Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Lorca Federico García. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Lorca Federico García. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Federico Garcia Lorca - Επιθυμία



Μόνο τη φλογερή καρδιά σου,
και τίποτ’ άλλο.
Παράδεισός μου: ένα λιβάδι
χωρίς αηδόνια,
χωρίς λύρες,
με μια μικρή πηγή
κι ένα ήσυχο ρυάκι.
Δίχως τα σπιρούνια του ανέμου
στις φυλλωσιές,
ούτε τ’ αστέρι που να θέλει
να γίνει φύλλο.
Μια λαμπρή μέρα εκεί
που θα ‘ ναι
πυγολαμπίδα
μιας άλλης μέρας,
μέσα σ’ ένα λιβάδι
από σπασμένα βλέμματα.
Φωτεινό ξαπόσταμα
κι εκεί τα φιλιά μας,
μελωδικά μπουμπούκια
της ηχώς,
θ’ ανοίγανε μέσα στα μάκρη.
Και τη φλογερή καρδιά σου,
τίποτε άλλο.

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ( 1898 -1936 ).

Πηγή: «FEDERICO CARCIA LORCA- ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ

ΤΟΜΟΣ Α΄- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΟΣΜΑ ΠΟΛΙΤΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΚΑΤΗ- 1997

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Federico Garcia Lorca - Κοχύλι


Στη Νατάλια Χιμένεθ

Μου έφεραν ένα κοχύλι.
Μέσα του τραγουδάει
μια θάλασσα χάρτης.
Την καρδιά μου
γεμίζει νερό
με ψαράκια
σκουρόχρωμα και ασημένια.
Μου έφεραν ένα κοχύλι.
`
Μεταφρ.Ξένια Κακάκη

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Federico Garcia Lοrca- Τραγούδι του δρόμου


                            Μάνος Λοΐζος- Τραγούδι του δρόμου 


Σε πεύκο ανέβηκα μεγάλο

να δω πού πήγε τ’ όνειρό μου

μα εγώ δεν είδα τίποτα άλλο

από τον κουρνιαχτό του δρόμου.


Σαν πας στη στράτα στράτα

τον πόλεμο παράτα

γιατί ο καιρός ανοίγει

κι αρχίζει το κυνήγι.


Στου κάστρου την παλιά τη βρύση

σκοτώσαν ένα περιστέρι

πες μου ποιο μάτι θα δακρύσει

και ποιο θα το ζεστάνει χέρι.


Σαν πας στη στράτα στράτα

τον πόλεμο παράτα

γιατί ο καιρός ανοίγει

κι αρχίζει το κυνήγι.


Φύγε απ’ το δρόμο περιστέρι

γιατί θα βγω κι εγώ κυνήγι

κι αν αστοχήσει μου το χέρι

θα 'ν’ η ζωή σου τόσο λίγη.


Σαν πας στη στράτα στράτα

τον πόλεμο παράτα

γιατί ο καιρός ανοίγει

κι αρχίζει το κυνήγι.


Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

Federico García Lorca - Νανούρισμα (Ματωμένος Γάμος)


                                                              Mercedes Sosa - Νανούρισμα _




 Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Φωνή: Mercedes Sosa


Νάνι το παιδί μου, νάνι 

Που δεν ήθελε νερό 

Τ' άλογο μας το μεγάλο 

Αχ! Καρδούλα μου ποιός ξέρει 

Τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό 


Νάνι, το νερό το μαύρο 

μες στα πράσινα χορτάρια 

που ψιλό τραγούδι πιάνει. 

Νάνι την τριανταφυλλιά μου 

που τη γης δάκρυο ποτίζει, 

τ' άλογό μας το καλό. 


Κι έχει πόδια λαβωμένα τραχηλιά κρουσταλλιασμένη 

Εχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια. 

Μόνο μια φορά σαν είδε τ' αντρειωμένα τα βουνά 

Εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά... 


Αχ! Πού πήγες άλογό μου 

που δεν ήθελες να πιεις; 

Αχ, μαράζι μες στο χιόνι.... 


Νάνι το γαρούφαλό μου 

που τη γης δάκρυο ποτίζει, 

τ' άλογό μας το καλό... 


Μην έρχεσαι - μη μπαίνεις - 

το παραθύρι κλείσ'το 

Με φυλλωσιές ονείρου, 

μ' όνειρα φυλλωσιάς. 


Κοιμάται το παιδάκι μου 

Σωπαίνει το μωρό μου... 


Αχ! Πού πήγες άλογό μου 

που δεν ήθελες να πιεις; 

Άλογο της χαραυγής.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Γιάννης Πουλόπουλος - Το Τραγούδι Του Καβαλάρη

 


                                                     Γιάννης Πουλόπουλος - Το Τραγούδι Του Καβαλάρη 

Μουσική: Γιάννης Γλέζος

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος


Στίχοι

Στο μαύρο το φεγγάρι

σπιρούνια των ληστών αρχίζουν τραγούδι

Μαύρο πουλάρι

πού πας τον νεκρό σου καβαλάρη;

Σκληρά είναι τα σπιρούνια 

του ακίνητου ληστή

κρύο πουλάρι

τι άρωμα ανθισμένου μαχαιριού!


