Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Μήτσος Παπανικολάου - Domestica

Μια μια οι καρέκλες άδειασαν γύρω απ’ το τραπέζι·
στις ισκιωμένες κάμαρες ένα παιδί δεν παίζει,
ούτ’ ένα πιάνο, τίποτε – καμιά φωνή με τρίλιες
δε βγαίνει απ’ του παράθυρου τις ισκιωμένες γρίλιες.
Σώπασε κάθε θόρυβος, κάθε συνομιλία,
τρίζουν τα ξύλα απ’ τον καιρό και τη μελαγχολία.
Τα παγωμένα χέρια μας του χαίρε λεν τα χάδια
στις έρημες τις κάμαρες και στα κρεβάτια τ’ άδεια.
Έχει η χαρά των γυρισμών από καιρό πεθάνει×
κλείσαν οι πόρτες του σταθμού, βράδιασε στο λιμάνι.

Είναι λευκές οι νύχτες μας και μαύρες είν’ οι μέρες,
τις πόρτες με τα νύχια τους σκαλίζουν οι φοβέρες.
Από την κλειδαρότρυπα κοιτάζει κάποιο μάτι·
ποιος μένει ακόμα για να δει στο διπλανό κρεβάτι.

Μείναμε μόνοι κι ορφανοί. Τ’ αδέρφια μας πού να ’ναι;
Μόνο του φεγγαριού γλυκά τα μάτια μάς κοιτάνε.
Κι εκείνου ακόμα τα μαλλιά ξασπρίσαν στους κροτάφους
γιατί, απ’ την πρώτη νύχτα του, βλέπει τη γη με τάφους·
μ’ ας μη μιλάμε πια γι’ αυτούς, είναι παλιό το θέμα·
πάμε… θα τους ξεχάσουμε… θα πούμε ότι είναι ψέμα…
Φθινόπωρο… Φθινόπωρο… Σαλπίζουνε στα δάση
τα βούκινα που, απ’ τον παλιό καιρό, δεν έχουν σπάσει.
Κλαίνε τα δέντρα στην πηγή· δάκρυ στάζουν τα φύλλα,
ανατριχίλα στο νερό, στο σώμα ανατριχίλα…
Δεν έχει ο γυμνός έρωτας, ρούχα για να φορέσει
και περιμένει ζέστη απ’ το φύλλο που θα πέσει.  

Ακούμπα το κεφάλι σου στα χέρια και θυμήσου
τώρα που μελαγχολικοί μήνες θα σ’ αποκλείσουν:
Των λουλουδιών η στάχτη απ’ τις ανοίξεις, μες στα χέρια
μάς έμεινε, και των καρπών από τα καλοκαίρια.
Στάχτη κι απάνω στα μαλλιά, στάχτη στη γλώσσα μένει.
Οι μπόρες δεν μας άρπαξαν. Η μουσική σωπαίνει.
Σωπαίνουν όλα: τα πουλιά, τα χείλη, τα βιβλία,
ο κουρασμένος έρωτας, η γνώση κι η φιλία.
Μείνανε τα φαντάσματα των είκοσι χρονών μας
μες στον καθρέφτη και γελούν με το παράπονό μας.
Βράδυ, βροχή και ταραχή. Στην εκκλησιά σημάναν·
έστειλε μήνυμα γλυκό και μακρινό η καμπάνα.

Δεν ήταν πια το κάλεσμα που άκουγα πολύ νέος –
ήταν φωνή για προσευχή γαλήνια κι όλο δέος,
που από τα τζάμια πέρασε κι ήρθε στην κάμαρή μου
κι ήταν σαν ν’ άναψε ένα φως στη σκοτεινή ψυχή μου.

Κι έμοιαζε σα να μου ’λεγε πως ίσως, κάποια μέρα
ό,τι δε βρήκαμε στη γη, θα το βρούμε κει πέρα.

(1937)

Ποίημα αφιερωμένο στον Ν. Λαπαθιώτη.
Περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Παπανικολάου.

Πηγή:https://logotechnikoistologio.wordpress.com/category/%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%83/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου