Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κυπαρίσσης Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κυπαρίσσης Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Πάνος Κυπαρίσσης - Δεν έχουν αντέχουν οι λέξεις σ' όλα τα χείλη


Πρέπει να βγω χλωρός

από περάσματα κλειστά

να φέρω των κινδύνων μαύρο λάβαρο

στο φως


Ας λέν' όσοι μηδίζουν

πως είμαι της γλώσσας μισθωτός


Πηγη: Μαύρο βαμβάκι, Μελάνι, 2009.


Απ' τον Χαρτοόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Πάνος Κυπαρίσσης - Ποιήματα

 Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ
 
Οι περισσότεροι φίλοι μου
σκοτώθηκαν παίζοντας
μ΄ ένα τουφέκι
μ΄ ένα μολύβι
μ΄ ένα κορίτσι

ΔΙΧΩΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Κάποτε αγριεύουν οι νεκροί που κουβαλώ
Μ΄ ανακατεύουν
 Ποια ιδιοτέλεια μου κεντούν
που την ξεχνώ
 και ποιά υποταγή
 Συλλογιέμαι πόσο αίμα θέλει
να γίνει πάλι τούτη η  ζύμη
Πόσα μανίκια ανασηκωμένα
 
Βγαίνουν τις νύχτες στις ακρογιαλιές
κάτω απ΄ τα πεύκα και ιστορούν
 
 Σοκάκια βρεγμένα στο φως
χαμένα στους κάμπους τους άδειους
μες στα ξερόχορτα
Φωνές που  συντροφεύουν τον άνεμο
 Κορμιά που πέρασαν ,δυνατά
Με τα σφυρά  τους άτρωτα
 
 Και συλλογιέμαι
 με τον τρόπο που έμαθα
 με το φόβο του νου που κινδυνεύει
 
 Τι έφταιξε:
 
Στέκονται όλα γύρω μου κοφτερά
 κι ασάλευτα
 
ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ
Τι σαλπίζει
Μια παπαρούνα που βγαίνει στον γκρεμό
Και κοκκινίζει;;
 

ΤΟΥ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗ

Θέλω να ζήσω
τους νεκρούς που μέσα μου κοιμούνται
 
 Κρατήθηκα σε τούτον  τον κόσμο
γλιστρώντας ως  το μικρό του δαχτυλάκι
 
Ποιον ρωτούν εδώ επιτέλους ;
Έρχονται οι φίλοι μου αργά
 από δρόμους παλιούς
από χαλάσματα
 Από καπνούς κι από γάζες
με τα σακάκια  στους ώμους
και τις σημαίες του νόστου
 
Όλα τα παράθυρα
 ανοίγουν σε εκείνη τη μνήμη
Στο σκυλί που γαβγίζει  στις φλέβες μου
Στέκονται οι πλαγιές μακριά
 και το πράσινο που αγαπήσαμε
 
Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ
 
 Αχνίζουν τα φώτα
Σφαγεία  στη νύχτα, φωνές
 Ρίχνουν νερά μυστικά ,τα ξεπλένουν
Επιμένουν , αλλά το κόκκινο διαρκεί
Σκάβει τη μνήμη
πάνω σε δύσκολες ράγες
 και χώματα που σηκώνουν τα χρόνια
 
Αινίγματα του ΄49,  του΄ 54,  του΄ 67
 
 Με τον καιρό  ελαφραίνουν μέσα σου τα βουνά
 τα τυλίγουν ομίχλες , χάνουν τα νύχια τους
 Ξεκόβονται κάποτε
με δέντρα ανήλικα και νερά λυπημένα
Ούτε να τα ξεχάσεις μπορείς
ούτε και να τα σύρεις
 
 Τι θα πει Ιστορία, μανούλα;
Σσς,   κοιμήσου
 
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑ
Σκύψε επιτέλους να σου πω
 Τώρα που επιβάλλουν
σιγαστήρα και ζώνες ασφαλείας
Τώρα που γίνηκε  η ζωή βεγγαλικό
δεν θα ΄βρεις παρά τη φρίκη
 στο φανελάκι των αγγέλων
 
 Τώρα που  η ζωή σε θέλει
Σοφό   στα  εννιά
 Νεκρό  στα δώδεκα  
που τα πτώματα υψώνουν
τ΄ αυριανά φυλλοβόλα
τέτοιο ποτάμι Προμηθέα
 τι λες;
Του βάζεις εύκολα
λουράκι στο λαιμό;

Πηγή: https://mafyx.blogspot.com/2022/01/70.html 

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Πάνος Κυπαρίσσης - Παρά τη Βαβέλ


Επειδή του κόσμου το φέρετρο
φτάνει σε τέθριππο ψηφιακό
στων πλήκτρων το άδηλο σεντόνι
όσο μένει καιρός
εγώ που μπορώ να μην καταλαβαίνω
βγαίνω φεγγάρι κι επιμένω
να' ναι το χώμα σάβανο
να' ρχομαι στους κήπους του
βουβά να νοσταλγώ
Πάνος Κυπαρίσσης (1945)
Πηγή: Φως ορυχείου, Εκδόσεις: Μελάνι, 2011

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Πάνος Κυπαρίσσης, Μικρή Ανθολογία Ποιημάτων

 Από το βιβλίο Ο καπνοπόλεμος

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΑΥΑΓΟΣ

Ανέβηκε στην πέτρα
πήρε ανάσα
και πήρε βροχή
Ένα ζευγάρι κάλτσες
μια φανέλα
αριθμός 333
Οδυσσέας 333
Άπλωσε τα χέρια του στη θάλασσα
στο νου
Η φρίκη θάλλει
Ο αργαλειός πίσω και πάνω στην πλάτη μας

Πήρε να φιλιώνει με τον τόπο

Ήρθε ο επιλοχίας ο Θωμάς,
είχε μυαλό Τζέιμς ο Θωμάς
μυαλό Μ1 επαναληπτικό

Τον γύρισαν λυώμα
δεν τον γνώρισαν ούτε τα σκυλιά

Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΒΗΣΙΓΟΤΘΩΝ

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Τα καταστήματα οργιάζουν
Παρωπίδες προσωπίδες ωτασπίδες
νέα εθνόσημα
νέα χαρτόσημα
Νοσοκομείο ανδριάντες νεκροταφεία
Εποχή για καριέρα
Η γενιά μου σκορπιέται
και η ισορροπία μου ασταθής
Αδυσώπητος ο φετινός αιών ενέσκηψεν
Η ιστορία γράφεται πάλι στις γάζες

Από το βιβλίο Το σοφό σαλιγκάρι


Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΩΝ

Τα ρούχα δανεικά
Ένα ζευγάρι αρβύλες αντρικές
ένα παντελόνι με τιράντες
ένα πουκάμισο
και δίπλα στα χείλια μια λειχήνα
Είχα τα χέρια σφιγμένα προσοχή
τα μάτια κλειστά
Στη φωτογραφία ήταν ακόμα
ο αδερφός μου
η μάνα μου νέα
συγγενείς
Μια στέγη
ένας τοίχος με τον αριθμό 224
και σε μια άκρη το χάος
Έγραφε
Η Μάρθα παντρεύτηκε
πήρε καλό παιδί
Φυσούσε αέρας
και τα κλείσαμε τα μάτια
Τα παιδιά είναι βγαλμένα
μπροστά απʼ την Πασχαλιά.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

Σκύψε επιτέλους να σου πω
τώρα που επιβάλλουν
σιγαστήρα και ζώνες ασφαλείας
Τώρα που γίνηκʼ η ζωή βεγγαλικό
δε θα ʼβρεις παρά τη φρίκη
ζωγραφισμένη στο φανελάκι των αγγέλων
Τώρα που η ζωή σε θέλει
σοφό στα εννιά
νεκρό στο δώδεκα
που τα πτώματα υψώνουν
τʼ αυριανά φυλλοβόλα
τέτοιο ποτάμι Προμηθέα
τι λες
του βάζεις εύκολα
λουράκι στο λαιμό;

Από το βιβλίο Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή

ΔΙΧΩΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Κάποτε αγριεύουν οι νεκροί που κουβαλώ
μʼ ανακατεύουν
Ποιάν ιδιοτέλεια μου κεντούν
που την ξεχνώ
και ποιά υποταγή
Συλλογιέμαι πόσο αίμα θέλει
να γίνει πάλι τούτη η ζύμη
Πόσα μανίκια ανασηκωμένα

Βγαίνουν τις νύχτες στις ακρογιαλιές
κάτω απʼ τα πεύκα κι ιστορούν

Σοκάκια βρεγμένα στο φως
χαμένα στους κάμπους τους άδειους
μες στα ξερόχορτα
Φωνές που συντροφεύουν τον άνεμο
Κορμιά που πέρασαν, δυνατά
με τα σφυρά τους άτρωτα

Και συλλογιέμαι
με τον τρόπο που έμαθα
με το φόβο του νου που κινδυνεύει

Τι έφταιξε;

Στέκονται όλα γύρω μου κοφτερά
κι ασάλευτα

ΑΝΑΛΗΨΗ

Στα χαλάσματα πάλι
στα κίτρινα φύλλα

Κρεμασμένος ακόμη στον τοίχο ο καθρέφτης
Η αντλία του νερού στα χορτάρια
κι ο φούρνος ανοιγμένος ώς τα σωθικά του

Ένα σημείωμα σκονισμένο
Βασίλη
Θέλει η μάνα
νʼ αφήσεις δέκα δραχμές
να πάρω ψωμί
Γεια σου

Βρέχει και φέρνει φωνές ο αέρας

Μαζεύομαι σε μια άκρη
Γέλια και χρώματα ξεφτισμένα
Ύστερα πάλι σιωπή

Σταλάζουν τα δέντρα

Φουσκώνουν οι τοίχοι
κι ανεβαίνουν κομμάτια
ώς τα σύννεφα

Από το βιβλίο Η άλλη φωτογραφία

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ

Φεύγεις πάλι για τα λιμάνια σου
με ενθύμια εύκολα από μέρες λαμπρές

Κείνο το γυμνό κορμί
να βγαίνει πίσω από τα δέντρα
να λυγάει σαν τόξο
να χύνεται στη θάλασσα
χωρίς χαλινάρι
Να σε τυλίγουν γαλάζιες φόδρες νερό
να πέφτει αρμύρα στα μάτια σου
και ήλιοι πολλοί

Κρεμάει ο καιρός ένα γκρίζο
και ʼσυ ασβεστώνεις τον τόπο που διάλεξες
ουρλιάζοντας δίχως νʼ ακούγεσαι

Φοβάσαι το φόβο

Όμως έρχονται ακόμη νύχτες γλυκιές
με λουλούδια βεγγαλικά
στα σκούρα λινά τους φορέματα
κουβαλώντας μύρα και βάλσαμο

Σε βοηθούν να χαράξεις το μνήμα σου

Ο αέρας στήνει την άρπα του
τη χορταρένια

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Σε σκιάζουν οι λέξεις
που ωριμάζουν σύννεφα μέσα σου μαύρα
Παντού και πουθενά
Σʼ εξοντώνουν τα μυστικά
Σκάλες, καθρέφτες, βυθοί

Όλα σε διεκδικούν

Φυσάει ο αέρας
και σέρνει παράξενα μύρα

Ανοίγεις τις πόρτες
και γλιστρούν οι αιώνες
μέσα από αλέες αρμονικές
και τον ήλιο που σχεδιάζει

Στάζει το φως

Πλημμυρίζουν τʼ ασήμαντα
κι ό,τι φύλαγα στις τσέπες μου
χάνεται

Από το βιβλίο Νησί δίχως φύλλα


ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

Σκοτεινό κορμί καθώς εκκλησία
Ψιθυρίζει ο άνεμος στα υπέρθυρα
ονόματα ξεχασμένα∙
ώσπου υποχωρούν τα θεμέλια

ΜΕ Η ΔΙΧΩΣ ΤΥΨΕΙΣ

Μια καμπύλη ρηχού ποταμού
δυο δέντρα σε στάση προσευχής
Δε θα μιλήσω για των νεκρών τις πλαγιές
και τα όνειρα που κοιμίζουν

Δυστυχώς περιλήψεις μόνον κρατώ

Από το βιβλίο Φόδρες της νύχτας

ΤΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ, Β

Από θαύμα σε θαύμα!

Πώς να πεις για το παράθυρο
που χωράει τη θάλασσα
τη ρόδα του μύλου μες στο γαλάζιο
και φύλλα και σύννεφα

Λάμπουν οι κόκκοι του αλατιού
κι εσύ δείχνεις αλλού
μʼ εκείνο το παγωμένο κουτί μες στα στήθια σου

Κανένας δε θά ʼρθει
Όλοι εινʼ εδώ
πίσω απʼ τα δέντρα
κάτω απʼ τα χώματα

Το άσπρο στεφάνι ζητάς
κι ας δείχνουν όλα δειλινά∙
τη θάλασσα πίσω απʼ τους λόφους
Δε με ξεγελάς
Χρώματα μάζευες χρόνια
φως και ανάσες μικρές

Ήσυχα τώρα

Ποιος βγαίνει με τη βάρκα σε τόσο σκοτάδι;
Ακούγονται τα κουπιά
τα νερά του φεγγαριού που στάζουν στο πλάι
Βουβαίνονται τα σκυλιά στην προκυμαία
κι ο νυχτοφύλακας με τις παντόφλες
και το νοτισμένο φανάρι

Ελαφραίνουν όλα σα θλίψη
ανεβαίνουν ψηλά

ΤΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ, Ε

Για κανένα πουκάμισο αδειανό
Για ʼκείνον τον πηλό θέλω να πω
που κρατούσες στις χούφτες
που του κεντούσες κόκκινες φλέβες στο κορμί
τον μεθούσες με ψιθύρους και βεβαιότητες
Που του ʼμαθες να μετράει
την τελευταία μπουκιά του ψωμιού με το φαί του

Για τον πηλό που μιλά και γελάει
και τον ντύνεις στα είκοσι
να τον στείλεις να γίνει πηλός άναυδος τώρα
να γεμίσει ένα πουκάμισο μουσκεμένο στο αίμα

Πώς να πείσεις την Εκάβη;
Για ποια Ελένη
για ποια σημαία της νύχτας
και ποια τείχη;

Από το βιβλίο Τα χειρόγραφα της βροχής

ΦΩΣ ΟΡΥΧΕΙΟΥ

Σηκώνομαι νησί
μέσα από χάρτη βουβό
με ρίζες του νερού σκοτεινές
και σιωπές ιερές του θανάτου

Κρατώ νωπό τον πηλό
να υψώσω φύλλα κι αναρριχητικά
πορφύρα ψυχής σε πέτρινους κήπους
χορτάρι του νου μου ασύλητο

Τραυλίζουν πένθιμα σύμφωνα
στο γαλάζιο που μʼ έθρεψε
στο αχ που ολοένα με ταξιδεύει
Μου λείπει καιρός που σʼ αγαπώ
πόθος αμίλητος
και χώματα της πατρίδας ασύρματα

Τις πληγές δεν μπορεί κανείς να σʼ τις πάρει

Μετρώ τον καιρό που λυγίζει στις άκρες
κι εκείνο που μέσα μου μεγαλώνει
καθώς ανεβαίνει ο ήλιος
και γλιστρούν καλοκαίρια πάνω σε ρόδες ζεστές

ΦΩΣ ΦΤΕΡΩΤΟ

Φύλακες γύρω
κι όρθιος χρόνος, σιωπηλός
Ανεβαίνει η χλόη στους τοίχους
ντύνοντας κείνο το κόκκινο που επιμένει
πάνω από χαλκεία κι εσοχές

Τους ζητώ όλους
σκάβοντας πίσω από θύρες βαθύσκιωτες
και συλημένα φεγγάρια

Τους γυρίζει η βροχή
κει που ξέχασαν το κορμί τους
κι έφυγαν δίχως αίμα, χλομοί
Βιαστικοί με λίγο ήλιο στους ώμους
και πρασινάδες στα γόνατα
καθώς σηκώνονταν
να διαβούν στον κόσμο τον άλλο

Γλιστρούν, άγγελοι σκοτεινοί
πάνω από κυπαρίσσια μεσίστια
και χορτάρια που πάντα κρυώνουν
Δε μιλούν
Χειρονομούν δίχως ήχους
βοσκώντας φως και σιωπή
χάνονται με τον άνεμο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Κατάρτια τα βουνά∙ ψηλά
άλογα πετρωμένα
Σπαρμένες οι πλαγιές
κάλυκες, παλιές φωτιές, λέξεις μισές
πένθιμα μονοπάτια

Σηκώνει η άνοιξη χορτάρι και τα σβήνει

Όμως θυμάται ο λύκος τις ποριές
και μες στον ύπνο μου
μυρίζει σκοτωμένους και τους βγάζει

Ξυπνάει η μέρα μες στα κόκκινα
κι ακόμη χάνει αίμα

Από το βιβλίο Το χώμα που μένει

ΝΙΚΟΣ, 1974

Γύρισε από τις στέππες του βορρά
με το κατράμι στην ψυχή
και ασήμια στα μαλλιά

Κοίταξε το σπίτι με ανάσα βαθειά
μέριασε τʼ απομεινάρια της θύρας
πέρασε στο άδειο, στη σιωπή

Ζούσε ένα τραπέζι στη μέση
με σανίδια σπασμένα
Εκεί το νερό, εκεί το ψωμί

Κάθησαν στη ράχη της βαλίτσας
έβγαλαν ένα μπουκάλι ρακί
Σκούπισε με τον αντίχειρα
ένα ποτήρι μικρό, ήπιε
Ήπιε κι η Βασιλική
Το γέμισε πάλι
σήκωσε τα μάτια κατά την οροφή
Πέρασαν ώρες αμίλητοι, καθιστοί

Νύχτωσε
Αποκοιμήθηκε η Βασιλική
κι αυτός λογάριαζε στον τόπο τον τόπο
με την ξετοπισμένη του ψυχή

Την άλλη μέρα βγήκε να ʼδει·
νʼ ανασάνει η μνήμη
να κατεβεί απʼ το λαιμό, να καταπιεί

Κοίταζε ώρα δυό παιδιά
που τάιζαν, κυνηγούσαν πουλιά
Έγειρε στο σωρό μέσα στα ξύλα
έμεινʼ εκεί

Έφυγε σαν μαύρος ήλιος
μʼ ένα φτεράκι νʼ ανοίγει ήσυχα
σε μια καινούργια χώρα, σκοτεινή

ΕΛΕΝΗ

Ακούω νερά
σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους

Ένα τους βλέμμα
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια
Κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά

Ενυδρεία της μνήμης
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα

Ποιους σήκωσες πόθους
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένες
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες

Περνούν ακόμη ποτάμια θανάτου πικρά∙
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα

ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

Δε διαλέγει τόπο
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό

Της σιωπής και της σκόνης
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του

Δειλό και γενναίο
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτʼ εκεί
Αφύλαχτο σʼ αυτόν που θά ʼρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει

Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί
Με δίχως φύλλα επιμένει
νά ʼρθουν πουλιά στʼ άλκιμα κλαδιά
να τʼ αντικαταστήσουν

Από το βιβλίο Μαύρο Βαμβάκι

ΝΗΣΙ*

Βρέχει τόσο στη μνήμη μου
που απλώθηκε θάλασσα γύρω μου

* Τα νησιά φυτρώνουν στη θάλασσα
και διατηρούν τις αποστάσεις
Περιβάλλονται από ένα ανήσυχο γαλάζιο
και ταξιδεύουν στη σιωπή και στο χρόνο
Κάποτε αρρωσταίνουν και βυθίζονται

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Με τα μάτια ανοιχτά, βυζαίνοντας άδειο

Χλωμιάζει ο ουρανός

Διστάζει
κάνει ένα τελευταίο βήμα μες στη μνήμη
στο παιδί που γελούσε μεγαλώνοντας
και νύχτα, όπως αμετάκλητα ορίζουν οι θεοί,
το παίρνει μαζί της στο χώμα

Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Πάνος Κυπαρίσσης - Δεν γράφουμε με το αριστερό


Πολλαπλασιάζονται οι απόντες
και η μνήμη λιγοστεύει
Έρχεται πάντα ο ταύρος
από χορτάρια μελανά
πότε κόκκινος και πότε μαύρος
Σπουδάζω ακόμη το εφήμερο
τα κρυφά, τα αδίδακτά του μέρη
Τα πλήκτρα που χτυπούν πεισματικά τη διάσωσή του
Εδώ ζω
με φωνήματα υποδοχής
με λέξεις μιας ζεστής βροχής
που με ποτίζει
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει, Καστανιώτης, 2007.

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Πάνος Κυπαρίσσης - Ίχνη


Τι ᾽ναι μικρό
και τι μεγάλο;
Τι ρηχό και τι βαθύ
σε πλεύση αόριστη που μας ορίζει
Ίσκιοι των αγαπημένων
ιστορίες αγγέλων λυπημένων
της μνήμης σου πικρές στιγμές
χαρές σβηστές
πένθη σπαρμένα
Ίχνη στο χιόνι εφήμερα
καθώς του ήλιου πιστός εργάτης
ξέρει να τα σβήνει

Κλέβοντας σκοτάδι, Γαβριηλίδης 2018

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Πάνος Κυπαρίσσης - Νυχτοφύλακας


Νυχτοφύλακας όσων ποτέ δεν κοιμήθηκαν
με κινήσεις ασήμαντες
μ' ένα φεγγάρι βραχνό
Κάθε νύχτα κατεβαίνει στην προκυμαία
σηκώνει το κόκκινο πανί που βγάζει το κύμα,
το ξεβγάζει
το απλώνει στις καλαμιές
Το κλέβει ο άνεμος το πρωί
να ντύσει πολιτείες γυμνές
κι ως το βράδυ
η επανάληψη το ξαναματώνει
Χρόνια τώρα από το μύθο ως την ιστορία.

περ. Αλφειός, τ. 8-10, Χειμ. '95 - Καλοκ. '96

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γιώργου Χ. Θεοχάρη

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Πάνος Κυπαρίσσης - Δίκης ανεκπλήρωτα


Λυτές ελάχιστες αποσκευές
Ταξιδεύουν τυφλοί
όσοι γυρεύουν τροφή σ’ άδικη γη
στέγη τη νύχτα τους να ντύσουν
Δικαιοσύνη πύλη κλειστή
Δίχως να τους αναλογεί ψίχουλο
που βρίσκει και τρώει το πουλί
εξαντλούνται
στα χιλιόμετρα του νου τους
επιμένοντας
μ’ όλα τα ανεπίδοτα του ονείρου
στα άδεια τους χέρια

Πηγή: Κλέβοντας σκοτάδι, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2018, σ. 86.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

Πάνος Κυπαρίσσης - Μικρά της ηδονής


Στα όρια
Όπως αγαπιούνται
θάλασσα κι ουρανός
* * *
Λάμπει λευκή
η ωλένη σου τις νύχτες
ή περνούν σπασμένα τα φεγγάρια;
* * *
Νεόνυμφη θάλασσα
αφίλιτη στα πόδια σου
και ΄συ λογαριάζεις το βυθό της
* * *
Μέδουσες έβλεπες χρόνια
και πυρετούς μετρούσες
των χειλιών σου
Πώς να ωριμάσεις αφίλητος;
* * *
Τι λες της ερημιάς
και δε σε σκοτεινιάζει;
* * *
Γλιστρώ μέσα
από τη χλωρή αψίδα του κορμιού σου
σιωπηλό καράβι της νύχτας
σε ταξίδι βαθύ του λυτρωμού
Δίχως αμφιβολίες, δίχως ακτές

Μαύρο βαμβάκι, Μελάνι, 2009

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Πάνος Κυπαρίσσης - Ευτυχώντας


Το πράσινο των φύλλων διαρκεί
λικνίζοντας τη νιότη τους στο φως
αγνοώντας τί η φύση τους ορίζει
Κοκκινίζουν
λίγο πριν την πτώση
κιτρινίζουν
κι ευτυχή δίχως γνώση
πέφτουν μελωδώντας ένα σίγμα
στην ποδιά πάνω της γης
που σηκώνει λίγο χώμα
να φροντίσει την ταφή τους
(Π. Κυπαρίσσης, Πέφτοντας σκόνη, εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2022, σ. 50)

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Πάνος Κυπαρίσσης - Κόκκινο


Γάζες αποτυπώνοντας αιώνων αίμα
που δε λέει
της γνώσης η τροφή
να το ξεπλύνει
Πότε θα μάθεις
να μην καταλαβαίνεις;

Σκύβοντας ουρανέ, Γαβριηλίδης, 2015

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Πάνος Κυπαρίσσης - Τρία Ποιήματα

ΝΙΚΟΣ, 1974

Γύρισε από τις στέππες του βορρά

με το κατράμι στην ψυχή
και ασήμια στα μαλλιά

Κοίταξε το σπίτι με ανάσα βαθειά
μέριασε τʼ απομεινάρια της θύρας
πέρασε στο άδειο, στη σιωπή

Ζούσε ένα τραπέζι στη μέση
με σανίδια σπασμένα
Εκεί το νερό, εκεί το ψωμί

Κάθησαν στη ράχη της βαλίτσας
έβγαλαν ένα μπουκάλι ρακί
Σκούπισε με τον αντίχειρα
ένα ποτήρι μικρό, ήπιε
Ήπιε κι η Βασιλική
Το γέμισε πάλι
σήκωσε τα μάτια κατά την οροφή
Πέρασαν ώρες αμίλητοι, καθιστοί

Νύχτωσε
Αποκοιμήθηκε η Βασιλική
κι αυτός λογάριαζε στον τόπο τον τόπο
με την ξετοπισμένη του ψυχή

Την άλλη μέρα βγήκε να ʼδει·
νʼ ανασάνει η μνήμη
να κατεβεί απʼ το λαιμό, να καταπιεί

Κοίταζε ώρα δυό παιδιά
που τάιζαν, κυνηγούσαν πουλιά
Έγειρε στο σωρό μέσα στα ξύλα
έμεινʼ εκεί

Έφυγε σαν μαύρος ήλιος
μʼ ένα φτεράκι νʼ ανοίγει ήσυχα
σε μια καινούργια χώρα, σκοτεινή

ΕΛΕΝΗ

Ακούω νερά
σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους

Ένα τους βλέμμα
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια
Κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά

Ενυδρεία της μνήμης
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα

Ποιους σήκωσες πόθους
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένες
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες

Περνούν ακόμη ποτάμια θανάτου πικρά∙
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα

ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

Δε διαλέγει τόπο
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό

Της σιωπής και της σκόνης
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του

Δειλό και γενναίο
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτʼ εκεί
Αφύλαχτο σʼ αυτόν που θά ʼρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει

Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί
Με δίχως φύλλα επιμένει
νά ʼρθουν πουλιά στʼ άλκιμα κλαδιά
να τʼ αντικαταστήσουν

Πηγή: https://echorama.gr/%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%83-%CE%BA%CF%85%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B7%CF%83-%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Πάνος Κυπαρίσσης - Τη ρίζα να τιμάς



Άνυδρη γη
ακτέριστη ζωή
πέλματα συρτά των μελλουμένων

Καίει ο πόθος
και δίχως χαλινούς
τ' άλογο στ' άγνωστο ξεμακραίνει

Της γνώσης τα καρφιά
καυτά το απόλυτο γυρεύουν
τιμής στεφάνι να σου βρουν

Αλόγιστα μην προσπερνάς

Στιγμές σε ζουν
και τους οφείλεις.

Πέφτοντας σκόνη

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Πάνος Κυπαρίσσης-Βλέμμα φυγής


Μαλωμένα βουνά
με πράσινη χαίτη ψηλά
και τις σκιές τους λυμένες

Μαινάδες τα δέντρα
με κλαδιά αντοχής
ν’ αλλάζουν χτενίσματα

Νυστάζει ο άνεμος

Οπλή φεγγαριού
φτερά του καιρού μελανά

Αιφνίδιο τριζόνι
κόβει την κορδέλα της μέρας,
νυχτώνει


Πηγή: https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/13274-oloklironoyn-afieroma-fthinoporo

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Πάνος Κυπαρίσσης- Τα χειρόγραφα της βροχής


Αχνίζουν τα φώτα

Σφαγεία στη νύχτα, φωνές

Ρίχνουν νερά μυστικά, τα ξεπλένουν

Επιμένουν, αλλά το κόκκινο διαρκεί

Σκάβει τη μνήμη

πάνω σε δύσκολες ράγες

και χρώματα που σηκώνουν τα χρόνια


Αινίγματα του '49, του '54, του '67


Με τον καιρό ελαφραίνουν μέσα σου τα βουνά

τα τυλίγουν ομίχλες, χάνουν τα νύχια τους

Ξεκόβονται κάποτε

με δέντρα ανήλικα και νερά λυπημένα

Ούτε να τα ξεχάσεις μπορείς

ούτε και να τα σύρεις


Τι θα πει Ιστορία, μανούλα;

Σσς, κοιμήσου


     Τα χειρόγραφα της βροχής, Καστανιώτης, 2003

Πάνος Κυπαρίσσης-Η οργή των Βησιγότθων


Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Τα καταστήματα οργιάζουν
Παρωπίδες προσωπίδες ωτασπίδες
νέα εθνόσημα
νέα χαρτόσημα
Νοσοκομείο ανδριάντες νεκροταφεία
Εποχή για καριέρα
Η γενιά μου σκορπιέται
και η ισορροπία μου ασταθής
Αδυσώπητος ο φετινός αιών ενέσκηψεν
Η ιστορία γράφεται πάλι στις γάζες

Ο καπνοπόλεμος (1977)


Πάνος Κυπαρίσσης-Ο καπνοπόλεμος

 Οι περισσότεροι φίλοι μου

σκοτώθηκαν παίζοντας·

μ' ένα ντουφέκι

μ' ένα μολύβι

μ' ένα κορίτσι


     Ο καπνοπόλεμος, 1977 

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Πάνος Κυπαρίσσης-Φωτογραφία του '50


Να μπω θέλω ξανά
γλιστρώντας πλάι σου κρυφά
εκεί πού 'μαι μες στα χέρια σου παιδί
κι όλος στο θαύμα να σταθώ
ας κρατάει ακόμ' η βροχή
κι ο νους μου λασπώνει
Κόρη μικρή εσύ
πατέρας σου εγώ
κι όπως χελιδόνι, σφαίρα μαύρη
σχίζει γαλανό βυθό
ό,τι δεν πρόλαβα και σου χρωστώ
στης στιγμής αυτής τον ασπασμό
να σ΄ το γυρίσω

Φως ορυχείου, Μελάνι 2011