Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Sexton Anne. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Sexton Anne. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Anne Sexton - Οι βομβιστές


Είμαστε η Αμερική.
Είμαστε αυτοί που τα φέρετρα γιομίζουν.
Είμαστε μπακάληδες θανάτων.
Τους συσκευάζουμε σε καφάσια σαν κουνουπίδια.
Η μπόμπα ανοίγει σαν κουτί παπουτσιών.
Και το παιδί;
Το παιδί δεν χασμουριέται βέβαια.
Και η γυναίκα;
Η γυναίκα λούζει την καρδιά της.
Της την ξεκόλλησαν
κι επειδή είναι καμένη
και σαν μια πράξη τελευταία
την ξεπλένει στο ποτάμι.
Αυτό είναι το παζάρι του θανάτου.
Αμερική
πού είναι τα δικαιολογητικά σου;

μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Πηγή: Μαρία Λαϊνά (επιμ.) Ξένη ποίηση του Εικοστού Αιώνα (επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2007,

Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Anne Sexton - Δύο ποιήματα

 Νουθεσίες σε κάποιον άνθρωπο ξεχωριστό


Φυλάξου απ’ την εξουσία,

η ισχύς της μπορεί να σου ανοίξει το λάκκο,

χιόνι, χιόνι, χιόνι, σου ακινητοποιεί το βουνό.

 

Φυλάξου απ’ το μίσος,

μπορεί το στόμα του ν’ ανοίξει και να σε εκτινάξει

να φας το πόδι σου, λεπρός της μιας στιγμής.

 

Φυλάξου απ’ τους φίλους,

γιατί σαν τους προδώσεις,

όπως και θα κάνεις,

θα θάψουν το κεφάλι τους στην τουαλέτα

και θα χαθούν τραβώντας το καζανάκι.

 

Φυλάξου απ’ το πνεύμα,

γιατί ξέρει τόσα που δεν ξέρει τίποτα

και σε αφήνει ανάποδο εκκρεμές,

εκστομίζοντας γνώση, ενόσω η καρδιά σου

καταρρέει απ’ το στόμα σου.

 

Φυλάξου απ’ τα παιχνίδια, το κομμάτι του ηθοποιού,

το λόγο που σχεδιάζεται, μαθαίνεται, δίδεται,

καθώς θα σε δώσουν

και θα στέκεσαι σαν απογυμνωμένο αγοράκι

που κατουρά το ίδιο του το παιδικό κρεβάτι.

 

Φυλάξου απ’ την αγάπη

(εκτός κι αν είναι αληθινή,

και κάθε σημείο του σώματός σου λέει ναι, και τα δάχτυλα ακόμη),

θα σε τυλίξει σαν μούμια,

και η κραυγή σου δεν θα εισακουστεί

και από τα ζωτικά σου όργανα δεν θα λειτουργεί κανένα.

 

Αγάπη; Κάνε την άντρα. Κάνε τη γυναίκα.

Πρέπει να είναι ένα κύμα μες στο οποίο να θες να γλιστρήσεις,

στο οποίο θα δώσεις το σώμα σου, στο οποίο το γέλιο σου θα δώσεις,

δώσε, σαν η χαλικώδης άμμος σε παρασύρει,

τα δάκρυά σου στη γη. Το να αγαπάς κάποιον είναι κάτι

σαν προσευχή που δεν τη σχεδιάζεις, απλώς πέφτεις

στην αγκαλιά της, αφού η πίστη σου τη δυσπιστία σου ξεκάνει.

 

Άνθρωπε ξεχωριστέ,

αν ήμουν στη θέση σου, σημασία δεν θα ‘δινα

στις νουθεσίες μου,

μισές φτιαγμένες από δικές σου λέξεις

και κομματάκι δικές μου.

Μια σύμπραξη.

Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπα,

αν εξαιρέσεις μερικές, αν εξαιρέσεις ότι σε σκέφτομαι σαν κάποιο νέο δέντρο

με κολλημένα τα φύλλα του επάνω, και ξέρω πως θα ριζώσεις

ώστε η αληθινή πρασινάδα να φανεί. 

 

Αφέσου. Αφέσου.

Ω, άνθρωπε ξεχωριστέ,

φύλλα εν δυνάμει,

αυτή η γραφομηχανή στο διάβα της προς αυτά σε βρίσκει καλό,

μα θέλει κρυστάλλινα ποτήρια να διαλύσει

ως ένδειξη τιμής,

για σένα,

όταν ο σκοτεινός φλοιός ξεπεταχτεί

και θα αεροπορείς ανάλαφρα

σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι.

 

24 Μαρτίου 1974

(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το πρώτο της συλλογής)

Ερωτικό γράμμα γραμμένο μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτίριο

  

    Αγαπημένε μου Φόξυ,

 

Είμαι μέσα σ’ ένα ξύλινο καφάσι,

το καφάσι που ήταν κάποτε δικό μας,

γεμάτο άσπρα πουκάμισα και σαλατικά,

το ψυγείο χτυπά με τ’ απολαυστικά μας χτυπήματα,

και φόρεσα ταινίες στα μάτια μου,

και συ φορούσες αυγά στην τρύπα σου,

και κυλιστήκαμε στα πατώματα, στα πατώματα, στα πατώματα

όλη μέρα, ακόμη και στο μπάνιο σαν σεληνιασμένοι.

Μα σήμερα έβαλα φωτιά στο κρεβάτι

κι ο καπνός πνίγει το δωμάτιο,

αρχίζει και γίνεται αρκετή ζέστη εδώ μέσα ώστε να λιώσουν οι τοίχοι,

και το ψυγείο, ένα γλιτσιασμένο άσπρο δόντι.

 

Φορώ μια μάσκα για να γράψω τις τελευταίες μου λέξεις,

κι είναι μόνον για σένα, και θα τις βάλω

στο ψυγείο φυλάγοντάς τες για τη βότκα και τις ντομάτες,

κι ίσως να κρατήσουν έτσι.

Η σκύλα όμως όχι. Τα στίγματά της θα λιγοστέψουν.

Τα παλιά γράμματα θα λιώσουν μέσα σε μια μαύρη μέλισσα.

Τα νυχτικά ήδη κομματιάζονται

χάρτινα θαρρείς, το κίτρινο, το κόκκινο, το μοβ.

Το κρεβάτι -εδώ που τα λέμε, τα σεντόνια έχουν γίνει χρυσαφένια-

βαρύ, βαρύ χρυσάφι, και το στρώμα

φιλιέται μες σε μια πέτρα.

 

Όσο για μένα, αγαπημένε μου Φόξυ,

τα ποιήματά μου για σένα μπορεί, μπορεί και όχι, να φτάσουν το ψυγείο

και τη φερέλπιδα αιωνιότητά του,

για σένα αυτό δεν φτάνει;

Αυτό όπου ονοματίζεις

τ’ όνομά μου ακριβώς έξω δίπλα στη θέση του παραλήπτη;

Αν τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ήταν σαν αρπακτικού

θα ‘λεγα όλη την ιστορία –

όχι μόνον την ιστορία για τα σεντόνια

αλλά την ιστορία για τον αφαλό,

την ιστορία με τα βλέφαρα που ήταν δύσκολο ν’ ανοίξουν,

την ιστορία της-πικρής-απ’-το-ουίσκι-θηλής –

και θα φτυάριζα την αγάπη μας πίσω εκεί όπου ανήκε.

 

Παρ’ όλα τα γάντια μου από αμίαντο,

ο βήχας με πνίγει μ’ απελπισία,

και μια κόκκινη σκόνη κυλά μέσ’ απ’ τις φλέβες μου,

το μικρό μας σκελετωμένο σπίτι συντρίβεται τόσο ανοιχτά

και χωρίς να το θέλει, βλέπεις,

σημαίνει μια μοναχική πράξη,

την αποτέφρωση μιας αγάπης,

αλλά αντίθετα μοιάζουμε να καταρρέουμε

ακριβώς στη μέση του Ρωσικού δρόμου,

οι φλόγες κάνουν τον ήχο τού

αλόγου που το χτυπάς και το χτυπάς,

το μαστίγιο λατρεύει τον ανθρώπινό του θρίαμβο

την ώρα που οι μύγες περιμένουν, τίναγμα το τίναγμα,

ακριβώς κατευθείαν απ’ την εταιρεία United Fruit.

 Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου

27 Σεπτεμβρίου 1974

(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το τελευταίο της συλλογής)


Πηγή:https://exwtico.wordpress.com/2008/10/04/%CE%B1%CF%80-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CE%AC%CF%86%CE%BF-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1/

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Anne Sexton - Εκείνη η μέρα


Αυτό είναι το γραφείο όπου κάθομαι

κι αυτό είναι το γραφείο όπου σε αγαπώ πάρα πολύ

κι αυτή είναι η γραφομηχανή που κάθεται ενώπιόν μου

όπου χθες μόνο το σώμα σου κάθισε ενώπιόν μου

με τους ώμους του μαζεμένους σαν σε αρχαιοελληνικό χορό,

με τη γλώσσα του σαν βασιλιάς που εφευρίσκει κανόνες στο διάβα του

με τη γλώσσα του αρκετά ανοιχτά σαν γάτα γάλα λάφτοντας

με τη γλώσσα του – κι οι δυο μας περιελισσόμενοι στη γλιστερή ζωή της.

Αυτό ήταν χθες, εκείνη η μέρα.

Εκείνη ήταν η μέρα της γλώσσας σου,

η γλώσσα που ξεπετάχτηκε απ’ τα χείλη σου,

δύο ανοιχτήρια, μισά ζώα, μισά πουλιά

γραπωμένα στις πύλες της καρδιάς σου.

Εκείνη η μέρα ήταν που υπάκουσα στους κανόνες του βασιλιά,

περνώντας τις κόκκινες φλέβες σου και τις μπλε φλέβες σου,

τα χέρια μου στη ραχοκοκαλιά κάτω, ταχύβολα κάτω σαν φωτιά σε κοντάρι,

χέρια ανάμεσα σε πόδια όπου επιδεικνύεις την εσώτατή σου γνώση,

όπου ορυχεία διαμαντιού θάβονται και ξεθάβονται για να ξαναθαφτούν,

ξεφυτρώνουν πιο αιφνίδια κι από αναστηλωμένη πόλη.

Ολοκληρώνεται σε δευτερόλεπτα αυτό το μνημείο.

Το αίμα ρέει υπογείως, εγείρει όμως έναν πύργο.

Αξίζει να συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος για ένα τέτοιο οικοδόμημα.

Για ένα θαύμα περιμένει στη σειρά κανείς και πετάει κομφετί.

Σίγουρα ο Τύπος είναι εδώ γυρεύοντας τίτλους ειδήσεων.

Σίγουρα κάποιος πρέπει να κρατάει το πανό στο πεζοδρόμιο.

Όταν χτίζεται μια γέφυρα δεν κόβει μια κορδέλα ο δήμαρχος;

Αν ένα φαινόμενο αποκαλυφθεί δεν θα έπρεπε να ‘ρθουν οι Μάγοι με

τα δώρα τους;

Χθες ήταν η μέρα που έφερα δώρα για το δώρο σου

και ήρθα από την κοιλάδα να σ’ ανταμώσω στο πεζοδρόμιο επάνω.

Αυτό ήταν χθες, εκείνη η μέρα.

Εκείνη ήταν η μέρα του προσώπου σου,

Το πρόσωπό σου μετά τον έρωτα, πλάι στο μαξιλάρι, ένα νανούρισμα.

Μισόξυπνος δίπλα μου ν’ αφήνεις την παλιομοδίτικη κουνιστή πολυθρόνα να

ακινητοποιείται,

η ανάσα μας γινόταν ένα, γινόταν παιδική ανάσα ενωμένη,

καθώς τα δάχτυλά μου ζωγράφιζαν μικρά ω στα σφαλιστά σου μάτια,

καθώς τα δάχτυλά μου ζωγράφιζαν μικρά χαμόγελα στο στόμα σου,

καθώς ζωγράφιζα ΣΕ ΑΓΑΠΩ στο στήθος σου και το σφυρί του

και ψιθύρισα «Ξύπνα!» και μουρμούριζες στον ύπνο σου

«Σουτ. Οδηγούμε στο Κέιπ Κοντ. Κατευθυνόμαστε στην Μπουρν-

Γέφυρα. Κάνουμε κύκλους γύρω από τον Κόμβο Μπουρν». Μπουρν![1]

Τότε σε γνώρισα μέσα από το όνειρό σου και προσευχήθηκα για τον καιρό

που θα γινόμουν μια διαπεραστική γραμμή και θα ρίζωνες μέσα μου

και που θα μπορούσα να ανατρέφω τον γεννημένο σου, θα μπορούσα να

ανέχομαι

το εσύ σου ή το φάντασμα του εσύ σου στο μικρό μου σπιτικό.

Χθες δεν ήθελα να γίνω προϊόν δανεισμού

αλλά αυτή είναι η γραφομηχανή που κάθεται ενώπιόν μου

και η αγάπη είναι εκεί που ήταν το χθες.  

                                                                   ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ  

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

Anne Sexton - Ποιήματα

 Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ

Ε, κύριε, μισό λεπτό. Από πού πάνε για το σπίτι;
Έσβησαν το φως
και το σκοτάδι κινείται στη γωνία.
Δεν υπάρχουν πινακίδες σ’ αυτό το δωμάτιο,
τέσσερις γυναίκες, πάνω από ογδόντα,
όλες τους με πάνες.
Λα λα λα, η μουσική επιστρέφει σε μένα κολυμπώντας
και νιώθω τη μελωδία που ακουγόταν
τη νύχτα που με άφησαν
σ’ αυτό το ιδιωτικό ίδρυμα πάνω στο λόφο.

Φαντάσου το. Έπαιζε το ραδιόφωνο
κι όλοι εδώ πέρα ήταν τρελοί.
Μου άρεσε και χόρεψα σε κύκλο.
Η μουσική χύνεται πάνω στη λογική
και με κάποιον παράξενο τρόπο
η μουσική βλέπει περισσότερα από μένα.
Θέλω να πω, θυμάται καλύτερα.
Θυμάται την πρώτη νύχτα εδώ.
Το κρύο του Νοέμβρη σ’ άρπαζε απ’ το λαιμό,
ακόμα και τ’ αστέρια ήταν δεμένα με λουριά στον ουρανό
κι αυτή η σελήνη, υπερβολικά φωτεινή,
χωνόταν μέσα από τα κάγκελα για να μου κολλήσει
ένα τραγούδι στο κεφάλι.
Έχω ξεχάσει όλα τ’ άλλα.

Με έδεσαν σ’ αυτή την καρέκλα στις οχτώ το πρωί
και δεν υπάρχουν πινακίδες να δείχνουν το δρόμο,
μόνο το ραδιόφωνο που παίζει μόνο του
και το τραγούδι που θυμάται περισσότερο
από μένα. Ω, λα λα λα,
αυτή η μουσική επιστρέφει σε μένα κολυμπώντας.
Τη νύχτα που ήρθα χόρεψα σε κύκλο
και δε φοβόμουν.
Κύριε;

Από την συλλογή: ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΠΕΝΤΛΑΜ ΚΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ (1960)


ΣΥΓΧΡΩΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
Είχα κουραστεί να είμαι γυναίκα,
μ’ είχαν κουράσει τα κουταλάκια και τα βαζάκια,
μ’ είχαν κουράσει το στόμα και τα στήθη μου,
μ’ είχαν κουράσει τα καλλυντικά και τα μετάξια.
Ακόμα κάθονταν οι άντρες στο τραπέζι μου,
γύρω απ’ την κούπα που τους πρόσφερα μαζεύονταν.
Κούπα γεμάτη σταφύλια μαβιά,
οι μύγες να ζυγώνουν για τη μυρωδιά,
μέχρι και ο πατέρας μου ήρθε με το λευκό του οστό.
Όμως εμένα με είχε κουράσει το φύλο των πραγμάτων.

Εχθές το βράδυ είδα ένα όνειρο
και μίλησα σ’ αυτό και είπα:
«Εσύ είσαι η απάντηση.
Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ κι από τον άντρα μου κι απ’ τον
πατέρα».
Σ’ αυτό το όνειρο υπήρχε μια πόλη από αλυσίδες
όπου η Ιωάννα θανατώθηκε φορώντας ρούχα αντρικά
και ανεξήγητη ήτανε η φύση των αγγέλων.
Κανείς τους δεν ανήκε στο ίδιο είδος,
ένας με μία μύτη, άλλος με ένα αφτί στο χέρι του,
άλλος μασούλαγε ένα αστέρι και κατέγραφε την τροχιά του,
καθένας τους σαν ένα ποίημα που υπάκουε στον εαυτό του,
τις λειτουργίες του Θεού εκτελούσαν,
χώριζαν τους ανθρώπους.

«Εσύ είσαι η απάντηση»
είπα και εισήλθα,
πλαγιάζοντας στις πύλες της πόλης.
Τότε οι αλυσίδες δέθηκαν γύρω μου σφιχτά
κι έχασα το συνηθισμένο φύλο μου, την τελική μου
διάσταση.
Ο Αδάμ βρισκόταν στ’ αριστερά μου
και η Εύα στα δεξιά μου
και οι δύο απόλυτα ασύμβατοι με τον κόσμο της λογικής.
Πλέξαμε τα μπράτσα μας μαζί
και πετάξαμε προς τον ήλιο.
Δεν ήμουν πια γυναίκα,
δεν ήμουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Ω, κόρες της Ιερουσαλήμ,
ο βασιλιάς με έφερε στην κάμαρά του.
Είμαι μαύρη και είμαι πανέμορφη.
Με άνοιξαν και με έγδυσαν.
Δεν έχω χέρια ή πόδια.
Είμαι ολόκληρη ένα δέρμα, ίδια ψάρι.
Δεν είμαι περισσότερο γυναίκα
απ’ όσο ήταν άντρας ο Χριστός.

Από την συλλογή: ΖΗΣΕ Ή ΠΕΘΑΝΕ (1966)


ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΗΤΡΑ ΜΟΥ
Οι πάντες είναι μέσα μου πουλιά.
Φτεροκοπώ ολόκληρη.
Ήθελαν να σε βγάλουν
όμως δε θα το κάνουν.
Μου είπανε πως ήσουνα απόλυτα κενή
όμως δεν είσαι.
Πως ήσουν άρρωστη και πέθαινες, μου είπαν,
κάνανε όμως λάθος.
Τραγουδάς σαν κοριτσόπουλο.
Δε σε σκίσανε.

Γλυκό φορτίο,
τιμώντας τη γυναίκα που είμαι
και την ψυχή της γυναίκας που είμαι
και το πρωτεύον πλάσμα και την ευχαρίστησή του
για σένα τραγουδώ. Τολμώ να ζήσω.
Χαίρε, πνεύμα. Χαίρε, κάλυκα.
Ασφάλισε, προστάτευσε. Προστάτευσε αυτό που
πράγματι μέσα περιέχεις.
Χαίρε, χώμα των αγρών.
Ρίζες, καλώς ορίσατε.

Ζωή έχει κάθε κύτταρο.
Εδώ υπάρχει αρκετή για ένα ολόκληρο έθνος.
Τα αγαθά της επαρκούν για τον κοσμάκη.
Καθένας, κάθε κράτος θα το έλεγε
«Ω, τι καλά, φέτος ίσως φυτέψουμε ξανά
και τη μελλοντική σοδειά σκεφτούμε.
Είχαν προβλέψει μαρασμό, όμως γλιτώσαμε».

Πολλές γυναίκες τραγουδάνε εν χορώ:
κάποια σ’ ένα εργοστάσιο παπουτσιών, που καταριέται το
μηχάνημα
κάποια άλλη στο ενυδρείο φροντίζοντας μια φώκια
κάποια που κάθεται αδρανής πίσω από το τιμόνι ενός
Φορντ
κάποια στα διόδια εισπράκτορας
κάποια στην Αριζόνα που αφαλοκόβει ένα μοσχάρι
κάποια στη Ρωσία έχοντας ανάμεσα στα πόδια ένα τσέλο
κάποια στην Αίγυπτο που αλλάζει κατσαρόλες
κάποια βάφοντας τους τοίχους της στο χρώμα της σελήνης
κάποια πεθαίνοντας ενώ θυμάται ένα γεύμα πρωινό
κάποια που τεντώνεται στην ψάθα της στην Ταϊλάνδη
κάποια που σκουπίζει του παιδιού της τον ποπό
κάποια που κοιτάζει απ’ το παράθυρο ενός τρένου
στο Γουαϊόμινγκ∙ μια άλλη βρίσκεται
οπουδήποτε και κάποιες βρίσκονται παντού και όλες τους
μοιάζουν να τραγουδούν, αν και ορισμένες
δεν μπορούν να βγάλουν
ούτε νότα.

Γλυκό φορτίο,
τιμώντας τη γυναίκα που είμαι
άσε με να φορώ ένα μακρύ μαντίλι
και, για τα δεκαεννιάχρονα, τύμπανα να χτυπώ.
Για τη σπονδή να φέρω κύπελλα
(εάν ο κλήρος μου είναι αυτός).
Να μελετήσω τον καρδιοαγγειακό ιστό,
να ερευνήσω αποστάσεις διαττόντων,
άσε με να βυζάξω σε μίσχους λουλουδιών
(εάν ο κλήρος μου είναι αυτός).
Άσε με να χορέψω πρωτόγονο χορό
(εάν ο κλήρος μου είναι αυτός).
Γι’ αυτό που το σώμα χρειάζεται
άσε με να τραγουδήσω
για το δείπνο
για το φίλημα
για το σωστό
ναι.

Από την συλλογή: ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1969)


ΡΟΥΧΑ
Φόρα ένα καθαρό πουκάμισο
πριν πεθάνεις, είπε κάποιος Ρώσος.
Κάτι που δε θα έχει σάλια, παρακαλώ,
ούτε λεκέδες από αβγό, ούτε αίμα,
ούτε ιδρώτα ή σπέρμα.
Με θέλεις καθαρή, Θεέ μου,
έτσι κι εγώ θα προσπαθήσω να υπακούσω.

Κάνει το καπέλο που φορούσα
όταν παντρεύτηκα;
Λευκό, πλατύ, με ψεύτικα λουλούδια σε μια μικρή σειρά.
Είναι παλιομοδίτικο κι έχει τόσο στιλ όσο ένα σκαθάρι,
όμως ταιριάζει να πεθάνεις φορώντας κάτι νοσταλγικό.

Θα πάρω και το πουκάμισο που φορούσα στα βαψίματα,
που έχει πλυθεί τόσες φορές και έχει φυσικά
λεκέδες από κάθε κίτρινη κουζίνα που έχω βάψει.
Θεέ μου, δε σε πειράζει να φέρω όλες τις κουζίνες μου;
Βαστούν τα γέλια της οικογένειας και τη σούπα.

Για στηθόδεσμο
(χρειάζεται να το αναφέρω;)
εκείνο το ενισχυμένο μαύρο που μόλις το ‘βγαλα
με χλεύασε ο εραστής μου.
«Που πήγε το υπόλοιπο;» μου είπε.

Θα πάρω και
τη φούστα της εγκυμοσύνης μου του ενάτου μήνα,
παράθυρο για της αγάπης την κοιλιά
απ’ όπου ξεπετάχτηκαν ένα ένα τα μωρά σαν μήλα,
στο εστιατόριο που σπάσανε τα νερά,
φτιάχνοντας ένα σπίτι θορυβώδες όπου θα ‘θελα να πεθάνω.

Για εσώρουχα θα πάρω άσπρα βαμβακερά,
αυτά της παιδικής μου ηλικίας,
γιατί ήτανε της μάνας μου η γνώμη
πως τα καλά κορίτσια φοράνε μόνο άσπρο βαμβάκι.
Κι αν είχε ζήσει να το δει
θα μ’ είχε επικηρύξει
για τα κόκκινα, τα μαύρα, τα μπλε που έχω φορέσει.
Όμως εγώ θα συμφωνούσα απολύτως
να πεθάνω σαν καλό κορίτσι
και να μυρίζω χλωρίνη και αποσμητικό.
Ως δεκαεξάρα
θα πέθαινα γεμάτη απορίες.

Από την συλλογή: ΤΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (1974)


ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Εδώ,
στο δωμάτιο της ζωής μου,
τα αντικείμενα αλλάζουν συνεχώς.
Τα τασάκια που μαζεύουν δάκρυα,
ο βασανισμένος αδερφός του ξύλινου τοίχου,
τα σαράντα οχτώ πλήκτρα της γραφομηχανής,
καθένα τους ένα μάτι που δεν κλείνει ποτέ,
τα βιβλία, σαν διαγωνιζόμενες στα καλλιστεία,
η μαύρη καρέκλα, ένα φέρετρο σκύλου από πλαστικό∙
οι πρίζες στον τοίχο
περιμένουν σαν σπηλιά μελισσών,
το χρυσό χαλάκι
μια συνομιλία ανάμεσα σε δάχτυλα και φτέρνες,
το τζάκι
ένα μαχαίρι που κάποιον περιμένει να το πάρει στα χέρια του,
ο καναπές εξαντλημένος σαν από το μόχθο μιας πόρνης,
το τηλέφωνο
δύο λουλούδια ριζωμένα στους βουβώνες του∙
οι πόρτες
ανοίγουν και κλείνουν σαν όστρακα,
τα φώτα
με σκουντάνε,
φωτίζοντας και το χώμα και το γέλιο.
Τα παράθυρα,
τα πεινασμένα παράθυρα,
χώνουν τα δέντρα σαν καρφιά μες στην καρδιά μου.
Κάθε μέρα ταΐζω τον έξω κόσμο
και ας εκρήγνυνται πουλιά
δεξιά κι αριστερά.
Ταΐζω και τον μέσα κόσμο
προσφέροντας μπισκότα στο κουταβάκι του γραφείου.
Όμως τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται να είναι.
Τα πράγματά μου ονειρεύονται και φορούν καινούριες
στολές,
εξαναγκασμένα απ’ όλες τις λέξεις που έχω στα χέρια μου
και τη θάλασσα που λυσσομανά μες στο λαιμό μου.
 

Πηγή: «Η φριχτή κωπηλασία προς τον θεό» (1975) στο: Anne Sexton, Ποιήματα, Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου, Επιμέλεια: Παυλίνα Παμπούδη, Αθήνα: Printa 2010. 

Aναδημοσίευση από: https://exitirion.wordpress.com/2019/10/31/anne-sexton/

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Anne Sexton - [H μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή -1]

 
Το τέλος μιας σχέσης είναι πάντα θάνατος.
Αυτή είναι το εργαστήριό μου. Μάτι που ξεγλιστάει
και βγαίνει από τη φάρα μου, η πνοή μου
σε βρίσκει φευγάτο. Προκαλώ φρίκη
σ’ εκείνους που στέκονται πλάι μου. Είμαι ταϊσμένη.
Τη νύχτα, μονάχη, παντρεύομαι το κρεβάτι.
 
Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν αργεί πολύ. Είναι  η κόντρα μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Γέρνω προς τα πίσω
στο μπουντουάρ όπου συνήθιζες να την καβαλικεύεις
Με πήρες σαν κάτι δανεικό πάνω στο λουλουδάτο κάλυμμα.
Tη νύχτα, μονάχη, παντρεύομαι το κρεβάτι.
 
Δραπετεύω απ’ το σώμα μου μ’ αυτό τον τρόπο,
ένα ενοχλητικό θαύμα. Θα μπορούσα άραγε 
να βγάλω στη φόρα το παζάρι των ονείρων;
Απλώνομαι. Σταυρώνω. 
Λουκουμάκι μου, έτσι με είπες.
Τη νύχτα μονάχη, παντρεύομαι το κρεβάτι.        
 
  
Πάρε για παράδειγμα τη νύχτα αυτή, αγάπη μου
όπου κάθε μοναχικό ζευγάρι ενώνει
αναποδογυρίζοντας αγκαλιασμένο, χαμηλά, ψηλά,
τη δυάδα της αφθονίας πάνω σε σφουγγάρια και φτερά
γονατίζοντας και σπρώχνοντας, κεφάλι το κεφάλι.
Μονάχη τη νύχτα, παντρεύομαι το κρεβάτι.                                    
                                                              
Τότε η μαυρομάτα αντίζηλός μου κατέφτασε.
Η λαίδη των υδάτων αναδυόμενη απ’ την πλαζ
ένα πιάνο στις άκρες των δαχτύλων της, ντροπή
στα χείλη της και φλάουτου μιλιά.
Κι εγώ ήμουν η στραβοπόδαρη σκούπα.  
Μονάχη τη νύχτα παντρεύομαι το κρεβάτι
 
Σε πήρε έτσι όπως παίρνει μια γυναίκα
από τον πάγκο ένα φουστάνι σε τιμή ευκαιρίας 
κι εγώ έσπασα έτσι όπως σπάζει μια πέτρα.
Επιστρέφω τα βιβλία σου και τη βελόνα του ψαρέματος.
Η εφημερίδα σήμερα γράφει πως νυμφεύεσαι.
Μονάχη τη νύχτα παντρεύομαι το κρεβάτι.
 
Αγόρια και κορίτσια απόψε γίνονται ένα.
Ξεκουμπώνουν μπλούζες. Ανοίγουν φερμουάρ
Βγάζουν παπούτσια. Σβήνουν το φως.
Τα φεγγοβόλα πλάσματα είναι γεμάτα ψέματα.
Τρώνε το’ να τ’ άλλο. Είναι παραταϊσμένα.
Μονάχη τη νύχτα παντρεύομαι το κρεβάτι.
 
Μετάφραση: Κλεοπάτρα Λυμπέρη

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Anne Sexton - η τροφή

 Θέλω το μητρικό γάλα,

αυτήν την ωφέλιμη ξινή σούπα.

Θέλω στήθη που κλυδωνίζονται σαν μελιτζάνες,

κι ένα στόμα ψηλά να δίνει φιλιά.

Θέλω ρώγες ντροπαλές σαν φράουλες

γιατί πάνω απ’ όλα θέλω να θηλάσω τον ουρανό. 


Μετάφραση:  Ελσα Κορνέτη     

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Anne Sexton - Εμείς


Ήμουνα τυλιγμένη
σε γούνα ασπρόμαυρη
κι εσύ με έγδυσες και
με τοποθέτησες σε φως χρυσό,
ύστερα μου φόρεσες το στέμμα
καθώς έξω από την πόρτα
έπεφτε χιόνι με διαγώνιες σαϊτιές.
Καθώς παχιές νιφάδες
έπεφταν σαν αστέρια,
μικρά κομμάτια ασβέστη,
εμείς κρυφτήκαμε στα σώματά μας
(ετούτο το δωμάτιο θα μας θάψει)
κι εσύ ήσουν μες στο σώμα μου
(ετούτο το δωμάτιο θα ζήσει περισσότερο από μας)
και στην αρχή στέγνωσα τα
πόδια σου με μια πετσέτα
γιατί ήμουν σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!
Αχ, τότε
στάθηκα όρθια μες στο χρυσό μου δέρμα
κι έπνιξα τους ψαλμούς
και πέταξα τα ρούχα
και πέταξες τα χαλινά
και πέταξες τα γκέμια
κι άνοιξα τα κουμπιά
και πέταξα τα οστά, τη σύγχυση,
τις καρτ ποστάλ από τη Νέα Αγγλία,
τη νύχτα του Γενάρη, δέκα η ώρα,
και υψωθήκαμε σαν στάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι,
και θερίσαμε,
θερίσαμε.
Anne Sexton, Ποιήματα, μτφρ. Δήμητρα Σταυρίδου, εκδ. Printa.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Anne Sexton - Τρία ποιήματα


 

Τα κουδουνάκια

Στον τσιμεντένιο τοίχο  σήμερα
ξεφλουδίζει η αφίσα του τσίρκου
και τα παιδιά το έχουν ξεχάσει
αν έμαθαν ποτέ  γι αυτό.
Θυμάσαι, πατέρα; 
Μόνο ο ήχος παραμένει,
ο μακρινός  βρόντος των καλών ελεφάντων,
η φωνή των αρχαίων λιονταριών
και το τρέμολο των κουδουνιών
για τον ιπτάμενο  άνθρωπο.
Εγώ, γελώντας,
στον  ώμο σου  ψηλά
ή μικροσκοπική μπρος στα τραχιά πόδια των αγνώστων,
δεν φοβόμουν.
Μου κρατούσες το χέρι
κι αμέσως  μου εξηγούσες 
τους τρεις κύκλους  του κινδύνου.

Αχ, να ο άτακτος κλόουν
και η ξέφρενη  παρέλαση
ενώ η αγάπη, η αγάπη
η αγάπη με κύκλωνε.
Ξεκίνησε από αυτόν τον ήχο. 
Με κομμένη την ανάσα 
βλέπαμε τον ιπτάμενο άνθρωπο
να προτάσσει το στήθος 
στον  σανιδένιο ουρανό,
να αναρριχάται στον αέρα.
Θυμάμαι το χρώμα της μουσικής
και το πώς  όλοι οι τρεμάμενοι ήχοι σου
ήταν παντοτινά  δικοί μου.

 

 

 

THE BELLS

Today the circus poster
is scabbing off the concrete wall
and the children have forgotten
if they knew at all.
Father, do you remember?
Only the sound remains,
the distant thump of the good elephants,
the voice of the ancient lions
and how the bells
trembled for the flying man.
I, laughing,
lifted to your high shoulder
or small at the rough legs of strangers,
was not afraid.
You held my hand
and were instant to explain
the three rings of danger.


Oh see the naughty clown
and the wild parade
while love love
love grew rings around me.
this was the sound where it began;
our breath pounding up to see
the flying man breast out
across the boarded sky
and climb the air.
I remember the color of music
and how forever
all the trembling bells of you
were mine.

 


Εδώ που ζω σ’ ετούτο το αξιότιμο σπίτι της δάφνης


Ζω μέσα στα ξύλινα πόδια μου και ω!
στα καταπράσινα χέρια μου.
Είναι πολύ αργά να ευχηθώ
να μην είχα τρέξει μακριά σου, Απόλλωνα.
Το αίμα ακόμα ρέει στις φλέβες μου που ζώνει ο φλοιός.
Εγώ, που νύμφη έτρεξα, με πόδια ρίζες να γλιτώσω
έχω μονάχα αυτήν την τελευταία επιθυμία,
να οπλίσω αυτά τα δέντρα μέσα στα οποία βρίσκομαι.
Αυτό το μέτρο που έχασα, μετάξι ντύνει τους παλμούς μου. 
Κάθε αιώνας που περνά, οι πανουργίες της ανάγκης με πονάνε. 
Η παγωνιά χτυπά ελαφρά το δέρμα μου
κι εγώ στέκομαι τιμημένη και στιλπνή
γιατί εξαφανίστηκες εγκαίρως.
Ο αέρας σφυρίζει για σένα, για το πέπλο της ανάσας μου
που διαλύεται  στο φως σου
με αυτήν τη συγκλονιστική ιεροτελεστία. 
Ξέρω μονάχα πώς αυτός ο άκαιρος πόθος
πέταξε για πάντα τη σάρκα στον αέρα
και κύλησε τους φόβους μου
μέχρι την μύχια Ρώμη του μύθου που διασχίσαμε.
Είμαι γροθιά της ταραχής μου
καθώς ξεχύνομαι στα αστέρια στα άδεια χρόνια. 
Χτίζω τον αέρα με το στέμμα της τιμής, σύμβολο
για την άκαιρη και άτυχη όρεξή μου.
Να με τιμήσεις βιάστηκες, Απόλλωνα.
Δεν έχει μείνει  πια κανείς που να καταλαβαίνει
πώς περιμένω εδώ
μέσα στα ξύλινα πόδια μου και ω!
στα καταπράσινα χέρια μου.

 

WHERE I LIVE IN THIS HONORABLE HOUSE OF THE LAUREL TREE

I live in my wooden legs and O
my green green hands.
Too late
to wish I had no run from you, Apollo,
blood moves still in my bark bound veins.
I, who ran nymph foot ito root in flight,
have only this late desire to arm the trees
I lie within. The measure that I have lost
silks my pulse. Each century the trickeries
of need pain me everywhere.
Frost taps my skinn and I stay glossed
in honor for you are gone in time. The air
rings for you, for that astonishing rite
of my breathing tent undone within your light.
I only know how this untimely lust has tossed
flesh at the wind forever and moved my fears
toward the intimate Rome of the myth we crossed.
I am a fist of my unease
as i spill toward the stars in the empty years.
I build the air with the crown of honor; it keys
my out of time and luckless appetite.
You gave me honor too soon, Apollo.
There is no one left who understands
how I wait
here in my wooden legs and O
my green green hands.

 


Στο σπίτι στην παραλία

Οι πόρτες ανοίγουν
και η κάψα χαλαρώνει,
όλοι χαλαρώνουν,
όλοι περπατούν γυμνοί.
Δύο από αυτούς περπατούν επάνω στο τραπέζι.
Δεν φοβούνται την δυσαρέσκεια του Θεού.
Δεν θα 'χουν πάρε-δώσε με τον άγγελο
που τους φωνάζει  απ' τη μπουρού
και ρίχνει τον ωκεανό έξω στα βράχια.
Ένας απ' αυτούς ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Ένας απ' αυτούς τυλίγεται στην κολώνα του κρεβατιού
και οι δυο τους σφυροκοπούν το πάτωμα.

Το μικρό μου κρεβατάκι τους ακούει
όλη τη νύχτα -
ακόμα κι όταν ο ωκεανός φουσκώνει,
ακόμα και με κάθε πόρτα σφραγισμένη,
τους επιτρέπεται να ανυψώνουν το αντικείμενο,
τους επιτρέπεται να ανεβαίνουνε στην κούνια.
Στη φυλακή μου από πευκόξυλο και ελατήρια,
πάνω απ' το περβάζι μου, κάτω από το πόμολο,
είναι ξεκάθαρο ότι βρίσκονται
σε δέσιμο βασιλικό.

Δείξε έλεος, μαξιλάρι μου,
μείνε βουβό και αδιάφορο,
και μην ακούς καμιά λέξη καταστροφής!
Μείνε κοντά μου, μικρά μου ξινισμένα πούπουλα,
μικρέ μου σύντροφε όλο αλάτι.
Οι αγάπες μου λαδώνουν τα οστά τους,
τα παραδίδουν ύστερα με ήχους απερίγραπτους
που τους πηγαίνουν εδώ κι εκεί
ενώ το καλοκαίρι ορμάει μέσα έξω
ξανά και ξανά
στο δωμάτιό τους.


IN THE BEACH HOUSE

The doors open
and the heat undoes itself,
everyone undoes himself,
everyone walks naked.
Two of them walk on the table.
They are not afraid of God's displeasure.
They will have no truck with the angel
who hoots from the fog horn
and throws the ocean into the rocks outside.
One of them covers the bedstead.
One of them winds round the bedpost
and both of them beat on the floor.

My little cot listens in
all night long —
even with the ocean turned up high,
even with every door boarded up,
they are allowed the lifting of the object,
the placing themselves upon the swing.
Inside my prison of pine and bedspring,
over my window sill, under my knob,
it is plain that they are at
the royal strapping.

Have mercy, little pillow,
stay mute and uncaring,
hear not one word of disaster!
Stay close, little sour feather,
little fellow full of salt.
My loves are oiling their bones
and then delivering them with unspeakable sounds
that carry them this way and that
while summer is hurrying its way in and out,
over and over,
in their room.

 



Anne Sexton

Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου

Πηγή: https://www.poeticanet.gr/tria-poiimata-a-261.html?category_id=348