Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κύπριοι Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κύπριοι Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Νίκος Κρανιδιώτης - Ποιήματα

     

     Σπουδές (1951)
ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΩΝ
Σαν άρωμα από γιασεμί λεπτό, που σβήνει
και σμίγει με την αύρα της εσπέρας,
μοιάζει η θλιμμένη μου απόψε ετούτη μνήμη:
Δυο χρυσά μάτια, σα βελούδο χείλη,
κι ωραία καστανά μαλλιά, που ψαύει ο αγέρας,
η μακρινή μου των ’κοσπέντε χρόνων φίλη...
Τα χρόνια τώρα ίσως την έχουνε πια αλλάξει,
κι ίσως τα ωραία μαλλιά να ’γιναν γκρίζα,
και των ματιών της ίσως να ’σβησε πια η λάμψη.
Όμως τις ώρες του καλοκαιριού, μες στην ευδία
της νύχτας, που οι σκιές τη μνήμη αναδιφούνε,
τα εικοσπέντε χρόνια της, εντός μου πάλι ζούνε.
*
Επιστροφή (1974)
ΧΑΙΡΕΚΡΑΤΗΣ ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΙΟΣ
Κάθε πρωί σηκώνω αυτή την πλάκα…
Ψάχνω τις ρόδινες φλέβες της,
αγγίζω τον απαλό κυματισμό της…
«Χαιρεκράτης Αντιφώντος Σαλαμίνιος».
Πιο κάτω,
λίγα σπασμένα βάζα,
υδρίες και αμφορίσκοι
κι ασήμαντα ίχνη οστών…
Ύστερα, ο υγρός νότιος άνεμος
να σβουρίζει* τα χώματα
και να σφυρίζει στα κοιλώματα της πέτρας…
Ένα συνηθισμένο φθινοπωρινό πρωινό
στη βυθισμένη μες στην άμμο Σαλαμίνα…
Πέρα, ο ήλιος ανεβαίνει ατάραχος,
κι οι λιγοστοί διαβάτες
πορεύονται ανύποπτοι
στο ερειπωμένο αρχαίο κοιμητήριο,
σηκώνοντας τη μοίρα εκατόν αιώνων…
ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ
Αυτή την κουρασμένη μεταμέλεια
μην την αφήνεις άλλο, αλόγιστα
ν’ αναστατώνει τη μικρή σου ύπαρξη.
Δυνάμωσε τη θαρραλέα σκέψη σου,
και κράτησε ζωηρή την πρώτη ανάμνηση
της τρυφερής αγάπης που δοκίμασες,
και που σε βασανίζει τόσο σήμερα.
Έτσι είναι η ζωή μας: Ευμετάβολη!
Κάποιες στιγμές όμως βαθαίνουν μέσα μας,
χαράζουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους, 1
και μάταια προσπαθούμε να τις σβήσουμε.
ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ
III
Μέσ’ από τις ανταποκρίσεις τού Τύπου
διαβάσαμε τη συμπάθεια των άλλων
για την καταστροφή μας.
Ύστερα σχίσαμε τις εφημερίδες
και τεμαχίστηκε η συμπάθεια.
Ποιος θα πάρει τα ράκη του Ιώβ
να ντύσει την υπομονή μας;
Ποιος θα σαλπίσει τη σάλπιγγα του χρέους
να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς;
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ
Μαριάννα!
Έξω σταμάτησε η βροχή
κι η ευδία άνοιξε τους γαλάζιους ουρανούς
πάνω απ’ την κόκκινη στέγη σου.
Το φεγγάρι κατεβαίνει μ’ ασημένιες κλωστές
στο ανοιχτό παραθύρι σου,
και δυο λαμπρά αστεράκια
αντιφεγγίζουν τη λάμψη τους στα μεγάλα σου μάτια.
Στον κήπο σου φύτρωσαν δυο ανθισμένες λεμονιές
και μια κερασιά αναδεύει τους καρπούς της στα χείλια σου.
Το Φθινόπωρο σού φέρνει καινούρια μηνύματα.
Όμως, μη στέκεις στο κατώφλι της αγωνίας
με τα δυο σου μάτια να κοιτάν ανυπόμονα
την προσδοκία της αυγής.
Κι η μέρα αυτή θα ξημερώσει για σένα,
θα ξημερώσει με χρυσούς ήλιους στα μαλλιά σου,
