Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Federico Garcia Lorca - Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου


Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν
στο λαιμό των βοδιών.
Που πας, ομορφούλα μου,
Χιονούλα και ήλιε;
Πάω στις μαργαρίτες
του πράσινου λιβαδιού.
Δεν φοβάσαι
που αλαργεύεις μόνη;
Ούτε ο ερωδιός ούτε ο ίσκιος
φοβίζουν τον έρωτα.
Τον ήλιο να φοβάσαι, ομορφούλα μου,
χιονάτη κόρη.
Έχει φύγει απ’ την καρδιά μου,
για πάντα.
Ποια είσαι, λευκή κόρη,
κι από πού έρχεσαι;
Γυρίζω από τους έρωτες
κι από τις κρήνες.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν
στο λαιμό των βοδιών.
Τί έχεις στα χείλια σου
που τα φλογίζει;
Το άστρο του καλού μου
που ζει και πεθαίνει.
Τί έχεις στο στήθος σου
λεπτό και ωραίο;
Το σπαθί του καλού μου
που ζει και πεθαίνει.
Τί λένε τα μαύρα μάτια σου,
σοβαρό και βαθύ;
Τη σκληρή απελπισία μου
που πάντα πληγώνει.
Γιατί φοράς μαύρο
του θανάτου μανδύα;
Αλίμονο, είμαι η θλιμμένη
και άκληρη χήρα,
του κόντε της Δάφνης
της Ροδοδάφνης.
Αφού κανέναν δεν αγαπάς,
τι ψάχνεις εδώ;
Το σώμα του όμορφου κόντε μου
της Ροδοδάφνης.
Ψάχνεις λοιπόν τον έρωτα να βρεις
άπιστη χήρα;
Σου εύχομαι
να τον βρεις.
Τ’ άστρα τ’ ουρανού
είναι οι πόθοι μου,
σ’ αυτά θα βρω τον εραστή μου
που ζει και πεθαίνει;
Αναπαύεται μες στο νερό ,
χιονάτη κόρη,
σκεπασμένος με νοσταλγίες
κι άσπρα γαρίφαλα.
Αχ, ιππότη περιπλανώμενε
στα κυπαρίσσια,
μια νύχτα φεγγαρόφωτη
σου χαρίζει η ψυχή μου.
Ω, Ίσις ονειροπαρμένη!
Κόρη δίχως γλύκα,
με στόματα παιδιών
λέει τις ιστορίες της.
Την καρδιά μου σου δίνω.
Μια καρδιά πράα,
πληγωμένη από το βλέμμα
των γυναικών.
Γενναίε ιππότη,
ο Θεός μαζί σου.
Πάω να βρω τον κόντε
της Ροδοδάφνης.
Αντίο, δέσποινα μου,
κοιμισμένο ρόδο,
εσύ πας στον έρωτα
κι εγώ πάω στο θάνατο.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν
στο λαιμό των βοδιών.
Η καρδιά μου αιμορραγεί,
κόκκινη κρήνη.
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ( 1898 -1936 )
Πηγή: « FEDERICO GARCΙA LORCA»- ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ Α΄- ΕΚΔΟΣΕΙΣ : ΕΚΑΤΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ- ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ- ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΠΑΤΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου