Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σινόπουλος Τάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σινόπουλος Τάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Τάκης Σινόπουλος - Νυχτολόγιο (αποσπάσματα)



Τελικά με θρέψανε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος (Ντουάνα), ο Λάδωνας, ο Αλφειός. Κάπου κοντά στ' Άσπρα Σπίτια και το Μπέλεσι τα ποτάμια σμίγουν, γίνονται Αλφειός που κυλάει έξω από τα Ολύμπια και παρακάτω χύνεται στη θάλασσα, κοντά στην Αγουλινίτσα - το χωριό που γεννήθηκα - το σπίτι που γεννήθηκα - η κυρία Ρούσα Βενέτα Σινοπούλου - ο καθηγητής κ. Γιώργης Σινόπουλος - τα κουνούπια της Αγουλινίτσας - το κρασί και το λάδι της Αγουλινίτσας - τα ψάρια και τα χέλια από τη λίμνη της Αγουλινίτσας - τώρα την ξέραναν, πάει κι αυτή.
==
Κατοικούσα τότε Αγίας Αναστασίας 7, Περισσός. Το σπίτι περίπου ισόγειο, γωνία. Επάγγελμα γιατρός. Οικονομική κατάσταση, μετριότατη. Απασχόληση: η ποίηση κι όλα τα σχετικά. Και είναι Αύγουστος. Μεσημέρι Αυγούστου. Τα ψιθυρίσματα δύο ανθρώπων έξω από το παράθυρο, ο αέρας του Αυγούστου σηκώνει χώματα και σκόνη, οι απέναντι λεύκες στο μικρό κήπο σαλεύουν άσκημα, το κρεβάτι κακοφτιαγμένο, η ντουλάπα απέναντι από το κρεβάτι, ο σκοτωμένος ύπνος. Η σκόνη μιας Τετάρτης μεσημέρι - απομεσήμερο καλοκαιριού, βουλιάζεις στη ζέστη, διαλύεσαι. Το καλοκαίρι ένας καθρέφτης του κενού.
==
Σάββατο όλη τη μέρα με ψιλή βροχή, νυχτερινή περιπλάνηση στους έρημους δρόμους. Καταβύθιση σε θολά συναισθήματα, μνημονικές αναδρομές ανεξέλεγκτες, στο απροσδιοόριστο άπειρο-μηδέν, ή στο για μένα δεν υπάρχει τόποτα. Σκέψη μιας γρήγορης αυτοκαταστροφής, που ξύνει το μυαλό και φεύγει. Αργότερα επιστροφή στο σπίτι, στην αδιατάραχτη ησυχία. Μονάχα ένα λάθος τηλεφώνημα και τίποτ' άλλο. Ύστερα το βιβλίο, Borges, Blanchot, καμιά παρηγοριά. Η σόμπα, η παγωνιά του Μάρτη μήνα. Η Κυριακή την άλλη μέρα γιομάτη πνιγμένες κραυγές, ωστόσο άγριες απ' το πρωί ως το βράδυ. Ακατάπαυστα.
==
Από αρκετόν καιρό έχω κουφαθεί (ή μισοκουφαθεί) από το δεξί μου αυτί. Το αριστερό, για την ώρα δουλεύει καλά. Στις παρέες, στις συζητήσεις, στη δουλειά μου δεν έχω καμιά δυσκολία. Όταν όμως κοιμάμαι δεν ακούω πολλές φορές μήτε το τηλέφωνο, μήτε το ξυπνητήρι. Στο διάστημα της ημέρας δεν ξεχωρίζω τα λόγια της Μαρίας, όταν μου μιλάει από το άλλο δωμάτιο. Ωστόσο μου φαίνεται πως τώρα ακούω καλύτερα από πριν τις λεγόμενες "εσωτερικές" φωνές. Φαίνεται πως στο κορμί μου ανοίγονται καινούργιες διαρκώς / στοές ακοής. Έτσι το λέει κάπου η Ελένη Βακαλό.
==
Βράδυ ώρα 8 συνάντηση με τον κ. Άγγελο Τερζάκη, διευθυντή του περιοδικού "Εποχές", στο γραφείο του, 3ος όροφος, αριστερά προτού φτάσεις στην πόρτα του "Ταχυδρόμου". Χτυπάω με γωνία το δάχτυλο. Εμπρός. Μπαίνω. Χειραψία. Καθίστε. Κάθομαι. Το θέμα είναι ν' αναλάβω την κριτική της ποίησης στο περιοδικό, εναλλάξ ή ταυτόχρονα με τον κ. Κώστα Στεργιόπουλο. Όλα αυτά μετά την παραίτηση του Αλεξ. Αργυρίου. Ο κ. Τερζάκης σοβαρός - όπως πάντα. Στο "σοβαρός" περιλαμβάνεται και το "αγέλαστος". Διευκρινίζει ορισμένες λεπτομέρειες. Φροντίστε, λέει, αυτό, τούτο, εκείνο. Κατά τα άλλα είστε απολύτως ελεύθερος να διατυπώνετε τη γνώμη σας. Υποχρέωση καμία, προκατάληψη καμία. Ο κ. Τερζάκης σηκώνεται. Ευθυτενής. Από σήμερα κ. Σινόπουλε σας θεωρούμε ταχτικό συνεργάτη των "Εποχών". Χειραψία.
Χαίρετε.
Χαίρετε.
==
Προχτές τη νύχτα, ώρα 10, ταξίδι στον Πύργο με το λεωφορείο, για να ψηφίσω. Το λεωφορείο γεμάτο, πήχτρα. Γέλια, καυγάδες, φασαρία, φωνές. Έφτασα στον Πύργο χαράματα. Περπάτησα στους έρημους δρόμους, στο Σταθμό, στο Επαρχείο, στην Παλιόβρυση, στην Αγορά, στη γειτονιά τους Άι-Θανάση, Χαλικιάτικα, Κοκκινόχωμα. Ακατοίκητα σπίτια, πολλοί που φύγανε, περίεργες καταστάσεις, ανακατέματα στο βυθό της μνήμης.
Όταν βγήκε ο ήλιος πήγα και ψήφισα. Ύστερα στο σπίτι, κοιμήθηκα 2-3 ώρες, πολύ κουρασμένος. Μεσημέρι φαγητό στον Αγιαντρέα κι η θάλασσα ήσυχη να λάμπει στον ήλιο, απόγευμα ώρα 5 έφυγα. Έφτασα στην Αθήνα περίπου μεσάνυχτα. Κάθε ταξίδι εκεί κάτω ταυτόχρονα και ταξίδι στο παρελθόν. Ένας ολάκερος ξεχασμένος κόσμος έρχεται και συνωστίζεται στο προσκήνιο. Πολλή συλλογή, πολλή θλίψη και κάτι μικρά σπαράγματα, κάποτε βγαίνουν άγρια στην επιφάνεια.
==
Απόψε στο σπίτι έρχεται ο Σεφέρης με την Μαρώ. Κι ο Σαββίδης με τη Λένα. Κι ο Αργυρίου. Πρόχειρες κοφτές κουβέντες, ζωηρές, πράγματα μισοειπωμένα, άλλα αποσιωπημένα. Ο Σεφέρης δεν κάθεται. φυρίζει, κοντοστέκεται, κοιτάζει, ξανάρχεται, το μάτι του ψάχνει, σκαλίζει τα πάντα. Κοιτάζει τους πίνακες που έχω φτιάξει, ρωτάει. Δε λέει γνώμη καμία, παρατήρηση καμία. Κατεβάζω έναν πίνακα απ' το καρφί. Αυτός είναι για σας, του λέω. Ήτανε εκείνο το άλογο, το κεφάλι του βγαίνει παλεύοντας μέσα από ένα πλήθος ανάκατες φόρμες που δένουν το κορμί του αιχμάλωτο. Το κεφάλι είχε μια τρομαχτική προσπάθεια να ξεφύγει, μια δυνατή απόγνωση. Ο Σεφέρης έχει αλλάξει κουβέντα. Η βραδιά συνεχίζεται. Έφυγε νωρίς χωρίς να πάρει τον πίνακα.
==
Όσο θυμάμαι, η σιγουριά δεν ήταν μάνα μου (αυτό το κατάλαβα κάπως νωρίς) - μήτε και των γονιών μου η μάνα (πράγμα που το 'ξερα πολύ νωρίς).

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο (1978)

 

1

Σάββατο όλη τη μέρα με ψιλή βροχή, νυχτερινή περιπλάνηση στους έρημους δρόμους. Καταβύθιση σε θολά συναισθήματα, μνημονικές αναδρομές ανεξέλεγκτες, στο απροσδιόριστο άπειρο – μηδέν, ή στο για μένα δεν υπάρχει τίποτα. Σκέψη μιας γρήγορης αυτοκαταστροφής, που ξύνει το μυαλό και φεύγει. Αργότερα επιστροφή στο σπίτι, στην αδιατάραχτη ησυχία. Μονάχα ένα λάθος τηλεφώνημα και τίποτʼ άλλο. Ύστερα το βιβλίο, Borges, Blanchot, καμιά παρηγοριά. Η σόμπα, η παγωνιά του Μάρτη μήνα. Η Κυριακή την άλλη μέρα γιομάτη πνιγμένες κραυγές, ωστόσο άγριες απʼ το πρωί ως το βράδυ. Ακατάπαυστα.

Η νύχτα ήτανε χτες προχτές ένας απέναντι κατάμαυρος τοίχος. Αδύνατο να προσπεράσεις. Και κάτι καρέκλες πίσω απʼ τον τοίχο, γινόταν μια ανόητη φασαρία, οι πυροβολισμοί κι οι κραυγές κυριαρχούσαν. Ύστερα ξύπνησες με κάτι φωτεινά καρφιά στα χέρια. Η κάμαρα ήταν απέραντη μες το σκοτάδι και την ακινησία.

Στεγνό κορμί πυρακτωμένο πέταλο. Κι ο Μάης μήνας σφετερίζεται φερσίματα απʼ το καλοκαίρι. Ένα κορμί στο φως κινείται ζωντανό κι ευκίνητο σου σκίζει, σου καταρρακώνει τις αισθήσεις. Προτείνει ένα πουκάμισο ανοιχτό και μαύρο. Προτείνει κι άλλα. Παράλογα όνειρα και πυρετούς και δίψα. Αισθάνεσαι ως τα σπλάχνα σου τη σκοτεινή φωτιά και διχοτομημένος. Με το μαχαίρι ευνουχισμένος. Το καλοκαίρι ο δαίμονας δίχως ανάσα δεν φυσάει πουθενά τα δέντρα απέξω απʼ το παράθυρο σηκώνονται άγρια ταξιδεύουνε στον ουρανό. Πολύ μακριά η ακαταμάχητη θάλασσα ο απέραντος άμμος χαρά τσουχτερή, το φως, το έτσι σκοτεινιασμένο φως σκοτεινιάζει τη θάλασσα. Μέλαινα ειμί και μαύρο πέταλο.

2

Πρέπει να πάψεις να φοβάσαι. Είναι απαράδεκτο να φοβάσαι. Υπάρχει τρόπος να ψάξεις, να καθορίσεις από πού κι από τι έρχεται αυτός ο φόβος. Ο φόβος είναι αθλιότητα, μην ξεπέφτεις εκεί. Πιάσε από την αρχή την γλώσσα σου. Κοίταξε τον τρόπο που εσύ την κάνεις να δουλέψει, να λειτουργήσει. Πως συνταιριάζεις τις λέξεις στη γλώσσα; Σε τι κανόνες, σε τι νόμους υπακούεις; Γιατί δεν γκρεμίζεις αυτό το καλοστημένο (ή δήθεν) γλωσσικό σου οικοδόμημα, γιατί δεν το ξαναφτιάχνεις από την αρχή, με άλλη γραμματική, με άλλη σύνταξη, με άλλες λέξεις, (ακόμα κι αυτό) άλλες σχέσεις, συναρτήσεις, δομές; Γιατί δέχεσαι υποταγμένος το κοινώς αποδεχτό νόημα, τη σημασία που σου έχει επιβληθεί αυτών ή εκείνων των λέξεων; Γιατί δεν τις τορπιλίζεις; Γιατί φοβάσαι; Δεν είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς επικοινωνία δεν υπάρχει. Είναι απαράδεκτο να φοβάσαι.

Άσκημος, αξύριστος, ξευτελισμένος απʼ το χρόνο, κάθομαι σε μια γυμνή καρέκλα, στη μέση του δωματίου, το φως πάνω από το κεφάλι μου με απογυμνώνει, είμαι ηλίθιος, κοιτάζω ανέκφραστα τον ξεφτισμένο σοβά του τοίχου, μένω καθισμένος εκεί, ώρες ολάκερες, μέρες ολάκερες, είναι όνειρο φωνάζω και ξυπνάω κι όμως υπάρχει φως, και κάθομαι έτσι μισόγυμνος στην άκρη του κρεβατιού.