Στο μαύρο το φεγγάρι

ματώθηκε η πλαγιά της Σιέρα Μορένα

μαύρο πουλάρι

πού πας τον νεκρό σου καβαλάρη;

Η νύχτα σπιρουνίζει

την μαύρη της κοιλιά

κεντώντας αστέρια

κρύο πουλάρι

τι άρωμα ανθισμένου μαχαιριού!


Στο μαύρο το φεγγάρι

μαζί με μια κραυγή, φωτιά του θριάμβου

Μαύρο πουλάρι

πού πας τον νεκρό σου καβαλάρη;


Γιάννης Πουλόπουλος - Μπαλκόνι


 Δείτε τη Λόλα που τραγουδάει

Την τριγυρίζουν μικροί τορέρος

κι από την πόρτα το μπαρμπεράκι

ρυθμό κρατάει με το κεφάλι

 

Δείτε τη Λόλα που τραγουδάει

και τη χαϊδεύουν μέντα και βασιλικός

Ναι, είν’ η Λόλα, που ώρες τώρα

καθρεφτιζόταν μέσα στα νερά

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Federico Garcia Lorca - Αχ έρωτα



                                               Μανόλης Μητσιάς -  Αχ έρωτα



Στην πορτοκαλιά από κάτω

Πλένει τα μπαμπακερά

Πράσινα έχει τα μάτια

κι η φωνή της βιολετιά

Αχ έρωτα!


Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω

Αχ έρωτα...


Τρέχει το νερό στ' αυλάκι

Με τον ήλιο στην καρδιά του

Τραγουδάει ένα σπουργίτι

πάνω στη μικρή ελιά

Αχ έρωτα!!


Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω

Αχ έρωτα...


Κι όταν θα'χει αποσώσει

Όλο το σαπούνι η Λόλα

Θα 'ρθουν οι μικροί Τορέρος,

Οι Τορέρος οι μικροί

Αχ έρωτα!!


Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω

Αχ έρωτα...


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Federico Garcia Lorca - Ο ποιητής στέλνει στον έρωτά του ένα περιστέρι


Τούτο το πιτσούνι από την Τούρια που σου στέλνω,
με μάτια ολόγλυκα και φτέρωμα λευκό,
πάνω σε δάφνη ελληνική χύνεται κι ανεβαίνει
φλόγα αργοκίνητη του έρωτα που εντός της κατοικώ.

Η απέριττη αρετή του, ο λαιμός του ο απαλός,
με λάχνη διπλή από ζεστόν αφρό,
μ’ ένα τρέμισμα πάχνης, μαργαριταριού και ομίχλης
την απουσία του στόματός σου υπογραμμίζει.

Πέρνα το χέρι πάνω απ’ τη λευκότητά του
και θα δεις ποια χιονάτη μελωδία
σκορπίζεται με χνούδια πάνω στην ομορφιά σου.

Έτσι κι η καρδιά μου, νύχτα και μέρα,
δέσμια στη φυλακή του σκοτεινού έρωτα,
κλαίει, δίχως να σε βλέπει, τη μελαγχολία της.

Federico Garcia Lorca, μετάφραση: Μάγια – Μαρία Ρούσσου
Περιοδικό «Η λέξη» ( Ιούλιος – Αύγουστος ’84)

F. G. Lorca - Κασίντα Των Σκούρων Περιστεριών

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Federico Garcia Lorca - Ερωτήσεις


Τα τζιτζίκια συνεδριάζουν στα χωράφια
Τι λες, Μάρκε Αυρήλιε,
γι’ αυτούς τους γέρους φιλοσόφους των κάμπων;
Φτωχές που είναι οι σκέψεις σου!

Το νερό του ποταμού αργοκυλάει.
Τι βλέπεις, ω Σωκράτη,
σε τούτο το νερό που πάει στον πικρό θάνατο;
Φτώχια και θλιβερή είναι η πίστη σου!

Πάνω στη λασπουριά φυλλορροούν τα ρόδα.
Ω! τρυφερέ Ιωάννη του Θεού.
Τι βλέπεις σ’ αυτά τα εξαίσια ροδοπέταλα;
Πολύ στενή είναι η καρδιά σου!

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ( 1898 -1936 )
Πηγή: «FEDERICO GARCIA LORCA
ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ- ΤΟΜΟΣ Α΄
Μετάφραση : Κοσμά Πολίτη- ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΚΑΤΗ-1997

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Federico Garcia Lorca - Ποιήματα

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ


Δολοφονημένος από τον ουρανό

ανάμεσα σε σχήματα που πάνε προς το φίδι

και σε σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο

θ’ αφήσω λυτά να πέσουν τα μαλλιά μου

Με το δέντρο των ακρωτηριασμών που δεν τραγουδά

και το παιδί με το λευκό πρόσωπο του αυγού

Με τα ζωάκια με το ανοιγμένο κεφάλι

και το κουρελιάρικο νερό με τα στεγνά πόδια

Με όλα όσα έχουν κωφάλαλη κόπωση

και πεταλούδα πνιγμένη στο μελανοδοχείο

Σκοντάφτοντας με το διαφορετικό πρόσωπό μου της κάθε ημέρας

Δολοφονημένος από τον ουρανό!


(μετ. Κοσμάς Πολίτης)

Γκασέλα της φυγής

Έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα
με το αυτί γεμάτο νιόκοπα λουλούδια,
με τη γλώσσα γεμάτη έρωτα και αγωνία.
Πολλές φορές έχω χαθεί στη θάλασσα,
όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών.

Δεν υπάρχει νύχτα που, δίνοντας ένα φιλί,
να μη νιώθεις το γέλιο των απρόσωπων ανθρώπων,
μήτε υπάρχει κανείς που, χαϊδεύοντας ένα νεογέννητο,
να ξεχνά τα ασάλευτα κρανία των αλόγων.

Γιατί τα ρόδα αναζητούν στο μέτωπο
ένα σκληρό κοκάλινο τοπίο
και τα χέρια του ανθρώπου δεν έχουν άλλο σκοπό
παρά να μιμηθούν τις υπόγειες ρίζες.

Έτσι όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών,
έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.
Αδιάφορος για το νερό πάω γυρεύοντας
ένα θάνατο από φως που να με αναλώνει.

(μετ. Τάκης Βαρβιτσιώτης)

Το μουγκό παιδί

Το παιδί ζητάει τη φωνή του
(Την είχε ο βασιλιάς των γρύλων)
Σε μια σταγόνα του νερού
το παιδί ζητάει τη φωνή του

Δεν τη θέλω για να κουβεντιάσω
Δαχτυλιδάκι θα την κάνω
που η σιωπή μου θα το βάλει
στο πιο μικρό της δάχτυλο

(Μακριά, η φωνή φυλακισμένη
το ρούχο φορούσε ενός γρύλου)

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)


Γη

Προχωρούμε
πάνω σ’έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ’ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόνταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόνταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ’ αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε τα μάτια του
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)

Βγαίνει το φεγγάρι

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται
κι εμφανίζονται τ’ απρόσβατα
τα μονοπάτια

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσίς του απείρου

Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ’ την πανσέληνο
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα και παγωμένα

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη


(μετ.  Ρήγας Καππάτος)

Πρόλογος στα ποιήματα του Αντώνιο Μασάδο

Θα’ βανα σε τούτο το βιβλίο
όλη την ψυχή μου
Αυτό το βιβλίο που είδε
μαζί μ’ εμένα τα τοπία
κι έζησε της αγιασμένες ώρες.
Τι κρίμα που τα βιβλία
μας γεμίζουν αγκαλιές
από τριαντάφυλλα κι αστέρια
και μετά περνάνε!
Τι βαθύ πόνο δίνει
να κοιτάς τις αγιοτράπεζες
βασάνων και πόνων
που σηκώνει μια καρδιά!
Να κοιτάς να διαβαίνουν φαντάσματα
απ’ τις ζωές που χαθήκαν
να κοιτάς γυμνωμένο τον άνθρωπο
σαν άφτερο Πήγασο
τη ζωή και το θάνατο
του κόσμου τη σύνθεση
που σε βαθιούς χώρους μέσα
φιλιούνται κι αγκαλιάζονται
Ένα βιβλίο ποιημάτων
είναι το φθινόπωρο νεκρό:
οι στίχοι είναι τα μαύρα
φύλλα λευκών τοπίων
Κι η φωνή που τους διαβάζει
είναι του ανέμου η πνοή
που τους μπήγει σταστήθη
-Νοσταλγικές αποστάσεις-
Ο ποιητής είναι ένα δέντρο
με φρούτα της θλίψης
και φύλλα μαραμένα
απ’ της αγάπης το κλάμα
Ο ποιητής είναι το μέντιουμ
της Φύσης
που εξηγεί το μεγαλείο της
μέσα απ’ τις λέξεις
Ο ποιητής καταλαβαίνει
όλο το ακατανόητο
και κάνει όσα μισούνται
να αγαπιούνται ξανά
Ξέρει πως τα μονοπάτια
είναι όλα αδιαπέραστα
γι αυτό από κει πάει
τη νύχτα, γαλήνιος
Στα ποιητικά βιβλία
ανάμεσα σ’ αιμάτινα ρόδα
περνάνε τα θλιβερά
και αιώνια καραβάνια
Που κάνουν τον ποιητή,
σαν κλαίει τα δειλινά
κυκλωμένος και ζωσμένος
από τα ίδια τα φαντάσματά του
Η ποίηση είναι πίκρα
ουράνιο μέλι που αναβρύζει
από μια αόρατη κυψέλη
που φτιάχνουν οι ψυχές
Ποίηση είναι το αδύνατο
που γίνεται δυνατό. Μια άρπα
που αντί για χορδές έχει
καρδιές και φλόγες
Ποίηση είναι η ζωή
που περνάμε αγωνιώντας
περιμένοντας αυτόν που θα πάρει
τη βάρκα μας δίχως προορισμό
Τρυφερά βιβλία στίχων
είναι τα άστρα που περνάνε
από τη βουβή σιωπή
στο βασίλειο του Τίποτα
γράφοντας στα ουράνια
τις ασημένιες στροφές τους.
Ω τι βαθιοί καημοί
που ποτέ δεν έχουν γιάνει
οι πονεμένες φωνές
των ποιητών που τραγουδάνε!
Θα’βανα στο βιβλίο
τούτο όλη την ψυχή μου



(μετ.  Ρήγας Καππάτος)


ΚΑΣΙΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΑΜΑ

Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω να ακούω το κλάμα
Όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
δεν ακούγεται τίποτε παρά το κλάμα.
Είναι πολύ λίγοι άγγελοι που τραγουδούν
είναι πολύ λίγοι σκύλοι που αλυχτούν
χίλια βιολιά στην παλάμη του χεριού μου χωρούν
Όμως το κλάμα είναι ένας σκύλος πελώριος
το κλάμα είναι ένας άγγελος πελώριος
το κλάμα είναι ένα βιολί πελώριο
τα δάκρυα φιμώνουν τον άνεμο
και δεν ακούγεται άλλο από το κλάμα.

