Καθώς -ἔτσι τό θέλησε ἡ κατάρα-
δύσκολα πλέον ἀκούω μουσική ἀφοῦ
δέ θέλω οὔτε μπορῶ
νά τῆς παραδοθῶ,
νά μέ πάρει (ὅπως οἱ νεαρές ἀλκυόνες
τον γέρικο κηρύλο στή ράχη τους),
νά μέ ταξιδέψει· καθώς πάλι,
μέ τόν ἀντιπερισπασμό της,
στόν ξεπεσμό της αὐτόν,
παραστέκει τίς διαδρομές μου ὅταν,
ἀναγκαστικά,
πηγαινόρχομαι μέ τό ΦΙΑΤ· κι ἄλλοτε,
σέ φανάρια σινιάλα λωρίδες,
σχεδόν ἀνακλαστικά,
ἁπλώνω τό χέρι μου στά CD
πού θωρακίζουν τίς πόρτες· τή μιά
πέφτοντας σέ «λαϊκά», σαχλά,
καί μαγευτικά ὅμως
-«μῆλο μου κόκκινο ρόϊδο βαμμένο»-
κι ἄλλοτε πάλι
στούς παλιούς δασκάλους, στή μουσική μου
-«Μουσική, γαλήνια μουσική…»
τοῦ φίλου τῆς ἐφηβείας μου Ζάν Κριστόφ-
καί συνεπιβαίνει τώρα
στό πάτημα τοῦ κομπιοῦ -ἄχ,
τί μᾶς ὅριζαν τά κακά πνεύματα…
Σέ φορτηγά πλάι καί δίκυκλα,
στά «ἔργα» καί στά σύνεργά τους,
ἄλλοτε ἀνάκουστη,
καί λιγοθυμισμένη τοῦ θανατᾶ,
καί μόνο σέ κανένα φόρτε της
διεκδικώντας τήν προσοχή μου,
μισό τουλάχιστο αὐτί,
κι ἀλίμονό μου ἄν ὁλόκληρο -ἄχ,
τί μέλλονταν τῆς ἀθάνατης τέχνης,
τῆς πρώτης τῶν μουσῶν…
(Τό φεγγάρι τοῦ Ὑμηττοῦ)