Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καψάλης Διονύσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καψάλης Διονύσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Διονύσης Καψάλης - Όπως οι αμπελουργοί [VII.]



Πώς θα 'ναι αυτοί πού θα 'ρθουν; δεν τούς βλέπω·
φέρνω κοντά το μέλλον, μα δεν βλέπω
στο φως πού λιγοστεύει: θα μας μοιάζουν
στο πρόσωπο, στο σώμα; θα μιλούν
μ’ ανθρώπινη φωνή σαν τα πουλιά;
Το μέλλον θα τους έχει επινοήσει
με κόκκινο βαθύ της Αλταμίρας
από ξερό χορτάρι κι από βράχο,
από φρυγμένη γη και μαύρη πέτρα,
από νεκρό θαλάσσης πού δακρύζει
κι ένα απολίθωμα σαν χειραψία.

Όπως οι αμπελουργοί, Άγρα 2024

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Διονύσης Καψάλης - Όπως οι αμπελουργοί [III]


Πολλές oi νύχτες πού προσπάθησα -

όμως γιατί; για να σέ φέρω πίσω;

Θά 'βγαίνες απ’ τό παρελθόν, εσύ

πού τώρα πια δεν είσαι τίποτ' άλλο,

μόνο για να ’ρθεις να με συναντήσεις

εδώ, στου κόσμου την προσπάθεια,

σ’ αύτη την άδεια λύπη πού ’χει γίνει

το σπίτι μου, σαν ίσκιος με τούς ίσκιους,

να μπαινοβγαίνεις στις φωτογραφίες,

να παίζεις το κρυφτό μέσα στις λέξεις;

Κι αν κάπου δεν σταθείς, πώς θα σέ κλάψω;


Όπως οι αμπελουργοί 

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Διονύσης Καψάλης - Έξι ποιήματα

 Άγγελος μόνος

Αφότου έμεινε μόνος,

Άνοιγε την καρδιά του στους ανέμους.

Ζητούσε φτερά να πέσει σ’ αγκαλιά.

Αφότου έμεινε μόνος,

Σχεδίαζε ταξίδια και ναυάγια.

Ήταν ο άγγελος που σώθηκε από έρωτα

κι έψαχνε τρόπο να μείνει άνθρωπος.


Η προσευχή του Θεού

Σαν το βαθύ νερό μιλούσε.

Οι λέξεις του από ψηλά

έσταζαν άγνωστο δάκρυ.

Εγώ άκουγα μέσα μου βροχή.

Ο Θεός ήταν.

Προσευχόταν να μην τον αγνοώ.


Εωθινό

Μ’ ένα αγκάθι, κερδισμένο απ’ την αλήθεια,

άνοιγα μία μία τις πληγές μου.

Χαιρόμουνα το υγρό σκοτάδι,

που έβγαινε με ορμή και λάμψη όλη νύχτα,

κι ας πονούσα.

Πότε σαν σε κήπο περίμενα ν’ ανθίσω

και πότε σαν σε θάλασσα χυνόμουνα ποτάμι.

Με το πρώτο φως των ματιών σου ξύπνησα

κι ολόρθος σε δοξάζω.


Κι ας σ’ έχω βρει

Σε άκουσα να λούζεσαι νύχτα.

Κατέβηκα ποτάμι να σε ψάξω

κι ας σ’ έχω βρει.

Την άλλη μέρα η θάλασσα μοσχοβολούσε.


Ο πόνος που ξεχνάω

Βρήκε νερό η μάνα μου

και ψήλωσε. Με θυμήθηκε

και μου ζητούσε αγκαλιά.

Ήταν η ώρα που πότιζα το χώμα.

Άκουσα ανάσα γύρω μου

και σιγανό φιλί να φτάνει.

Μέσα μου τότε σηκώθηκε τραγούδι

και μ’ έπιασε ο πόνος που ξεχνάω.

Λαχτάρησαν τα χέρια μου ν’ ανοίξουν

και γέμισαν με τρυφερά πουλιά

αποδημητικά.


Άγγελος μόνος

Από τα φυτά,

που άφησες να φροντίζω όσο λείπεις,

το ένα έβγαλε πουλιά, το άλλο σύννεφα.

Έλα εσύ

κι εγώ σου φυλάω σπόρους βροχής

και τρυφερούς ανέμους.

Χαίρε, προσμένοντας κι οι δυο.



Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-6/poiisi-kai-pezografia/exi-poihmata

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Διονύσης Καψάλης - [άτιτλο]

 Παραπονιέται ο ποιητής:

"Έχω σχεδόν εκ γενετής 


μια έφεση για ουρανό-

σαν πίστη, κι όμως αδρανώ, 


ευνούχος του χαμένου χρόνου,

εδώ στις παρυφές του πόνου, 


κι ούτε ένα έργο που ανασαίνει

από τα χέρια μου δεν βγαίνει 


δες, χτίζουν τα πουλιά, κι εγώ,

εγώ δεν χτίζω, καταργώ 


λίγο σκοτάδι για να φέξει

και ονειρεύομαι τη λέξη 


σαν το νυστέρι ακριβή

σύρριζα προς τη συντριβή". 


Διονύσης Καψάλης, Από λεπτότατη οδύνη, Άγρα, 2003.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Διονύσης Καψάλης - Το τραγούδι της Ρουθ


Περνούν οι θερισμένοι κάμποι,
δεν έχει σύνορα το φως,
κλείνω τα μάτια μου και λάμπει
ο ουρανός πού ‘ταν κρυφός.
Σε ξέρω, κέρινη μητέρα,
κόρη του γένους των ανδρών,
σαν την αράχνη στον αέρα
κεντάς τη θλίψη των ωρών.
Διαβαίνουν στα ματόκλαδά μου,
στα δακρυσμένα τσίνορά μου,
σκιές, ιριδισμοί της άμμου,
κι όλο χαράζουν σύνορα.
Σε προσκυνώ, γυμνή μητέρα,
δούλη του γένους των ανδρών,
το είδωλό σου στον αέρα
σκορπά την τέφρα των ωρών.
Διαβαίνουν ίσκιοι και ψελλίζουν
ξόρκια στον άρρωστο καιρό,
κι απ’ το κορμί μου ξεχειλίζουν
τα κόκκαλά μου σαν νερό.
Νιώθω το κρύο σου, μητέρα,
με την ανάσα του φιλιού,
το νυφικό σου στον αέρα
λιώνει σαν φάντασμα χιονιού.
Διαβαίνουν σύμβολα κομμάτια,
τα σύννεφα στους ουρανούς·
κλείνω τα κουρασμένα μάτια,
δεν έχει σύνορα ο νους.
Αποστηθίζω το ρυθμό σου
στο κύμα, κόρη του Θεού,
γράφω αργά τον αριθμό σου
κι είμαι η πέτρα του βυθού.

Πηγή: Προσωπογραφία, Άγρα, 1998.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Διονύσης Καψάλης - 1η Φεβρουαρίου 1993


μνήμη Χρήστου Βασιλόπουλου


Στον ουρανό θα χάθηκαν τα χρόνια,

πατημασιές θηράματος στα χιόνια.


Εκεί θα προσμετρήθηκαν οι μέρες,

για μία παρτίδα φως με τους αιθέρες.


Ο ουρανός θησαύριζε τις νύχτες,

τοκίζοντας τους μακρούς ωροδείκτες,


και ρήμαζε τη χώρα των ονείρων

με τάγματα αγγέλων και μαρτύρων.


Στον ουρανό πληρώνουμε το νοίκι

για μια ζωή που μόλις μας ανήκει,


και λίγο λίγο δίνουμε το σώμα

στον ουρανό, εικόνα, και στο χώμα.


Εκεί τα βράδια κάνουν περιπάτους

των φίλων οι σκιές με τα καλά τους.


κι από ψηλά κοιτάζουμε την πόλη,

ηλεκτρικό, τις νύχτες, περιβόλι.


Στον ουρανό γυρίζουμε τα μάτια

για κάποια παιδικά μας μονοπάτια,


κι αθροίζουμε πιο αίθριοι στο φως του

σκοτάδια, προμηνύματα του άγνωστου.


Στο λίγο που μας δόθηκε εδώ κάτω

να χαριστούμε φως καλοσυνάτο,


μας ψηλαφεί το αδιάφορο του ύφος

το σώμα, την ψυχή, σαν τοκογλύφος.


Στον ουρανό, θα λέμε, πήγες Χρήστο,

να ζήσεις εν κρυπτώ και παραβύστω·


μα το πρωί εκείνο στου Ζωγράφου

σωπαίναμε στην παγωνιά του τάφου.


4. II. '93


Μπαλάντες και περιστάσεις

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Διονύσης Καψάλης - Αυτοβιογραφία

                                                          Γιώργος Φλωράκης - Αυτοβιογραφία


Στον έρωτα νωρίς αναφανδόν
κινδύνεψα κι εγώ να γίνω Δον.

Με μια μικρή βασίλισσα του Νείλου
μαθήτευσα στο ερώτημα του φύλου.

Οι νύχτες τότε έκαιγαν σαν φως
στα μάτια της με το δικό μου φως.

Σε ποια φωλιά συζυγική να κλαίει
σπουδάζουντας του άλμπουμ της τα κλέη;

Η Γιάννα, η Ελένη κι η Διδώ
με κάτι απ’ το καβαφικό «διδώ»

τις νύχτες μου σκορπούσαν στην κοιλιά τους,
ευλογημένο νάναι τ’ όνομά τους.

Γυναίκες που μας έφεραν στο αμήν
η μέλλουσα, η τέως και η νυν.

Στην πέμπτη της ζωής δεκαετία
κι αναζητώ ακόμα την αιτία.

Ν’ αρχίσω ν’ αφηγούμαι αυτό που είμαι
αυτό που δε θα φαίνεται όταν κείμαι

ενθάδε ή, ποιος ξέρει, κάπου αλλού;
Καθρέφτισμα του απέραντου νερού.

Τώρα με λίγο γκρίζο στους κροτάφους
με καταθέσεις όψεως στους τάφους,

με λίγο φως από τα περασμένα,
με εικόνες από σένα κι από μένα,

είτε ανάβω άυλος προς τ’ άστρα
είτε κατ’ οίκον φθίνω στη θερμάστρα.

Τα πάθη μου θα κάνω καθεστώς
νάμαι στον Κάτω Κόσμο αρεστός.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Διονύσης Καψάλης - [σονέτο] Χ.

Σαράντα πήχεις όνειρο, καλό ρετάλι·

πάρε το δίγαμα και κόψε μου χιτώνα,

να πορευτώ περήφανος στον Ελικώνα,

ελάσσων κυνικός με την κρυφή μου ζάλη,


Θα 'χει παντού πυκνώσει γύρω μας αιθάλη,

και συ θα ράβεις απερίσπαστη κουρτίνες

νέας οικιακής πληρότητας — οι ακτίνες

να μη λυμαίνονται το ωραίο σου κεφάλι.


Πού πήγε η φωτογένεια, θα πουν, του ονείρου;

δεν έφτασε το ύφασμα και κάνει κρύο

τώρα που νύχτωσε στις αμμουδιές του Ομήρου·


πάρε να ντύσεις τα παιδιά για το σχολείο,

όλο ρωτούν κι έχουν πολλά να μάθουν: Κύρου

Ανάβασις όπου γίγνονται παίδες δύο.



Πηγή: Δίγαμα, Άγρα 1988.


Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Διονύσης Καψάλης - Υστεροφημία


Ω, ναι, τον ήξεραν – τον ήξεραν καλά
τον ποιητή που η πόλη σήμερα τιμά,
ήταν, πώς να το κάνουμε, δικός τους,
γνωστός με τους γνωστούς και τους αγνώστους˙
κυρτός και μάλλον άσχημος, με μύτη
γαμψή και ύφος λίγο σαν να πλήττει,
τον έβλεπαν συχνά στους περιπάτους,
ν’ ανταποδίδει το μειδίαμά τους,
να υψώνει το καπέλο του, να χαιρετά,
την κοινωνία που συσχέτιζε κουτά,
δικός τους, ναι, μα ομολογουμένως
κάπως στρυφνός κι απόμακρος, σαν ξένος,
όχι πως ήταν ακατάδεχτος, μα να,
στα ωραία, μεγάλα μαύρα ή καστανά
μάτια του έπαιζε μια ειρωνεία,
σαν να ‘βλεπε τον κόσμο υπό γωνία,
κι ήξερε ήδη τι κουμάσια ήταν αυτοί
που θα τον έστεφαν δικό τους ποιητή.
Διονύσης Καψάλης, Στον τάφο του Καβάφη

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

Διονύσης Καψάλης - "Ο καταρράκτης"

 ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ


                   In dreams begins responsibility.
                                               W. B. YEATS


Όπως τα φέρνει ο άνεμος και όπως
τα χείλη της στα χείλη μας κι οι λέξεις
που θ’ ανεβούν στα χείλη μας − και όπως
ένας στον άλλον οι άνθρωποι, μιλάμε,
λέμε ιστορίες, κάποιοι τη δική τους,
τις τύχες και τα κατορθώματά τους,
και άλλοι άλλων που δεν λησμονούνται·
κι όσα ιστορούν, παράπονα και πίκρες,
στιγμές χαράς και μέρες γιορτινές
και συμφορές και θάνατοι κι αρρώστιες
δοιοί γαρ τε πίθοι εν Διός ούδει ),
κι όσα βαθιά στον ύπνο κατεβαίνουν,
φωλιάζουν στις πτυχές του κι απηχούν
αισθήματα, μορφές, χειρονομίες −
αυτά είναι η ευθύνη μας· κι αν μείνουν
αφρόντιστα ( σαν ένας εαυτός
αφύσικος κι όμως αγαπημένος,
που τον αφήνεις πίσω σου και φεύγεις),
θα σε προλάβουν στα όνειρα·
                                                       σαν ένας
ξενιτεμένος φίλος επιστρέφουν
στ’ άπλετα βάθη των ονείρων − ίσκιοι
σαν σώματα, που φέρνουνε μαζί τους
τις τύχες και τα κατορθώματά τους,
αισθήματα, μορφές, χειρονομίες,
σε προλαβαίνουν στα όνειρα και σπρώχνουν
να βγουν στο φως της μέρας· σαν τα λόγια
που πρέπει να ειπωθούν και πάντα μένουν
ανείπωτα ώσπου δεν είναι πια·
σαν κόσμοι πιθανοί που σβήνουν, άστρα
που καταρρέουν σ’ άλλους γαλαξίες,
κι ούτε κανείς ευθύνεται γι’ αυτό.





ΙΚΕΣΙΑ


Το φως της μέρας φεύγει, κι ολοένα
πιο δύσκολα, καθώς περνούν τα χρόνια,
δέχεσαι τον αποχαιρετισμό του·
κάτι σαν θλίψη κάθεται τα βράδια
στις παρυφές, στις άκρες γύρω γύρω,
όπως θαμπώνει ένας παλιός καθρέφτης,
κι όπως στους αυτοκόλλητους φακέλους
που μένουν ανοιγμένοι στο τραπέζι
κολλάει η σκόνη κι από μέσα εξέχει
ένας απλήρωτος λογαριασμός.

Κρατώ στα δάχτυλά μου τον αέρα
μιας δακρυσμένης μουσικής, κι ακούω
τον θρήνο της πώς φτάνει από μακριά
και σβήνει σε βουβή χειρονομία·
όλο και πιο ανάγλυφες οι φλέβες
γράφουν ανάστροφα το άγγιγμα
της αδειανής παλάμης με την άλλη.
Η νύχτα ανοίγεται στην ικεσία.





ΜΑΪΟΣ 2021


Στον κήπο του «Άμα λάχει» τα γεράνια
λυγίζουν με το φύσημα του αέρα
κι είναι σαν να φινίρονται στο φως,
ενώ από πάνω η κληματαριά
κεντάει στο γαλάζιο τ’ ουρανού
εργόχειρο με πράσινες ανταύγειες.

Σαν από κτίσεως κόσμου λάμπουν όλα
και όλα συνομολογούν αιτίες
αμίλητες αυτό το απόγευμα
που φτιάχτηκε από φως κι απαντοχή,
εδώ που όλα τελειώνουν κι όλα αρχίζουν
και τίποτα δεν βιάζεται να φύγει.

Και άθελά μου σκέφτομαι την ώρα
που θα ’ρθει το σκοτάδι για να φέρει
τον ύπνο τον γλυκό τού στρατοκόπου,
κι ο ουρανός από πάνω θα σωπαίνει
κρατώντας όλη νύχτα τη μεγάλη
ανάσα, τη βαθιά του ξαστεριά.





AUBADE


Εδώ δεν φτάνει ο πόλεμος· κοιτάζω:
ένας κοκκινολαίμης στο μπαλκόνι
τινάζει από πάνω του τον ύπνο
σε μια κηλίδα ήλιο κι ανασαίνουν
τα φύλλα της ελιάς μέσα στη γλάστρα
με την πνοή του αέρα· ξημερώνει.





Από τη συλλογή «Ο καταρράκτης», εκδ. Άγρα, 2022.


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2023/01/blog-post.html?fbclid=IwAR0cLIdH54SyNZ-lfnBdhPwZl9yghUd8RZy9A1x0Czkf-gbrwHF8j7PNcH4

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Διονύσης Καψάλης - [Μισό φεγγάρι απόψε σαν νυστέρι]

 Μισό φεγγάρι απόψε σαν νυστέρι
κόβει τον ύπνο μου στα δύο - τό 'να
μισό πέφτει άδειο ρούχο στον αιώνα
που πέρασε, και τ' άλλο σαν αστέρι

παίρνει τους ουρανούς και πάει να φέρει
εδώ στον κατασκότεινο κοιτώνα
τα χρώματα του ανεύρετου ροδώνα,
τριαντάφυλλα στου καθενός το χέρι.

Πόσο θα ζήσω ακόμα; Θα προφτάσει
η καρδιά μου μαζί σου να γιορτάσει
κι η σάρκα μου μαζί; Όταν το τάσι

της πληρωμής θ' απλώσουμε, μαχαίρι
θα γίνει το σκοτάδι να μοιράσει
τον ένα εδώ, τον άλλο - ποιος το ξέρει.

Εδώ κι εκεί

 


Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Διονύσης Καψάλης - Τα όνειρα


In dreams begins responsibility.
W. B. YEATS
Όπως τα φέρνει ο άνεμος και όπως
τα χείλη της στα χείλη μας κι οι λέξεις
που θ' ανεβούν στα χείλη μας - και όπως
ένας στον άλλον οι άνθρωποι, μιλάμε,
λέμε ιστορίες, κάποιοι τη δική τους,
τις τύχες και τα κατορθώματά τους,
και άλλοι άλλων που δεν λησμονούνται·
κι όσα ιστορούν, παράπονα και πίκρες,
στιγμές χαράς και μέρες γιορτινές
και συμφορές και θάνατοι κι αρρώστιες
( δοιοὶ γάρ τε πίθοι ἐν Διὸς οὔδει ),
κι όσα βαθιά στον ύπνο κατεβαίνουν,
φωλιάζουν στις πτυχές του κι απηχούν
αισθήματα, μορφές, χειρονομίες -
αυτά είναι η ευθύνη μας· κι αν μείνουν
αφρόντιστα ( σαν ένας εαυτός
αφύσικος κι όμως αγαπημένος,
που τον αφήνεις πίσω σου και φεύγεις ),
θα σε προλάβουν στα όνειρα·
σαν ένας
ξενιτεμένος φίλος επιστρέφουν
στ' άπλετα βάθη των ονείρων - ίσκιοι
σαν σώματα, που φέρνουνε μαζί τους
τις τύχες και τα κατορθώματά τους,
αισθήματα, μορφές, χειρονομίες,
σε προλαβαίνουν στα όνειρα και σπρώχνουν
να βγουν στο φως της μέρας· σαν τα λόγια
που πρέπει να ειπωθούν και πάντα μένουν
ανείπωτα ώσπου δεν είναι πια·
σαν κόσμοι πιθανοί που σβήνουν, άστρα
που καταρρέουν σ' άλλους γαλαξίες,
κι ούτε κανείς ευθύνεται γι' αυτό.
Διονύσης Καψάλης, Ο Καταρράκτης, Εκδόσεις Άγρα, Οκτώβριος 2022

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Διονύσης Καψάλης - Ικεσία


Το φως της μέρας φεύγει, κι ολοένα
πιο δύσκολα, καθώς περνούν τα χρόνια,
δέχεσαι τον αποχαιρετισμό του·
κάτι σαν θλίψη κάθεται τα βράδια
στις παρυφές, στις άκρες γύρω γύρω,
όπως θαμπώνει ένα παλιός καθρέφτης,
κι όπως στους αυτοκόλλητους φακέλους
που μένουν ανοιγμένοι στο τραπέζι
κολλάει η σκόνη κι από μέσα εξέχει
ένας απλήρωτος λογαριασμός.

Κρατώ στα δάχτυλά μου τον αέρα
μιάς δακρυσμένης μουσικής, κι ακούω
το θρήνο της πως φτάνει από μακριά
και σβήνει σε βουβή χειρονομία·
όλο και πιο ανάγλυφες οι φλέβες
γράφουν ανάστροφα το άγγιγμα
της αδειανής παλάμης με την άλλη.
Η νύχτα ανοίγεται στην ικεσία.

 Ο καταρράκτης 

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Διονύσης Καψάλης - Απόψε


Τη μουσική προστάζω να με φέρει
κοντά σου και βαθιά να με ποντίσει· 
τα μάτια σου, καθρέφτης και μεθύσι
του ματιασμένου κόσμου, κι ένα αστέρι
λάμπουν ακόμη εδώ που θά 'χε αφήσει
κάποιο στολίδι τ' όμορφό σου χέρι,
κάποιο χρυσάφι περιττό, σε μέρη
πιο τρυφερά να βρει να μ' οδηγήσει.
'Ω νύχτα δεισιδαίμονα, δρεπάνι
της στοργικής σελήνης, μη με δρέψεις,
σκοτάδι μου καλό, μην αποτρέψεις
τον έρωτά της, έναστρη πλεκτάνη·
απόψε που 'μαι μόνος με τις σκέψεις
του πόθου της στο σώμα μου τ' αλάνι,
της νύχτας χρυσοκέντητο καφτάνι,
ιστόρησε τις μυθικές μας στέψεις.

Μπαλάντες και Περιστάσεις, Άγρα 1997

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Διονύσης Καψάλης - Εδώ κι εκεί [7.]


Ψηλά ο Θεός, με κεραυνούς κι εκλείψεις,
κι εδώ, κάτω στη γη, μονάχα εμείς,
τα φοβισμένα όντα της στιγμής,
οι ταξιδιώτες της αιώνιας θλίψης.
Σ΄ένα κοινό τιμάριο ελπίδα
καλλιεργεί τον κλήρο του ο καθένας·
χάσκει από κάτω απύθμενος πυθμένας
η σκέψη του Άμλετ πως με μια λεπίδα
τελειώνεις - κι όμως, τι κοινοτοπία,
και τι επουράνια πλήξη μάς βαρά·
περνώντας τα μαγνητικά τοπία
του μέλλοντος, με δαίμονες κι αγγέλους
θα συσκεπτόμαστε, ώσπου επιτέλους
κάποιος να μας πάρει στα σοβαρά.

Εδώ κι Εκεί, Άγρα 2010

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Διονύσης Καψάλης - Αισθηματική αγωγή [ΙΙΙ.]


Μαζεύω των ονείρων μου τη φύρα,
στυπόχαρτα, κουρέλια, σημαιούλες,
και πορφυρές κηλίδες σαν αυγούλες
αμύθητες σε δρόμους που δεν πήρα.
Ίσως εσύ τα ονομάζεις πείρα
όσα πενθούν τις λέξεις κι αληθεύουν,
ζητούν τον κόσμο πάλι κι ημερεύουν
τις ώρες που δοξάζονται τα μύρα'
και τα φοβάσαι, κρύβεσαι, ζηλεύεις,
σκοτάδια σου μιλούν και περισσεύεις
ολόφωτη, μια μυγδαλιά στο χιόνι.
Αυγερινός λοιπόν μ' ό,τι παλιώνει,
θα περιμένω, εκεί που βασιλεύεις,
τον έρωτα που όλα τα εξισώνει.

Πηγή: Αισθηματική αγωγή, Άγρα 1993.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Διονύσης Καψάλης - Το τραγούδι της Ρουθ


Περνούν οι θερισμένοι κάμποι
δεν έχει σύνορα το φως,
κλείνω τα μάτια μου και λάμπει
ο ουρανός πού 'ταν κρυφός.
Σε ξέρω, κέρινη μητέρα,
κόρη του γένους των ανδρών,
σαν την αράχνη στον αέρα
κεντάς τη θλίψη των ωρών.
Διαβαίνουν στα ματόκλαδά μου,
στα δακρυσμένα τσίνορα,
σκιές, ιριδισμοί της άμμου,
κι όλο χαράζουν σύνορα.
Σε προσκυνώ, γυμνή μητέρα,
δούλη του γένους των ανδρών,
το είδωλό σου στον αέρα
σκορπά την τέφρα των ωρών.
Διαβαίνουν ίσκιοι και ψελλίζουν
ξόρκια στον άρρωστο καιρό,
κι απ' το κορμί μου ξεχειλίζουν
τα κόκκαλά μου σαν νερό.
Νιώθω το κρύο σου, μητέρα,
με την ανάσα του φιλιού,
το νυφικό σου στον αέρα
λιώνει σαν φάντασμα χιονιού.
Διαβαίνουν σύμβολα κομμάτια,
τα σύννεφα στους ουρανούς'
κλείνω τα κουρασμένα μάτια,
δεν έχει σύνορα ο νους.
Αποστηθίζω το ρυθμό σου
στο κύμα, κόρη του Θεού,
γράφω αργά τον αριθμό σου
κι είμαι η πέτρα του βυθού.

Διονύσης Καψάλης - Κυριάκος Κατζουράκης: Προσωπογραφία, Άγρα 1998.

Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Διονύσης Καψάλης-Δύο Ποιήματα

 ΘΑ ΥΠΑΓΩ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ

Brightness falls from the air.
THOMAS NASHE, ‛‛ In Time of Pestilence ’’
Καὶ βλέπεις τὶς μουριὲς νά 'χουν φουντώσει,
νωρὶς ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωί,
σ' ὅλο τὸ μῆκος τῆς Καλλιδρομίου,
καὶ τὶς πυκνές τους φυλλωσιὲς νὰ τρέμουν
φιλάρεσκες στὸ φῶς ποὺ τὶς δροσίζει,
σὰν εὔθυμες κυράδες πού 'χουν βγεῖ
στὰ ψώνια τῆς ἡμέρας κι ἀνταλλάσσουν
εἰδήσεις γιὰ τὸ χρόνο ποὺ περνάει
καὶ γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Κι ἡ ἔκπαγλη στιγμὴ ποὺ σὲ τυλίγει
μὲ φῶς, πέφτοντας ἀπ' τὸν οὐρανό,
γίνεται σπίτι σου : τόση ὀμορφιά,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀνακαλέσεις·
κι ὁ κῆπος ὁ ἀνερμήνευτος ποὺ ἀκόμα
τὸν ἐποικίζουν ὅλες σου οἱ σιωπές,
κι ὅλο τὸ πάθος σου ἀποκοιμιέται
κάτω ἀπ' τὴ δροσερὴ κληματαριὰ
ὅταν γεμίζει ὁ ἴσκιος τοῦ ἀπογεύματος,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν ἀνακαλέσεις,
μὲ ἀθάνατα γεράνια, μπουκαμβίλιες,
μπεγκόνιες, ὀρτανσίες καὶ σκυλάκια
( τὰ βάζαμε νὰ λένε ἱστορίες ),
χιώτικο γιασεμί, βασιλικά,
γλυκὲς γαρδένιες σὲ τενεκέδες
κι ἀνέμελες γαριφαλιὲς – ποῦ πῆγαν
τὰ τόσα τους γαρίφαλα, ποῦ χάθηκαν ;
πλημμύριζαν τοὺς κήπους τῆς Ἀθήνας,
κόκκινα, κίτρινα καὶ ρὸζ καὶ ἄσπρα
καὶ δίχρωμα, κι ὁ μίσχος τους χανόταν
ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα μόνο ἡ λέξη κόρφος
ταιριάζει ν' ἀκουστεῖ : τόση ὀμορφιά,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀνακαλέσεις·
κι οἱ νεραντζιὲς στοὺς χωματένιους δρόμους,
ποὺ κάποτε τὶς εἴχανε φυτέψει
κι ὕστερα μόνες ἔκαναν τὸ κέφι τους,
τηρώντας κάθε χρόνο εὐλαβικὰ
τὸ ραντεβοὺ μὲ τὴν καρποφορία
κι ἀγάλλονταν ἀκλάδευτες ὡσότου
τὶς ἔκαιγε γιὰ πάντα ὁ παγετός,
μὰ δὲν γυρίζουν, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὶς ἀνακαλέσεις·
καὶ οἱ πλατύφυλλες μουριὲς ποὺ γέρνουν
καὶ βάφουνε μὲ τὸν μαβὴ καρπό τους
ἐφηβικὰ φιλιά, ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα
οἱ νύμφες τῶν ὑλαίων παραδείσων
σμίγουν λαθραῖα μὲ τοὺς σειληνοὺς
ἀπὸ τὰ σφαιριστήρια τῆς Τύχης,
μὰ δὲν γυρίζουν, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὶς ἀνακαλέσεις·
κι ἡ ἔκπαγλη στιγμὴ ποὺ σὲ τυλίγει
μὲ φῶς, πέφτοντας ἀπ' τὸν οὐρανό,
κι ἔγινε σπίτι σου, τόση ὀμορφιά,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀνακαλέσεις –
θὰ ἔχει πάντα ὑπάρξει σ' ἄλλο χρόνο,
σ' ἄλλο καιρό, μπορεῖ σὲ ἄλλο τόπο,
μ' ἄλλους ἀνθρώπους, ὅμως ὄχι τώρα,
καὶ ὄχι ἐδῶ ποὺ βλέπεις τὶς μουριὲς
νωρὶς ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωὶ
νά 'χουν φουντώσει στὴν Καλλιδρομίου,
κι ἡ ἔκπαγλη στιγμὴ ποὺ σὲ τυλίγει
μὲ φῶς, πέφτοντας ἀπ' τὸν οὐρανό,
γίνεται σπίτι σου : τόση ὀμορφιά.
______
GENTE DIPINTA
Καὶ τέλος πάντων, νά, τραβοῦμ' ἐμπρός.
ΕΝ ΜΕΓΑΛῌ ΕΛΛΗΝΙΚῌ ΑΠΟΙΚΙᾼ 200 π.Χ.
Μπογιατισμένοι ἀπέξω, χρυσοποίκιλτοι,
μὲ τὴν πλατιὰ καλύπτρα ὣς τὰ μάτια,
οἱ ἀστραφτεροὶ μανδύες τους, καὶ μέσα
ἀσήκωτο μολύβι – γιὰ νὰ σέρνουν
τὸ βῆμα τους, μιὰ θλιβερὴ πομπή,
κάτω βαθιὰ στὴ σκοτεινή τους τάφρο·
ἔτσι τοὺς δείχνει ὁ Δάντης : νὰ λυγίζουν
τὰ γόνατα, νὰ κλαῖνε, νὰ βογκοῦν,
κατάκοποι, ἀτέλειωτους αἰῶνες,
κάτω ἀπ' τὸ βάρος τῆς ὑποκρισίας.
Ἐκεῖ τοὺς τοποθέτησε, στὴν Κόλαση,
κι εὐδοκιμοῦν ἐδῶ ἀνάμεσά μας –
οἱ πάσης φύσεως ἐπιτετραμμένοι,
οἱ κομισάριοι, οἱ ἐντολοδόχοι,
οἱ σύμβουλοι, οἱ ἀναμορφωτές,
οἱ μεσολαβητὲς μ' ἐντεταλμένη
ὑπηρεσία νὰ χαμογελοῦν,
νὰ κολακεύουν καὶ νὰ λένε πόσο
θαυμάζουν ὅ,τι ἔχεις κάνει, πόσο
σπουδαῖο εἶναι αὐτὸ ποὺ οἱ ἴδιοι ξέρουν
πὼς ἔχουν ἔρθει γιὰ νὰ τὸ χαλάσουν·
θὰ στρογγυλοκαθίσουν, θὰ ρωτήσουν,
θὰ ἐκτιμήσουν, θ' ἀξιολογήσουν,
θὰ δοῦν, θὰ μελετήσουν, θὰ προτείνουν
λύσεις κι ἐντέλει ἁπλῶς θὰ καταστρέψουν
ὅ,τι μὲ τόσο κόπο φτιάξαν ἄλλοι.
Ἂς ὄψονται, ἔστιν δίκης ὀφθαλμὸς
καὶ βλέπει πόσο κούφιοι εἶναι ἀπὸ μέσα,
κι αὐτοὶ καὶ οἱ πανάθλιοι ἐντολεῖς τους,
κι ἂς κουβαλοῦν, βαριὰ σὰν μολυβένια,
τὴν κερδοφόρα τους ὑποκρισία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, Εκδόσεις Άγρα, Οκτώβριος 2020.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Διονύσης Καψάλης-Επιτύμβιο


Arioso dolente
Στιγμές στιγμές μαζεύεται η σιωπή,
ένας πυκνός πυρήνας, ένας θρόμβος
σαν από φως, στο πιο βαθύ σκοτάδι,
έτοιμη να ξεσπάσει˙ κι αν ακούσεις
να λιγοστεύει η νύχτα και να φέρνει
τη μουσική του κόσμου από μακριά
(όπως σε κάμαρα άγρυπνη θα φέρει
η θάλασσα την πρωινή δροσιά της),
σκέψου κι αυτούς που ήταν σαν εσένα
πλασμένοι από σπαράγματα ονείρων
και χάθηκαν προτού να ξημερώσει.
Στιγμές στιγμές μαζεύεται η σιωπή,
μια κυανή εντύπωση, μια λάμψη,
εκεί που έλεγες πως δεν θα φέξει˙
κι αυτό το φως που σε καλωσορίζει
τόσο ψηλά επάνω απ᾽ το σκοτάδι,
αν δεις να μεσιτεύει καλοσύνη,
και στις μικρές κυψέλες του αν σκύψεις
και πιείς από την πάχνη της αγάπης,
θυμήσου αυτούς που ήταν σαν εσένα
πλασμένοι από εφήμερη λατρεία
και δεν θα βρουν το δρόμο για τη μέρα.
Στιγμές στιγμές μαζεύεται η σιωπή,
ένα βαθύ κυμάτισμα, μια νέα
ταλάντωση του κόσμου, μια καμπύλη
απρόσμενη εκεί που συναντιέται
το φως με το παράπονο της σάρκας˙
κι αν έρθει και σε βρει καινούριος πόνος,
και πιάσει η μέρα ξέπνοη να κεντά
νυχτερινά στο τρυφερό της δέρμα,
στοχάσου αυτούς που ήταν σαν εσένα
πλασμένοι απ᾽ τον αφρό των ημερών
κι απ᾽ το βυθό ποτέ δεν θα ξυπνήσουν.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
Από τήν ποιητική συλλογή:
"Σημειώσεις γιά τήν μουσική τού κόσμου"
Εκδόσεις Άγρα 2020.
Κρατικό Βραβείο ποίησης 2021.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Διονύσης Καψάλης-Αισθηματική Αγωγή (VI)



Ο έρωτας, λοιπόν, μας εξισώνει
απόλυτα, σαν να 'μαστε φαντάροι,
μονάχα προς τα πάνω, προς τη χάρη
του κόσμου που δεν πλάστηκε με σκόνη.
Μα όταν των μαλλιών σου την περόνη
θα βγάλεις, σαν ιππότης πού 'χει πάρει
απ' το φιλί σου ξίφος και δοξάρι
κλίνω μπροστά στη γύμνια σου το γόνυ.
Το ξέρω πως συχνά η προδοσία
σαρώνει ό,τι τίμησε ο Πετράρχης,
σαν να περνούν στρατιές απ' την Ασία'
μα βλέπω, μες στα μάτια σου μονάρχης,
σε βάθος παραδείσου την αγχόνη
και σ' αγαπώ μ' αυτό που με σκοτώνει.

Αισθηματική Αγωγή, Άγρα 1993

Πηγή: Ο Χαρτοκόπτης του Γιώργου Θεοχάρη