Στο άνθος της ηλικίας. Πάρε μια μυρωδιά. Στο σκοτάδι ανάσκελα θυμάσαι. Ναι τώρα θυμάσαι. Μέρα Μαΐου χωρίς σύννεφα. Εκείνη σ’ ανταμώνει στο μικρό κιόσκι. Ένα ρουστίκ εξάεδρο. Εξ ολοκλήρου από κορμούς. Έλατα κι αγριόπευκα. Δύο μέτρα πλάτος. Τρία μέτρα ύψος. Εφτά τετραγωνικά το πολύ. Δύο μικρά πολύχρωμα φωτιστικά vis-à-vis. Μικρά βιτρώ σε σχήμα ρόμβου. Ένα περβάζι κάτω απ’ το καθένα. Τις Κυριακές τα καλοκαίρια μετά το μεσημεριανό άρεσε στον πατέρα σου να καταφεύγει εκεί μ’ ένα μαξιλάρι κι ένα περιοδικό. Με ξεκούμπωτο το παντελόνι καθόταν στο περβάζι γύριζε τις σελίδες. Στο απέναντι εσύ με τα πόδια σου να κρέμονται. Όταν γελούσε γέλαγες κι εσύ. Όταν το γέλιο του έσβηνε και το δικό σου επίσης. Χαρά και ευχαρίστηση μεγάλη για εκείνον η προσπάθεια να μιμηθείς το γέλιο του και μερικές φορές δεν γέλαγε παρά μόνο για ν’ ακούσει εσένα να γελάς. Ενίοτε γυρίζεις το κεφάλι σου κοιτάζεις έξω μέσα από ένα κόκκινο βιτρώ. Πιέζεις τη μικρή σου μύτη στο βιτρώ και γύρω σου όλα είναι κόκκινα. Τα χρόνια πέταξαν κι εκεί στο ίδιο μέρος όπως τότε κάθεσαι στο άνθος της ηλικίας λουσμένος σε πανδαισία φωτός ατενίζεις μπροστά. Εκείνη αργεί. Κλείνεις τα μάτια υπολογίζεις τον όγκο. Τις δύσκολες ώρες βρίσκεις μια βοήθεια στην απλή αριθμητική. Ένα καταφύγιο. Εντέλει καταλήγεις στα εξίμισι περίπου κυβικά μέτρα. Και στο σκοτάδι ακίνητος ακόμη βρίσκεις μια παρηγοριά στους αριθμούς. Υποθέτεις το ρυθμό της καρδιάς και υπολογίζεις πόσους χτύπους τη μέρα. Τη βδομάδα. Το μήνα. Το χρόνο. Και υποθέτεις τη διάρκεια ζωής μιας ζωής. Μέχρι τον τελευταίο χτύπο.
Μετάφραση: Χάρης Γαρουνιάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου