Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Borges Jοrge Luis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Borges Jοrge Luis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Jorge Luis Borges - Argumentum Ornithologicum


Κλείνω τα μάτια και βλέπω ένα σμήνος πουλιά. Το όραμα διαρκεί ένα δευτερόλεπτο, ίσως και λιγότερο. Ο αριθμός του ήταν ορισμένος ή όχι; Το πρόβλημα αυτό, περικλείνει το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού. Αν υπάρχει Θεός, ο αριθμός είναι ορισμένος, γιατί ο Θεός ξέρει πόσα πουλιά είδα. Αν δεν υπάρχει Θεός, ο αριθμός δεν είναι ορισμένος, γιατί κανείς δεν μπορεί να τα μετρήσει. Στην περίπτωση αυτή, είδα ένα αριθμό πουλιών, ας πούμε λιγότερα από δέκα και περισσότερα από ένα, αλλά δεν είδα εννιά, οχτώ, εφτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία ή δύο πουλιά. Είδα έναν αριθμό μεταξύ δέκα και ένα, που δεν είναι ούτε εννιά, ούτε οχτώ, ούτε εφτά, ούτε έξι, ούτε πέντε κ.ο.κ. Ο αριθμός αυτός, στο σύνολό του, είναι ασύλληπτος• άρα υπάρχει Θεός.
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Πηγή: Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986), «Ο δημιουργός» και άλλα κείμενα, μετάφραση Ν. Δ. Καρούζος & Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, Οκτώβριος 1980, πρώτη ανατύπωση, Φεβρουάριος 1981, σ. 15:

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

Jorge Luis Borges - In Memoriam J.F.K.


Αυτή η σφαίρα είναι παμπάλαιη

Το 1897, βρήκε τον πρόεδρο της Ουρουγουάης, σταλμένη από έναν νεαρό του Μοντεβιδέο, κάποιον Αρρεδόντο, που είχε μείνει πολύ καιρό χωρίς να βλέπει άνθρωπο, για να δείξει ότι δεν είχε συνενόχους. Τριάντα χρόνια πριν, το ίδιο βλήμα είχε σκοτώσει τον Λίνκολν, από το εγκληματικό (ή μαγικό) χέρι ενός ηθοποιού που τα λόγια του Σαίξπηρ τον είχαν αλλάξει σε Μάρκο Βρούτο, δολοφόνο του Καίσαρα. Στα μέσα του 17ου αιώνα, τη χρησιμοποίησε η εκδίκηση για να θανατώσει τον Γουστάβο Αδόλφο της Σουηδίας, στη μέση της δημόσιας εκατόμβης μιας μάχης.

Παλιά, η σφαίρα ήταν και άλλα πράγματα, γιατί η πυθαγόρεια μετουσίωση δεν είναι προνόμιο των ανθρώπων. Ήταν το μεταξένιο κορδονάκι που δέχονται οι βεζίρηδες της Ανατολής, το πυροβολικό και οι ξιφολόγχες που αφάνισαν τους υπερασπιστές του Άλαμο, η τριγωνική λεπίδα που έκοψε το λαιμό μιας βασίλισσας, τα καρφιά που διαπέρασαν τη σάρκα του Λυτρωτή και το ξύλο του Σταυρού, το φαρμάκι που ο ηγέτης των Καρχηδονίων φυλούσε σ’ ένα σιδερένιο δαχτυλίδι, το γαλήνιο κύπελλο που ήπιε ο Σωκράτης κάποιο σούρουπο.

Στις απαρχές του χρόνου, ήταν η πέτρα που έριξε ο Κάιν στον Άβελ, και θα ‘ναι ακόμα πολλά πράγματα που σήμερα δεν μπορούμε ούτε να τα φανταστούμε και που θ’ αποτελειώσουν τους ανθρώπους και την εύθραυστη, θεσπέσια μοίρα τους.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα Τα Πεζά II, μτφρ. Αχ. Κυριακίδης.

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023

Jorge Luis Borges - Σημειωματάριο στα σκουπίδια


Με το να είμαι τυφλός,ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια,αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώνουν όλο τον χρόνο τους. Έτσι,περνώ ένα μεγάλο διάστημα τής μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες, τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στον νου μου μια ιστορία,που θα γίνει διήγημα ή ποίημα.
Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δεν θα έλεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία.
Δεν γράφω για μια μικρή ελίτ που δεν την υπολογίζω,ούτε γι αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε Μάζα.Δεν πιστεύω σε αυτές τις δύο γενικότητες,τις τόσο αγαπητές στους δημαγωγούς. Γράφω για μένα,για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή τού χρόνου.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Jorge Luis Borges - Ο άλλος

 Το περιστατικό συνέβη όταν ήμουνα στο Καίμπριτζ, το Φεβρουάριο του 1969. Εκείνη την εποχή δεν έκανα καμιά απόπειρα να το καταγράψω, γιατί, καθώς φοβόμουνα για το μυαλό μου, είχα την πρόθεση να το ξεχάσω. Τώρα, που έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε, αισθάνομαι πως αν το εμπιστευθώ στο χαρτί οι άλλοι θα το διαβάσουν σαν ένα διήγημα, κι ελπίζω ότι κάποια μέρα θα γίνει διήγημα και για μένα τον ίδιο. Ξέρω πως ήταν τρομερή εμπειρία — κι η ανάμνησή της ήταν ακόμα πιο τρομερή, στις άγρυπνες νύχτες που ακολούθησαν — αλλ' αυτό δε σημαίνει πως η αφήγηση του περιστατικού θα συγκινήσει, κατ' ανάγκην, και κάποιον άλλο.

Θα 'ταν γύρω στις δέκα το πρωί. Καθόμουνα σ' ένα παγκάκι στραμμένο προς το ποτάμι Τσαρλς. Καμιά πεντακοσαριά γιάρδες δεξιά μου ήταν ένα ψηλό κτίριο που ποτέ δεν έμαθα το όνομά του. Μεγάλα κομμάτια πάγου αργοκυλούσαν πάνω στο γκρίζο νερό. Μοιραία το ποτάμι μ' έκανε να σκεφτώ το χρόνο — η παμπάλαιη εικόνα του Ηράκλειτου*. Είχα κοιμηθεί καλά· το μάθημά μου το προηγούμενο απόγευμα είχε, νομίζω, καταφέρει να συγκρατήσει το ενδιαφέρον των σπουδαστών μου. Ψυχή δε φαινόταν γύρω.

Ξαφνικά, είχα την εντύπωση (κατά τους ψυχολόγους αυτό συμβαίνει όταν είναι κανείς κουρασμένος) πως είχα ξαναζήσει αυτή τη στιγμή στο παρελθόν. Κάποιος είχε καθίσει στο παγκάκι, στην άλλη άκρη. Θα προτιμούσα να 'μενα μόνος μου, αλλά μη θέλοντας να φανώ ακοινώνητος, απέφυγα να σηκωθώ πάνω απότομα. Ο άλλος είχε αρχίσει να σφυρίζει. Τότε συνέβη το πρώτο από μια ολόκληρη σειρά ανησυχητικά πράγματα που επρόκειτο να συμβούν εκείνο το πρωί. Αυτό που σφύριζε, αυτό που προσπαθούσε να σφυρίξει (δεν έχω διόλου μουσικό αυτί), ήταν ο σκοπός «Λα Ταπέρα»*, μια μιλόνγκα* του Ελίας Ρεγούλες. Η μελωδία με πήγε πίσω στο Μπουένος Άιρες, σε μια ορισμένη μεσαυλή που έχει εξαφανιστεί εδώ και χρόνια, και θυμήθηκα τον ξάδερφό μου, τον Αλβάρο Μελίαν Λαφινούρ που πέθανε πριν κάμποσα χρόνια. Έπειτα μου 'ρθαν στο μυαλό τα λόγια. Τα λόγια του πρώτου στίχου. Δεν ήταν η φωνή του Αλβάρο αλλά μια απομίμησή της. Όταν το αναγνώρισα, τα 'χασα.

«Κύριε», γύρισα κι είπα στο διπλανό μου, «είστε Ουρουγουανός ή Αργεντινός;»

«Αργεντινός», μου απάντησε, «αλλά ζω στη Γενεύη από το 1914». Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή.

«Μαλανιού 17, απέναντι στην Ορθόδοξη εκκλησία;» ρώτησα.

Απάντησε καταφατικά.

«Στην περίπτωση αυτή», είπα ευθέως, «είστε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Κι εγώ, επίσης, είμαι ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Έχουμε 1969 και βρισκόμαστε στο Καίμπριτζ».

«Όχι», είπε με μια φωνή που ήταν η δική μου, αλλά και λίγο διαφορετική. Σταμάτησε. Κι ύστερα, με ύφος επιτακτικό, είπε: «Είμαι εδώ, στη Γενεύη, σ' ένα παγκάκι, λίγα βήματα απ' το Ροδανό. Το παράξενο είναι πως μοιάζουμε οι δυο μας, αλλά εσείς είστε πολύ μεγαλύτερος και τα μαλλιά σας είναι γκρίζα».

«Μπορώ να αποδείξω πως δε λέω ψέματα», είπα. «Θα σας πω πράγματα που είναι απίθανο να ξέρει ένας ξένος. Στο σπίτι έχουμε μιαν ασημένια κούπα για ματέ· η βάση της παριστάνει δυο φίδια αλληλοπλεγμένα. Την είχε φέρει ο προπάππος μας απ' το Περού. Υπάρχει ακόμα ένας ασημένιος νιπτήρας που κρεμόταν απ' τη σέλα του. Στην ντουλάπα του δωματίου σας υπάρχουν δυο σειρές βιβλία: τρεις τόμοι του Χίλιες και μια νύχτες, του Λέην, με χαλυβδογραφίες και σημειώσεις στο τέλος κάθε κεφαλαίου, με μικρά τυπογραφικά στοιχεία· το λατινικό λεξικό του Κισσερά· Τα Γερμανικά του Τάκιτου στα Λατινικά, καθώς επίσης και στην αγγλική μετάφραση του Γκόρντον· ένας Δον Κιχώτης δημοσιευμένος από τον Γκρανιέ· το Τάμπλας δε Σάνγκρε* του Ριβέρα Ιντάρδε, με αφιέρωση του συγγραφέα· το Sartor Resartus* του Καρλάυλ· μια βιογραφία του Αμιέλ· και κρυμμένο πίσω από άλλους τόμους, ένα βιβλίο χαρτόδετο γύρω από τα σεξουαλικά έθιμα στα Βαλκάνια. Θυμάμαι ακόμα κάποιο βράδυ, σε κάποιο δεύτερο πάτωμα της πλατείας Ντυμπούρ».

«Ντυφούρ», με διόρθωσε.

«Πολύ καλά — Ντυφούρ. Δεν αρκούν αυτά;»

«Όχι», είπε. «Αυτές οι αποδείξεις δεν αποδεικνύουν τίποτα. Αν σας ονειρεύομαι, είναι φυσικό να ξέρετε ό,τι ξέρω. Ο κατάλογός σας, παρ' όλο το μάκρος του, είναι τελείως άχρηστος».

Η αντίρρησή του ήταν εύστοχη. Είπα: «Αν αυτό το πρωινό κι αυτή η συνάντηση είναι όνειρα, ο καθένας μας πρέπει να πιστεύει πως αυτός είναι που ονειρεύεται. Ίσως σταματήσαμε να ονειρευόμαστε, ίσως όχι. Στο μεταξύ, το εξόφθαλμο καθήκον μας είναι να παραδεχτούμε το όνειρο όπως παραδεχόμαστε τον κόσμο και το ότι γεννιόμαστε και βλέπουμε κι ανασαίνουμε».

«Κι αν τ' όνειρο συνεχιστεί;» είπε με αγωνία.

Για να τον ηρεμήσω, και για να ηρεμήσω κι εγώ πήρα ένα ύφος σιγουριάς, αν και, βέβαια, δεν αισθανόμουν καθόλου σίγουρος. «Το όνειρό μου κράτησε εβδομήντα χρόνια», είπα. «Στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει άνθρωπος ζωντανός που να μη βρίσκεται ενώπιος ενωπίω, την ώρα που ξυπνάει. Είναι αυτό που συμβαίνει μ' εμάς — εκτός που είμαστε δυο. Δε θα θέλατε να ξέρετε κάτι απ' το παρελθόν μου, που 'ναι το μέλλον που σας περιμένει;»

Συγκατένεψε χωρίς να μιλήσει. Συνέχισα, λιγάκι αμήχανα. «Η μητέρα είναι καλά στο σπίτι της, Τσάρκας και Μαϊπού, στο Μπουένος Άιρες, αλλά ο πατέρας πέθανε, κοντεύουνε τριάντα χρόνια τώρα. Πέθανε από την καρδιά του. Η ημιπληγία τον αποτέλειωσε· τ' αριστερό του χέρι πάνω στο δεξί, έμοιαζε με χέρι παιδιού πάνω στο χέρι γίγαντα. Πέθανε δυσανασχετώντας με το θάνατο, αλλά χωρίς να παραπονιέται. Η γιαγιά μας είχε πεθάνει στο ίδιο σπίτι. Λίγες μέρες πριν από το τέλος, μας μάζεψε όλους κοντά της κι είπε, «είμαι μια γριά γυναίκα που πεθαίνει πολύ πολύ αργά. Ας μην αναστατωθεί κανένας για ένα τόσο κοινό, τόσο καθημερινό πράγμα». Η αδερφή μας η Νόρα παντρεύτηκε κι έχει δυο γιους. Μιας και το 'φερε η κουβέντα, πώς είναι οι δικοί σας σπίτι;»

«Μια χαρά. Ο πατέρας λέει πάντα τα ίδια αντιθρησκευτικά αστεία. Χτες βράδυ είπε πως ο Χριστός είναι σαν τους γκαούτσο που δεν τους αρέσει να δεσμεύονται, και γι' αυτό δίδασκε με παραβολές». Δίστασε λιγάκι κι ύστερα είπε, «Κι εσείς;»

«Δεν ξέρω τον αριθμό των βιβλίων που θα γράψετε, αλλά ξέρω πως θα 'ναι πάρα πολλά. Θα γράψετε ποιήματα που θα σας δώσουνε μεγάλη χαρά, χαρά που οι άλλοι δε θα συμμεριστούν, και διηγήματα κάπως αλλόκοτα. Σαν τον πατέρα,... και τόσους άλλους από την οικογένεια, θα διδάξετε».

Μ' ευχαρίστησε που δε ρώτησε τίποτα για την επιτυχία ή την αποτυχία των βιβλίων του. Άλλαξα τόνο και συνέχισα. «Όσο για την ιστορία, είχαμε κι άλλον πόλεμο, σχεδόν ανάμεσα στους ίδιους ανταγωνιστές. Η Γαλλία δεν άργησε να υποκύψει. Η Αγγλία κι η Αμερική πολέμησαν εναντίον ενός Γερμανού δικτάτορα που τον λέγαν Χίτλερ — η κυκλική μάχη του Βατερλώ. Γύρω στο 1946 το Μπουένος Άιρες γέννησε κι άλλον Ρόσας, που 'μοιαζε αρκετά με τον συγγενή μας. Στα 1955, η επαρχία της Κόρδοβα ξεσηκώθηκε για τη σωτηρία μας, όπως είχε κάνει η Έντρε Ρίος τον περασμένο αιώνα. Τώρα τα πράγματα πάνε άσχημα. Η Ρωσία καταχτάει τον κόσμο· η Αμερική, αναχαιτισμένη από την πρόληψη της δημοκρατίας, δεν αποφασίζει να γίνει αυτοκρατορία. Κάθε μέρα που περνάει η χώρα μας γίνεται και πιο επαρχιώτικη. Πιο επαρχιώτικη και πιο επιτηδευμένη — λες και στραβώθηκε. Δε θα με εξέπληττε αν τη διδασκαλία των Λατινικών στα σχολειά μας την αντικαθιστούσε η διδασκαλία των Γκουαρανί».

Θα μπορούσα να πω ότι μόλις και μετά βίας με πρόσεχε. Ο στοιχειακός φόβος γι' αυτό που είναι αδύνατο, κι ωστόσο είναι έτσι, τον κατέθλιβε. Εγώ, που ποτέ δεν υπήρξα πατέρας, ένιωσα για το φτωχό αυτό αγόρι — πιο δικό μου και από 'να γιο σάρκα της σάρκας μου — ένα κύμα αγάπης. Βλέποντας πως κρατούσε σφιχτά στα χέρια του ένα βιβλίο, ρώτησα τι ήταν.

«Οι Δαιμονισμένοι, ή, καθώς πιστεύω, Οι Σατανάδες, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη» είπε, όχι χωρίς ματαιοδοξία.

«Σβήστηκε απ' τη μνήμη μου. Περί τίνος πρόκειται;» Κι ευθύς ως το ξεστόμισα, ένιωσα πως η ερώτηση ήταν βλασφημία.

«Ο Ρώσος δάσκαλος», είπε με κάποιο στόμφο, «είδε βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλον μέσα στο λαβύρινθο της σλάβικης ψυχής».

Αυτή η απόπειρα ρητορικής μου φάνηκε σαν απόδειξη ότι ξανάβρισκε την αταραξία του. Ρώτησα ποια άλλα βιβλία του δάσκαλου είχε διαβάσει. Ανάφερε δυο τρία, μεταξύ των οποίων και το Σωσία. Τον ρώτησα, τότε, αν διαβάζοντάς τα μπορούσε να διακρίνει καθαρά τους χαρακτήρες, όπως τους διακρίνει κανείς στον Τζόζεφ Κόνραντ, κι αν σκεφτόταν να συνεχίσει τη μελέτη του έργου του Ντοστογιέφσκη.

«Όχι ακριβώς», είπε με κάποια έκπληξη.

Τον ρώτησα τι έγραφε και μου 'πε πως μάζευε το υλικό του για μια ποιητική συλλογή που θα λεγόταν Κόκκινοι ύμνοι. Και ένα διάστημα σκεφτόταν να της δώσει τον τίτλο Κόκκινοι ρυθμοί.

«Και γιατί όχι;» είπα. «Μπορείτε να επικαλεστείτε κάποια καθιερωμένα προηγούμενα. Τους γαλάζιους στίχους τους Ρουμπέν Δαρίο και το γκρίζο τραγούδι του Βερλαίν».

Αγνόησε την παρατήρησή μου κι εξήγησε πως το βιβλίο του θα δοξολογούσε την αδερφότητα του ανθρώπου. Ο ποιητής του καιρού μας δεν μπορεί να γυρίζει τη ράχη του στον αιώνα του, πρόσθεσε. Σκέφτηκα για λίγο και ρώτησα αν πράγματι θεωρούσε τον εαυτό του αδερφό κανενός — όλων των εργολάβων κηδειών, ας πούμε, όλων των ταχυδρόμων, όλων των δυτών ανοιχτής θαλάσσης, όλων εκείνων που ζουν στην πλευρά του δρόμου με τους ζυγούς αριθμούς, όλων των αφωνικών, και ούτω καθεξής. Απάντησε πως το βιβλίο του αναφερόταν στη μεγάλη μάζα των καταπιεσμένων και των αλλοτριωμένων.

«Η μάζα σας, των καταπιεσμένων και αλλοτριωμένων, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αφαίρεση», είπα. «Μόνο άτομα υπάρχουν — αν μπορεί να ειπωθεί καν πως κάποιος υπάρχει. «Ο άνθρωπος του χθες δεν είναι ο άνθρωπος του σήμερα», παρατήρησε κάποιος Έλληνας. Εμείς οι δυο, καθισμένοι σ' αυτό το παγκάκι στη Γενεύη ή στο Καίμπριτζ, είμαστε ίσως η απόδειξη αυτής της παρατήρησης».

Έξω από τις αυστηρές σελίδες της Ιστορίας, τα αξιομνημόνευτα περιστατικά δεν έχουν ανάγκη από αξιομνημόνευτες φράσεις. Τη στιγμή του θανάτου, ένας άνθρωπος προσπαθεί να θυμηθεί μια γκραβούρα που πήρε το μάτι του όταν ήταν παιδί· οι στρατιώτες την ώρα που ετοιμάζονται να μπουν στη μάχη μιλάνε για τη λάσπη ή για το λοχία τους. Η κατάστασή μας ήταν μοναδική, κι ειλικρινά, ήμασταν απροετοίμαστοι γι' αυτή. Η τύχη το 'φερε να κουβεντιάζουμε για λογοτεχνία· φοβάμαι πως δεν είπα τίποτα περισσότερο απ' αυτά που λέω συνήθως στους δημοσιογράφους. To alter ego μου πίστευε στην επινόηση, στην ανακάλυψη νέων μεταφορών· εγώ, σ' εκείνες τις μεταφορές που αντιστοιχούν στις άμεσες και προφανείς συνάφειες, που η φαντασία μας τις έχει ήδη δεχτεί. Γηρατειά και ηλιοβασίλεμα, όνειρα και ζωή, η ροή του χρόνου και του νερού. Πρότεινα αυτή την άποψη που, χρόνια αργότερα, αυτός θα την υποστήριζε σ' ένα βιβλίο. Μόλις και μετά βίας με πρόσεχε. Ξαφνικά είπε, «Αν κάποτε υπήρξατε αυτό που είμαι σήμερα εγώ, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι έχετε ξεχάσει τη συνάντησή σας με έναν ηλικιωμένο κύριο που το 1918 σας είπε ότι κι αυτός επίσης ήταν Μπόρχες;»

Δεν είχα υπολογίσει αυτή τη δυσκολία. «Ίσως το περιστατικό ήταν τόσο παράδοξο που προτίμησα να το ξεχάσω», απάντησα χωρίς μεγάλη πεποίθηση.

Διακινδυνεύοντας μιαν ερώτηση, είπε συνεσταλμένα, «Πώς είναι η μνήμη σας;»

Συνειδητοποίησα τότε πως για ένα αγόρι κάτω από είκοσι, ένας άνθρωπος πάνω από εβδομήντα είναι σχεδόν στον τάφο. «Συχνά αγγίζει την αμνησία», είπα, «αλλά ακόμα προσφέρει τις υπηρεσίες που καλείται να προσφέρει. Σπουδάζω Αρχαία Αγγλικά και δεν είμαι απ' τους τελευταίους στην τάξη».