3

Ένα δωμάτιο δυνατή, μαύρη αρρώστια. Εσύ βογγάς με πόνους πυρετό και παραισθήσεις. Νύχτα και λίγο φως – μόλις που φαίνεται στο διπλανό γραφείο. Διψάς στάλα νερό στο διψαλέο ποτήρι κι η βρύση ακούγεται στον κάτου κόσμο. Έρχεται ο ύπνος και βυθίζεσαι, ξυπνάς απότομα χαράματα, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ξαναβρίσκεις το κορμί σου, σακατεμένο όπου τʼ αγγίξεις. Η αρρώστια βγαίνει τώρα απʼ το κορμί σαν το ρετσίνι άμα χαράξεις βαθειά τη φλούδα στο πεύκο. Το ίδιο κι η πίκρα της αρρώστιας βγαίνει παντού απʼ το κορμί, πικραίνει γύρω ο τόπος, ονομάζεται Περισσός.

4

Η φρικιαστική αίσθηση της μοναξιάς, η επικοινωνία με τους άλλους, η αγωνία σου μπροστά στη βεβαιωμένη τώρα πια αδυνατότητα αυτής της επικοινωνίας. Ακολουθεί μια σύντομη αλύπητη διερεύνηση του εγώ, έρχεται η νύχτα σε πολλαπλασιάζει πότε με πραγματικότητες, πραγματικές αισθήσεις, πότε με παραισθήσεις κι όνειρα. Έχει ανοίξει το κορμί σου όλες τις πόρτες του και μπαίνουν μέσα του τα πάντα, τρέφεσαι και λεηλατείσαι. Παρʼ όλα αυτά αργότερα πέφτεις και κοιμάσαι σαν κτήνος. Την άλλη μέρα ακμαίος, δε συνέβη τίποτα. Le sentiment de ne pas comprendre autrui nʼest pas de ceux qui troublent les nuits de beaucoup de personnes.

Και υπήρχαν μέσα μου κραυγές. Πολλά χρόνια, όσο θυμάμαι. Τις έπνιγα και ξαναρχίζανε, τις άκουγα που ανέβαιναν με ορμή, ακατάπαυστα κύματα, σε ώρες απροσδιόριστες. Έλεγα μέσα μου: κλείσε καλά το καπάκι. Τίποτα δεν πρέπει νʼ ακουστεί, τίποτα να φτάσει στην επιφάνεια. Κραυγές του ονείρου και του φόβου, του ματωμένου κορμιού, της επιθυμίας, του θανάτου. Κι άλλες πολλές, κάθε φορά που σε περίμενα και δεν ερχόσουν. Όπως είπα, απέξω ήμουν κυριαρχημένος. Και τίποτα – έτσι νόμιζα – δεν ακουγόταν. Όμως αυτές ακουγόταν. Κυρίως το βράδυ μετά τη δύση του ήλιου ή το πρωί χαράματα που ξύπναγα κι έκλεινα το παράθυρο – με πείραζε το φως. Και κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου προτού να κοιμηθώ. Σάββατο βράδυ 10-12, περπάτημα και καταβύθιση στο χώρο φανταστικών συναντήσεων, φανταστικών σκηνών και βασανιστηρίων. Η Κυριακή την άλλη μέρα πυρακτωμένες πέτρες πέφτανε από τον ουρανό.

Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία ασάλευτα κι αμετακίνητα, βυθισμένα στη σκόνη, φθαρμένα από το χρόνο, (που κατάφαγε και σένα), ακατανόητα τώρα και μάταια κι άχρηστα. Τι πάθος κάποτε για όλα αυτά, για το παραμικρότερο απʼ αυτά! Βέβαια εσύ και σήμερα διαβάζεις, επιμένεις, βασανίζεσαι. Όμως καμιά δυνατή χαρά, καμιά ερεθιστική έκπληξη. Κανείς δε βγάζει με το μαχαίρι του φλούδες από το κορμί σου, όπως γινότανε παλιά, όταν ανακάλυπτες και τούτο και κείνο και το άλλο και ξενύχταγες και μεθυσμένος, μεταρσιωμένος και πήγαινες ως τα χαράματα.
Τώρα έχασες το ενδιαφέρον σου ακόμα και για την ποίηση, όπως χάνει κανείς – ας πούμε απʼ τα σαράντα κι ύστερα – σιγά σιγά τα μαλλιά του, τα δόντια του ή τη μνήμη του. Αυτά (σε σένα φυσικά) πάνε. Δεν απομένει παρά να χάσεις τʼ αρχίδια σου, να γυρίσεις ξερός στον τοίχο και να πεθάνεις.

Αναδημοσίευση από: http://www.poiein.gr/2009/03/02/oueco-oeiudhioeio-iooieuaei-1978/

Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Τάκης Σινόπουλος-«Σημειώσεις, I»

 

Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο. Όλα παρόντα. Και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τ’ απόντα.

Με κάτι χαρτιά ο αέρας τα φυσάει στριφογυρίζουνε στο σκουπιδότοπο της μνήμης. Που τα κατάγραψα κατά καιρούς κάτι κρατούσαν.

Από εδώ κι εμπρός (όσο μπορείς). Οι λέξεις μία μία ό,τι γυμνό κι αδέκαστο μπορείς να δώκεις.

Κι εσύ μου έρχεσαι τώρα ολοζώντανος κλωτσώντας στο δρόμο σκουριασμένα καρφιά. Χώρος μετά από δυνατή βροχή παράθυρο που τ’ άνοιξα να σου φωνάξω και δεν υπήρχες.

Είπα θα πήρες τη στροφή για τον απάνου δρόμο θα ’φυγες χωρίς.

Διαδοχικά τα πρόσωπα διασχίζουνε — τραβέρσες μέσα στο χρόνο. Και πρόσωπα άλλα που

μόλις που τα θυμάμαι κατεβαίνοντας το μονοπάτι αριστερά μια φουντωμένη κουτσουπιά κουβαλώντας μαζί τους ένα μενεξεδί,

πράξεις παραφορές ο Φίλιππος ο Κίμωνας η Ιωάννα τα ντουφέκια τους.

Να φτιάξω ένα κατάστιχο νεκρών.

Κάποτε ζήσαμε μαζί κάτι όμορφες ημέρες. Ουρά του χρόνου ματωμένη στο αίμα. Ύστερα σκορπίσαμε. Που εκείνη τη χρονιά η πολιτεία χωρίστηκε. Με φράχτες με ξερά συνθήματα κι άλλα ξερά σκοτεινές φωταψίες. Την πολιτεία την κάψαμε φωτογραφίες υπάρχουν.

Αν κατεβείς στην αγορά το ψέμα η τιμή του συνεχώς ανεβαίνει.

Αλλά οι φονιάδες φώναζαν κάθε μεριά το δίκιο τους ελάχιστη η ταρίφα.

Λοιπόν ξανάρχισαν οι σκοτωμοί. Τα ξύλα οι πάσσαλοι και τα συρματοπλέγματα που τα ’βλεπες μονάχα στον κινηματογράφο στηθήκανε από την αρχή στους δρόμους. Σιγανή φωτιά κατακαίει μέρα και νύχτα ανθρώπους κι ανθρώπους.

Λοιπόν άλλοι σηκώθηκαν και φύγανε.

Στη δύση ακούστηκαν κάτι φωνές. Σα να μην ξέραμε την αλφαβήτα.

Εσύ έμεινες και γίνηκες γραμματικός. Μην παρασταίνεις τίποτ’ άλλο.

Καμιά φορά μέσα στον ύπνο έρχονται οι παλιοί ματωμένοι πόλεμοι. Σύντροφοι που σκοτώθηκαν εβγαίνανε απ’ τη γη τα πεθαμένα χέρια τους. Σηκώνομαι λοιπόν και τους ξεθάβω ολάκερους. Κι είναι σα ζωντανοί σα να ’ναι σήμερα. Μιλάμε περπατώντας κι ανεβαίνουμε σ’ εκείνα τα βουνά. Κι ακούμε να σφυρίζει εκείνος ο διαολεμένος αέρας.

Τις άλλες νύχτες που ήμουν ξάγρυπνος και διάβαζα τον Αγαμέμνονα χειμώνα και χινόπωρο.

Το ποτάμι αργά κατεβάζοντας με τις ώρες τα πτώματα

εκατομμύρια πτώματα.

Από τη συλλογή Το χρονικό (1975)

[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή ΙΙ (1960-1980), Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 97-99]