Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τσακνιάς Σπύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τσακνιάς Σπύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Σπύρος Τσακνιάς - Σκέψεις πάνω σε έναν ορισμό

 «Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που κάνει τα βιώματά του και τις εμπειρίες του στοχασμό»
Οστοχασμός του διανοούμενου δεν πρέπει να συγχέεται με την αναλυτική σκέψη του επιστήμονα. Επειδή τρέφεται από προσωπικά βιώματα, από το αίμα της καρδιάς, έχει πάθος. Ή, μάλλον ο στοχασμός του διανοούμενου ε ί ν α ι πάθος. Πάθος για ανακάλυψη. Ή, μήπως, για αποκάλυψη;
*
Ο στοχασμός αυτός, εξάλλου, δεν πρέπει να συγχέεται με τη νηφάλια και συστηματική σκέψη του φιλόσοφου. Βέβαια, ο διανοούμενος, σε τελευταία ανάλυση, δεν ασχολείται παρά με το κατ’ εξοχήν πρόβλημα της φιλοσοφίας: «Εγώ και ο κόσμος».
*
Ασχολείται! Τι άνοστο και παραπλανητικό ρήμα! Ο διανοούμενος δεν ασχολείται. Πάσχει.
*
Για τον διανοούμενο, το πρόβλημα δεν κρίνεται έξω απ΄αυτόν. Το εγώ του είναι το πειραματόζωο και το πεδίο της μάχης. Οι στοχασμοί του είναι περισσότερο αιμορραγία παρά γέννηση και παραγωγή σκέψεων.
*
Λοιπόν, μέσα από τις εμπειρίες που του παρέχει ο κόσμος, αποκαλύπτει τον εαυτό του. Μέσα από τα βιώματά του, αποκαλύπτει τον κόσμο.
*
Επειδή ο στοχασμός του δεν είναι αφηρημένα λογικός, η πίστη του στις ανθρώπινες αξίες δοκιμάζεται λιγότερο απ’ ό,τι η πίστη του επιστήμονα ή του φιλόσοφου. Από την άποψη αυτή ― και μόνο ― συγγενεύει περισσότερο με τον καλλιτέχνη.
*
Στο μέτρο που το διάβασμα γόνεται βίωμα, για το διανοούμενο είναι τροφή στοχασμού· όχι μάθηση.
*
Πολλοί ποιητές, πολλοί επιστήμονες είναι και διανοούμενοι. Μεγάλοι ποιητές, μεγάλοι επιστήμονες δεν είναι καθόλου διανοούμενοι. Οι φιλόσοφοι είναι συνήθως διανοούμενοι. Πολλοί διανοούμενοι δεν είναι ούτε ποιητές, ούτε επιστήμονες, ούτε φιλόσοφοι.
*
Ο διανοούμενος πάσχει, αλλά δεν σταυρώνεται. Ο εσταυρωμένος δεν είναι διανοούμενος· είναι πιστός.
 
«Α’ δημοσίευση, περιοδικό Λέξη, τ.31 – 1984»

Αναδημοσίευση από: https://staxtes2003.com/2020/11/15/15-11-20b/

Σπύρος Τσακνιάς - Αθώωση


Εκεί που ετοιμαζόμουν να γδυθώ απ’ όλα τα προσχή-
ματα και να βυθιστώ στην έσχατη ταπείνωση, μπαίνει
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο μια μικρή ευτυχισμένη πετα-
λούδα. Συγκινημένος στρέφομαι στον ανακριτή και του
λέω, «κοιτάξτε τι εύθραυστη που είναι!». Ο ανακριτής όμως
δεν έχει διάθεση να χάνει τον καιρό του με εξομολογη-
τικά παραληρήματα και με βάζει στη θέση μου μ’ένα
αυστηρό «να απαντάτε μόνο σε ότι σας ερωτούν».
Εγώ φυσικά επιμένω πως με βαραίνουν φρικτά εγ-
κλήματα και πως δεν θ’ απαλυτρωθώ αν δεν ομολογήσω.
«Τι θέλετε να σας κάνω αγαπητέ μου», μου λέει, «ελάτε
στη θέση μου, εγώ είμαι δημόσιος υπάλληλος». Κρίμα
θα’ ναι, συλλογιέμαι, να χάσει τη θέση του, φτωχός
άνθρωπος. “Καλά”, του λέω, “στη συγκεκριμένη περί-
πτωση είμαι αθώος”.
Βγάζει ένα αναστεναγμό ανακουφίσεως και μου ζητάει
- ήπια πάντα αλλ’ αποφασιστικά - να υπογράψω την
κατάθεσή μου. Στο τέλος μου προσφέρει και τσιγάρο.
Φτάνει μάλιστα στο σημείο να μου χτυπήσει φιλικά τον
ώμο και να μου εκμυστηρευτεί πως κατά τη γνώμη του
έκανα πολύ καλά που δεν επέμεινα στην ενοχή μου γιατί
έχουν δοθεί εντολές από ψηλά να μας βγάλουν όλους
αθώους. «Τι να σου κάνει ο φουκαράς», σκέφτομαι, «δη-
μόσιος υπάλληλος είναι, ίσως δε και οικογενειάρχης».
Φεύγω αποκαρδιωμένος. Μέσα μου αρχίζει να ξεκαθα-
ρίζει το σατανικό τους σχέδιο.
Σπύρος Τσακνιάς, Τα Ποιήματα 1952-1992, Εκδόσεις Στιγμή.

Σπύρος Τσακνιάς -Δύο ποιήματα

ΙΑΣΗ

Υπάρχει μια λευκή γυναίκα
που διαβάζει τη σκέψη
όταν τη συναντήσετε σε κάποιο ποίημα
μη γυρίσετε σελίδα
είν’ από χρόνια πεθαμένη
μόνο η ζακέτα της ξεχάστηκε στην κρεμάστρα
όταν ανοίγουμε τα παράθυρα τρέμει
όπως οι κλώνοι της μηλιάς
αλλά δε φοβάται τις χιονοθύελλες
συνεχίζει τον ύπνο της μέσα στον ύπνο μου
τελείως απύρετη.


Ορατότης Μηδέν, Στιγµή, Αθήνα 1992

ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ
Μια κάθετη μαύρη γραμμή.
Σχεδόν ευθεία
προς το τέλος
ελαφρώς ελλειπτική.
Μπορείς να πεις:
η μοναξιά
η θάλασσα
η φυλακή.
Η γραμμή εν τούτοις παραμένει
γεγονός.
Μια κάθετη μαύρη γραμμή.

Σπύρος Τσακνιάς - Ποιήματα

 


ΤΑΞΙΔΙ



Δάσος από σημύδες άσπρο

ποταμόπλοιο μες στην ομίχλη

με παίρνει σαν τραγούδι πρωινό

σαν σύννεφο λευκό κι αυτό

για μια διαδρομή σε πικροθάλασσες

ασημένιες με άφωνες παλίρροιες

τρικάταρτα καράβια δεμένα χρόνια

σκουριασμένους ναούς μιας δόλιας προσευχής

στο τέρμα της λευκότητας        όμως

δεν έχω διαβατήριο      έχω

μια παλιά φωτογραφία

κανείς δε με αναγνωρίζει


μένω ακίνητος ενώ

το άσπρο  μου  τοπίο  ταξιδεύει.


ΕΛΠΙΔΑ



Τελικώς αποφάσισα να μην αλλάξω κατοικία

είναι ωραία εδώ κάτω    τις αυγουστιάτικες νύχτες

το φεγγάρι ασημώνει τα όνειρα

σηκώνει το βάρος απ’ τους εφιάλτες

λευκαίνει τα μαύρα φτερά των αγγέλων

πού ανεβαίνουν στον ουρανό απ’ την καπνοδόχο

για ν’ αποφύγουν τον φιλύποπτο φρουρό


οι άγγελοι προστάτες μας εξάλλου

γνωρίζουν χίλιες μυστικές διόδους

μια νύχτα θα ξανακατέβουν πάλι

θα σκάψουν αθόρυβα φαρδιά κανάλια

θα κάνουν τη φυλακή μας

πλωτή.


ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ



Δε μ’ αλαφιάζει πια το φως

                κι η στίλβουσα ιλαρότης του

έτσι με τ’ απολιθωμένο μειδίαμα της μάνας

αποσπασμένο απ’ το οικογενειακό άλμπουμ

αφήνω τα δάκρυα να με οδηγούν

σέ παθιασμένη υποταγή

όταν

με καίει η ντροπή

για τ’ αμαρτωλά

παιδικά μου χρόνια


κάποτε θα μιλήσω για ολ’ αυτά

θα είναι Σάββατο βράδυ και θα βρέχει

τα τριαντάφυλλα θα κοκκινίζουν

                μέχρι πυρακτώσεως

κι ύστερα θά ’ρθει ένας άνεμος φονιάς

να τσακίσει τα στάχυα να πληγώσει

τα τρυφερά μάτια των άσημων κοριτσιών

που τριγυρνούν στους δρόμους των σαββατιάτικων

                ονείρων.


ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΗ ΒΡΟΧΗ



Νυχτερινό ασήμι θησαυρέ μου

έλα να σκεπάσεις την ανήσυχη νεκρόπολη

ν’ αλλάξεις την κατεύθυνση των μαύρων ποταμών

το ξέρεις οι νεκροί δεν συνετίζονται

κι όμως εμείς αγνοούσαμε την ύστατη αλήθεια

προχωρούσαμε λαχανιασμένοι

σ’ ένα όνομα δίχως τόπο

με την όραση κουρασμένη

απ’ την ανταύγεια των υψηλόκορμων ευχών

μας τύφλωναν τόσα δάκρυα

πώς να ξεδιαλύνουμε το απύθμενο μυστήριο

λαχανιασμένοι λοιπόν από τόση ακινησία

περιμένοντας μια πελώρια θεραπευτική βροχή…


Τα ποιήματα περιέχονται στον τόμο: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία, εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017, και είναι από τη συλλογή «Ορατότης μηδέν», 1992.

Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2017/11/blog-post_17.html?fbclid=IwY2xjawKHYYRleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFKSkg3cmNrY0hINEdMV0RNAR5T-f52goLRTGJl-XF63QN7X6_JUgB9EweoiYnxjx3q6aQOlukKL973N-ml7g_aem_bWwKZavGA57RMYvQa3RS0A

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Σπύρος Τσακνιάς - Ύφος


Για να γίνεις ποιητής
πρέπει να έχεις ύφος προσωπικό.

Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει
να έχεις κάποιο πρόσωπο.

Κι αυτό με τη σειρά του
προϋποθέτει
ένα εκατομμύριο προϋποθέσεις.

Για την ώρα
ας κρύψουμε τη γύμνια μας
πίσω απ' την απρόσωπη γλώσσα μας.

Κι ας αφήσουμε τη φιλολογία κατά μέρος.


Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Βαρβάρας Ρούσσου. 

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Σπύρος Τσακνιάς - Η άλλη λύση (απόσπασμα)


Κι όμως 

 υπάρχει πάντα μια μικρή ευτυχία κάτω από κάθε ελεγεία, όπως την ώρα που συνέρχεσαι από μεθύσι ή αποφασίζεις επιτέλους να πετάξεις τα λουλούδια που μαράθηκαν στο βάζο ή να σκίσεις ένα γράμμα που έγραψες με τόσο πάθος

κι αν σε ενοχλεί η λέξη ευτυχία υπάρχουν ακόμα οι λέξεις χιόνι, ουρανός, ξημέρωμα ή χαραυγή, μανταρινιά, ελάφι- είναι μια ανακούφιση όπως τη στιγμή που βγαίνεις απ' το αστυνομικό τμήμα ή φεύγεις από μια υποχρεωτική κηδεία ή σκίζεις ένα γράμμα που έγραψες με πάθος.


Πηγή: https://www.facebook.com/popy.kouloura/posts/pfbid02bYyVEy22KUjBBdHXpX3QtiBdvZy4kS4p3i4W3rfghhAujPbgMy7AWijnJ3eJtrDFl

Σπύρος Τσακνιάς - Δύσκολη στιγμή



Ένα λευκό πουκάμισο
μια βρόμικη φανέλα
ένας φίλος που ξέκοψε
μια γνωριμία που απομάκρυνα ευσχήμως
το κορίτσι που δεν μ' αγάπησε
η γυναίκα που μ' άφησε αδιάφορο κι ας μ' αγαπούσε
μια δουλειά που παράτησα
μια θεσούλα που αγκιστρώθηκα επάνω της με πείσμα
κι ένα πλήθος άλλα
μικρά ή μεγάλα περιστατικά
σκέψεις αισθήματα συμβάντα
για μια στιγμή
πήραν μορφή και σχήμα
σαν
από μόνα τους
ξαφνικά
και στήθηκαν εμπρός μου επιμένοντας
πως είναι «η ζωή μου».

Για μια στιγμή κλονίστηκα
για μια στιγμή.

Τα Ποιήματα, 1952-1992.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Σπύρος Τσακνιάς - Περιπλάνηση


Απόψε η κορομηλιά έστησ' αμάχη με τον άνεμο
ο καιρός ήταν στο χιονιά
μα ξάφνου βγήκε το φεγγάρι
κι έκανε τους ίσκιους επίφοβους
περπατώ μ' έναν χαρταετό στο χέρι
κι ένα δισάκι στον ώμο
γεμάτο συγνώμη
τι νύχτα κι αυτή Κύριε
οι φανοκόροι δε βγήκαν ν' ανάψουν τα φώτα
οι πολίτες κλείστηκαν στα σπίτια τους
οι πιο φοβισμένοι
χώθηκαν στις αρχαίες εκκλησιές
καιρός να επιστρέψω στον κοιτώνα
να κάνω ένα ζεστό ποδόλουτρο
να χωθώ στα στρωσίδια μου
να ηρεμήσω
να ησυχάσει κι ο γέρος δεσμοφύλακας
που περιμένει κάθε βράδυ
θυμωμένος.

Πηγή: Ορατότης Μηδέν, στγμή, 1992.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Σπύρος Τσακνιάς - Στο βυθό


Χωρίς λουλούδια χωρίς σημαίες χωρίς

τις μικρές -ή μεγάλες-

αυταπάτες. Ανοίγοντας

μονοπάτια στη στάχτη.

Με την κλεψύδρα στο χέρι. Και

τον εξάντα των ορθών συλλογισμών.

Στον

ωκεανό της πλάνης.

Μ`ένα όνειρο – σκάφανδρο

προσεγγίζω το βυθό.

Το σύμπαν διαθλάται.

Ο χρόνος συνθλίβεται.


 ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Σπύρος Τσακνιάς - Τα δάκρυα της Σόνιας


Γυρίζω απ' τις αχανείς εκτάσεις των ονείρων, γι'αυτό είμαι τόσο κουρασμένος. Ο δρόμος τής επιστροφής, όπως αναφέρουν και τα παλιά κείμενα, είναι ερημικός κι απανδόκευτος. Κι η πατρίδα, πολλές φορές, αφιλόξενη όπως το άγραφο μέλλον.
Τί να τις κάνω λοιπόν τις χαρτορίχτρες; Το μέλλον υπάρχει μόνο μέσα στις προσευχές, όπως η ανάπαυση στα ξέφωτα της αγάπης κι η γαλήνη στις υγρές στοές των προσευχών. Ποιός ερωτοτροπεί με τα δυσανάγνωστα χέρια τής μοίρας;
Εξάλλου νυχτώνει, κι όλοι ξέρουμε πως οι νύχτες βγαίνουν δύσκολα. Μαυροφόρες σκέψεις κάθονται οκλαδόν μέσα σ' ένα πυκνό σύννεφο σιωπής. Τέτοιες ώρες, καλύτερα ν'ανοίγεις την καρδιά σου στη Σόνια Μετβέγιεβνα. Η Σόνια, όταν δεν προσηλυτίζει στην αγάπη, όταν δεν κλαίει με λυγμούς, παρηγορεί.
Πρέπει, ωστόσο, να σας προειδοποιήσω: Η Σόνια κλαίει συχνά, γι' αυτό καλό 'ναι νά 'χετε πάντα ένα μπουκάλι ρούμι κι αρκετά σέρτικα τσιγάρα. Η Σόνια είναι σαν τη θάλασσα όταν λικνίζει βάρκες δεμένες στο μουράγιο.
Λοιπόν, η Σόνια Μετβέγιεβνα, πόρνη και θεοσεβούμενη κι αναρχική, βγαλμένη απ' τις ωραιότερες σελίδες της ρούσικης λογοτεχνίας, ακόμα κι όταν κλαίει, παρηγορεί. Γι'αυτό επιμένω πως είναι προτιμότερο ν'ανοίγετε την καρδιά σας σε φανταστικά πρόσωπα.
Πηγή: Χαμηλό Βαρομετρικό, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1987 και Τα Ποιήματα, συγκεντρωτική έκδ. 2000.

Σπύρος Τσακνιάς - Φούξια


Με το φτωχό λεξιλόγιο της αγάπης προσπάθησα να σου εξηγήσω. Αλλά ήταν βαρειά κακοκαιριά κι άγριοι άνεμοι σαρώναν τη φωνή μου. Κατέφυγα τότε στην παρασημαντική των φυτών και των λουλουδιών: τη φούξια , το κυκλάμινο, το ασπράγκαθο, το γιασεμί, το ρείκι. Παρ'όλα αυτά, έχανα συνεχώς έδαφος και υποχωρώντας έφτασα στο τελευταίο χαράκωμα, τη σιωπή.
Κι οι άνεμοι καταλάγιασαν και τα νέφη διαλύθηκαν όπως, καμιά φορά, διαλύεται ξαφνικά η δυστυχία. "Δεν πρέπει ν' απελπιζόμεθα", έλεγε η θεία Μέντη αναπτύσσοντας μεθοδικά την τράπουλα επάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Αλλά όταν της βγήκε βαλές σπαθί χλώμιασε και της ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια. Παρακολουθούσα τη σκηνή αμίλητος και μόνο σαν βγήκε απ' την κουζίνα σέρνοντας πίσω της τα τελευταία ράκη δυστυχίας, ψιθύρισα: "Φούξια και γεντιανή και ρείκι".
Και τότε πήγα κι άνοιξα το παράθυρο να μπει λίγος αέρας καθαρός. Εδώ θα ταμπουρωθώ, σκέφτηκα, εδώ θα πολεμήσω μέχρις εσχάτων. Ούτε μιά σπιθαμή πιο πίσω.
Έτσι λοιπόν, σ' εκείνο το τραπέζι της κουζίνας, κάτω απ' αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, κυριολεκτικώς μέσα στη σιωπή, γεννήθηκε τούτο το ποίημα. Γι' αυτό το ονόμασα φούξια, για να προλάβω την καταστροφή.

Χαμηλό βαρομετρικό, Στιγμή, 1987.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Σπύρος Τσακνιάς - Το ταξίδι


Οι αναμνήσεις που κρατώ από κείνο το ταξίδι αποκλείεται να είναι και δικές σου αναμνήσεις, κι ας κάναμε μαζί το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Εγώ, τις δικές μου τις κατασκεύασα με πολλή επιμέλεια και φροντίδα για να ανταποκρίνονται στη δική μου αίσθηση του μάταιου. Πώς θέλεις τώρα να μου επιβάλεις τη σκηνή με το ραχιτικό παιδί που επιμένεις ότι είδαμε σ' ένα σοκάκι της Άρτας να σέρνει δεμένο από 'να σπάγγο το ψόφιο σκυλί με την κόκκινη φούντα στην ουρά; Ή την εικόνα της γυναίκας που ισχυρίζεσαι πως είδαμε πίσω από το παράθυρο, να κάθεται στο ημίφως του δωματίου και να ρίχνει πασιέντσες, με φανερή την πεποίθηση πως το ταξίδι που ονειρευόταν - είτε βγαίναν τα χαρτιά είτε όχι - δε θα γινόταν ποτέ;

Εγώ, τις δικές μου αναμνήσεις τις φιλοτέχνησα με την υποψία πως το μονοπάτι που μας οδηγεί στο θάνατο είναι στρωμένο με τις εντελώς προσωπικές δυστυχίες του καθενός.


Πηγή: Πτέρυξ χρονίων παθήσεων, Εστία, 1982

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Σπύρος Τσακνιάς - Ποιήματα


 

ΦΩΝΕΣ

 

Μιλώ συχνά για τις ρωγμές των λέξεων.

Για τη φτερούγα του πουλιού που σκιάζει

το μισό μου πρόσωπο. Γι τις φωνές

που πέφτουνε τη νύχτα

μαζί με τη βροχή.

 

Λένε πως τέλειωσε η αιματοχυσία

όμως ο έρωτας

είναι μια δύσκολη υπόθεση.

 

Με τέτοιες συνθήκες

καλύτερα να θάβεις το πουλί

και να βαλσαμώνεις τη σκιά του.

 

ΙΣΚΙΟΣ ΜΙΑΣ ΣΚΙΑΣ

 

Αυτή η μοναξιά των κήπων

μ’ εμποδίζει να σκεφτώ. Μετέωρος

στην πλοκή του ονείρου σχεδιάζω σπίτια

αδιαπέραστα στο φως. Τότε κρυώνω.

Κι εφευρίσκω την αγάπη. Σχεδιάζω μια φιγούρα

κλεισμένη στο δικό της όνειρο

με τις ανοξείδωτες τύψεις της.

Η μοναξιά της με παγώνει. Την απελευθερώνω

και γίνομαι

ισόβιος ίσκιος της.

(ΟΝΕΙΡΟΣΚΟΠΙΟ, 1984)

 

ΤΟ ΧΟΡΤΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΙΤΡΙΝΙΖΕΙ

 

Τα σύννεφα που προμηνούσαν καταιγίδα

διελύθησαν ησύχως. Ήμερες συμφορές βόσκουν

στα μαραμένα λιβάδια μας.

 

ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

 

Τελευταία λάμψη δειλινού. Και

να μυρίζει γιασεμί. Μια φωνή μακρινή

να μιλάει σαν βροχερή μέρα. Μετά

ο ηχολήπτης χαμηλώνει τον τόνο.

Ακούγεται μόνο ο θόρυβος της βρύσης

που στάζει. Στην αρχή

αμυδρά. Ύστερα

πιο δυνατά. Στα διαστήματα της σιωπής

η μυρωδιά του γιασεμιού εντείνεται. Όταν

αρχίζεις να μιλάς

ο ήχος σβήνει εντελώς. Οι θεατές

βλέπουν τα χείλη σου σφιγμένα.

 

Εγώ μονάχα σ’ ακούω.

(ΧΑΜΗΛΟ ΒΑΡΟΜΕΤΡΙΚΟ, 1987)

 

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ

 

Λίγο πριν βυθιστεί

στη γεροντική μελαγχολία

πριν προσηλωθεί

στον γκρίζο τοίχο ή στον άσπρο τοίχο

το πεπρωμένο συλλογίζεται

της Αυτοκρατορίας

 

τότε φυσάει ένας άνεμος στεγνός

αέρας που φυτρώνει στα νεκροταφεία

ξυρίζει τη χλόη της μνήμης

χάνεται στα καντούνια της παλιάς πόλης

ο έφηβος άνεμος ο αγέρωχος

θα καταλήξει στο μιαρό κρεβάτι της άμμου

με βλέφαρα βαριά θα αφεθεί στον ύπνο

καθώς θα εκσπερματώνει στον κόλπο της νύχτας

 

τ’ άλλο πρωί

ο στρατηγός με τα εξογκωμένα ζυγωματικά

θ’ ανοίξει το παράθυρο

να ’ρθουν τα ξύλινα πουλιά

να πάρουν απ’ το χέρι του

σπόρους της λήθης.

(ΟΡΑΤΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ, 1992)

 Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/i-rogmes-ton-lexeon/

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Σπύρος Τσακνιάς-Ομόκεντρα ποιήματα


I


Ωραία μες στο πανδαιμόνιο η φωνή σου

σεληνοβάμων με τα φθοριούχα χέρια

μυρίζεις δεντρολίβανο μυρίζεις άνεμο

άλλων εποχών ένα τριάλφα είσαι

στο στήθος της νύχτας

ατμούς θλίψεων εκκρίνουν οι αδένες σου κι εγώ

αναπνέω τη νύχτα μες στα μάτια σου

παρακολουθώ τις αργές κινήσεις σου

τον τρόπο που τσακίζεις τα σπίρτα στα δυο

και τα τυλίγεις στο μαντίλι σου

χαμογελώντας μυστικά στον αδειούχο στρατιώτη

που οιμώζει από νόστο.

Εγώ πίνω τη νύχτα κι εσύ

γίνεσαι πάλι αδιάφανη

τόσον ωραία τόσο άρρωστη τόσο τρωτή.


II


Όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα.

Είσαι η χαίνουσα πληγή των αναμνήσεων

των τύψεων είσαι η επωδός

το πικραμένο ρόδο τ’ αφιονισμένο κρασί

ο ήχος του τραμ που ‘σβησε μες στη νύχτα

ο ήχος της νύχτας στις έρημες στοές

το ανακλώμενο φως του θανάτου…

…Άνθος περίτεχνο λεηλατημένο

κηροπήγιο πουλημένο σε πονηρούς σαράφηδες

οσμή του νοτισμένου χόρτου

διάθλαση αχτίδας στη τζαμόπορτα του μπάνιου

αργυρή τέφρα στα σεληνόφωτα δέντρα

θανατερή πνοή του χτες

οι δρόμοι όλοι οδηγούν σε σένα.


III


Είσαι η εποχή των πικρών στερήσεων

δισύλλαβη ανταρσία

πυρπολείς τ’ απόκρυφα οράματα

εξουσιάζεις τα σύννεφα, την ομίχλη

σκοτεινών αναμνήσεων παγιδεύεις

τα φωνήεντα των λέξεων υποκλέπτεις

τον ειρμό της σιωπής είσαι

η πράσινη απορία η κίτρινη αμφιθυμία

το μεταίχμιο των αποφάσεων

η σύνοψη των φόνων που δεν διέπραξα

η ατελέσφορη πρόθεση που δηλητηριάζει τους πόρους της μνήμης

η οργή που κοχλάζει μέσα στα ποιήματα.

Είσαι η κληματαριά του παλιού μας σπιτιού

εκεί που μαζεύονταν οι φίλοι

ν’ αποκρυπτογραφήσουν τον κώδικα της μοναξιάς.


IV


Είσαι η απροσπέλαστη γαλήνη

η μοναξιά που ζήτησα μετά την πυρκαγιά·

είσαι η αποσύνθεση των ονείρων

βγαίνεις τη νύχτα μυστικά

κλείνεις αθόρυβα την πόρτα

γίνεσαι μια λεύκα μέσα στη βροχή

φιλεύεις δάκρυα τους ζητιάνους στις γωνιές των δρόμων

ταΐζεις τα περιστέρια σπόρους λησμονιάς

γυρίζεις το ίδιο αθόρυβα στο σπίτι

γίνεσαι η σκοτεινή ταραχή του αίματος

ανάβεις τη λάμπα κλείνεις τα παντζούρια

γράφεις σύντομα γράμματα σα συνθήματα στους τοίχους

“δεν ωφελεί να τα θυμάσαι δεν ωφελεί”.

Είσαι η απροσπέλαστη μοναξιά

η γαλήνη που ζήτησα μετά τον πυρετό.


V


Είσαι η συντριβή του θάρρους η οριστική εγκατάλειψη·

η σάπια μέρα που απόκανε να πολεμάει τη συννεφιά

και παραδόθηκε αμαχητί στη νύχτα χωρίς

να διεκδικήσει την εφήμερη έστω δόξα ενός ηλιοβασιλέματος·

είσαι η νύχτα που φέρνει την απόγνωση

στα μάτια των φοβισμένων παιδιών

στα κουρασμένα μάτια των μοναχικών ποιητών

τα βοώδη μάτια των καρτερικών μανάδων

στα κόκκινα μάτι των πεινασμένων σκύλων.

Είσαι η άοσμη νύχτα των κλειστών δωματίων

εκεί που μια ώριμη γυναίκα περιμένει καπνίζοντας

μες στο σκοτάδι καπνίζει περιμένοντας

τον παράνομο εραστή της.

Όχι, εσύ δεν είσαι η εύοσμη νύχτα των αγρών.


VI


Έλεγαν πάλι οι προφητείες πως θα φύγεις.

Ήταν άβολα εδώ μίζερα φτωχικά·

θα ξαναγύριζες μια μέρα στις πηγές της νύχτας

στις ρίζες των δακρύων σου εκεί

όπου φυτρώνουν τ’ άγρια όνειρα

μες στα σκοτάδια της ανυπαρξίας.

Το ξέραμε. Όλα τα χρόνια που ‘μεινες κοντά μας

άλλο δεν κάναμε – προετοιμάζαμε την αναχώρηση.

Μαζεύαμε τα λόγια ΄να-ένα

τα διπλώναμε προσεκτικά όπως τ’ ασπρόρουχα

τα βάζαμε με τάξη στο μεγάλο ταξιδιωτικό σου σάκο

μαζεύαμε του ήχους του δάσους

τη δροσιά απ’ τα πέταλα των λουλουδιών

τα μελαγχολικά χαμόγελα των μοναχικών παιδιών.

Πάρτα μαζί σου. Εμείς τι να τα κάνουμε;

Εδώ είναι άβολα εδώ είναι μίζερα

δεν είναι αυτός τόπος για σένα.


VII


Με σένα κλείνει αυτός ο κύκλος των θλίψεων

πρωινή διαύγεια στο βουνό

βραδινή αιθρία στη θάλασσα

στήλη υδραργύρου θαμμένη

κάτω από σωρούς ανώνυμες μαργαρίτες διατρέχεις

όλα τα στάδια της αποσύνθεσης

ώς να παγώσεις εξαίσια

στην αθανασία.

Αυτός ο κύκλος των θλίψεων

κλείνει με σένα.


Πρώτη δημοσίευση: ΤΡΑΜ/ΕΝΑ ΟΧΗΜΑ. Δεύτερη διαδρομή, όγδοο τεύχος. Μάρτης 1978. Θεσσαλονίκη.


Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Σπύρος Τσακνιάς -Ομολογία

Στον Χ.Θ.

Η ποίηση
είναι μια εξομολόγηση.
Κι α γράφω ποιήματα
είναι γιατί
δεν έχω μάθει να μιλώ
σε άλλη γλώσσα.

Πλησίασε μικρή μου Ιφιγένεια
δώσε μου το λευκό
λεπτό σου χέρι.
Πρέπει να πούμε την αλήθεια·
θέλει θάρρος·
κράτα μου το χέρι.

Δεν το συλλογιστήκαμε το χρέος
δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό μας.

Βρέχει έξω, βρέχει.

Είναι κι αυτό μια αφορμή
ν’ αλλάξουμε κουβέντα.
Κράτα μου πολύ σφιχτά
το χέρι. Πρέπει να πούμε την αλήθεια·
σταθήκαμε δειλοί και τιποτένιοι.

Βρέχει έξω, βρέχει, βρέχει.

Όχι όχι, μη διστάζεις.
Χίλια επιχειρήματα πίσω απ’ τη γλώσσα
νύχτες και νύχτες ν’ αραδιάζω δικαιολογίες.
Η αίτηση χάριτος έτοιμη στο συρτάρι.
Η τριανταφυλλιά που αγαπούσαμε
κι ο ουρανός γέμιζε πουλιά·
τα πύρινα εγκάρδια δάκρυά σου.
Έτοιμα τα βαρβιτουρικά μες στο συρτάρι
έτοιμα όλα και συνταιριασμένα.
Πρέπει ωστόσο να πούμε την αλήθεια·
δεν το συλλογιστήκαμε το χρέος.

Μικρούλα Ιφιγένεια
γλυκιά μου
τί άδικα σε βασανίζω
πώς να καταλάβεις...

Σταθήκαμε δειλοί και τιποτένιοι
όχι γιατί παραβιάσαμε το Νόμο
μήτε γιατί όταν άλλοι θεριζόνταν
εμείς ξοδιάζαμε το ιερό μας σπέρμα
σε μιαρά κι ανόσια κρεβάτια.
Κι ούτε θα σου μιλήσω πια
για τα προσχήματα μιας νεότητος
που φθείρεται ματαίως. Φτάνει.

Βρέχει ακόμα.

Έλα πιο κοντά μου·
πρέπει να σου το πω.
Άλλο η εντολή κι άλλο το χρέος.
Σταθήκαμε δειλοί.

Καταλαβαίνεις;

Σπύρος Τσακνιάς. 1976. Εν Αυλίδι. Αθήνα. Και στον τόμο: Τα ποιήματα (1952-1992). 2000. Αθήνα: Στιγμή.

Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=490

Σπύρος Τσακνιάς-Αμηχανία


Σχήματα ρευστά κινούμενα όνειρα
σκιές διαλυμένες και ρωγμές
να μπαίνεις ελεύθερα στον κόσμο ή να βγαίνεις
είναι καλό επιχείρημα η ελευθερία
για να ερωτεύεσαι ή να φυγομαχείς
ν’ αφομοιώνεις το σύμπαν ή να λικνίζεσαι
με τις ανταύγειες του νερού που λάμπει
ή ν’ ανγναντεύεις το περιστέρι στο καμπαναριό
του Αγίου
ν’ αφήνεσαι άβουλα στη βία των ειδήσεων
εσύ που είχες ποθήσει λίγον ύπνο στη δροσιά
των φίλων
ν’ ακούς τη σιωπή να θρυμματίζεται απ’ τις οπλές
του χρόνου χωρίς να ξέρεις πώς να μπεις
στο θάνατο
ή πώς να σταματήσεις το χορό των σκιάχτρων.
© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.

Σπύρος Τσακνιάς-Σιωπηλή πορεία


Η γυναίκα που βγαίνει απ` τον ύπνο
με τα όνειρά της αχνιστά
στο σκοτάδι που λάμπει απ` την επιθυμία του φωτός
όπως φαρμακερό ποτάμι
που σκίζει στα δυό τον κοιμισμένο κάμπο
μια νύχτα μ` αφρισμένο φεγγάρι
παλεύει να κρατήσει στην αγκαλιά της
την άσαρκη εικόνα του φονιά
ενώ η παλίρροια ανοίγει το χορό των νερών
και τα φύλλα πριν γίνουν φυτόχωμα
στροβιλίζονται με το γύρισμα του χρόνου.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.

Σπύρος Τσακνιάς-Επιφυλακή


Το χέρι που με αβέβαιες γραμμές
σχεδιάζει τη μορφή σου
είναι η σαρκοφάγος
ενός χαμένου προσανατολισμού
δεν έχει βαφτεί στο αίμα κανενός
κάνει το σημείο του σταυρού
ή μαζεύει βότανα
κόβει το ψωμί
ή χαϊδεύει το κεφάλι του σκύλου
που κοιμάται
στη σκιά της ιτιάς
το χέρι που ονειρεύεται να σφίξει
τ’ αστραφτερό μαχαίρι
διανυκτερεύει
μέσα στα δικά σου χέρια.
© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.

Σπύρος Τσακνιάς-Ξημέρωμα


Θαμποχαράζει όταν κλείνω το βιβλίο
με τόσα αινίγματα στο μυαλό
πώς θα κοιμηθώ
βλέπω
χέρια να χτυπούν πλήκτρα
μα δεν ακούω μουσική
ακούω πυροβολισμούς
αλλά δε βλέπω δολοφόνους
όμως το σπίτι
γέμισε σκοτωμένους
ο κήπος γέμισε φαντάσματα
κάθονται κάτω απ’ την κληματαριά
κάτω απ’ τα πλατιά μαύρα καπέλα τους
πότε-πότε σηκώνουν τα κεφάλια τους
σα να ψάχνουν για σημάδια στον ουρανό
κι ύστερα χάνονται
στο μεγάλο σχήμα της αυγής.
© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.