κι η πλήξη του κατεστημένου
θα φύγει στην άκρη του σύννεφου
που ετοιμάζεται να διαβεί τη γαλάζια θάλασσα.
Είσαι μια ερωτική παρουσία
στον ανθισμένο κάμπο της γνώσης.
Είσαι μια σοφή ανάταση
στον γαλάζιο ουρανό της ελπίδας.
Μαριάννα!
Έξω σταμάτησε η βροχή,
και μόνο τα μάτια σου
στάζουν ψιχαλιστά ακόμη την αγάπη.
Η ΕΥΓΕΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΞΗΡΟΥ
Εν έτει σωτηρίω χίλια τριακόσια πενήντα έξι
απεδήμησεν εις Κύριον, εις ηλικίαν δεκαεπτά ετών,
η ευγενής δέσποινα
Μαρία Μανουήλ Ξηρού.
Οι ευσεβείς γονείς της αφιέρωσαν εις μνήμην της
εικόνισμα του Παντοκράτορος
στον ιερό ναό της Παναγίας Χρυσαλινιώτισσας.
Ενδεδυμένοι την στολήν του κοντοσταύλη
κρατάνε, κάτωθεν του Παντοκράτορος,
το εκπάγλου* καλλονής ομοίωμα της Μαρίας.
Σήμερα, ύστερα από εφτακόσια χρόνια,
ξυπνάει άφθαρτη απ’ τον τάφο η ομορφιά της,
και διαπερνά,
σαν αστραπή σε ώρα καταιγίδας,
τη σκέψη εκείνων που αντικρίζουν, στο σεπτό εικόνισμα,
το νεκρικό, κι όμως αείζωο ομοίωμα της κόρης.
*
Πορεία στο χρόνο, 1991
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Απλώνει η πανσέληνος τ' ασήμι της στη θάλασσα
Στέλλει μαργαριτάρια στους γυμνούς ώμους
και λάμψη αθάνατη
στα μάτια της μικρής αγαπημένης.
Χιλιάδες οστρακόδερμα
βγαίνουνε θαρρετά στο φως
να βάψουνε το κέλυφος τους ασημί,
να θησαυρίσουν στα κογχύλια τους
τον ήχο της εσπέρας.
Ο αέρας σελαγίζει το τρόπαιο της νύχτας,
κι η νοτισμένη σιωπή σκορπά το μύρο της
στους κοιμισμένους κήπους.
Τούτες οι μνήμες με πληγώνουν.
Κι όμως, ποτέ δεν θέλω να μ' αφήσουν.
Κάπου εκεί,
πίσω απ' το σκλαβωμένο Πενταδάχτυλο
είναι δεμένο,
κόμπος αξεδιάλυτος,
το νήμα της ζωής μου.
*
Η Κοιλάδα του ήλιου 1993
Η ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΝΑΥΣ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
Φωνή της θάλασσας,
φωνή του περασμένου καιρού
ακούστηκε.
Καράβι που σε φύλαξε το κύμα
στον κόλπο πολυφίλητου νησιού,
μήνυμα αρχαίο του κόσμου των Κυκλάδων!
Αναδύεται ακόμη άρωμα διονυσιακό
από τους άθικτους κρατήρες τ’ αμπαριού σου,
στα βάθη του ωκεανού.
Οι ναύτες σου, που δεν κοιμήθηκαν
αιώνες τώρα, βγαίνουν τα βράδια
με τ’ άστρα, την πανσέληνο,
και σεργιανάνε στα σοκάκια της Κερύνειας.
Κάθονται κάτω στο λιμάνι,
πίνουν κρασί, μιλάνε Ελληνικά,
γελάνε και αστειεύονται με το φεγγάρι,
σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτε από τότε,
αίμα , φωτιά, μαχαίρι, αφανισμός,
σαν να ‘ναι όλα, όπως ήταν χρόνια πριν, ειρηνικά,
με τους παλιούς Θεούς,
με τον Αρχάγγελο ύστερα ν’ ανοίγει τα φτερά του
χρυσός αετός,
πάνω από τον περίκαλλο ναό,
την Παναγία τη Χρυσοπολίτισσα
να περπατάει με τα γιορτινά της
στους δρόμους του Δεκαπενταύγουστου,
και να ‘ναι όλοι μαζωμένοι, μια αρμαθιά, νεκροί και ζωντανοί.
Πώς έγινε Θεέ μου, αυτό το θαύμα!
Ύμνε Ελληνικέ, γεμάτε φώς,
ντύσου τον ήλιο της Ανατολής,
έλα να διαλύσεις τ’ άγρια σύννεφα,
τη λύτρωση να φέρεις στη μικρή πόλη μας,
και ν’ αποδώσεις λεύτερο στο πέλαγο
το σκλαβωμένο, μες στο κάστρο, αρχαίο καράβι.

Αναδημοσιεύτηκαν απ' το προφίλ του Ανδρέα Καρακόκκινου

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Κυριάκος Ευθυμίου - Ποιήματα

 ΜΝΗΜΗ

Όταν νύχτωνε
και πλέναν οι κοπέλες
τα ντροπαλά τους στήθη,
γνέφαν στο φεγγάρι και του μιλούσανε.
Πέρα, στον κίτρινο κάμπο
το καρπούζι ωρίμαζε σιωπηλά·
συντροφιά με τα ήρεμα όνειρα
που περιμέναν να γίνουν αλήθεια.
*
ΤΟΤΕ
Τότε π' ανάβαμε το άφοβο κερί
να μας κοιτάζει η νύχτα στα μάτια·
και μας ξυπνούσε γάργαρο το γέλιο τ' ουρανού
π' ολονυχτίς ξεφάντωνε με τ' άνθη στην αυλή.
Τότε - για τότε μιλώ-
που λέγαμε καλημέρα
και νιώθαμε τα ψάρια της αυγής
να μπαινοβγαίνουν με χάρη στα δίχτυα.
Τότε που γεννούσαμε ζωή μες στη ζωή
ξέροντας πως κάποτε θα μας σκοτώσει.
*
ΚΑΦΕ ΠΡΟΖΑΚ
Θέλω να λιποθυμήσω μήπως και με προσέξεις
να βρεθώ στο πάτωμα μήπως και με σηκώσεις.
Ας πάμε - σε ικετεύω - κάπου μαζί
να πλαγιάσουμε.
Θα σε φιλώ ώσπου να γαληνέψ' η πνοή σου
και τ' ολόφωτο σώμα σου πάψει να σκιρτά.
Πάμε· να γεννήσουμε νέο καιρό
μέσα στην ξενιτιά του δικού μας.
*
ΛΑΧΤΑΡΙΣΤΑ
Προτού χαράξει το φως
τα ψάρια νιώθουν στο βυθό
τη βάρκα να σιμώνει.
Χρόνια o ίδιος πανικός:
να ζήσουν λίγο ακόμη.
Μ' ένα τσιγάρο νυσταγμένο στα χείλη
και τ' αλμυρά του όνειρα πνιγμένα στη στεριά,
ρίχνει τα δίχτυα απρόθυμα ο ψαράς.
Λίγο μετά, στην αγορά
θα πωληθεί το ψέμα:
Ψάρια, ζωντανά ψάρια
λαχταριστά.
*
ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ
με συγχωρείς
πρέπει να γυρίσω σπίτι
είν' η ώρα που ο πόνος μου
φροντίζει την πληγή του
θέλει να είμαι δίπλα του
δεν εμπιστεύεται άλλον
*
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Ρώτησα αν μπορώ να περάσω για λίγο·
να δώσω ένα φιλί στη Μαρία και να βγω.
Είπαν: εδώ, παιδί μου,
δεν έχει είσοδο, δεν έχει έξοδο
δεν υπάρχει λίγο ούτε αρκετό.
Μα πιο πολύ
- αυτό που δεν έχει -
είναι φιλιά
φιλιά.
Είναι άδικο, σκέφτηκα, να πεθαίνει ο άνθρωπος.
Κυριάκος Ευθυμίου
ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ
Ποιήματα
ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ
2023

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Κυριάκος Χαραλαμπἰδης - Λέβητας

 ΛΕΒΗΤΑΣ


ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΕΒΗΤΑΣ κρύβει τα μάτια σου
και χίλιοι πετεινοί τ’ αυτιά σου.
Δε μιλώ για τους κόρφους σου και τους σταυρούς σου-
τεσσαρακάντουνοι σε δίπλες αφρισμένου νέκταρος.

Τότε ήταν που είδα τη χρυσή λαβή της μέσης σου
αδελφωμένη στο φως με την έννοια του ύπνου.
Είδα κι άλλα πολλά που δε θα ομολογήσω
παρά μονάχα στην έσχατη κρίση.
Εκεί ο βρυγμός των οδόντων,
το καλύτερο θέαμα για τους αργόσχολους.

Αλλά, θεέ μου, αυτός ο λαός
επέδειξε απίστευτη αντοχή στο μαρτύριο και καρτερία
για να δώσει με λόγια του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη
τη σκυτάλη στους όλβιους, αυθεντικούς κερατάδες.

Τώρα τί να σου κάνω και τί να σε ειπώ:
Χαίρετε, Αμμόχωστος, 
Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι,
Σπαθαρικόν, Λευκόνικον, Ακανθού,
Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα,
Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη,
Γαστριά, Βουκολίδα-
λίγα μόνο σημεία της ανατολικής σου παρειάς 
χώρια οι δρυμοί και οι χαράδρες
για να αποφύγουμε τον ίσιο δρόμο που μας πάει σε Μόρφου και Κερύνεια
κι άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα.

Ο σκώληκας που με ταράσσει κυνηγάει το θαύμα
της επίορκης ανάστασης – όχι, μα τον Δία,
δεν πρέπει για την ώρα να υπερβούμε 
τα όριά μας. ενθυμού τις Ερινύες.

Καλύτερα το λέβητα που λέγαμε
στην αρχή του ξορκιού μας
να τον κρύψουμε βάθη μεγάλα σαν τα μάτια σου
και πετεινούς να σφάξουμε για να στεριώσουν
αδελφωμένοι με το φως οι κόρφοι σου.
μαστοί αστραπή στου ξύπνου το ξετύλιγμα.

Άγαλμα τέτοιο πουθενά δεν είδα
μήτε στο δικαστήριο του Θεού να στολίζει
τα δόντια του με νυχτερίδες
στα κρόταλα των ακηδεύτων θαυμαστών του.

Και τόση ώρα που μιλάμε δε σε κέρασα
μήτ’ ένα καφεδάκι, και με συγχωρείς.
Πηγαίνω να σ’ το φέρω, δε θ’ αργήσω.

Και όταν ήρθα τι να δω; Η πόλη βγήκε
σεργιάνι στα βουνά. Ούτε δυό λεπτά
να περιμένει δεν μπορούσε. Της αξίζει αγάπη;

Αύγουστος 1980
Από την ποιητική συλλογή «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Βάκης Λοϊζίδης - Το καφέ σακκάκι

 ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΑΚΑΚΙ


Στο μουντό Λονδίνο

τον έδιωξαν από τη δουλειά

γιατί φορούσε καφέ σακάκι.

Χρώμα αντιεπαγγελματικό

όπως του εξήγησαν

Δείλιασε να τους πει

ότι καφέ είναι οι κορμοί των δέντρων

καφέ είναι και η γη που κατοικούμε

Φόρεσε γκρι κουστούμι κι επέστρεψε

επαγγελματίας στη δουλειά

Στη μέσα τσέπη είχε

τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.


(Κινητά Μνημεία, 2002)

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Η τυραννία των λέξεων

 

Σημείωμα Κ. Χαραλαμπίδη

Το ποίημα είναι γέννημα οργής και πεισματερής απελπισίας (απαισιόδοξης όχι) μπροστά στις δηλώσεις του Βρετανού Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, Λόρδου Σφραγιδοφύλακα Σερ Ίαν Γκίλμουρ.
Οι λεπτομέρειες της παράστασης δίνουν καλύτερα το πλαίσιο: Ο Σερ Ίαν έφτασε στην Κύπρο 19 Απρίλη 1980 "για να δει και να μάθει όπως είπε: "I am just really coming to look and learn" (Αεροδρόμιο Λάρνακας, μόλις πάτησε το πόδι του στο νησί). Οι αθώοι Κυπριώτες προσπαθούν να πείσουν την Εγγυήτρια Δύναμη για τις ευθύνες της - ο ερχομός του Ίαν Γκίλμουρ είναι καλή ευκαιρία. Αυτός πηγαίνει στον ένα και τον άλλο, "βλέπει-μαθαίνει" και στις 22 Απρίλη κάνει τις γνωστές δηλώσεις του.
Φυσικά, αν ήμασταν μεγάλο κράτος, θα κατακεραυνώναμε το Βρετανό. Όταν όμως η Μεγάλη Δύναμη σού έχει το μαχαίρι στο λαιμό, η παραμικρή κίνηση, ακόμα και για άμυνα, μπορεί να αποβεί θανάσιμη για σένα. Βέβαια είναι και το άλλο· αν δεν υπήρχαν στην Κύπρο υπηρέτες πρόθυμοι να ξεπουλήσουν την πατρίδα τους, ασφαλώς ο Σερ Ίαν θα μετρούσε τις λέξεις του. Το πράγμα όζει και οι μύγες το ξέρουνε.
Τότε ήταν που µ' έπιασε ένα σφίξιμο, η οργή και το πείσμα. Να ένα κράτος, έλεγα, που το χτυπούν, το μαγαρίζουν, το ακυρώνουν με αυθάδεια, κι αυτό το καημένο προσέχει ακόμη και τη διαμαρτυρία του. Λαέ μου, τι εποίησαν σοι; Αισθάνομαι το σεντόνι να τυλίγει το σώμα του νησιού μου.
Με απορροφητική αγωνία άρχισα να συλλέγω καθετί που αφορούσε τον Ίαν Γκίλμουρ και τις δηλώσεις του. Ήταν ανάγκη πρώτα να εξευρεθούν οι πόροι του ποιήματος. Πέρασα δυο σκληρές, αβάσταχτες μέρες. Όμως ο Ίαν, ο δικός μου Ίαν, φρικιούσε μέσα μου. Τον είχα παγιδέψει για καλά. Ο πρώτος έφυγε κι έμεινε εδώ για πάντα ο άλλος Ίαν, εκείνος που το θάνατό του έχουμε μεις στην εξουσία μας.
Το ποίημα με βρήκε καταρρακτωδώς, 24 Απρίλη βράδυ. Ήμουνα κι εγώ παγιδευμένος, κλεισμένος μέσα στο ποίημα. Αντιμετριόμουνα με τον Σερ Ίαν, είχαμε παλιούς λογαριασμούς, εκείνος σαν πατρόνα της πολιτικής, εγώ σαν ποιητής θυρεός. Είχα διαλέξει τα όπλα μου, το χώρο και το χρόνο, τη δύναμη των λέξεων.

Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Γ' 82, 4

I have already said that there is too much tyranny of words on this island. It depends quite plainly: the Turkish army arrived in Cyprus. "Invasion" means different things to different people.

Sir Ian Gilmour


Τρέχουν τα σύννεφα βροχή στην άσπρη χούφτα μου

που μελανιάζει από το πείσμα και το χιόνι.

Λαγός προβάλλει από τα σκίνα και καμώνεται

πως παρακολουθεί το μαρουλόφυλλο.

Ξάφνου μας κλέβει την παράσταση και χάνεται

μες στην καρδιά μου τη γεμάτη με χταπόδια.

Βρωμοκοπούν ταμπάκο τα πλεμόνια του.

Λαγός σταλμένος σ' ελικοπτέρου φτερά.

Στη μία και δεκαπέντε αφίχθηκε στη Λάρνακα.

«Ήρθε να δει» χαμογελώντας ανοιχτά

ενώ στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του

η στρίγκλα φώλιαζε τετράγωνη πατρόνα.

Ήρθε να δει. Ανοίγουνε γαρούφαλα,

πατάει τη μουσική, μες στο χυτήριο μπαίνει

των λέξεων με λαβίδα και... α, διάβολε!

πριν ακόμα το γεύμα τελειώσει,

σερβιριστούν ποτά και δώσουμε τα χέρια,

νίβει τα χέρια του ο παράνομος Ιάνος –

από ποια μάνα γεννημένος, ποια του σίδερου γυναίκα

βασιλικά τον έντυσε, μας τον απέδωσε σαν φίλο

για τα λινά παλιοπροβλήματά μας.


Ο κάλος στο ποδάρι του υποχώρησε

καθώς μας πάτησε γερά κρυφογελώντας.

Είχα κι εγώ πιστέψει στο χαμόγελο

πριν έξι χρόνια, δεκατέσσερις Ιουλίου.

Άρκεσε η μέρα για να φτάσει η νύχτα

και πέντε νύχτες για να μπούμε στο εικοστό σκοτάδι.

Καράβια που έσερναν τη μπότα του κινδύνου

χαμήλωναν τ' αυτιά τους κι εμετούσαν.

Κουρσάροι που έμελλε να γίνουν κηπουροί

μπαίναν στου Μόρφου, κλέβαν απ'τη Λάπηθο λεμόνια.


Περιβολάρηδες στης Αμμοχώστου τα πεζούλια

πουλούν πραμάτεια ξένη, αγκαθερή.

Έξι χιλιάδες ανιστόρητοι νεκροί

λιπαίνουν τα χωράφια μας επίμονα καλώντας

τη Δικαιοσύνη, αν έτσι λέγεται, κι αν είναι

πράγμα υπαρκτό στον κόμπο της ελπίδας,

της αναφαίρετης αφέλειας και της μνήμης.



Αλλά ο Σερ Ίαν κάτι τέτοια δεν τα χάφτει,

έχει διαβάσει Θουκυδίδη και Πλαταιείς

είναι γενναίο παιδί των Κολλεγίων,

από τον κόσμο των Ελλήνων παραδέχεται

τ' αρχαία Ελληνικά σαν σπόνδυλο της Δύσης.


Μπροστά σ' αυτά υποκλίνεται·

το Κούριο κι ο Απόλλων

καλομονταρισμένοι στη Βάση Επισκοπής

στη Βάση Δεκελείας (άλλη αρχαία λέξη)

τα κύματα επιλέγονται της ιστορίας.


Έτσι θα πει χωρίς περιστροφές

πως είστε μούλοι, ω Κύπριοι,

πως αν θελήσετε να ζήσετε στο χώρο

που κατά τύχην βρίσκεστε, να λογαριάσετε

πως πρέπει να χωρέσετε σ' ένα κιβώτιο.

Έχουν αυτοί κλειδί και μεις τα κόκαλα,

έχουν τα θάρρητά τους στα παχύρευστα όπλα,

τα κράνη, τις μπογιές, τις αλυσίδες,

τον εκκωφαντικό κρότο καυσίμων

και πιθανόν, αν αληθεύουν οι πηγές μας,

σε ηλεκτρονικά ολισθήματα κανόνων.


Το είπε καθαρά για το καλό μας:

Η βία δεν ξέρει να γεννάει το ψέμα,

ότι από κείνο γεννημένη οφείλει να είναι φιλαλήθης.

Ήταν σαφής και σύντομος σαν που ταιριάζει

σ' άγγελο του θανάτου με τα σύμβολα της νίκης.

Θέλετε φαγητό; Κοπιάστε πρώτα

να συζητήσουμε τους όρους του χωνέματος

Μην προκαλείτε, διάβολε, το φύλακα άγγελό σας·

η Εγγυήτρια Δύναμη θυμώνει αν τη ζορίσεις.


Σας δέσαμε πιστάγκωνα μιαν αυγινήν ημέρα

και τη μαχαίρα δώσαμε σε κείνον

που θα σας μάθει να γερνάτε στην υποταγή.

Μιλάτε για εισβολή και μου πετάτε λέξεις.

Από το πέτο πιάνω εγώ την αβασανισιά σας,

τα χείλη σας τραντάζονται ξετείχιστα, στακάτα.

[...]

Τώρα θα φύγω για δουλειά, δεν ήρθα για να επέμβω.

Αν ήθελαν μας ζητηθούν καλές υπηρεσίες

τις θέτουμε στη διάθεση των δυο σας κομματιών.

Είναι το κόκαλο άτιμο, δεν κόβεται όπως πρέπει,

αλλά ο μπαλτάς ενδέχεται να φτάσει το ταχύ.



Ψήσιμο εύχομαι λοιπόν καλό –ήλιο που έχετε!

Τον θηλυκώνω στο πορτοφολάκι μου, μ' εσπέρια φρούτα,

Κρασί αβασίλευτο, χρυσά νομίσματα και τερακότες.

Είπε, και δίνει μια στον αρχηγό του Κράτους

κι ανέβηκε ψηλά σαν ελατήριο Άγγλος–

ελεύθερο πουλί σημαίνει αυτή η λέξη·

Άγγλος από το άγγελος, το κατά συγκοπήν

που λένε οι ετοιμόλογοι της ετυμολογίας.


Σ'ένα παιχνίδι λέξεων μα και πολιτικής

άλλος ταιριάζει να τραβάει κουπί, άλλος τη βάρκα

να κάνει και τα κύματα κι άλλος τον ήλιο.

Αυτός εδώ ο σπληνέμπορας από την Ιγγλετέρα

ζώνει με φόβο τη οπλειά και τα φωτιστικά της.

Γεννήθηκε φτωχός, φτωχός θα παραμείνει.

Δε φταίει πολύ θαρρώ, άλλοι τον πλάσαν έτσι.

Μπορεί κι ο Πλάστης μου και θεός να φρόντισε γι' αυτό.


Οικονομία του Κόσμου, Θεία Δικαιοσύνη.


(Κ. Χαραλαμπίδης,Ο κύκλος 5, Σεπτ.- Οκτ. 1980, σ. 155-7)

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Κώστας Μόντης - Γράμμα στη Μητέρα [Ι]


Δεν κατοικούσαμε τα σπίτια, μητέρα,
μας κατοικούσαν,
δεν κατοικούσαμε τα χρόνια, μητέρα,
μας κατοικούσαν,
μας κρατούσαν οι πέννες κ' έγραφαν,
μας αναπετούσαν οι σημαίες στις εξάρσεις τους,
μας εγκολπωνόντουσαν οι βροχές στις καθιζήσεις τους
μας συνωμοτούσαν τα όνειρα
μας επεξεργαζόντουσαν οι περιστροφές,
μας επιτελούσαν οι συμπτώσεις..
Ειν' απίστευτο πως μια σταγόνα αίμα
μπορεί ν´αλλάξη το χρώμα τ' ουρανού, μητέρα,
ειν' απίστευτο πως μια σταγόνα αίμα
μπορεί ν' ακυρώση το χρώμα της θάλασσας,
ειν' απίστευτο πως μια σταγόνα άνεμος
μπορεί ν' αποσείση.
Μητέρα, ο δρόμος μας οδηγούσε στο δρόμο
και δεν υπήρχε δέντρο να τον δέσουμε
και δεν υπήρχε όνομα να τον κατοικήσουμε.
Τι παράδειγμα πια θα δίναμε στον Θεό;
Ύστερα κάποιος διέσχιζε τον άνεμο,
ύστερα κάποιος διέσχιζε τις κραυγές
ύστερα κάποιος διέσχιζε τα υποκοριστικά.
Ύστερα κάποιος άνοιγε κι έβγαινε στους δρόμους σ'επήκοο,
Ύστερα κάποιος άνοιγε κι έβγαινε στους δρόμους σε κοινή θέα,
με διερρηγμένα τα ιμάτια,
μ' ένα θώρακα διάτρητο από παραστάσεις,
με την καρδιά να ελίσσεται μεσ' απ' τις στάθμες,
με το αίμα να ελίσσεται μες απ' τα κάγκελλα.
Αλήθεια δεν βλέπαμε, μητέρα,
πως μας απέρριπτε ο ουρανός,
δεν βλέπαμε πως γύριζαν πίσω ανάνοιχτες οι προσευχές μας,
πως επιστρεφόντουσαν απαράδεχτες;
Τι ήταν αυτό, μητέρα;
Μητέρα, σου λέω πως όπου νάναι θ' αρχίσουν
να μαζεύουν τους ανθρώπους απ' τους δρόμους,
όπου νάναι θ' αρχίσουν να τους αποσύρουν,
Θ' αποσύρουν το πείραμα, μητέρα,
θα διακόψουν τις δοκιμές,
δεν γίνεται.

Πηγή: https://www.facebook.com/robinet.cleopatre/posts/pfbid02xFZKqmYgVQMZZrnhpx6cq8k2h6WuV3JBBPsxMmc4qsszYru81aqFxCQkwqmtohmXl

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Μιχάλης Πιερής - Πριν έρθεις είδα όνειρο

 

Πριν έρθεις είδα όνειρο και στ’ όνειρο

γκρεμό και ξάφνου θάλασσα, ζεστό νερό

μας δέχτηκε πηχτό σαν να ’τανε γυαλί

γαλάτου πριν κοπεί, κρυστάλλινο

τι θάλασσα είναι αυτή μουρμούρισες

δεν είναι θάλασσα σου είπα είναι ταξίδι

στ’ όνειρο, δεν βλέπεις που όλα γίνονται

σαν να ’ναι η γη καινούρια, σαν κάθε τι

να πλάθεται για τούτη τη στιγμή

και τι θα γίνει αύριο μη ρωτήσεις

γιατί θα βγεις απ’ τ’ όνειρο

και θα ’σαι πάλι στο θνητό καιρό

κρατήσου δίπλα μου γερά, κρατήσου

σου ψιθύρισα φιλώντας το λαιμό σου

και τότε έγινες πουλί και πέταξες

και τότε πέταξες στον ουρανό

φύλλα φτερά και χνούδι έγινες

λέξεις λεξούλες συλλαβές και δάκρυα

της νοσταλγίας, δάκρυα πολλά

με βρέξανε την ώρα που χανόσουν...


Νέκυιες, αποδημίες, επιφάνειες


Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Φοίβος Σταυρίδης - Ποιήματα

 Ποίημα είναι το κενό 

πέρα από την τελεία

της τελευταίας προτάσεως


τα περιθώρια,

ότι χωρίζει τον

ένα στίχο από τον άλλο

πάρτε τα για προδιάθεση


ο ποιητής θαρχίσει να μιλά

ύστερα από την τελευταία τελεία.


Ποιήματα, 1972

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Βάκης Λοϊζίδης - Χαρταετός



Τις πρώτες ύλες

από τον καλαμιώνα θ' αποκόψω.

Με ζυμάρι θα κολλήσω το χαρτί.

Τον σπάγκο με προσοχή θα δέσω.


Κι όταν θα φθάσω στην ουρά

την έπαρσή μου θα υποτάξω

μη με προδώσει

κι ένα καλώδιο ηλεκτροφόρο

ξεσκίσει τ' όνειρό μου.


Βάκης Λοϊζίδης, Σε ώρα αιχμής, 2005

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Κώστας Μόντης - Ποιήματα

 [άτιτλο]

Εκείνο το κύμα που εξόκειλε
για να φιλήση τα πόδια της,
εκείνο το κύμα που εγκατέλειψε τη θάλασσα
για να φιλήση τα πόδια της,
εκείνοι οι αφροί που δεν επανήλθαν, 
εκείνοι οι αφροί που παρέμειναν στα πόδια της!

[άτιτλο]

Δεν υπάρχουν πεζοδρόμια στη ζωή,
δεν υπάρχουν φώτα τροχαίας
και «διαβάσεις πεζών»
Προσέχετε.

[άτιτλο]

Όχι τους καθρέφτες,
τις φωτογραφίες να κυττάζετε
που δεν εξελίσσονται
που δεν ενδιαφέρονται τι θα επακολουθήση.

Στιγμές
Ακούμε συχνά
για το κατά κεφαλήν εισόδημα κάθε χώρας
μα δεν ακούσαμε ποτέ για καμμιά χώρα
ποια είναι η κατά κεφαλήν ευτυχία της. 


Χωρίς ανάπαυση

Δεν ξέρω πως έγινε
και περιπλεχτήκαμε τόσο πολύ
με τόσες σκέψεις κ’ έγνοιες και προβλήματα
που να μη μπορούμε πια
να πάρουμε ένα σπόγγο
και να τα σβήσουμε λίγη ώρα
απ’ τον πίνακα του κουρασμένου μας μυαλού.
Δεν ξέρω πως αυτό το μυαλό
δεν έχει πια πόδια ν’ απλώσει στην ανάπαυση,
δεν έχει στενά παπούτσια να πετάξη
μ’ ανακούφιση το βράδυ μακρυά,
δεν έχει βλέφαρα να κλείσουν τα μάτια του,
δεν έχει στόμα για χασμουρητό.
Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο
το κρατάν άγρυπνο και τ’ ανακρίνουν οι αστυνομικοί
με το ηλεχτρικό φανάρι καρφωμένο στο πρόσωπό του.
Όλα μπορούν να υπάρξουν,
η θάλασσα μπορεί να υπάρξη
κι όμως εμείς δεν μπορούμε
να καθήσουμε στο βράχο
και να την κυτάξουμε σαν πριν
πλατειά, χωρίς αιχμή, χωρίς σκέψη.
Όλα μπορούν να υπάρξουν
κι όμως εμείς δε μπορούμε πια να συγκεντρωθούμε
σε μια κάποια μικρούλα, νοσταλγημένη ανάπαυση.

Μικρή ανθολόγηση από την ποίησή του, Λευκωσία 2003.



ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
«Μ’ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ» (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)

Όμως εμείς που δεν είμαστε «μ’ ειδικές ανάγκες»
δεν μπορέσαμε ποτέ να χαμογελάσουμε χαμόγελο
σαν το χαμόγελό τους.


Πηγή: Μικρή ανθολόγηση από την ποίησή του,
Τυπογραφείο: Στέλιου Λειβαδιώτη- Λευκωσία 2003


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Ηλίας Κωνσταντίνου - Ποιήματα


Ερωτικό Ημερολόγιο

Στον Δήμο που φεύγει

Αφήνω σε

στα φιλιά μου, φίλε μου

σ’ ένα στρώμα διπλό

στα φιλιά μου φίλε μου

— για να ρίξω τα μαλλιά μου

στην άκρη του κόσμου.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου

κοιτάζω σταθερά

τον γαλανό αφαλό, του κορμιού σου

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου

ακολουθείς, μορφασμούς ηδονής

στου λαιμού μου την κίνηση.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου

σκεπάζει το καυλωμένο σου βυζί

το ξυρισμένο μου μάγουλο.

Έτσι πλασμένοι

κι οι δυο σκεπασμένοι

τέλεια ίδιοι - πάντα αντίθετοι

μες σ’ τούντην ασφάλεια

αφήνω σε φίλε μου

για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα

γλείφω πολλά — αναπνέω απαλά

στα ανοιχτά σου τα βλέφαρα.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα

γεμώνεις μου τα δάχτυλα χύματα.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα

πίνεις τα δικά μου

Στου αφαλού μου το κύπελο.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου

στην άκρη του κόσμου

επιστρέφω

για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σώμα σου

στη στρογγυλή άκρη του κόσμου

στο επάπειρο σήμερα


(Αμήχανη) βοήθεια
 

Τζαι μόλις εύρεις, γιε μου, δουλειάν

θα βάλω κάτω

προκαταβολήν

για να αγοράσεις αυτοκίνητον.


