Σπουδές (1951)
Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025
Νίκος Κρανιδιώτης - Ποιήματα
Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025
Κυριάκος Ευθυμίου - Ποιήματα
ΜΝΗΜΗ
Σάββατο 7 Ιουνίου 2025
Κυριάκος Χαραλαμπἰδης - Λέβητας
ΛΕΒΗΤΑΣ
Κυριακή 25 Μαΐου 2025
Βάκης Λοϊζίδης - Το καφέ σακκάκι
ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΑΚΑΚΙ
Στο μουντό Λονδίνο
τον έδιωξαν από τη δουλειά
γιατί φορούσε καφέ σακάκι.
Χρώμα αντιεπαγγελματικό
όπως του εξήγησαν
Δείλιασε να τους πει
ότι καφέ είναι οι κορμοί των δέντρων
καφέ είναι και η γη που κατοικούμε
Φόρεσε γκρι κουστούμι κι επέστρεψε
επαγγελματίας στη δουλειά
Στη μέσα τσέπη είχε
τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.
(Κινητά Μνημεία, 2002)
Δευτέρα 19 Μαΐου 2025
Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Η τυραννία των λέξεων
Σημείωμα Κ. Χαραλαμπίδη
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Γ' 82, 4
I have already said that there is too much tyranny of words on this island. It depends quite plainly: the Turkish army arrived in Cyprus. "Invasion" means different things to different people.
Sir Ian Gilmour
Τρέχουν τα σύννεφα βροχή στην άσπρη χούφτα μου
που μελανιάζει από το πείσμα και το χιόνι.
Λαγός προβάλλει από τα σκίνα και καμώνεται
πως παρακολουθεί το μαρουλόφυλλο.
Ξάφνου μας κλέβει την παράσταση και χάνεται
μες στην καρδιά μου τη γεμάτη με χταπόδια.
Βρωμοκοπούν ταμπάκο τα πλεμόνια του.
Λαγός σταλμένος σ' ελικοπτέρου φτερά.
Στη μία και δεκαπέντε αφίχθηκε στη Λάρνακα.
«Ήρθε να δει» χαμογελώντας ανοιχτά
ενώ στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του
η στρίγκλα φώλιαζε τετράγωνη πατρόνα.
Ήρθε να δει. Ανοίγουνε γαρούφαλα,
πατάει τη μουσική, μες στο χυτήριο μπαίνει
των λέξεων με λαβίδα και... α, διάβολε!
πριν ακόμα το γεύμα τελειώσει,
σερβιριστούν ποτά και δώσουμε τα χέρια,
νίβει τα χέρια του ο παράνομος Ιάνος –
από ποια μάνα γεννημένος, ποια του σίδερου γυναίκα
βασιλικά τον έντυσε, μας τον απέδωσε σαν φίλο
για τα λινά παλιοπροβλήματά μας.
Ο κάλος στο ποδάρι του υποχώρησε
καθώς μας πάτησε γερά κρυφογελώντας.
Είχα κι εγώ πιστέψει στο χαμόγελο
πριν έξι χρόνια, δεκατέσσερις Ιουλίου.
Άρκεσε η μέρα για να φτάσει η νύχτα
και πέντε νύχτες για να μπούμε στο εικοστό σκοτάδι.
Καράβια που έσερναν τη μπότα του κινδύνου
χαμήλωναν τ' αυτιά τους κι εμετούσαν.
Κουρσάροι που έμελλε να γίνουν κηπουροί
μπαίναν στου Μόρφου, κλέβαν απ'τη Λάπηθο λεμόνια.
Περιβολάρηδες στης Αμμοχώστου τα πεζούλια
πουλούν πραμάτεια ξένη, αγκαθερή.
Έξι χιλιάδες ανιστόρητοι νεκροί
λιπαίνουν τα χωράφια μας επίμονα καλώντας
τη Δικαιοσύνη, αν έτσι λέγεται, κι αν είναι
πράγμα υπαρκτό στον κόμπο της ελπίδας,
της αναφαίρετης αφέλειας και της μνήμης.
Αλλά ο Σερ Ίαν κάτι τέτοια δεν τα χάφτει,
έχει διαβάσει Θουκυδίδη και Πλαταιείς
είναι γενναίο παιδί των Κολλεγίων,
από τον κόσμο των Ελλήνων παραδέχεται
τ' αρχαία Ελληνικά σαν σπόνδυλο της Δύσης.