Η κουβέντα μας είχε ήδη κρατήσει πολύ, για να 'ναι κουβέντα ονείρου.

Ξαφνικά μου 'ρθε μια ιδέα. «Μπορώ αμέσως να αποδείξω πως δεν με ονειρεύεστε», είπα. «Ακούστε προσεκτικά αυτό το στίχο που, απ' όσο ξέρω, δεν τον διαβάσατε ακόμα».

Τόνισα αργά τον περίφημο στίχο, «L'hydre-univers tordant son corps écaillé d' astres»*. Αισθάνθηκα το σχεδόν έντρομο δέος του. Επανέλαβε το στίχο, χαμηλόφωνα, απολαμβάνοντας την κάθε αστραφτερή του λέξη.

«Είναι γεγονός», είπε κομπιάζοντας, «ποτέ δε θα μπορέσω να γράψω μιαν αράδα σαν κι αυτή».

Ο Βίκτορ Ουγκό μας έχει φέρει τον ένα κοντά στον άλλον.

Τώρα θυμάμαι πως πριν απ' αυτό είχε απαγγείλει με φλόγα εκείνο το σύντομο κομμάτι του Ουίτμαν* όπου ο ποιητής θυμάται μια νύχτα που 'μοιράστηκε κοντά στη θάλασσα, όταν ήταν αληθινά ευτυχισμένος.

«Αν ο Ουίτμαν δόξασε αυτή τη νύχτα» παρατήρησα, «είναι γιατί τη λαχτάρησε κι όχι γιατί συνέβη. Το ποίημα κερδίζει όταν το βλέπουμε σαν έκφραση μιας λαχτάρας κι όχι σαν αφήγηση κάποιου πραγματικού συμβάντος».

Με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Δεν τον ξέρετε καθόλου!» αναφώνησε. «Ο Ουίτμαν είναι ανίκανος να πει ψέμα».

Μισός αιώνας δεν περνάει μάταια. Κάτω απ' την κουβέντα μας γι' ανθρώπους και τυχαία διαβάσματα και τα διαφορετικά μας γούστα, συνειδητοποιούσα πως δεν ήμασταν σε θέση να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Ήμασταν πολύ όμοιοι και πολύ ανόμοιοι. Δεν ήμασταν σε θέση να νιώσουμε ο ένας τον άλλον, γεγονός που κάνει τη συζήτηση δύσκολη. Ο καθένας από μας ήταν ένα γελοιογραφικό αντίγραφο του άλλου. Ήταν μια κατάσταση τόσο αφύσικη που ήταν αδύνατο να κρατήσει περισσότερο. Δεν είχε νόημα να του προσφέρω συμβουλές ή να του φέρω επιχειρήματα αφού, αναπόφευκτα, η μοίρα του ήταν να γίνει το πρόσωπο που είμαι εγώ σήμερα.

Ξαφνικά, μου ήρθε στο νου μια από τις φαντασίες του Κόλεριτζ*. Κάποιος ονειρεύεται πως του δίνουν ένα τριαντάφυλλο στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στον παράδεισο. Όταν ξυπνάει βρίσκει το λουλούδι. Ένα ανάλογο κόλπο σκέφτηκα κι εγώ. «Ακούστε», είπα. «Έχετε λεφτά πάνω σας;»

«Ναι», απάντησε. «Έχω καμιά εικοσαριά φράγκα. Έχω καλέσει σε δείπνο απόψε τον Σίμωνα Ζικλίνσκι στον Κροκόδειλο».

«Πέστε του Σίμωνα ότι θα ασκήσει την ιατρική στην Καρούς κι ότι θα γίνει ένας πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Δώστε μου τώρα ένα απ' τα νομίσματά σας».

Έβγαλε απ' την τσέπη του τρία μεγάλα ασημένια νομίσματα και μερικά ψιλά. Χωρίς να καταλαβαίνει, μου 'δωσε ένα πεντόφραγκο. Του 'δωσα ένα από κείνα τα μάλλον ανόητα αμερικάνικα χαρτονομίσματα που, ανεξάρτητα απ' την αξία τους, έχουν όλα τα ίδιο μέγεθος. Το εξέτασε με μεγάλη περιέργεια.

«Αδύνατον!», είπε, με υψωμένη τη φωνή. «Έχει χρονολογία 1964. Μοιάζει με θαύμα και το θαυμαστό είναι τρομαχτικό. Αυτοί που ήταν μάρτυρες στην ανάσταση του Λαζάρου θα πρέπει να 'νιωσαν φρίκη».

Δεν έχουμε αλλάξει στο παραμικρό, σκέφτηκα. Πάντα η φιλολογική αναφορά. Έσκισε το χαρτονόμισμα κι έβαλε τα νομίσματά του στην τσέπη. Αποφάσισα να πετάξω το δικό μου στο ποτάμι. Το τόξο του μεγάλου ασημένιου δίσκου, βουλιάζοντας στο ασημένιο ποτάμι, θα προίκιζε την ιστορία μου με μια ολοζώντανη εικόνα, αλλά η τύχη δεν το θέλησε έτσι. Του είπα πως όταν το υπερφυσικό συμβαίνει για δεύτερη φορά, παύει να είναι τρομαχτικό. Πρότεινα να κανονίσουμε να συναντηθούμε την επόμενη μέρα, στο ίδιο αυτό παγκάκι που υπήρχε σε δυο μέρη και σε δυο εποχές. Συμφώνησε αμέσως και, χωρίς να κοιτάξει το ρολόι του, είπε πως είχε αργήσει. Λέγαμε ψέματα και οι δυο, κι ο καθένας μας το 'ξερε αυτό για τον άλλον. Του είπα πως κάποιος θα ερχότανε για μένα.

«Θα 'ρθει για σας;» είπε.

«Ναι. Όταν φτάσετε στην ηλικία μου θα 'χετε χάσει το φως σας σχεδόν εντελώς. Θα ξεχωρίζετε ακόμα το κίτρινο χρώμα, τα φώτα και τις σκιές. Μην ανησυχείτε. Η βαθμιαία τύφλωση δεν είναι τραγωδία. Είναι σαν αργό καλοκαιρινό σούρουπο».

Αποχαιρετιστήκαμε χωρίς να 'χουμε αγγίξει ο ένας τον άλλον ούτε μια φορά. Την άλλη μέρα δεν πήγα στο ραντεβού. Μήτε κι αυτός θα πήγαινε.

Έχω σκεφτεί πολύ πάνω σ' αυτή τη συνάντηση, χωρίς ως τώρα να την έχω διηγηθεί σε κανέναν. Πιστεύω πως έχω ανακαλύψει το κλειδί.

Η συνάντηση ήταν πραγματική, αλλά ο άλλος ονειρευόταν όταν συζητούσε μαζί μου, κι αυτό εξηγεί το πώς μπόρεσε να με ξεχάσει· κουβέντιασα μαζί του ενόσω ήμουν ξυπνητός, κι η ανάμνηση αυτού του περιστατικού ακόμη μ' αναστατώνει.

Ο άλλος με ονειρεύτηκε, αλλά δεν ονειρεύτηκε εμένα ακριβώς. Ονειρεύτηκε, αναγνωρίζω τώρα, την ημερομηνία πάνω στο δολάριο.

μτφρ.: Σπυρος Τσακνιας

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

Jorge Luis Borges - O μίτος του μύθου


Ο μίτος που το χέρι της Αριάδνης έβαλε στο χέρι του Θησέα (στο άλλο του ήταν το σπαθί) έτσι ώστε αυτός να βυθιστεί στο λαβύρινθο και να βρει το κέντρο του, τον άνθρωπο με την κεφαλή ταύρου ή, όπως το θέλει ο Δάντης, τον ταύρο με την κεφαλή ανθρώπου, και να τον θανατώσει και να μπορέσει επιτέλους, όταν θα ' χει επιτελέσει τον άθλο του, να λύσει τους πέτρινους κόμπους και να γυρίσει σ' αυτήν, την αγαπημένη του.

Έτσι έγιναν τα πράγματα. Ο Θησέας δεν μπορούσε να ξέρει πως στην άλλη άκρη του λαβυρίνθου βρισκόταν ο άλλος λαβύρινθος, αυτός του χρόνου, και πως σ' έναν προκαθορισμένο τόπο βρισκόταν η Μήδεια.

Ο μίτος χάθηκε το ίδιο και ο λαβύρινθος. Σήμερα, εξακολουθούμε να μη ξέρουμε αν μας περιβάλλει ένας λαβύρινθος, ένα μυστικό σύμπαν ή ένα επικίνδυνο χάος. Το ευτυχές μας χρέος είναι να φανταζόμαστε ότι υπάρχει ένας λαβύρινθος και ένας μίτος. Αυτόν το μίτο δε θα τον βρούμε ποτέ, ίσως τον συναντάμε και τον χάνουμε σε μια πράξη πίστης, σε μια αρμονία, σ' ένα όνειρο, στις λέξεις που ονομάζονται φιλοσοφία, ή, πολύ απλά, στην απέριττη ευτυχία.

Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Jorge Luis Borges - Ο Μπόρχες κι εγώ

Στον άλλον, στον Μπόρχες, συμβαίνουν όλα. Εγώ περπατώ στο Μπουένος Άιρες και σταματώ, ίσως πια μηχανικά, για να κοιτάξω την καμάρα μιας εισόδου και την καγκελόπορτα˙ νέα του Μπόρχες λαβαίνω με το ταχυδρομείο και βλέπω τ’ όνομά του σε μια τριανδρία καθηγητών ή σ’ ένα βιογραφικό λεξικό. Εμένα μ’ αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του 18ου αιώνα, η γεύση του καφέ και η πεζογραφία του Στίβενσον˙ ο άλλος μοιράζεται μαζί μου αυτές τις προτιμήσεις, αλλά μ’ έναν τρόπο ματαιόδοξο που τις μετατρέπει σε καμώματα θεατρίνου. Θα ’ταν υπερβολικό να πω ότι οι σχέσεις μας είναι εχθρικές˙ εγώ ζω, εγώ αφήνομαι να ζω, μόνο και μόνο για να μπορεί ο Μπόρχες να υφαίνει τη λογοτεχνία του, κι αυτή η λογοτεχνία με δικαιώνει. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχτώ πως έχει γράψει μερικές αξιόλογες σελίδες, αλλά αυτές οι σελίδες δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως γιατί το καλό δεν ανήκει πια σε κανέναν, ούτε καν στον άλλον, αλλά στη γλώσσα ή στην παράδοση. Κατά τα άλλα, εγώ είμαι καταδικασμένος να χαθώ, να χαθώ για πάντα, και μόνο κάποια στιγμή μου μπορεί να επιβιώσει στον άλλον. Λίγο λίγο του τα παραχωρώ όλα, κι ας ξέρω τη διεστραμμένη συνήθειά του να παραποιεί και να υπερβάλλει. Ο Σπινόζα κατάλαβε πως όλα τα πράγματα θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι˙ η πέτρα θέλει να είναι αιωνίως πέτρα, και η τίγρη, τίγρη. Εγώ θα παραμείνω Μπόρχες˙ όχι ο εαυτός μου (αν υποτεθεί ότι είμαι κάποιος), αν και αναγνωρίζω τον εαυτό μου λιγότερο στα βιβλία μου απ’ όσο στα βιβλία πολλών άλλων ή στο περίτεχνο γρατζούνισμα μιας κιθάρας. Πριν κάποια χρόνια, προσπάθησα ν’ απελευθερωθώ απ’ αυτόν, και πέρασα απ’ τις μυθολογίες των προαστίων στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο˙ αυτά τα παιχνίδια, όμως, τώρα πια ανήκουν στον Μπόρχες, και θα χρειαστεί να επινοήσω άλλα. Έτσι, όλη μου η ζωή είναι μια φυγή, κι όλα τα χάνω κι όλα ανήκουν στη λήθη – ή σ’ αυτόν.

Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας γράφει αυτή τη σελίδα.

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ο Μπόρχες κι εγώ, Άπαντα Πεζά, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ελληνικά Γράμματα σελ.569

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Για το μυθιστόρημα και το διήγημα

 (...) ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ: Σκέπτομαι πως το διήγημα και το μυθιστόρημα είναι και τα δύο σύνθετα και απαιτητικά είδη, το καθένα για διαφορετικούς λόγους. Το διήγημα πρέπει να αποδώσει με λίγα λόγια μια ολοκληρωμένη ποιητική ιδέα, και ως εκ τούτου απαιτεί μεγαλύτερη ικανότητα συγκέντρωσης και άκρα επιδεξιότητα.

Χ. Λ. ΜΠΟΡΧΕΣ: Θέλετε να πείτε πως το διήγημα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη πυκνότητα;
ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ: Ναι. Αντίθετα, το μυθιστόρημα είναι σαν μια ήπειρος. Για να φτάσεις σ' ένα όμορφο μέρος, καλείσαι ξαφνικά να διασχίσεις λίμνες ή απέραντες ελώδεις εκτάσεις, να διασχίσεις ατελεύτητους δρόμους, γεμάτους σκόνη και λάσπη. Νομίζω πως ο Μπόρχες είπε κάποτε ότι βαριέται τους άχαρους αυτούς δρόμους, οι οποίοι θα πρέπει να είναι εξίσου άχαροι για τον αναγνώστη. Αλλά όποιος θέλει να βρει ένα θησαυρό στο Μότο Γκρόσο ( Σ.τ. Μ. Πολιτεία της δυτικής Βραζιλίας) θα πρέπει να αντιμετωπίσει πολλούς κινδύνους.
Χ. Λ. ΜΠΟΡΧΕΣ: ΓΙ' αυτόν ακριβώς το λόγο ο συγγραφέας θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος όταν τελειώνει ένα μυθιστόρημα. Απεναντίας, όταν ολοκληρώνει κανείς ένα διήγημα, δεν ξέρει αν άξιζε τον κόπο να το γράψει.
ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ: Μα Μπόρχες το ίδιο συμβαίνει και με το μυθιστόρημα. Μη σας πω ότι είναι και χειρότερα:Ξέρετε τι θα πει, αφού έχεις γράψει πεντακόσιες σελίδες, να νιώθεις ότι άλλο ήθελες να πεις;
Χ. Λ. ΜΠΟΡΧΕΣ: Το διήγημα μπορείς να το κρίνεις στην καθησιά σου, όπως έλεγε ο Πόε. Αντίθετα το μυθιστόρημα απαιτεί χρόνο (...)

Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Τάσου Γουδέλη

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Jorge Luis Borges - Επεισόδιο του εχθρού


Τόσα και τόσα χρόνια καταδίωξη και αναμονή και επιτέλους ο εχθρός ήρθε στο σπίτι μου. Απ’ το παράθυρο τον είδα ν’ ανηφορίζει με κόπο το απότομο μονοπάτι του λόφου. Στηριζόταν σ’ ένα ραβδί, ένα βαρύ ραβδί που στα γέρικα χέρια του δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί όπλο, παρά μονάχα απλό μπαστούνι. Ταράχτηκα μόλις άκουσα αυτό που περίμενα: το αδύναμο χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξα με κάποια νοσταλγία το δυσανάγνωστο και μισοτελειωμένο μου χειρόγραφο και την πραγματεία του Αρτεμίδωρου περί ονείρων, ένα βιβλίο κάπως παράταιρο μέσα εδώ, αφού ελληνικά δεν ξέρω. Κι άλλη χαμένη μέρα, σκέφτηκα. Παιδεύτηκα με το κλειδί. Φοβήθηκα ότι ο άνθρωπος αυτός θα σωριαζότανε, έκανε όμως λίγα βήματα  τρικλίζοντας, πέταξε το ραβδί, που δεν το ξαναείδα πια, και σωριάστηκε στο κρεβάτι μου εξαντλημένος. Η αδημονία μου τον είχε αναπαραστήσει πολλές φορές, μα μόνο τότε παρατήρησα πως έμοιαζε τόσο πολύ, σαν να ‘τανε αδέλφια, με την τελευταία προσωπογραφία του Λίνκολν. Θα πρέπει να ήταν τέσσερις το απόγεμα.
     Έσκυψα από πάνω του έτσι που να μ’ ακούει.
     «Καθένας πιστεύει ότι τα χρόνια περνάνε μόνο γι’ αυτόν», του είπα, «αλλά περνούν και για όλους τους άλλους. Εδώ ανταμώνουμε εντέλει κι ό,τι και να ‘γινε παλιά δεν έχει πια καμιά σημασία».
     Όσο μιλούσα ξεκούμπωνε την καμπαρντίνα του. Το δεξί του χέρι ήταν στην τσέπη του παλτού του. Κάτι με σημάδευε και ένιωθα πως ήταν ένα περίστροφο.
     Μου είπε τότε με σταθερή φωνή.
     «Για να μπω στο σπίτι σου, κατέφυγα στον οίκτο σου. Τώρα είσαι στο έλεός μου και είμαι ανελέητος».
     Κάτι προσπάθησα να πω. Δεν είμαι χεροδύναμος άνθρωπος και μόνο τα θα μπορούσαν να με σώσουν. Κατάφερα να πω:
     «Είναι γεγονός πως πριν από πολλά χρόνια φέρθηκα άσκημα σ’ ένα παιδί, όμως τώρα, ούτε εσύ είσαι πια εκείνο το παιδί, ούτε κι εγώ εκείνος ο ανόητος. Άλλωστε, η εκδίκηση δεν είναι λιγότερο μάταιη και γελοία απ’ τη συγγνώμη».
     «Ακριβώς επειδή δεν είμαι πια εκείνο το παιδί», μου αποκρίθηκε, θα σε σκοτώσω. Δεν πρόκειται για εκδίκηση, παρά για πράξη δικαιοσύνης. Τα επιχειρήματά σου, Μπόρχες, είναι απλώς επινοήματα του φόβου σου, για να μη σε σκοτώσω. Μα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα».
     «Κάτι μπορώ να κάνω», του απάντησα.
     «Τι πράγμα;» με ρώτησε.
     «Να ξυπνήσω».
     Και αυτό έκανα.

                                                      Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Από τη συλλογή: ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΩΝ ΤΙΓΡΕΩΝ, 1972. Μετάφραση από τα ισπανικά Δημήτρης Καλοκύρης.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Από μια συνέντευξή του, το 1977, στον Ιταλό συγγραφέα Αλμπέρτο Αρμπαζίνο



«Θα έλεγα ότι η λογοτεχνία υπήρξε πάντοτε φανταστική, ξεκίνησε με την κοσμογονία, με την μυθολογία, με τις αφηγήσεις θεών και τεράτων. Κανένας συγγραφέας δεν ονειρεύτηκε ότι είναι σύγχρονος του εαυτού του. Ίσως αυτό να ξεκίνησε τον 19ο αιώνα. Προηγουμένως μιλούσαν για άλλες χώρες και άλλους καιρούς και ήταν όλα φυσιολογικά... Πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτήν την φανταστική παράδοση, η οποία είναι η πραγματικά μεγάλη παράδοση, η κύρια παράδοση της λογοτεχνίας : η άλλη είναι μάλλον δημοσιογραφία, Ιστορία, δεν είναι λογοτεχνία... Ο ρεαλισμός είναι ένα επεισόδιο, μια στιγμή στη ιστορία της λογοτεχνίας. Η μεγάλη λογοτεχνία δεν υπήρξε ποτέ ρεαλιστική. Ακόμα και ένα βιβλίο που θεωρείται ρεαλιστικό, ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, ένα βιβλίο που αγαπάω πολύ, περιέχει και τα δύο στοιχεία, το ρεαλιστικό και το φανταστικό, όμως εκείνο που υπερέχει είναι το φανταστικό στοιχείο, διότι ο Θερβάντες είναι με το μέρος του Δον Κιχώτη και όχι με το μέρος των χωρικών ή των άλλων.. Όταν γράφω φανταστική λογοτεχνία, δεν κάνω κάτι το καινούριο, αλλά κάτι που γινόταν πάντοτε, εκτός από μια μικρή περίοδο μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα και συνεχίζεται ακόμα, όμως .... Ο συγγραφέας πρέπει να ξέρει να είναι πιστός στην φαντασία του. Κι αν είναι πιστός σε αυτά που φαντάζεται, αν ονειρεύεται ειλικρινά, αυτή είναι η ειλικρίνειά του. Κι εγώ προσπαθώ να ονειρευτώ ειλικρινά. Δηλαδή πιστεύω ότι είναι λάθος να σκέπτεται κανείς ότι η λογοτεχνία γίνεται με τις λέξεις. Γίνεται και με τις λέξεις, όμως κυρίως με τις εικόνες, με τα όνειρα… ».


Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Jorge Luis Borges - Ο εφιάλτης

Πάντα ονειρεύομαι λαβυρίνθους ή καθρέφτες. Στο όνειρο του καθρέφτη εμφανίζεται άλλο ένα όραμα, ένας άλλος τρόμος των νυχτών μου. Μιλάω για την ιδέα της μάσκας. Οι μάσκες ανέκαθεν με φόβιζαν. Όταν ήμουν παιδί, σίγουρα θα σκεφτόμουν πως όποιος φορούσε μάσκα, έκρυβε κάτι αποτρόπαιο. Να ποιος είναι ο πιο τρομαχτικός εφιάλτης μου: κοιτάζομαι σ' έναν καθρέφτη, αλλά το είδωλό μου φοράει μάσκα. Φοβάμαι να βγάλω τη μάσκα, να δω το αληθινό μου πρόσωπο, που το φαντάζομαι αποκρουστικό. Φοβάμαι πως μπορεί να αντικρίσω λέπρα ή το Κακό ή κάτι άλλο, πιο φρικτό ακόμα από οτιδήποτε είμαι ικανός να φανταστώ.

Εφτά νύχτες, 1980
Μετφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Jorge Luis Borges-Παραβολή του Θερβάντες και του Κιχώτη

 Αποκαμωμένος απ' την ισπανική του γη, ένας γέρος ιππότης του βασιλιά γύρεψε διέξοδο στις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο, σ' εκείνη την κοιλάδα του φεγγαριού όπου βρίσκεται ο χρόνος που ξοδεύεται στα όνειρα και στο χρυσό είδωλο του Μωάμεθ που έκλεψε ο Μονταλμπάν.

Για να ξεγελάσει και λιγάκι τον εαυτό του, φαντάστηκε έναν ευκολόπιστο άνθρωπο που, επηρεασμένος από το να διαβάζει πράγματα θαυμαστά, αποφάσισε να αναζητήσει ηρωισμούς και θαύματα σε μέρη εντελώς συνηθισμένα, που τα 'λεγαν Τομπόζο ή Μοντιέλ.
Νικημένος από την πραγματικότητα, από την Ισπανία, ο Δον Κιχώτης πέθανε στο χωριό που γεννήθηκε γύρω στα 1614. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έζησε λίγο περισσότερο.
Και για τους δυο τους, τον ονειροπόλο και τον άνθρωπο του ονείρου του, όλο το θέμα βρισκόταν στην αντίθεση των δύο κόσμων: του εξωπραγματικού κόσμου των ιπποτικών ρομάντζων και τον καθημερινό, συνηθισμένο κόσμο του δέκατου έβδομου αιώνα.
Δεν υποπτεύτηκαν πως τα χρόνια θα εξομάλυναν τελικά την αντίθεση αυτή, δεν υποπτεύτηκαν πως η Μάντσα, το Μοντιέλ και η λιγνή φιγούρα του ιππότη θα γίνονταν από τους μεταγενέστερους το ίδιο ποιητικές με τις περιπέτειες του Σεβάχ ή τις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο.
Γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος, και στο τέλος της πάλι ο μύθος.

Jorge Luis Borges, Ο Δημιουργός, μετ. Δημήτρης Καλοκύρης

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Περί Λογοτεχνίας

Ο σκοπός της λογοτεχνίας είναι να μετατρέψει το αίμα σε μελάνι
T. S. Eliot

«Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει, αφιέρωσα την ήδη μακριά ζωή μου στη λογοτεχνία, στη διδασκαλία, στην απραξία, στη φιλοσοφία, στην ήρεμη περιπέτεια της συζήτησης, στη φιλολογία -που την αγνοώ- σ ’ αυτήν τη μυστηριώδη μανία, την πόλη που με γέννησε, και στις περιπλοκότητες που -όχι χωρίς κάποια δόση υπεροψίας- αποκαλούνται μεταφυσική. Ταυτόχρονα, δεν έλειψε από τη ζωή μου και η φιλία μερικών ανθρώπων, που είναι και το ουσιαστικότερο. Πιστεύω πως δεν έχω ούτε έναν εχθρό ή, αν έχω κάποιους, ήταν τόσο ευγενικοί που ποτέ δε μ’ άφησαν να το καταλάβω. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει, παρά μόνον εκείνοι που αγαπάμε…

Με το να είμαι τυφλός ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώνουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία, που θa γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θa ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία… Δε γράφω για μια μικρή ελίτ, που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε Μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημαγωγούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του Χρόνου»

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες

«Ανεβαίνουμε ηθικά και πνευματικά προς το έργο που βρίσκεται πέρα από τα όριά μας. Εφευρίσκουμε στο πεπρωμένο μας μια ένταση που δεν μας έχει δοθεί από την πραγματικότητα. Συγγραφή για μένα σημαίνει να υπερτονίζω τον κόσμο και τον εαυτό μου».

Στέφαν Τσβάιχ

Η φαντασία δεν είναι χάρισμα, είναι κατεξοχήν αντικείμενο κατάκτησης 
Αντρέ Μπρετόν

Η λογοτεχνία ανήκει σ’ εκείνους που της συμπεριφέρονται σαν τρυφεροί εραστές. Την αγκαλιάζουν, την προστατεύουν όποτε χρειάζεται και την αφήνουν ελεύθερη να ανθίσει, να ομορφύνει πλάι τους. Μόνο τότε εκείνη τούς μένει πιστή.

Κώστας Αρκουδέας

Μια καλή λογοτεχνία, και να της κόψεις τη γλώσσα ή να την ακρωτηριάσεις, θα παραγάγει οπωσδήποτε έργο. Αν χρειαστεί και με σήματα Μορς

Γιώργος Χειμωνάς

Δεν πρέπει να υποτιμάμε την εγκεφαλικότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνικό κείμενο που δεν θα το επεξεργασθεί κάποιου είδους λογικότητα. Ένα κείμενο εξομολογητικό που κάποτε λατρεύτηκε ως ιδανικό τύπου Λωτρεαμόν, δηλαδή κείμενα ατίθασα, που δεν ελέγχονται, χωρίς φραγμούς, στην πραγματικότητα πιστεύω ότι είναι κατεργασμένα. Ένα έργο τέχνης προυποθέτει λογικότητα. Κείμενα που είναι εκ των προτέρων έτοιμα , που προσπαθούν να αποδείξουν κάτι, είναι το άλλο άκρο (...)Η λογοτεχνία είναι πάντα μια αλχημεία. Αλλά μια αλχημεία μελετημένη, βασανισμένη.
Γιώργος Χειμωνάς

Η παλιά λογοτεχνία πεθαίνει γιατί έχει ξεφτίσει. Είναι σαν μια φορεσιά που όλο σκίζεται και επιδιορθώνεται
Αντρέ Μπρετόν

Η λογοτεχνία είναι ένα τεράστιο παλίμψηστο, μια πυκνή στιβάδα με αναρίθμητους γλωσσικούς χιτώνες, ή, αλλιώς, ένα αιώνιο μουρμουρητό της γλώσσας (chuchotement) που αρχίζει με τους πρώτους αβέβαιους και σπασμωδικούς φθόγγους για να φθάσει σε εκείνη τη μεγαλειώδη ανακεφαλαίωση ολόκληρης της λογοτεχνίας, που σύμφωνα με τον Jorge Luis Borges 'συμπυκνώνεται' στον 'Οδυσσέα' του James Joyce.

Γιώργος Αριστηνός, Η ακάθιστη σκέψη (απόσπασμα)

...Δεν θα ξαναγράψω πια με σοβαρότητα. Δε θα γράψω πια παρά μόνο για το κέφι μου. Θα 'πρεπε μάλιστα  να μην ξαναγράψω ποτέ. Πρέπει, όμως, να κάνω θέατρο, να φτιάχνω παραμύθια, μια και είμαι επαγγελματίας συγγραφέας, αφού αυτό είναι το επάγγελμά μου. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα αυτά δεν αξίζουν και μεγάλα πράγματα. Η λογοτεχνία, μια υπεκφυγή. Τι έγινε με εκείνον τον τοίχο που είδα στο όνειρό μου; Οϋτε τον δρασκέλισα, ούτε τον γκρέμισα, ούτε προσπάθησα να να τον γκρεμίσω, τον παρέκαμψα. Μιλάω, μιλάω, κι έτσι δικαιολογώ την αδράνειά μου.Η λογοτεχνία με ανακουφίζει, γίνεται άλλοθι, πρόφαση, ανασχετικό της δράσης. Δεν θα γράψω πια...παρά μόνο για να φτιάξω αντικείμενα, μικρούς δήθεν κόσμους...

Ευγένιος Ιονέσκο, «Ημερολόγιο», περιοδικό Εποχές, τ. 30, Οκτώβριος, μετάφραση: Δ.Ο. Θοιβιδόπουλος

Η λογοτεχνία σαπίζει από τα ναυάγια των ανθρώπων που έδιναν, πέρα από κάθε λογική, σημασία στη γνώμη των άλλων.

Βιρτζίνια Γουλφ


Η λογοτεχνία είναι ο χώρος της μεγαλύτερης ελευθερίας που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος. Γι΄ αυτό τα ολοκληρωτικά καθεστώτα την καταδιώκουν.

Αντόνιο Ταμπούκι, από το βιβλίο Οι κεραίες της εποχής μου του Ανταίου Χρυσοστομίδη.


Ο κόσμος θα' χει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιά

«Ἀπό τή σκοπιά τῆς λογοτεχνίας, ἡ μοίρα μου εἶναι πολύ ἁπλή. Ἡ ἱκανότητά μου νά περιγράφω τήν ὀνειρική ἐσωτερική μου ζωή ἔχει κάνει ὅλα τά ἄλλα δευτερεύοντα, καί ὅλα τ᾿  ἄλλα ἔχουν συρικνωθεῖ φρικτά καί δέν παύουν νά συρικνώνονται. Τίποτε ἄλλο δέν θά μπορέσει ποτέ νά μέ ἱκανοποιήσει.»

Φράνς Κάφκα, «Τά ἡμερολόγια Β΄ 1914-1923», μετάφραση 
 Ἀγγέλα Βερυκοκάκη, Ἐξάντας, Ἀθήνα 1978, σ. 66.

Αυτός που διαβάζει είναι ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς. Αλλά εγώ που γράφω θα έχω εδώ και καιρό τραβήξει το δρόμο μου για το βασίλειο των σκιών.
Έντγκαρ Άλαν Πόε

Η λογοτεχνία είναι ο καλύτερος τρόπος να αγνοείς τη ζωή.
Πεσόα

Η λογοτεχνία είναι δεκανίκι. Αφού δεν είμαστε πλέον παιδιά, όσοι δεν είμαστε, φοβόμαστε την καθημερινότητα και το θάνατο. Η λογοτεχνία μας βοηθάει να τα ξεχνάμε.

Κωστής Γκιμοσούλης

Λογοτεχνική αξία είναι εκείνο που δίνει λογοτεχνική υπόσταση σ' ένα κείμενο: η λογοτεχνικότητα. 
Η λογοτεχνικότητα μετριέται με τον βαθμό και την ένταση της συγχώνευσης του σημαίνοντος με το σημαινόμενο, σε συνδυασμό με το βάθος και το πλάτος των σημαινομένων." 
"Λογοτεχνική κριτική είναι η πράξη του κρίνειν τα λογοτεχνικά κείμενα.  
Κρίνειν σημαίνει αξιολογείν: διαπίστωση αν ένα κείμενο έχει λογοτεχνική αξία και πόση, και αιτιολόγηση αυτής της διαπίστωσης."

Νάσος Βαγενάς, Η εσθήτα της θεάς, Στιγμή, 1988


-Η λογοτεχνία νικά τη φθορά; Τα παιδικά μας αναγνώσματα;
Θα σ’ το πω διαφορετικά, γιατί θεωρώ σημαντική τη λογοτεχνία· είναι σημαντικότερη από τις δυνατότητες που έχει να επουλώνει πληγές και να ξεπερνά τραγικές καταστάσεις γιατί είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να καταγραφούν αυτά που αισθάνονται οι άνθρωποι! Αυτά δεν καταγράφονται πουθενά, δεν τα λένε οι εφημερίδες, δεν τα λένε οι τηλεοράσεις, δε θα είχαμε ιδέα πώς αισθάνονται οι άνθρωποι, ή πώς αισθάνονταν τον 18ο αιώνα, εάν δεν υπήρχε λογοτεχνία! Ξαφνικά, αν αφαιρέσουμε τη λογοτεχνία μένουν μονάχα οι αριθμοί, οι στατιστικές! Χάρη στον Μπαλζάκ, στον Σταντάλ, στον Φλωμπέρ, στον Φώκνερ, χάρη σ’ αυτούς τους ανθρώπους ξέρουμε τους ανθρώπους! Θα ήταν τραγική η ζωή μας εάν δεν υπήρχε η λογοτεχνία! Δηλαδή, δε σε σώζει εσένα ή εμένα από μια δυστυχία, αλλά σώζει όλη την ανθρωπότητα· γιατί, πώς θα ήταν η ανθρωπότητα αν δεν υπήρχε το παρελθόν μέσα από την λογοτεχνία;

Βασίλης Αλεξάκης

Απόσπασμα από παλιότερη συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα.


 Νους ορά, νους ακούει. Πως θα μπορούσα να δώσω μορφή στην ανάγκη μου να παρατηρώ έξω από μένα τη ζωή των ανθρώπων γύρω μου; Στην επιθυμία μου να ακούω την Ιστορία; Και μου πέρασε πρώτη φορά απ’ το μυαλό η λογοτεχνία: Κυρία στα χρυσά, ξυπόλυτη στο χιόνι και στα αναμμένα κάρβουνα, στη λάσπη και στο χώμα, στα χαλίκια. Να μελετά τις ανηφοριές και τους γκρεμνούς, του χτίστη τον πυρετό και του ξυλουργού το σταθερό χέρι. Αθόρυβη στη ροή του χρόνου και αθέατη στα χαμηλά να ψηλαφίζει την αγωνία του ανθρώπου και να αποτυπώνει τον αγώνα του. Λογοτεχνία: μια τέχνη για να δούμε τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, να αναπλάσουμε τα ειπωμένα με τον τρόπο μας.

Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια, Εκδόσεις Πατάκη, Σειρά: Η κουζίνα του συγγραϕέα, Αθήνα 2005.


Η μνήμη κάθε ανθρώπου είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία
Άλντους Χάξλεϊ

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Jοrge Luis Borges-Μορφές ενός θρύλου (απόσπασμα)



[...] « Ο Σιντάρτα, ο Βοδισάτβα, ο προ-Βούδας, είναι γιος ενός τρανού βασιλιά, του Σουντοντάνα, της γενιάς του ήλιου. Τη νύχτα της σύλληψής του, η μητέρα του βλέπει στ' όνειρό της πως στο δεξί πλευρό της εισχωρεί ένας ελέφαντας, που έχει το χρώμα του χιονιού κι έξι χαυλιόδοντες.
Οι θεομάντεις ερμηνεύουν τ' όνειρό της ως εξής: ο γιος της, ή θα βασιλέψει σ' όλο τον κόσμο ή θα γυρίσει τον τροχό της Θεωρίας και θα διδάξει τους ανθρώπους πώς ν' απαλλαγούν απ' τη ζωή κι από το θάνατο.
Ο βασιλιάς προτιμά για τον Σιντάρτα το πρόσκαιρο μεγαλείο αντί για το αιώνιο, και τον κλείνει σε ένα παλάτι απ' όπου έχουν σηκώσει όλα τα πράγματα που υπάρχει κίνδυνος να του αποκαλύψουν την φθαρτότητά του. Έτσι περνούν είκοσι εννέα χρόνια απατηλής ευτυχίας, αφιερωμένα στις απολαύσεις των αισθήσεων, ώσπου, ένα πρωί, ο Σιντάρτα βγαίνει με την άμαξά του κι αντικρίζει με κατάπληξη έναν κυρτωμένο άνθρωπο, "που το δέρμα του δεν είναι σαν των άλλων", που στηρίζεται σ' ένα ραβδί για να βαδίσει, και τρέμει σύγκορμος. Ρωτάει τί άνθρωπος είναι αυτός; Ο αμαξάς του εξηγεί πως είναι ένας γέρος και πως όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν σαν και δαύτον.
Ταραγμένος, ο Σιντάρτα διατάζει να επιστρέψουν αμέσως αλλά, σε μια άλλη του έξοδο, βλέπει έναν άνθρωπο που τον λιώνει ο πυρετός, μες την λέπρα και την πληγή. Ο αμαξάς του εξηγεί πως ο άνθρωπος είναι άρρωστος και πως κανείς δεν αποκλείεται απ' αυτόν τον κίνδυνο. Στην επόμενη έξοδό του, βλέπει έναν άνθρωπο που τον σηκώνουν σ' ένα φέρετρο. Αυτός ο ακίνητος άνθρωπος, του εξηγούν, είναι ένας πεθαμένος κι ο θάνατος είναι νόμος για ό,τι γεννιέται.
Στην επόμενη και τελευταία του έξοδο, βλέπει έναν μοναχό των ταγμάτων διακονίας, που δεν επιθυμεί ούτε να πεθάνει ούτε να ζήσει. Η γαλήνη είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

Ο Σιντάρτα έχει βρει το δρόμο.» [...]
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια Ι, Μετ. Αχ. Κυριακίδης.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Jorge Luis Borges -Κατοχή του χθες


Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. Ξέρω πως έχω χάσει το κίτρινο και το μαύρο, κι αυτά τ' ασύλληπτα τα αναλογίζομαι όπως δεν τα αναλογίζονται όσοι βλέπουν. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει κι είναι πάντα πλάι μου. Όταν, καμιά φορά, απαγγέλω στίχους του Σουίνμπερν, λένε πως το κάνω με τη φωνή του. Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας• δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει. Το Ίλιον υπήρξε, αλλά το Ίλιον επιζεί στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε όταν ήταν μια αρχαία νοσταλγία. Με τον καιρό, κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία. Δικές μας είναι οι γυναίκες που μας άφησαν, γλιτώνοντάς μας απ' το άγχος της αναμονής, τους συναγερμούς και τους τρόμους της ελπίδας.
Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι απ' τους χαμένους παραδείσους.

Jorge Luis Borges ( 24 Αυγούστου 1899 - 14 Ιουνίου 1986)
Πηγή: Άπαντα τα πεζά, τ.2 , εισαγωγή • μετάφραση • σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Jorge Luis Borges-Ένα πρόβλημα

 Ας φανταστούμε πως στο Τολέδο βρίσκει κάποιος ένα χαρτί μ’ ένα αραβικό κείμενο και οι παλαιογράφοι δηλώνουν πως το γράψιμο ανήκει στον Σίντε Αμέτε Μπενενγκέλι, δηλαδή τον άνθρωπο απ’ όπου ο Θερβάντες εμπνεύστηκε τον Δον Κιχώτη του. Στο κείμενο λοιπόν διαβάζουμε πως ο ήρωας – που, όπως θέλει η ιστορία, γυρόφερνε την Ισπανία οπλισμένος μ’ ένα σπαθί κι ένα κοντάρι, προκαλώντας ένα σωρό ανθρώπους για ένα σωρό αιτίες – ανακαλύπτει στο τέλος πως ξεμπερδεύει έναν από τους πάμπολλους καβγάδες του σκοτώνοντας έναν άνθρωπο. Σ’ αυτό το σημείο κόβεται το εδάφιο. Το πρόβλημα βρίσκεται στο να μαντέψουμε ή να εικάσουμε πώς αντιδρά ο Δον Κιχώτης.

Έτσι όπως το βλέπω, υπάρχουν τρεις πιθανές λύσεις. Η πρώτη είναι αρνητική. Δε συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο, επειδή στον γεμάτο παραισθήσεις κόσμο του Δον Κιχώτη ο θάνατος δεν είναι λιγότερο κοινός από τη μαγεία, και το σκότωμα ενός ανθρώπου δεν ταράζει κάποιον που παλεύει, ή που νομίζει πως παλεύει με τέρατα και θαυματοποιούς. Η δεύτερη είναι παθητική. Ο Δον Κιχώτης δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεχάσει πως ήταν μια προβολή του Αλόνσο Κιχάνο, ενός αναγνώστη παραμυθιών. Βλέπει το θάνατο, διαπιστώνει πως ένα όνειρο τον ορμήνεψε να διαπράξει το κρίμα του Κάιν και αυτό τον παρακινεί να ξυπνήσει από τη χαϊδεμένη του τρέλα, πιθανώς για πάντα. Ίσως η τρίτη να είναι η πιο εύλογη. Αφού έχει σκοτώσει τον άνθρωπο, ο Δον Κιχώτης δεν μπορεί να παραδεχτεί πως η τρομερή του πράξη είναι το αποτέλεσμα ενός παραληρήματος. Η πραγματικότητα του αποτελέσματος τον εξαναγκάζει να προϋποθέσει μια παράλληλη πραγματικότητα της αιτίας και ο Δον Κιχώτης δε θ’ αναδυθεί ποτέ από την τρέλα του.
Υπολείπεται μια παραπάνω εικασία, ξένη στον ισπανικό κόσμο, ίσως ακόμη και στο δυτικό. Απαιτεί ένα αρχαιότερο περιβάλλον, πιο πολύπλοκο και πιο εξαντλημένο. Ο Δον Κιχώτης, που δεν είναι πια Δον Κιχώτης αλλά ένας βασιλιάς των ινδουιστικών κύκλων, ξέρει διαισθητικά, καθώς στέκεται μπροστά στο πτώμα του εχθρού του, πως το να σκοτώσεις και να κυοφορήσεις είναι θείες ή μαγικές πράξεις που υπερβαίνουν ολοφάνερα την ανθρωπότητα. Ξέρει πως ο σκοτωμένος είναι μια παραίσθηση, όπως είναι παραίσθηση τα ματωμένο σπαθί που βαραίνει στο χέρι του, όπως είναι και ο ίδιος, κι όλη η περασμένη του ζωή, και οι άπειροι θεοί, και το σύμπαν.

Πηγή: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ανθολογία: Σαράντα Έξι Κείμενα (δοκίμιο, ποίηση, διήγημα),μτφρ. Λάμπρος Καμπερίδης, Αθήνα: Δόμος 1979.


