Μετά από είκοσι χρόνια κακουχιών και παράξενων περιπετειών, ο Οδυσσέας, γιος του Λαέρτη, επιστρέφει στην Ιθάκη του. Με το σπαθί από σίδερο και με το τόξο παίρνει την πρεπούμενη εκδίκηση. Κατάπληκτη μέχρι φόβου η Πηνελόπη δεν τολμά να τον αναγνωρίσει κι αναφέρει, για να τον δοκιμάσει, ένα μυστικό που μοιράζονταν οι δυο τους και μόνο αυτοί: Το μυστικό του νυφικού κοινού κρεβατιού τους, που κανένας απ' τους θνητούς δεν μπορεί να το σαλέψει, γιατί η ελιά που από αυτή είναι φτιαγμένο είναι δεμένη με τη γη. Τέτοια είναι η ιστορία που διαβάζουμε στο εικοστό τρίτο άσμα της Οδύσσειας.
Ο Όμηρος ήξερε πως τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τρόπο πλάγιο. Και τούτο το γνώριζαν οι Έλληνές του, που φυσικός τρόπος ομιλίας τους ήταν ο μύθος. Η ιστορία του νυφικού κρεβατιού που έιναι ένα δέντρο είναι ένα είδος αλληγορίας. Η βασίλισσα ήξερε πως ο άγνωστος ήταν ο βασιλιάς, όταν είδε τη μορφή της στα μάτια του, όταν αισθάνθηκε με την αγάπη της να σμίγει η αγάπη του Οδυσσέα.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Ένα σχόλιο", Η ιστορία της νύχτας, 1971, Απόδ. Λωνίδας Χρηστάκης, Εκδόσεις: Γαβριηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου