι τρέχει με το κεφάλι μου, πρέπει να το άφησα στην Ιρλανδία, σ' ένα μπαρ, πρέπει νάναι κει ακόμα, ακουμπισμένο στο μπάγκο... Έτσι ώστε να μην είσαι πια εδώ, να μην υπήρξες ποτέ εδώ, αλλά όλο αυτό τον καιρό ψηλά, μ' ένα όνομα σαν τα σκυλιά να σε φωνάζουν και διακριτικά σημάδια να σε κυνηγούν, και το στήθος να φουσκώνει και να μαζεύει αβοήθητο, λαχανιάζοντας μέχρι την έσχατη μεγάλη άπνοια.
(Θραύσματα απ' το ''Κείμενα για το τίποτα'' VIII του Σάμιουελ Μπέκετ, μτφρ. Άρης Μπερλής)

"Εκεί που πέφτουν οι κρεμασμένοι φυτρώνουν μανδραγόρες. Γι’ αυτό ουρλιάζουν όταν τους ξεριζώνει κανείς».
Ο Σάμιουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό, μτφρ: Ελένη Βαρίκα, Δωρικός