Ξανά βάρκα λάμπουσα
 

Δεν έχω χρόνο να γινώ ούτε και ν' αγαπήσω

άλλα φωνάζουν αιώνια άλλα στιγμές σπασμένες

κι εγώ κοιτάζω τη μορφή που μ' έχει παγιδέψει

και τη μορφή που ετρύπωσε στο αίμα μου σκληρή.

Δεν εχω χάδι δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα φιλιά μου

ανήδονα τα όργανα και η νύχτα με πονεί

αλλάζω σχήμα δαίμονας και το πρωί πλυμένος

σκεπάζω την καρναβαλιά μες στα κουφά σεντόνια

κραυγές σκουπίζω ολημερίς μες στο χρηματιστήριο

μια δούλα είμαι κι απορώ γιατί δεν βάλλω πόμπες

να πάει και το παλιάμπελο να σκάσουν οι αθώοι

που νύχτα μέρα ακολουθούν χωρίς να διαδηλώνουν

σεντόνια που έστρωσαν κουφά γεμάτο μαξιλάρι

και δεν μπορώ να κινηθώ βαρύτητα της γης μου

το σάπιο μήλο δέσποινα και το βυζί αγγούρι

ανώριμο το μέλλον μου όψιμο το κενό μου

η γη κρατά τα μύρια δάχτυλα που έμπηξαν

το θράσος μες στους θησαυρούς σκέψη χωματερής

το χώμα ξανασκέφτεται και λέει θα τους κλάσω

άλογα δηλητήρια που μ’ έχουν κατεβάσει

στη ράβδο της υπαπαντής νεκρό παιδί βαφτίζω

δίχως ελπίδα να σταθώ αγάπη να γαμήσω

μπαίνω σαν ταύρος άγριος πολύχρωμα τσαντίρια

έξω απ’ τον οίκο του πατρός τον κήπο της μητρός μου

να πάτε στην ακρογιαλιά άγονα να θωρείτε

τον άι γιαλό που εμούχλιασε μες στη μεγάλη λύπη

ούτε καράβι έρχεται ούτε τρελή Αφροδίτη

και φρένο βάζω και χτυπώ και βλέπω το κορμί μου

να πέφτει στην οικοδομή να κτίζεται στο δώμα

να μένουν όλα ατέλειωτα σε παιδικό κουτί

και καρτερώ σε ανύπαρκτα να παίξουμε το ψέμα

που δεν μπορεί να πάει ψηλά αν δεν στερεωθεί

και λαχταρώ να σε βαστώ σαν άνοιξη που λιώνει

τον παγωμένο θάνατο να στάξει στο χαρτί

και με σφραγίδα ορκωτή να σε ξαναγαπήσω.

Οικογενειακές υποχρεώσεις ― Προσευχή

Φίλα με πατέρα με τα πολύγλωσσα σου χείλη

Χαΐδεψε τα νύχια του νεκρού

που φωλιάζω στον λαιμό.

Πάρε με στο υψωμένο σου κρεβάτι

για να γευτώ τη σοφία σου.

Σκύψε πάνω στο τρυπημένο μου κορμί

για να τραφεί με το σάλιο σου.

Γλείψε τα γραμμένα μου δάχτυλα

να ισορροπήσει το βλέμμα μου.

Άφησέ με να σε αντικρίσω

κλείνοντάς σου το μάτι.

Φίλα με πατέρα. Φίλα με με τα σαραντάνοιχτα χείλη σου

Στάθου πατέρα ― στάθου πάνω στην ερπετή μου τη γλώσσα

ύστερα χόρεψε -― στην αλαφράδα του καπνού.

Άστραψε τη λέξη μου μέσα σου

ύστερα χόρεψε — στην αλαφραδα του καπνού.

Δεξου πατέρα το νιώθω μου

μάθε με ώς το τελευταίο κινούμενο κόκαλο

είμαι ο σπόρος σου, η σκέψη σου

μεγαλώνω και φεύγω σου 

σαν το αίμα που φεύγει από την πέτρα.

 



Γενέθλια

Είμαι σιωπηλός εγώ σαν την γη.

Οι λέξεις έν’ όπλα φονικά λέω τες, να φύουσιν.

Είμαι μούρμουρος εγώ σαν το νερό.

Οι λέξεις έν’ ζώνες ζωντανές

ό,τι λέω τυλίομαι το.   

 

Ό,τι λέω γίνομαι.

Οι λέξεις έν’ μείγμα μαγικό

περνούν, βρίσκουν την σκέψη σου, χτίζουν

μες στον αέρα.  

Ό,τι λέω σιωπά.

Οι λεξεις — μια συνεχής ανάληψη

μαύρες αχτίνες, να δώκουν το φως στον ήλιο.


Πηγή: https://www.lifo.gr/blogs/imerologio/ilias-konstantinoy-enas-spoydaios-ki-agnostos-kyprios-queer-poiitis-nekros-sta-37