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)


 ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΡΩΜΗ

Μήλα ελαφρά πληγωμένα
από ασημένια λεπτά ξίφη
σύννεφα ξεσχισμένα από κοραλλένιο χέρι
που κουβαλάει στη ράχη του ένα αμύγδαλο από φωτιά
ψάρια από αρσενικό σαν καρχαρίες,
καρχαρίες σαν σταλαγματιές δακρύων για να τυφλώσουν ένα πλήθος
ρόδα που πληγώνουν
και βελόνες τοποθετημένες μες στα κανάλια του αίματος
κόσμοι εχθρικοί και έρωτες σκεπασμένοι με σκουλήκια
θα πέσουν πάνω σου. Θα πέσουν πάνω στο μεγάλο τρούλο
που οι στρατιωτικές γλώσσες αλείβουν με λάδι
όταν ένας άνθρωπος ουρεί πάνω σε ένα ολόφωτο περιστέρι
και φτύνει κάρβουνο κοπανισμένο
τριγυρισμένος από χιλιάδες καμπανούλες.

Γιατί δεν υπάρχει κανένας για να μοιράσει τον άρτο και τον οίνο
κανένας για να καλλιεργήσει τα χόρτα στου νεκρού το στόμα
ούτε κανείς να ξεσκεπάσει τα σεντόνια της αργίας
κανένας για να κλάψει πάνω στις πληγές των ελεφάντων.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο σιδεράδες
που σφυρηλατούν αλυσίδες για τα παιδιά που θάρθουν
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο μαραγοί
που φτιάχνουν φέρετρα δίχως σταυρούς.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα πλήθος θρήνοι
που ξεσκεπάζουν το στήθος καθώς προσμένουν το βόλι
Ο άνθρωπος που περιφρονά το περιστέρι θάπρεπε να μιλήσει
θάπρεπε να κραυγάζει γυμνός ανάμεσα στις κολώνες
να κάνει μια ένεσε για να πάθει λέπρα
και να χύνει δάκρυα τόσο τρομερά
που να λιώσουν τα δαχτυλίδια του και τα διαμαντένια του τηλέφωνα .
Μα ο λευκοντυμένος άνθρωπος
αγνοεί το μυστήριο του σιταριού
αγνοεί το βογγητό της ετοιμόγεννης γυναίκας
αγνοεί πως ο Χριστός μπορεί ακόμα να χορηγήσει νερό
αγνοεί πως το νόμισμα καίει το θαυματουργό φιλί
και δίνει το αίμα του αμνού στο ηλίθιο ράμφος του φασιανού.

Οι δάσκαλοι μαθαίνουν στα παιδιά
ένα αξαίσιο φως που έρχεται από το βουνό
μα αυτό που καταβθάνει είναι μια συνάθροιση οχετών
όπου φωνάζουν οι σκοτεινές νύμφες της χολέρας.
Οι δάσκαλοι δείχνουν με ευλάβεια τους πελώριους θόλους που ευωδιάζουν από το θυμίαμα
μα κάτω από τα αγάλματα δεν υπάρχει αγάπη
δεν υπάρχει αγάπη κάτω από τα μάτια που είναι από κρύσταλλο οριστικό.
Η αγάπη βρίσκεται μέσα στις σάρκες που τις ξεσχίζει η δίψα
μέσα στο καλυβάκι που παλεύει ενάντια στην πλημμύρα
η αγάπη βρίσκεται μέσα στους λάκκους όπου παλεύουν τα φίδια της πείνας
μες στη θλιμμένη θάλασσα που λικνίζει τα πτώματα των γλάρων
και μες στο ζοφερό σπαραχτικό φιλί κάτω από το προσκεφάλι.
Όμως ο γέρος με τα διάφανα χέρια
θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
φωνάζοντας για τα εκατομμύρια τους ετοιμοθάνατους
Θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
μες στο υφαντό το χρυσοπλουμισμένο που αναριγεί από τρυφερότητα
θα λέει: ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη
μες στους τριγμούς των μαχαιριών και τα πεπόνια του δυναμιτη
θα λέει: αγάπη, αγάπη, αγάπη
ώσπου τα χείλη του να γίνουν ασημένια.
 Εν τω μεταξύ, εν τω μεταξύ, α! εν τω μεταξύ
οι νέγροι που καθαρίζουν τα σταχτοδοχεία
τα αγόρια που τρέμουν κάτω από την ωχρή τρομοκρατία των διευθυντών
οι γυναίκες που πνίγονται μέσα στα ορυκτέλαια
το πλήθος με το σφυρί, με το βιολί ή με το σύννεφο
θα φωνάζει ακόμα κι αν του χύσουν τα μυαλά πάνω στον τοίχο
θα φωνάζει κατάμουτρα στους θόλους
θα φωνάζει τρελό από φωτιά
θα φωνάζει τρελό από χιόνι
θα φωνάζει με το κεφάλι γεμάτο περιττώματα
θα φωνάζει σαν όλες τις συναθροισμένες νύχτες
θαφωνάζει με μια τόσο σπαραγμένη φωνή
ώσπου να αρχίσουν οι πολιτείες να τρέμουν σαν κοριτσάκια
και να συντρίψουν τις φυλακές του λαδιού και της μουσικής
γιατί θέλουμε τον επιούσιο άρτο μας
λουλούδι αγριομουσμουλιάς κι αέναη στοργή ξεκουκκισμένη
γιατί θέλουμε να γίνει το θέλημα της Γης
που δίνει τους καρπούς της για όλους.

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)



ΡΟΜΑΝΤΣΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΒΑΤΗ

Πράσινο,πράσινο, πώς σ' αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
το άλογο πέρα στις ράχες.
Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της
εκείνη ονειρεύεται στο μπαλκόνι της
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με ματιά από κρύο ασήμι

Πράσινο, πράσινο, πώς σ΄ αγαπάω!
Κάτω απ το φως της τσιγγάνας σελήνης
τα πράγματα την κοιτάζουν
κι αυτή δεν μπορεί να τα κοιτάξει
Πράσινο, πράσινο, πώς σ' αγαπάω
Διάπλατα αστέρια από πάχνη
έρχονται με του ίσκιου το ψάρι,
που ανοίγει το δρομο στο ξημέρωμα
Τρίβει η συκιά τον αέρα της
με των καδιών της το γυαλόχαρτο
και το βουνό, γάτος κλέφτης
τραχιές της αγαύες του ορθώνει
Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε;
Εκείνη κάθεται στο μπαλκόνι κι ονειρεύεται
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
στο πικρό κύμα ονειρευάμενη

Κουμπάρε, θέλω ν'αλλάξω
το σπίτι σου με το άλογό μου
τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου
την κάπα σου με το σουγιά μου.
Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος
από τα στενά της Κάμπρα
 Αν μπορούσα παλικάρι
θάκλεινα τη συμφωνία
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
και μήτε το σπίτι μου ορίζω πια.

Κουμπάρε, λέω να πεθάνω
ήσυχα μες στο κρεβάτι μου
Αν γίνεται νάναι ατσαλένιο
και με σεντόνια από την Ολλανδία
Δε βλέπεις την πληγή που έχω
από το λαιμό ως τα στήθια;
Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδια
έχει η άσπρη ποδιά σου
Το αίμα σου αναβράζει και μυρίζει
από το ζωνάρι σου γύρω
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
 Αφήστε με ωστόσο να ανέβω
ψηλά ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
αφήστε με να ανέβω, αφήστε με,
επάνω στα πράσινα μπαλκόνια
Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια
που ολούθε νερό αντιβουίζει.

Να οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν
ψηλά,ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
Αφήνουν ένα αχνάρι από αίμα
Αφήνουν ένα αχνάρι από δάκρυα
Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες
φανάρια τενεκεδένια.
Χίλια κρυστάλλινα ντέφια
πλήγωναν την αυγή.

Πράσινο,πράσινο πώς σ' αγαπάω
πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
 Οι δυο κουμπάροι ανεβήκαν
Το διάπλατο αγέρι άφηνε
στο στόμα μια παράξενη γεύση
βασιλικού, χολής, μέντας
Κουμπάρε, πού είναι πες μου
πού είναι η πικρή σου κόρη;
Πόσες φορές σε καρτερούσε!
πόσες σε πρόσμενε φορές
δροσάτη όψη, μαύρη κόμη
στο πράσινο τούτο μπαλκόνι!

Στο πρόσωπό πάνω της στέρνας
λικρίζονταν η γυφτοπούλα
Πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με μάτια από κρύο ασήμι
Ένα κρύσταλλο εκεί φεγγαρίσιο
στο νερό πάνω την κρατάει
Κι έγινε η νύχτα στενή
σαν μικρούλα πλατεία
Μεθυσμένοι χωροφυλάκοι
χτυπούσαν την πόρτα ολοένα
Πράσινο πράσινο πώς σ' αγαπάω
Πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
Το άλογο πέρα στις ράχες.

(μτφ.Κοσμάς Πολίτης)



 ΠΑΝΤΕΡΜΗ

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.
Μαύρη μαυρίλα ειν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.
Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
Ποιος ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.
Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τη για να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης


ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ (SERENATA)


Η νύχτα στέκει μουσκεμένη
μέσα απ' του ποταμιού τις όχθες
και στα στήθια της Λολίτας
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.

Γυμνή η νύχτα τραγουδάει
πάνω στου Μάρτη τα γιοφύρια
Λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους και γλυφό νερό,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από πιοτό και ασήμι
λάμπει ανάμεσ' απ' τις στέγες
Ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
Απ' τ' άσπρα πόδια σου πιοτό,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

 (Απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος)

Πηγή:https://frosochatoglou.blogspot.com/2012/08/blog-post_31.html

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Federico Garcia Lorca - To χυμένο αίμα

Δέν το θέλω να το βλέπω! Πέστε στό φεγγάρι νάρθει ΄τι δέν το αντέχω το αίμα του Ιγνάθιο στην άμμο. Δέν το θέλω να το βλέπω! Ενα ορθάνοιχτο φεγγάρι. Ημερο άλογο της πάχνης, και του ονείρου γκρίζα αρένα με ιτιές στο φράχτη γύρω. Δέν το θέλω να το βλέπω! ΄τι μου καίγεται η μνήμη. Στά μικρά να το μηνύσεις τ΄άσπρα γιασεμιά να ξέρουν! Δέν το θέλω να το βλέπω! Τ΄αρχαίου κόσμου η δαμάλα με πικρή έγλειφε γλώσσα το μουσούδι με το αίμα το χυμένο εκεί στήν άμμο, και οι ταύροι του Γκισάντο, πέτρινου θανάτου όμοιοι, μούγκρισαν σα δυό αιώνες από στράτες χορτασμένοι όχι. Να το δω δε θέλω! Τα σκαλιά ανεβαίνει ο Ιγνάθιο με το θάνατο στούς ώμους. Την αυγή γυρεύει να ΄βρει κι η αυγή πια δεν υπάρχει. Ψάχνει την αδρή του όψη τ όνειρο θολή την κάνει. Το σφιχτό κορμί του ψάχνει βρίσκει τ άνοιχτό του αίμα. να το δώ μη μου ζητάτε! Δε βαστώ τ΄ανάβρυσμάτου π΄οσο πάει ξεθυμαίνει το κελάρυσμα πού φέγγει στίς κερκίδες,και σταλάζει στο πετσί και στο βελούδο του λαού του διψασμένου. Να ΄βγώ μπρός ποιός μου φωνάζει! Να το δώ μη μου ζητάτε! Δέν τα σφάλισε τα μάτια τα δυό κέρατα σαν είδε, μα οι μανάδες τρομαγμένες το κεφάλι ανασηκώνουν. Και στα βοσκοτόπια αγέρας με κρυφές φωνές φουντώνει που χλωμοί βοσκοί τής πάχνης έκραζαν σε ουράνιους ταύρους. Δέν είχε άρχοντα η Σεβίλλια στήν αξιά να τόν περνάει,ή σπαθί σαν το δικό του, η καρδιά να΄ναι πιο ντόμπρα. Σάν ποτάμι από λιοντάρια ξακουστή η αντρειά του κι άγαλμα ,λές, μαρμαρένιο η ξεχωριστή του κρίση. Ρώμη και Ανδαλουσία πάνω στη θωριά του σμίγαν. Το χαμογελό του νάρδος απ΄αλάτι κι εξυπνάδα. Τι τορέρο στην αρένα! Στα βουνά πόσο βουνίσιος! Τί ευγενικός στα στάχυα! Τι σκληρός με τα σπηρούνια! Πόσο τρυφερός στην πάχνη! Τί λαμπρός στα πανηγύρια! Φοβερός στίς τελευταίες μπαντερίλλιες του θανάτου! Τώρα πιά κοιμάτ΄αιώνια. Αγριόχορτα και μούσκλια γδύνουνε μ΄ασφαλα χέρια τον ανθό της κεφαλής του. Και το αίμα του κυλάει τραγουδώντας στα λιβάδια, μές στούς βάλτους τραγουδώντας, από κέρατα γλιστράει παγωμένα,στην ομίχλη ξέψυχο παραπατάει, σ άμετρες οπλές σκοντάφτει, σα μακριά΄, θλιμμένη γλώσσα σκοτεινή, να σχηματίσει τέλμα αγωνίας,πλάι στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων. ΑΧ ,σπανιόλικε άσπρε τόιχε! Μαύρε ταύρε του καημού! Αχ, σκληρό του Ιγνάθιο αίμα απ΄τις φλέβες του αηδόνι! Οχι. Να το δω δέ θέλω! Δισκοπότηρο δέν έχει να κρατήσει τέτοιο αίμα. Χελιδόνια να το πιούνε δεν υπάρχουν,μητε πάχνη από φώς να το παγώσει. Δέν υπάρχει ένα τραγούδι, ή πλημμύρα από κρίνα, ή γυαλί να τ΄ασημώσει. οχι. Να το δω δεν θέλω! 


Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, μετάφραση Αργύρη Ευστρατιάδη εκδόσεις Ηριδανός


σημειωση: Ο ταυρομάχος I.S.Mejias πληγώθηκε θανάσιμα στήν αρένα του Μανθανάρες της Μαδρίτης τον Αύγουστο του 1934.Καλλιτέχνης ο ίδιος ,είχε στενή φιλία με τούς περισσοτερους αποτούς ποιητές της γενιάς του ΄27.Ποιήματα για τόν θανατό του έγραψαν εκτός από τον Lorca, o Rafael Alberti kai o Gerardo Diego."


Πηγή: https://kokkinikissa.blogspot.com/2008/03/blog-post_14.html

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Federico Garcia Lorca - Και μετά


Οι λαβύρινθοι
που φτιάχνει ο χρόνος,
σβήνουν και πάνε

(Μένει μονάχα
η ερημιά.)



Η καρδιά μας,
πηγή του πόθου,
σβήνει κι αυτή.



(Μένει μονάχα
η ερημιά.)



Η ψευδαίσθηση της αυγής
και τα φιλιά,
σβήνουν κι αυτά.



Μένει μονάχα
η ερημιά.
Μια ερημιά
κυματιστή.                             


 Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 -1936 )

Πηγή: «ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ» – ΤΟΜΟΣ Α΄

Μετάφραση: -Σημειώσεις: Ρήγας Καππάτος- Κοσμάς Πολίτης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΚΑΤΗ -1997

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Τάνια Τσανακλίδου & χορωδία - Νανούρισμα


 Στίχοι: Φεντερίκο Γκαρθία  Λόρκα 
Μετάφραση: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής 
 Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου
Δίσκος: "Αχ Έρωτα"
 1974

-Ασημιά κουδούνια αντηχούν στο δρόμο
πούθε πας μικρό μου, Ηλιοχιόνιστο;

-Πάω στις μαργαρίτες, πέρα στο λιβάδι
πράσινο λιβάδι, σαν ζωγραφιστό

-Πούθε πας, μικρό μου, διόλου δεν φοβάσαι
πέρα ειν'το λιβάδι, ώρες μακριά

-Η δικιά μου αγάπη, διόλου δεν φοβάται
τ'ανοιχτό τ'αγέρι, την δεντροσκιά

-Τότε να φοβάσαι, γιόκα μου, τον Ήλιο
ακριβό μου αγόρι, Ηλιοχιόνιστο

-Τα μαλλιά μου ο Ήλιος τά'καψε για πάντα
κι είμαι ασπρομάλλης, δυο χρονών μωρό...

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Federico Garcia Lorca - Ρομάντσα της Σελή Σελήνης


Στην Κοντσίτα Γκαρθία Λόρκα
Στου σιδερά μπήκε η σελήνη
με κρινολίνο από νάρδους.
Το παιδί κοιτάει, κοιτάει.
Το παιδί όλο την κοιτάει.
Μες στον ταραγμένο αέρα
η σελήνη κουνάει τα χέρια
δείχνοντας, αγνή και λάγνα
στήθη από σκληρό καλάϊ.
Φύγε λήνη, νη, σελήνη.
Αν ερχόνταν οι τσιγγάνοι
θα ‘καναν με την καρδιά σου
κολλιέ κι άσπρα δαχτυλίδια.
Να χορέψω, άσε με, αγόρι.
Όταν έρθουν οι τσιγγάνοι
θα σε βρουν πάνω στο αμόνι
με κλεισμένα τα ματάκια.
Φύγε λήνη νη σελήνη
και πια νιώθω τ’ αλογά τους.
Παιδί, πάψε να μου αγγίζεις
την κολλαριστή μου ασπράδα. 
    
Έφτανε ο καβαλλάρης
χτυπώντας τύμπανα από κάμπο.
Μες στου σιδερά τ’ αγόρι
είναι με κλειστά τα μάτια.
Από τα λιοστάσια φτάνουν
μπρούτζος κι όνειρο οι τσιγγάνοι.
Τα κεφάλια τους ολόρθα
και μισόκλειστα τα μάτια. 

Πώς ακούγεται ο γκιώνης
αχ, κλαίγοντας πάνω στο δέντρο!
Στα ουράνια πάει η σελήνη
μ’ ένα αγόρι από το χέρι. 

Μες στου σιδερά και κλαίνε
με κραυγές, κλαίνε οι τσιγγάνοι.
Κι ο αέρας ξενυχτάει

Ξενυχτάει, σκοπιά φυλάει. 

 Απόδοση: Βασίλης Λαλιώτης

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/38116

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Federico Garcia Lorca - Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου


Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν
στο λαιμό των βοδιών.
Που πας, ομορφούλα μου,
Χιονούλα και ήλιε;
Πάω στις μαργαρίτες
του πράσινου λιβαδιού.
Δεν φοβάσαι
που αλαργεύεις μόνη;
Ούτε ο ερωδιός ούτε ο ίσκιος
φοβίζουν τον έρωτα.
Τον ήλιο να φοβάσαι, ομορφούλα μου,
χιονάτη κόρη.
Έχει φύγει απ’ την καρδιά μου,
για πάντα.
Ποια είσαι, λευκή κόρη,
κι από πού έρχεσαι;
Γυρίζω από τους έρωτες
κι από τις κρήνες.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν
στο λαιμό των βοδιών.
Τί έχεις στα χείλια σου
που τα φλογίζει;
Το άστρο του καλού μου
που ζει και πεθαίνει.
Τί έχεις στο στήθος σου
λεπτό και ωραίο;
Το σπαθί του καλού μου
που ζει και πεθαίνει.
Τί λένε τα μαύρα μάτια σου,
σοβαρό και βαθύ;
Τη σκληρή απελπισία μου
που πάντα πληγώνει.
Γιατί φοράς μαύρο
του θανάτου μανδύα;
Αλίμονο, είμαι η θλιμμένη
και άκληρη χήρα,
του κόντε της Δάφνης
της Ροδοδάφνης.
Αφού κανέναν δεν αγαπάς,
τι ψάχνεις εδώ;
Το σώμα του όμορφου κόντε μου
της Ροδοδάφνης.
Ψάχνεις λοιπόν τον έρωτα να βρεις
άπιστη χήρα;
Σου εύχομαι
να τον βρεις.
Τ’ άστρα τ’ ουρανού
είναι οι πόθοι μου,
σ’ αυτά θα βρω τον εραστή μου
που ζει και πεθαίνει;
Αναπαύεται μες στο νερό ,
χιονάτη κόρη,
σκεπασμένος με νοσταλγίες
κι άσπρα γαρίφαλα.
Αχ, ιππότη περιπλανώμενε
στα κυπαρίσσια,
μια νύχτα φεγγαρόφωτη
σου χαρίζει η ψυχή μου.
Ω, Ίσις ονειροπαρμένη!
Κόρη δίχως γλύκα,
με στόματα παιδιών
λέει τις ιστορίες της.
Την καρδιά μου σου δίνω.
Μια καρδιά πράα,
πληγωμένη από το βλέμμα
των γυναικών.
Γενναίε ιππότη,
ο Θεός μαζί σου.
Πάω να βρω τον κόντε
της Ροδοδάφνης.
Αντίο, δέσποινα μου,
κοιμισμένο ρόδο,
εσύ πας στον έρωτα
κι εγώ πάω στο θάνατο.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν
στο λαιμό των βοδιών.
Η καρδιά μου αιμορραγεί,
κόκκινη κρήνη.
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ( 1898 -1936 )
Πηγή: « FEDERICO GARCΙA LORCA»- ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ Α΄- ΕΚΔΟΣΕΙΣ : ΕΚΑΤΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ- ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ- ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΠΑΤΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1997