Μπροστά σ' αυτά υποκλίνεται·
το Κούριο κι ο Απόλλων
καλομονταρισμένοι στη Βάση Επισκοπής
στη Βάση Δεκελείας (άλλη αρχαία λέξη)
τα κύματα επιλέγονται της ιστορίας.
Έτσι θα πει χωρίς περιστροφές
πως είστε μούλοι, ω Κύπριοι,
πως αν θελήσετε να ζήσετε στο χώρο
που κατά τύχην βρίσκεστε, να λογαριάσετε
πως πρέπει να χωρέσετε σ' ένα κιβώτιο.
Έχουν αυτοί κλειδί και μεις τα κόκαλα,
έχουν τα θάρρητά τους στα παχύρευστα όπλα,
τα κράνη, τις μπογιές, τις αλυσίδες,
τον εκκωφαντικό κρότο καυσίμων
και πιθανόν, αν αληθεύουν οι πηγές μας,
σε ηλεκτρονικά ολισθήματα κανόνων.
Το είπε καθαρά για το καλό μας:
Η βία δεν ξέρει να γεννάει το ψέμα,
ότι από κείνο γεννημένη οφείλει να είναι φιλαλήθης.
Ήταν σαφής και σύντομος σαν που ταιριάζει
σ' άγγελο του θανάτου με τα σύμβολα της νίκης.
Θέλετε φαγητό; Κοπιάστε πρώτα
να συζητήσουμε τους όρους του χωνέματος
Μην προκαλείτε, διάβολε, το φύλακα άγγελό σας·
η Εγγυήτρια Δύναμη θυμώνει αν τη ζορίσεις.
Σας δέσαμε πιστάγκωνα μιαν αυγινήν ημέρα
και τη μαχαίρα δώσαμε σε κείνον
που θα σας μάθει να γερνάτε στην υποταγή.
Μιλάτε για εισβολή και μου πετάτε λέξεις.
Από το πέτο πιάνω εγώ την αβασανισιά σας,
τα χείλη σας τραντάζονται ξετείχιστα, στακάτα.
[...]
Τώρα θα φύγω για δουλειά, δεν ήρθα για να επέμβω.
Αν ήθελαν μας ζητηθούν καλές υπηρεσίες
τις θέτουμε στη διάθεση των δυο σας κομματιών.
Είναι το κόκαλο άτιμο, δεν κόβεται όπως πρέπει,
αλλά ο μπαλτάς ενδέχεται να φτάσει το ταχύ.
Ψήσιμο εύχομαι λοιπόν καλό –ήλιο που έχετε!
Τον θηλυκώνω στο πορτοφολάκι μου, μ' εσπέρια φρούτα,
Κρασί αβασίλευτο, χρυσά νομίσματα και τερακότες.
Είπε, και δίνει μια στον αρχηγό του Κράτους
κι ανέβηκε ψηλά σαν ελατήριο Άγγλος–
ελεύθερο πουλί σημαίνει αυτή η λέξη·
Άγγλος από το άγγελος, το κατά συγκοπήν
που λένε οι ετοιμόλογοι της ετυμολογίας.
Σ'ένα παιχνίδι λέξεων μα και πολιτικής
άλλος ταιριάζει να τραβάει κουπί, άλλος τη βάρκα
να κάνει και τα κύματα κι άλλος τον ήλιο.
Αυτός εδώ ο σπληνέμπορας από την Ιγγλετέρα
ζώνει με φόβο τη οπλειά και τα φωτιστικά της.
Γεννήθηκε φτωχός, φτωχός θα παραμείνει.
Δε φταίει πολύ θαρρώ, άλλοι τον πλάσαν έτσι.
Μπορεί κι ο Πλάστης μου και θεός να φρόντισε γι' αυτό.
Οικονομία του Κόσμου, Θεία Δικαιοσύνη.
(Κ. Χαραλαμπίδης,Ο κύκλος 5, Σεπτ.- Οκτ. 1980, σ. 155-7)
Δευτέρα 28 Απριλίου 2025
Κώστας Μόντης - Γράμμα στη Μητέρα [Ι]
Τρίτη 8 Απριλίου 2025
Μιχάλης Πιερής - Πριν έρθεις είδα όνειρο
Πριν έρθεις είδα όνειρο και στ’ όνειρο
γκρεμό και ξάφνου θάλασσα, ζεστό νερό
μας δέχτηκε πηχτό σαν να ’τανε γυαλί
γαλάτου πριν κοπεί, κρυστάλλινο
τι θάλασσα είναι αυτή μουρμούρισες
δεν είναι θάλασσα σου είπα είναι ταξίδι
στ’ όνειρο, δεν βλέπεις που όλα γίνονται
σαν να ’ναι η γη καινούρια, σαν κάθε τι
να πλάθεται για τούτη τη στιγμή
και τι θα γίνει αύριο μη ρωτήσεις
γιατί θα βγεις απ’ τ’ όνειρο
και θα ’σαι πάλι στο θνητό καιρό
κρατήσου δίπλα μου γερά, κρατήσου
σου ψιθύρισα φιλώντας το λαιμό σου
και τότε έγινες πουλί και πέταξες
και τότε πέταξες στον ουρανό
φύλλα φτερά και χνούδι έγινες
λέξεις λεξούλες συλλαβές και δάκρυα
της νοσταλγίας, δάκρυα πολλά
με βρέξανε την ώρα που χανόσουν...
Νέκυιες, αποδημίες, επιφάνειες
Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025
Φοίβος Σταυρίδης - Ποιήματα
Ποίημα είναι το κενό
πέρα από την τελεία
της τελευταίας προτάσεως
τα περιθώρια,
ότι χωρίζει τον
ένα στίχο από τον άλλο
πάρτε τα για προδιάθεση
ο ποιητής θαρχίσει να μιλά
ύστερα από την τελευταία τελεία.
Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025
Βάκης Λοϊζίδης - Χαρταετός
Τις πρώτες ύλες
από τον καλαμιώνα θ' αποκόψω.
Με ζυμάρι θα κολλήσω το χαρτί.
Τον σπάγκο με προσοχή θα δέσω.
Κι όταν θα φθάσω στην ουρά
την έπαρσή μου θα υποτάξω
μη με προδώσει
κι ένα καλώδιο ηλεκτροφόρο
ξεσκίσει τ' όνειρό μου.
Βάκης Λοϊζίδης, Σε ώρα αιχμής, 2005
Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025
Κώστας Μόντης - Ποιήματα
για να φιλήση τα πόδια της,
εκείνο το κύμα που εγκατέλειψε τη θάλασσα
για να φιλήση τα πόδια της,
ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
«Μ’ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ» (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)
Όμως εμείς που δεν είμαστε «μ’ ειδικές ανάγκες»
δεν μπορέσαμε ποτέ να χαμογελάσουμε χαμόγελο
σαν το χαμόγελό τους.
Πηγή: Μικρή ανθολόγηση από την ποίησή του,
Τυπογραφείο: Στέλιου Λειβαδιώτη- Λευκωσία 2003
Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025
Ηλίας Κωνσταντίνου - Ποιήματα
Ερωτικό Ημερολόγιο
Στον Δήμο που φεύγει
Αφήνω σε
στα φιλιά μου, φίλε μου
σ’ ένα στρώμα διπλό
στα φιλιά μου φίλε μου
— για να ρίξω τα μαλλιά μου
στην άκρη του κόσμου.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
κοιτάζω σταθερά
τον γαλανό αφαλό, του κορμιού σου
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
ακολουθείς, μορφασμούς ηδονής
στου λαιμού μου την κίνηση.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
σκεπάζει το καυλωμένο σου βυζί
το ξυρισμένο μου μάγουλο.
Έτσι πλασμένοι
κι οι δυο σκεπασμένοι
τέλεια ίδιοι - πάντα αντίθετοι
μες σ’ τούντην ασφάλεια
αφήνω σε φίλε μου
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γλείφω πολλά — αναπνέω απαλά
στα ανοιχτά σου τα βλέφαρα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γεμώνεις μου τα δάχτυλα χύματα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
πίνεις τα δικά μου
Στου αφαλού μου το κύπελο.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου
στην άκρη του κόσμου
επιστρέφω
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σώμα σου
στη στρογγυλή άκρη του κόσμου
στο επάπειρο σήμερα
(Αμήχανη) βοήθεια
Τζαι μόλις εύρεις, γιε μου, δουλειάν
θα βάλω κάτω
προκαταβολήν
για να αγοράσεις αυτοκίνητον.
Ξανά βάρκα λάμπουσα
Δεν έχω χρόνο να γινώ ούτε και ν' αγαπήσω
άλλα φωνάζουν αιώνια άλλα στιγμές σπασμένες
κι εγώ κοιτάζω τη μορφή που μ' έχει παγιδέψει
και τη μορφή που ετρύπωσε στο αίμα μου σκληρή.
Δεν εχω χάδι δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα φιλιά μου
ανήδονα τα όργανα και η νύχτα με πονεί
αλλάζω σχήμα δαίμονας και το πρωί πλυμένος
σκεπάζω την καρναβαλιά μες στα κουφά σεντόνια
κραυγές σκουπίζω ολημερίς μες στο χρηματιστήριο
μια δούλα είμαι κι απορώ γιατί δεν βάλλω πόμπες
να πάει και το παλιάμπελο να σκάσουν οι αθώοι
που νύχτα μέρα ακολουθούν χωρίς να διαδηλώνουν
σεντόνια που έστρωσαν κουφά γεμάτο μαξιλάρι
και δεν μπορώ να κινηθώ βαρύτητα της γης μου
το σάπιο μήλο δέσποινα και το βυζί αγγούρι
ανώριμο το μέλλον μου όψιμο το κενό μου
η γη κρατά τα μύρια δάχτυλα που έμπηξαν
το θράσος μες στους θησαυρούς σκέψη χωματερής
το χώμα ξανασκέφτεται και λέει θα τους κλάσω
άλογα δηλητήρια που μ’ έχουν κατεβάσει
στη ράβδο της υπαπαντής νεκρό παιδί βαφτίζω
δίχως ελπίδα να σταθώ αγάπη να γαμήσω
μπαίνω σαν ταύρος άγριος πολύχρωμα τσαντίρια
έξω απ’ τον οίκο του πατρός τον κήπο της μητρός μου
να πάτε στην ακρογιαλιά άγονα να θωρείτε
τον άι γιαλό που εμούχλιασε μες στη μεγάλη λύπη
ούτε καράβι έρχεται ούτε τρελή Αφροδίτη
και φρένο βάζω και χτυπώ και βλέπω το κορμί μου
να πέφτει στην οικοδομή να κτίζεται στο δώμα
να μένουν όλα ατέλειωτα σε παιδικό κουτί
και καρτερώ σε ανύπαρκτα να παίξουμε το ψέμα
που δεν μπορεί να πάει ψηλά αν δεν στερεωθεί
και λαχταρώ να σε βαστώ σαν άνοιξη που λιώνει
τον παγωμένο θάνατο να στάξει στο χαρτί
και με σφραγίδα ορκωτή να σε ξαναγαπήσω.
Οικογενειακές υποχρεώσεις ― Προσευχή
Φίλα με πατέρα με τα πολύγλωσσα σου χείλη
Χαΐδεψε τα νύχια του νεκρού
που φωλιάζω στον λαιμό.
Πάρε με στο υψωμένο σου κρεβάτι
για να γευτώ τη σοφία σου.
Σκύψε πάνω στο τρυπημένο μου κορμί
για να τραφεί με το σάλιο σου.
Γλείψε τα γραμμένα μου δάχτυλα
να ισορροπήσει το βλέμμα μου.
Άφησέ με να σε αντικρίσω
κλείνοντάς σου το μάτι.
Φίλα με πατέρα. Φίλα με με τα σαραντάνοιχτα χείλη σου
Στάθου πατέρα ― στάθου πάνω στην ερπετή μου τη γλώσσα
ύστερα χόρεψε -― στην αλαφράδα του καπνού.
Άστραψε τη λέξη μου μέσα σου
ύστερα χόρεψε — στην αλαφραδα του καπνού.
Δεξου πατέρα το νιώθω μου
μάθε με ώς το τελευταίο κινούμενο κόκαλο
είμαι ο σπόρος σου, η σκέψη σου
μεγαλώνω και φεύγω σου
σαν το αίμα που φεύγει από την πέτρα.
Γενέθλια
Είμαι σιωπηλός εγώ σαν την γη.
Οι λέξεις έν’ όπλα φονικά λέω τες, να φύουσιν.
Είμαι μούρμουρος εγώ σαν το νερό.
Οι λέξεις έν’ ζώνες ζωντανές
ό,τι λέω τυλίομαι το.
Ό,τι λέω γίνομαι.
Οι λέξεις έν’ μείγμα μαγικό
περνούν, βρίσκουν την σκέψη σου, χτίζουν
μες στον αέρα.
Ό,τι λέω σιωπά.
Οι λεξεις — μια συνεχής ανάληψη
μαύρες αχτίνες, να δώκουν το φως στον ήλιο.