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Χόρχε Λουίς Μπόρχες-Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ

 Όταν ανακοινώθηκε ότι η Βιβλιοθήκη περιείχε όλα τα βιβλία, η πρώτη αντίδραση ήταν μια εξωφρενική ευτυχία. Όλοι οι άνθρωποι ένιωσαν κύριοι άθικτου και μυστικού θησαυρού. Δεν υπήρχε προσωπικό ή παγκόσμιο πρόβλημα που δε θα ‘βρισκε την πειστική του λύση: σε κάποιο εξάγωνο. Το σύμπαν είχε δικαιωθεί, το σύμπαν είχε κατακτήσει ξαφνικά τις απεριόριστες διαστάσεις τής ελπίδας. Κάποια εποχή, έγινε πολύς λόγος για τις Δικαιώσεις: βιβλία απολογητικά και προφητικά, που δικαίωναν μια για πάντα τις πράξεις κάθε ανθρώπου στο σύμπαν και του επιφύλασσαν θαυμάσια μυστικά για το μέλλον του. Χιλιάδες ανυπόμονοι εγκατέλειψαν το γλυκό πάτριο εξάγωνο και ξεχύθηκαν στις σκάλες, σπρωγμένοι από τη μάταιη λαχτάρα να βρουν τη Δικαίωση τους. Οι προσκυνητές αυτοί τσακώνονταν στους στενούς διαδρόμους, ξεστόμιζαν κατάρες σκοτεινές, στραγγάλιζε ο ένας τον άλλον στα θεία σκαλοπάτια, πετούσαν τα παραπλανητικά βιβλία στα βάθη των σηράγγων, πέθαιναν ποδοπατημένοι απ’ τους ανθρώπους των μακρινών εξαγώνων. Άλλοι έχασαν τα λογικά τους… Οι Δικαιώσεις υπάρχουν (εγώ έχω δει δύο που αφορούσαν πρόσωπα του μέλλοντος, πρόσωπα ενδεχομένως μη φανταστικά), αλλά κανείς δεν φρόντισε να προειδοποιήσει τους ανθρώπους πως η πιθανότητα να βρει κάποιος τη δική του (ή, έστω, μια ψευτοπαραλλαγή της δικής του) λογίζεται μηδενική. 

Την ίδια εποχή, υπήρχαν διάχυτες ελπίδες πως θα διαφωτίζονταν και τα θεμελιώδη μυστήρια της ανθρωπότητας: η προέλευση της Βιβλιοθήκης και του χρόνου. Δεν είναι απίθανο, τα περίπλοκα αυτά μυστήρια να μπορούν να εξηγηθούν με λέξεις κι αν η γλώσσα των φιλοσόφων δεν επαρκεί, η πολύμορφη Βιβλιοθήκη θα μπορεί να προμηθεύσει την ανήκουστη γλώσσα που απαιτείται, μαζί με τα λεξιλόγια και τις γραμματικές της. Πάνε τώρα τέσσερις αιώνες που οι άνθρωποι έχουν εξαντλήσει τα εξάγωνα… Υπάρχουν κι οι επίσημοι ερευνητές, οι λεγόμενοι Εξεταστές. Τους έχω δει ν’ ασκούν τα καθήκοντα τους: καταφθάνουν πάντα κουρασμένοι· μιλάνε για μια σκάλα χωρίς σκαλοπάτια, όπου κόντεψαν να σκοτωθούν· κουβεντιάζουν με τον βιβλιοθηκάριο για στοές και σκάλες· κάπου κάπου, παίρνουν από ένα ράφι το πλησιέστερο βιβλίο και το ξεφυλλίζουν, ψάχνοντας για πρόστυχες λέξεις. Είναι φανερό ότι κανείς δεν ελπίζει να βρει τίποτα. 

Όπως είναι φυσικό, τη χαμένη ελπίδα διαδέχθηκε μια υπέρμετρη κατάθλιψη. Η βεβαιότητα πως κάπου, σε κάποιο ερμάριο κάποιου εξαγώνου, υπήρχαν ανεκτίμητα βιβλία και πως αυτά τα ανεκτίμητα βιβλία ήταν απρόσιτα, είχε καταντήσει σχεδόν αφόρητη. Μια βλάσφημη αίρεση κήρυσσε τη διακοπή των ερευνών· πρέσβευε ακόμα πως, αν όλοι οι άνθρωποι ανακάτευαν γράμματα και σύμβολα, κάποτε θα ‘φταναν, με την απρόβλεπτη συνδρομή και της τύχης, στην κατασκευή αυτών των Κανονικών βιβλίων. Οι Αρχές υποχρεώθηκαν να λάβουν αυστηρά μέτρα. Η αίρεση διαλύθηκε· όμως εγώ, όταν ήμουν παιδί, έβλεπα κάτι γέρους που κλείνονταν με τις ώρες στα αποχωρητήρια και, κρατώντας κάτι μετάλλινους δίσκους σ’ ένα απαγορευμένο χωνί, πρόβαιναν σε χλομές μιμήσεις της θείας αταξίας. 

Άλλοι, αντίθετα, πίστευαν πως πρωταρχική σημασία είχε η καταστροφή των ανώφελων βιβλίων. Εισέβαλλαν στα εξάγωνα, δείχνοντας κάτι εντάλματα που καμιά φορά ήταν αυθεντικά, ξεφύλλιζαν ανόρεχτα έναν τόμο και καταδίκαζαν ερμάρια ολόκληρα: σ’ αυτή την εξυγιαντική, ασκητική μανία τους οφείλεται η αστόχαστη απώλεια εκατομμυρίων τόμων. Τ’ όνομά τους προκαλεί ευεξήγητη αποστροφή· απ’ την άλλη, όμως, όσοι οδύρονται για τους «θησαυρούς» που κατέστρεψε η φρενίτιδα τους, δείχνουν να λησμονούν δύο πασίδηλα γεγονότα. Το πρώτο: η Βιβλιοθήκη είναι τόσο τεράστια, που κάθε απομείωσή της από χέρι ανθρώπινο λογίζεται απειροστή. Το δεύτερο: κάθε αντίτυπο μπορεί να είναι μοναδικό, αναντικατάστατο, αλλά, αφού η Βιβλιοθήκη είναι η Ολότητα, δεν μπορεί παρά να περιέχει και εκατομμύρια σχεδόν τέλεια αντίγραφα, που δε διαφέρουν από το πρωτότυπο παρά μόνον ως προς ένα γράμμα ή ένα κόμμα. Αντίθετα με ό,τι πιστεύει η κοινή γνώμη, τολμώ να υποθέσω πως οι συνέπειες των λεηλασιών των Εξαγνιστών διογκώθηκαν από τη φρίκη που προκάλεσαν αυτοί οι φανατικοί. Είχαν καταληφθεί απ’ τον παροξυσμό να κατακτήσουν το Πορφυρό Εξάγωνο: βιβλία με σχήμα μικρότερο απ’ το κανονικό· παντοδύναμα, εικονογραφημένα, μαγικά. 

Γνωρίζουμε άλλη μία δεισιδαιμονία της εποχής: εκείνην του Ανθρώπου τού Βιβλίου. Σε κάποιο ερμάριο κάποιου εξαγώνου (έλεγαν οι άνθρωποι) θα πρέπει να υπάρχει ένα βιβλίο που είναι το κλειδί και η τέλεια επιτομή όλων των λοιπών, αν κάποιος βιβλιοθηκάριος το ‘χει διαβάσει, αυτό τον εξομοιώνει με θεό. Στη γλώσσα εκείνης της ζώνης διασώζονται ακόμα υπολείμματα της λατρείας γι’ αυτόν τον μακρινό λειτουργό. Πολλοί προσκυνητές ξεκίνησαν να τον βρουν. Έναν ολόκληρο αιώνα περιπλανιόνταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Πώς μπορούσαν να εντοπίσουν το λατρευτό μυστικό εξάγωνο όπου στεγαζόταν; Κάποιος εισηγήθηκε μια παλινδρομική μέθοδο: για να εντοπίσεις το βιβλίο Α, συμβουλέψου προηγουμένως ένα βιβλίο Β που δείχνει τη θέση Α· για να εντοπίσεις το βιβλίο Β, συμβουλέψου προηγουμένως ένα βιβλίο Γ, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον… Σε κάτι τέτοιες περιπέτειες χαράμισα και χάλασα τα χρόνια μου. Δε θεωρώ απίθανο, σε κάποιο ερμάριο του σύμπαντος να υπάρχει ένα ολοκληρωτικό βιβλίο: ικετεύω τους αγνοημένους θεούς να το ‘χει εξετάσει και διαβάσει ένας άνθρωπος – ας είναι και ένας μόνο, πριν χιλιάδες χρόνια! Αν η τιμή, η σοφία και η ευτυχία δεν προορίζονται για μένα, ας είναι για άλλους. Ας υπάρχει ο ουρανός, ακόμα κι αν η θέση μου είναι στην κόλαση. Ας εξυβριστώ, ας καταστραφώ, αρκεί για έναν μόνο, έστω και για μια στιγμή, να δικαιωθεί η τεράστια Βιβλιοθήκη Σου. 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες / Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης.


Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Χόρχε Λουίς Μπόρχες - "Ένα σχόλιο"


Μετά από είκοσι χρόνια κακουχιών και παράξενων περιπετειών, ο Οδυσσέας, γιος του Λαέρτη, επιστρέφει στην Ιθάκη του. Με το σπαθί από σίδερο και με το τόξο παίρνει την πρεπούμενη εκδίκηση. Κατάπληκτη μέχρι φόβου η Πηνελόπη δεν τολμά να τον αναγνωρίσει κι αναφέρει, για να τον δοκιμάσει, ένα μυστικό που μοιράζονταν οι δυο τους και μόνο αυτοί: Το μυστικό του νυφικού κοινού κρεβατιού τους, που κανένας απ' τους θνητούς δεν μπορεί να το σαλέψει, γιατί η ελιά που από αυτή είναι φτιαγμένο είναι δεμένη με τη γη. Τέτοια είναι η ιστορία που διαβάζουμε στο εικοστό τρίτο άσμα της Οδύσσειας.

Ο Όμηρος ήξερε πως τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τρόπο πλάγιο. Και τούτο το γνώριζαν οι Έλληνές του, που φυσικός τρόπος ομιλίας τους ήταν ο μύθος. Η ιστορία του νυφικού κρεβατιού που έιναι ένα δέντρο είναι ένα είδος αλληγορίας. Η βασίλισσα ήξερε πως ο άγνωστος ήταν ο βασιλιάς, όταν είδε τη μορφή της στα μάτια του, όταν αισθάνθηκε με την αγάπη της να σμίγει η αγάπη του Οδυσσέα.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Ένα σχόλιο", Η ιστορία της νύχτας, 1971, Απόδ. Λωνίδας Χρηστάκης, Εκδόσεις: Γαβριηλίδης

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Χ. Λ. Μπόρχες, Το βιβλίο της άμμου

Άνοιξα το βιβλίο στην τύχη. Τα στοιχεία μού ήταν ξένα, ασυνήθιστα. Οι σελίδες, φθαρμένες και τυπογραφικά φτωχές, ήταν στοιχειοθετημένες σε δύο στήλες, όπως στη Βίβλο. Το κείμενο ήταν πυκνοτυπωμένο, σε διάταξη στίχων. Στις πάνω γωνίες των σελίδων υπήρχαν αραβικοί αριθμοί. Πρόσεξα πως μια σελίδα στ’ αριστερά έφερε τον αριθμό (ας πούμε) 40.514 και η σελίδα που ήταν απέναντί της τον αριθμό 999. Γύρισα το φύλλο· ήταν αριθμημένο με έναν οκταψήφιο αριθμό. Έφερε, επίσης, μια μικρή εικόνα, του είδους που βλέπουμε στα λεξικά — μια άγκυρα σχεδιασμένη με πένα και μελάνι, σαν καμωμένη απ’ το αδέξιο χέρι ενός μαθητή.
Τότε ήταν που ο ξένος είπε: «Κοιτάξτε καλά την εικόνα. Δεν θα την ξαναδείτε ποτέ».
Σημείωσα το μέρος κι έκλεισα το βιβλίο. Ευθύς αμέσως, το ξανάνοιξα. Μάταια έψαξα, σελίδα προς σελίδα, για την εικόνα της άγκυρας. «Μοιάζει σα μετάφραση των Γραφών σε κάποια γλώσσα των Ινδιών, έτσι δεν είναι;» είπα για να κρύψω την ανησυχία μου.
«Όχι», απάντησε. Έπειτα, σα να εμπιστευόταν κάποιο μυστικό, χαμήλωσε τη φωνή. «Απόχτησα το βιβλίο σε μια πόλη, στον κάμπο, για μερικές ρουπίες και μία Βίβλο. Ο ιδιοκτήτης του δεν ήξερε να διαβάζει. Υποψιάζομαι πως έβλεπε το Βιβλίο των Βιβλίων σα φυλαχτό. Ανήκε στην κατώτατη κάστα· κανείς, εκτός από τους άλλους παρίες, δεν θα μπορούσε να πατήσει τον ίσκιο του χωρίς να μολυνθεί. Μου είπε πως το βιβλίο του λεγόταν Το Βιβλίο της Άμμου, γιατί ούτε το βιβλίο ούτε η άμμος έχουν αρχή και τέλος.

Χ. Λ. Μπόρχες, Το βιβλίο της άμμου, μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς, Νεφέλη, Αθήνα 1982. Από το ομώνυμο διήγημα.

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Δεν γράφω για μια εκλεκτή μειοψηφία, που δε σημαίνει τίποτα για μένα, αλλά ούτε και για κείνη τη χιλιολιβανισμένη πλατωνική κατηγορία που είναι γνωστή ως “Οι μάζες”. Δυσπιστώ και στις δύο αυτές αφαιρέσεις τις τόσο προσφιλείς στους δημαγωγούς. Γράφω για τον εαυτό μου και για τους φίλους μου. Γράφω, ακόμα, για να κάνω ευκολότερο το πέρασμα του χρόνου.
Jorge Luis Borges 24 Αυγούστου 1899- 14 Ιουνίου 1986.

"Γράφω σημαίνει ανοίγω τον εαυτό μου σε υπέρτατο βαθμό. Γι' αυτό δεν μπορείς να είσαι αρκετά μόνος όταν γράφεις, γι' αυτό δεν είναι ποτέ αρκετή η ησυχία που σε περιβάλλει, η νύχτα δεν είναι ποτέ αρκετά νύχτα." (Κάφκα)

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Jorge Luis Borges, «Το Σπίτι του Αστερίου»


Η δε [Πασιφάη] Αστέριον εγέννησε.

ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, Βιβλιοθήκη, Γ΄, 1



Ξέρω πως με λένε φαντασμένο, ίσως και μισάνθρωπο, ίσως και τρελό. Οι κατηγορίες αυτές (που θα τις τιμωρήσω όταν έρθει η ώρα) είναι γελοίες. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δε βγαίνω από το σπίτι μου, αλήθεια είναι όμως και ότι οι πόρτες του (άπειρες τον αριθμό*) είναι ανοιχτές μέρα και νύχτα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Όποιος θέλει, μπαίνει. Δεν θα βρει εδώ γυναικείες πομπές ούτε τις αλλόκοτες τελετουργίες των ανακτόρων, θα βρει όμως γαλήνη και απομόνωση. Θα βρει ακόμα κι ένα σπίτι που είναι μοναδικό σ' όλη τη γη. (Ψεύδονται όσοι λένε πως στην Αίγυπτο υπάρχει ένα παρόμοιο.) Ακόμα κι οι συκοφάντες μου παραδέχονται πως σ' ολόκληρο το σπίτι δεν υπάρχει ούτε ένα έπιπλο. Άλλη γελοιότητα είναι το ότι τάχα εγώ, ο Αστέριος, είμαι φυλακισμένος. Να το ξαναπώ ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωμένη πόρτα; Να προσθέσω ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωνιά; Ένα σούρουπο μάλιστα, βγήκα στο δρόμο∙ κι αν γύρισα εδώ πριν πέσει η νύχτα, ήταν γιατί με φόβισαν τα πρόσωπα του πλήθους, πρόσωπα ξεθωριασμένα και πλακουτσωτά, σαν ανοιχτή παλάμη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πια, αλλά απ' το απελπισμένο κλάμα ενός παιδιού και τις ηλίθιες ικεσίες του όχλου, κατάλαβα πως μ' είχαν αναγνωρίσει. Ο κόσμος προσευχόταν, έφευγε μακριά, έπεφτε στα γόνατα∙ μερικοί σκαρφάλωσαν στον στυλοβάτη του Ναού των Λάβρεων∙ άλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος, αν δεν κάνω λάθος, έπεσε στη θάλασσα για να κρυφτεί. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα μου ήταν βασίλισσα: δεν μπορώ να συχνωτίζομαι με τον όχλο, αν και το ζητάει η ταπεινοφροσύνη μου.
Πάντως, είμαι μοναδικός. Δεν μ' ενδιαφέρει τί μπορεί να μεταδώσει ένας άνθρωπος στους άλλους∙ κι εγώ, σαν τον φιλόσοφο, είμαι της γνώμης ότι τίποτα δεν μπορεί να μεταδοθεί με την τέχνη της γραφής. Οι κοινότοπες και ενοχλητικές λεπτομέρειες δεν έχουν καμία θέση στο πνεύμα μου, που είναι πλασμένο για τα σπουδαία∙ ποτέ μου δεν κατάφερα να συγκρατήσω σε τί διαφέρει το ένα γράμμα από το άλλο. Κάποια γενναιόδωρη αδημονία δεν μου επέτρεψε να μάθω να διαβάζω. Καμιά φορά, μετανιώνω γι' αυτό, γιατί οι νύχτες και οι μέρες είναι μεγάλες.
Να διευκρινίσω ότι δε μου λείπουν οι διασκεδάσεις. Σαν το κριάρι που χιμάει να κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τις πέτρινες στοές, ώσπου να σωριαστώ στο χώμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω από μια στέρνα ή στη στροφή ενός διαδρόμου και καμώνομαι ότι με κυνηγούν. Έχει κάτι εξώστες, απ' όπου αφήνομαι να πέφτω ώσπου να γεμίσω αίματα. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να παίξω τον κοιμισμένο, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά και βαριανασαίνοντας. (Κάπου κάπου κοιμάμαι στ' αλήθεια∙ κάπου κάπου ανοίγω τα μάτια μου, και το χρώμα της μέρας έχει αλλάξει.) Απ' όλα όμως τα παιχνίδια μου, αυτό που μ' αρέσει πιο πολύ είναι να παίζω τον άλλο Αστέριο. Κάνω πως με επισκέπτεται και πως του δείχνω το σπίτι. Όλο ευγένεια και φιλοφρονήσεις του λέω: Τώρα επιστρέφουμε στην προηγούμενη διασταύρωση ή Τώρα βγαίνουμε σε μια άλλη αυλή ή Καλά το φαντάστηκα πως θα σου άρεσε τα φρεάτιο ή Κοίτα εδώ μια στέρνα που γέμισε άμμο ή Τώρα θα δεις πώς διακλαδώνεται το υπόγειο. Καμιά φορά κάνω λάθος, και τότε γελάμε κι οι δυο με την καρδιά μας.
Τα παιχνίδια αυτά δεν είναι το μόνο πράγμα που έχω κατεβάσει απ' το κεφάλι μου∙ μ' έχει απασχολήσει πολύ και το σπίτι. Όλοι οι χώροι του σπιτιού επαναλαμβάνονται πολλές φορές, και κάθε μέρος είναι ένα άλλο μέρος. Δεν υπάρχει μία αυλή, ένα πηγάδι, μία ποτίστρα, ένα παχνί∙ υπάρχουν δεκατέσσερα [= άπειρα] παχνιά, ποτίστρες, πηγάδια, αυλές. Το σπίτι είναι μεγάλο όσο και ο κόσμος∙ ή, μάλλον, είναι ο κόσμος. Νά όμως που, για να 'χω εξαντλήσει τις αυλές με τα πηγάδια και τις κονισαλέες στοές από γκρίζα πέτρα, βγήκα μια μέρα στο δρόμο και είδα τον Ναό των Λάβρεων και τη θάλασσα. Αυτό δεν το 'χα καταλάβει, μέχρι που ήρθε ένα όραμα της νύχτας και μου αποκάλυψε ότι οι ναοί και οι θάλασσες είναι πάλι δεκατέσσερις [= άπειρες]. Τα πάντα είναι πολλές φορές, δεκατέσσερις φορές, υπάρχουν όμως και δυο πράγματα στον κόσμο που δείχνουν να είναι μόνο μια φορά: πάνω, ο δυσνόητος ήλιος∙ κάτω, ο Αστέριος. Μπορεί και να 'μαι εγώ που έπλασα τ' αστέρια και τον ήλιο και το θεόρατο σπίτι, μα τώρα δεν θυμάμαι τίποτα.
Κάθε εννιά χρόνια, έρχονται στο σπίτι εννιά άνθρωποι για να τους λυτρώσω απ' το κακό. Ακούω τα βήματά τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλο χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλο σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα. Εκεί που πέφτουν, εκεί μένουν, κι αυτό με βοηθάει να ξεχωρίζω τη μια στοά απ' την άλλη. Δεν ξέρω ποιοι είναι, ξέρω όμως πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα 'ρχόταν κι ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δεν με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου ζει και μια μέρα θα προβάλει μέσ' από τη σκόνη. Αν η ακοή μου μπορούσε να συλλάβει όλους τους ψιθύρους στον κόσμο, θα ξεχώριζα τα βήματά του. Είθε να με πάει σε κάποιον χώρο με λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες. Πώς θα 'ναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Θα 'ναι ταύρος ή άνθρωπος; Θα 'ναι μήπως ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι; Ή θα 'ναι σαν κι εμένα;

Ο πρωινός ήλιος άστραφτε πάνω στο μπρούντζινο σπαθί. Δεν είχε μείνει ούτε σταγόνα αίμα.
«Θα το πιστέψεις, Αριάδνη;» είπε ο Θησέας. «Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου.»
Στην Μάρτα Μοσκέρα Ήστμαν

*Στο πρωτότυπο: δεκατέσσερις· υπάρχουν, πάντως, σοβαρές ενδείξεις ότι, στο στόμα του Αστερίου, το αριθμητικό επίθετο ισοδυναμεί με άπειρες.

[πηγή: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Το Άλεφ, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1991, σ. 59-61]

Aναδημοσίευση από:
................................................................................................................................................
Αστέριος =ο Μινώταυρος (σύμφωνα με μια παράδοση ήταν καρπός του έρωτα της Πασιφάης, γυναίκας του Μίνωα και του ιερού ταύρου του Ποσειδώνα που αναδύθηκε από την θάλασσα).
κονισαλέος= ο γεμάτος σκόνη