Federico Garcia Lorca -Divan del Tamarit

 ΓΚΑΣΕΛΑ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Κανείς δεν ένιωθε το άρωμα
από τη σκοτεινή μαγνόλια της κοιλιάς σου.
Κανείς δεν ήξερε πως τυραννούσες
ένα κολίβριο του έρωτα ανάμεσα στα δόντια σου.

Χίλια αλογάκια περσικά κοιμόντουσαν
επάνω στου μετώπου σου τη φεγγαρόλουστη άπλα,
όταν εγώ  τέσσερις νύχτες σφιχταγκάλιαζα
τη μέση σου που οχτρεύεται το χιόνι.

Σε γύψο ανάμεσα και γιασεμιά, το βλέμμα σου
ήταν ένα χλωμό μπουκέτο σπόροι.
Μέσα στα στήθια σου έψαχνα για να σου δώσω
τα φιλντισένια γράμματα που λεν παντοτεινά.

Παντοτεινά, παντοτεινά: κήπος της αγωνίας μου,
το σώμα σου το φευγαλέο για πάντα,
το αίμα των φλεβών σου μες στο στόμα μου,
το στόμα σου πια δίχως φως για τη θανή μου.



ΓΚΑΣΕΛΑ ΤΗΣ ΤΡΟΜΕΡΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

Θέλω να μείνει δίχως κοίτη το νερό.
Θέλω να μείνει ο άνεμος δίχως κοιλάδες.

Θέλω να μείνει η νύχτα δίχως μάτια
κι η καρδιά μου δίχως τ’ άνθος της το χρυσαφένιο∙

τα βόδια να μιλήσουνε με τα μεγάλα φύλλα
και το σκουλίκι να πεθάνει από σκιά∙

ν’ αστράψουνε της νεκροκεφαλής τα δόντια
κι η κιτρινάδα το μετάξι να πλημμυρίσει.

Μπορώ να δω της πληγωμένης νύχτας τη μονομαχία
καθώς παλεύει αγκαλιασμένη με το μεσημέρι.

Αντέχω εγώ μια δύση όλο από πράσινο φαρμάκι
και τα σπασμένα τόξα όπου ο χρόνος υποφέρει.

Μα την καθάρια γύμνια σου μη την φωτίζεις
σα μαύρο κάκτο ανάμεσα στις καλαμιές ανοιγμένο.

Άφησέ με σε μιαν αγωνία σκοτεινών πλανητών,
όμως τη δροσερή σου μέση μη μου δείχνεις.



ΓΚΑΣΕΛΑ ΤΟΥ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΥ ΕΡΩΤΑ

Η νύχτα αρνιέται νά ’ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.

Όμως εγώ θα πάω,
κι ας τρώει το μηνύγγι μου ένας ήλιος από σκορπιούς.

Όμως κι εσύ θα’ ρθεις
με τη γλώσσα σου καμένη από την αλμυρή βροχή.

Η μέρα αρνιέται νά ’ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.

Όμως εγώ θα πάω
παρατώντας στα βατράχια το τσακισμένο μου γαρύφαλλο.

Όμως κι εσύ θα’ ρθεις
ανάμεσα από τα θολά του σκοταδιού λαγούμια.

Η νύχτα κι η μέρα δε θέλουν να ’ρθουν
για να πεθάνω εγώ για σένα
κι εσύ να πεθάνεις για μένα.



ΚΑΣΙΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΑΜΑ

Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω ν’ ακούω το κλάμα,
όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
τίποτ’ άλλο δεν ακούγεται παρά το κλάμα.

Λιγοστοί άγγελοι τραγουδούνε,
λιγοστοί σκύλοι αλυχτούνε,
χίλια βιολιά μες στην παλάμη του χεριού μου χωρούνε.

Όμως το κλάμα είν’ ένας σκύλος πελώριος
όμως το κλάμα είν’ ένας άγγελος πελώριος,
το κλάμα είν’ ένα πελώριο βιολί,
τα δάκρυα φιμώνουν τον άνεμο,
και τίποτ’ άλλο δεν ακούγεται παρά το κλάμα.


Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης


Από το βιβλίο «ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ / ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ», εκδ. Φιλολογική - Μπίμπης.

Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2014/01/federico-garcia-lorca-divan-del-tamarit.html