Φίλε μου
αυτές τις ώρες που η βροχή
ξυπνάει τις ρίζες της γενιάς μας
να ‘ξερες πώς σε νοσταλγώ!
Θυμάμαι πάντα τη φωνή σου που ‘λεγε:
«Κάτω από ποιον αστερισμό να βάλουμε τα όνειρά μας;
Με τι σπαθιά θα λύσουμε τους κόμπους της αγάπης;»
Φίλε μου ξύπνα
η ψυχή μας άρχισε να κάνει φοβερά παράσιτα
ξύπνα καλέ μου, χρειαζόμαστε αντένα
η μουσική ήταν άλλοτε ωραία
τώρα
μονάχα μια γραμμή ενώνει τις παλάμες μας
κ’ ίσως η γνώση του θανάτου
φίλε μου ξύπνα, δε βαρέθηκες το θάνατο;
θυμάσαι τις ωραίες θέσεις μας
για τη μεταθανάτια επιβίωση; τότε
ο εχθρός φορούσε ακόμα προσωπίδα
ήταν αλήθεια μια περίεργη εποχή
γεμάτη καπνούς και χαμόγελα
τα επίχρυσα γράμματα της Ιστορίας είχανε ξεθωριάσει
όμως φαντάζεσαι πότε; σαν ήρθε η ώρα, αντίς ευχή,
μού ‘κλεισε μες στη φούχτα ο πατέρας μου
ένα κουτί μπρουτζόσκονη
έτσι κινήσαμε
οι σάλπιγγες δε σήμαιναν πια ηρωισμούς
και όμως
κοίταξε τώρα εδώ γυμνοί
όλα τα δώσαμε όλα
στον έρανο του θανάτου
εμείς που είχαμε ασκήσει χρόνια το κορμί μας’
για ν’ αντέχει
στο θάνατο και τις επιθυμίες
καλέ μου
με γελάσανε μ’ ένα στεφάνι δάφνης
εμένα που είχα καταθέσει μαθητής ακόμα
ένα στεφάνι όνειρα στον τάφο της καρδιάς μου
αγαπημένε
αυτές τις ώρες που η βροχή
ανοίγει τα κλειστά παράθυρα του τάφου μου
κι’ ορμούν κάποια πουλιά μέσα στα στήθεια μου
αυτές τις ώρες
σε θυμάμαι και σε πεσμένο εκεί στο πλάι μου
κι’ είναι σα να πεθαίνω πάλι.
Πηγή: Καφενείο το «Βυζάντιο» και άλλα ποιήματα, β’ έκδοση, Ερμείας, 1980.
Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου