Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ραφτόπουλος Ιωσήφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ραφτόπουλος Ιωσήφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Ιωσήφ Ραφτόπουλος-Βγαίνοντας

 Βγαίνοντας απ' τη σκοτεινή δουλειά που τόνε πνίγει

κι ένα δρομάκι παίρνοντας, αγάπη μου ξανοίγει

ο νέος το σπιτάκι του κι η πόρτα αχ, να, ανοιγμένη,

κι απλώνει τα χεράκια της, μικρή μου αγαπημένη,

μια γυναικούλα, κι ένα της χάδι καθώς του βάνει

του παίρνει από το μέτωπο τ' αγκάθινο στεφάνι.

Κι ακούοντας το παιδάκι του γλυκά να λέει: Πατέρα,

ξεχνάει τις πίκρες που άπονα τόνε ποτίζει η μέρα.


ΙΩΣΗΦ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ


Πηγή: Ποίηση Μεσοπολεμική

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Ιωσήφ Ραφτόπουλος - Τ' ωραίο κοράσι



Τ' ωραίο κοράσι είχε καθίσει

στο παραθύρι μιαν αυγή

με τα μεγάλα μαύρα μάτια

γιομάτα φως και συλλογή.


Κάποια χαράματα εγώ το είδα,

την ώρα της χρυσής σιωπής,

στο τρυφερό του προσωπάκι

το ρόδισμα είχε μιας αυγής.


Περνώντας ένα μεσημέρι,

πόφεγγε ο ήλιος λαμπερός,

το πρόσωπό του ήταν σαν κρίνος,

σαν άσπρος κάτασπρος αφρός.


Κι' ένα βραδύ κι' ένα βραδάκι,

η κόρη του παραθυριού

εκάθονταν μ' όψη θλιμμένη,

σα μαραμένου λουλουδιού.


Κι' ύστερα πια δεν την ξανάειδα

κι' ούδ' άλλος είχε ξαναειδή

την κορασίδα με τα μάτια

γιομάτα φως και συλλογή.


Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890 - 1923)


Πηγή: Γεώργιος Αυλωνίτης (επίμ.), Εκλογή Νεοελληνικών Ποιημάτων. Αθήνα: Γ.Ι. Βασιλείου 1924.


Αναδημοσίευση από την ομάδα του fb: Ποίηση Μεσοπολεμική

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Ιωσήφ Ραφτόπουλος-Στέρηση

 

Στέρηση, κολυμπήθρα, πηγή ιερή,

μητέρα που εξαγίασες την καρδιά μου,

δόξα στην ώρα που έτυχε στη γη

να μ' ανταμώσης, ω συντρόφισσά μου,


ταπεινά, πριν με ψέξουν διαλαλώ :

ανθός στο στήθος σου η καρδιά μου επάνω,

μακρυά σου ως ο καθένας αν γενώ,

πίνοντας το φαρμάκι σου ας πεθάνω.


Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890-1923)


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Ιωσήφ Ραφτόπουλος-Δύο ποιήματα



Το φεγγαράκι αρμένιζε

Το φεγγαράκι αρμένιζε κι' ο νιος το παρεκάλει:
«Για κάμε, φεγγαράκι μου, να σκοτεινιάση ο τόπος,
γιατί φοβάται η λιγερή νάρτη να μ' ανταμώση,
μην τη σκιαχτούνε τα πουλιά, μην τη νοιαστούν τ’ αηδόνια
κι' έβγουν με τα χαράματα και παν το διαλαλήσουν».
.......................................................................................................

Ύπνε

Ύπνε, σου δέεται η ψυχή μου η μαύρη,
την τρισπόθητη φέρε την χρυσή
τη λησμονιά, που δεν μπορεί για ναύρη
μ' αφιόνι, με μορφίνα, με κρασί.

Έτσι απαλά, γλυκά κι' ονειρεμένα. . .
κι' ως θ' αναπαύουμαι βαθιά βαθιά,
ω ύπνε, γίνε ο θάνατος για μένα,
να μην ξαναξυπνήσω πια.

Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890 - 1923)