Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Χιλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Χιλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

Gabriela Mistral - Η προσευχή της δασκάλας

 «Κύριε! Εσύ που δίδαξες, συγχώρα με που διδάσκω·

που φέρω το όνομα της δασκάλας,

που Εσύ έφερες όταν ήσουν στη Γη.

Δώσε μου την μοναδική αγάπη για το σχολειό μου·

που ούτε το κάψιμο της ομορφιάς να είναι ικανό

να κλέψει την τρυφεράδα μου απ’ όλες τις στιγμές.

Δάσκαλε, κάνε ακατάπαυστο τον ενθουσιασμό μου

και περαστική την απογοήτευση.

Βγάλε από μέσα μου αυτό τον ακάθαρτο πόθο

για δικαιοσύνη που εξακολουθεί να με ταράζει,

το γελοίο απομεινάρι της διαμαρτυρίας

που βγαίνει από μέσα μου όταν με πληγώνουν.

Να μην πονάει η αγνόηση και να μην θλίβομαι

για την λήθη αυτών που μας δίδαξαν.

Κάνε με να είμαι πιο μάνα από τις μάνες,

για να μπορέσω ν’ αγαπήσω

και να υπερασπίσω όπως αυτές,

αυτό που δεν είναι σάρκα της σάρκας μου.

Βόηθά με να πετύχω να κάνω για καθένα

απ’ τα παιδιά μου τον στίχο μου τέλειο

και να σου αφήσω αυτή την άφωνη,

την πιο δυνατή μου μελωδία,

για όταν τα χείλη μου δεν θα τραγουδούν πια.

Δείξε μου τη δύναμη του Ευαγγελίου σου έγκαιρα,

για να μην εγκαταλείψω τη μάχη της κάθε μέρας

και της κάθε ώρας γι αυτό.

Βάλε στο δημοκρατικό σχολειό μου,

τη λάμψη που σκορπίζεται

από το τρέξιμο των ξυπόλυτων παιδιών.

Κάνε με δυνατή,

ακόμα και στη γυναικεία αδυναμία μου

και στη γυναικεία φτώχεια μου·

κάνε με αδιάφορη για ότι μπορεί

να μην είναι αγνό,

για κάθε πίεση που δεν είναι

της θερμής θέλησής σου στη ζωή μου.

Φίλε, συντρόφεψέ με! Στήριξέ με!

Πολλές φορές δεν θα έχω άλλο

από Σένα στο πλευρό μου.

Όταν το δίδαγμά μου θα είναι πιο αγνό

και πιο θερμή η αλήθεια μου,

θα παραμείνω χωρίς τα εγκόσμια·

αλλά Εσύ τότε θα με κυβερνήσεις

ενάντια στην καρδιά σου,

που γνώρισε αρκετά

τη μοναξιά και την αδυναμία.

Δεν θ’ αναζητήσω παρά

στη ματιά σου τη γλυκύτητα της αποδοχής.

Δώσε μου απλότητα και βάθος·

λύτρωσέ με απ’ το να είμαι

περίπλοκη ή κοινότυπη στο καθημερινό μου μάθημα.

Δώσε μου δύναμη να υψώσω τα μάτια

πάνω από το στήθος μου με τις πληγές,

μπαίνοντας κάθε πρωί στο σχολειό μου.

Να μη φέρνω στην έδρα μου τις υλικές μου ανησυχίες,

τις καθημερινές μικροαστικές θλίψεις μου.

Ελάφρυνε το χέρι μου στην τιμωρία

κι απάλυνέ το, ακόμα πιο πολύ στο χάδι.

Να μαλώνω με πόνο,

να ξέρω ότι έχω διορθώσει αγαπώντας!

Κάνε να γεμίσει με πνεύμα

το χτισμένο με τούβλα σχολειό μου.

Να τυλιχτεί με τη λάμψη του ενθουσιασμού μου

η φτωχή του αυλή, η γυμνή του αίθουσα.

Η καρδιά μου να είναι η κολώνα του

και η αγνή μου θέληση πιο δυνατή

από τις κολώνες και το χρυσάφι

των πλούσιων σχολείων.

Και, τέλος, θύμιζέ μου

από την ωχρότητα του καμβά του Velazquez,

ότι το να διδάσκεις

και ν’ αγαπάς παράφορα στη Γη

είναι να φτάνεις με τη λόγχη του Λογγίνου

στην καυτή πλευρά του έρωτα.»


Γκαμπριέλα Μιστράλ ( Φιλολογικό ψευδώνυμο της Χιλιανής ποιήτριας,

Εκπαιδευτικού, φεμινίστριας και διπλωμάτη , Λουσίλα  Γοδόι Αλκαγιάγα(1889-1957).

Πηγή: «ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΟΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΛΑ ΜΙΣΤΡΑΛ

ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΕΚΔΟΣΗ»

Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Εκδόσεις: ΕΚΑΤΗ- ΜΑΡΤΙΟΣ 2008- ΑΘΗΝΑ

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Pablo Neruda - Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.

 Τούτοι δω εφέρανε τουφέκια γεμάτα μπαρούτι
τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωση
τούτοι δω συναντήσανε το λαό να τραγουδάει ενωμένος.
Και το λιγνό κορίτσι έπεσε με την σημαία του
και το αγόρι κύλησε χαμογελώντας λαβωμένο
λαβωμένο στο πλευρό της
λαβωμένο στο πλευρό της.
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνου που ‘δωκε το σύνθημα του θάνατου ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Δε θέλω να μου δίνουνε το χέρι, το μουλιασμένο από το δικό μας αίμα
Δε θέλω να μου δίνουνε το χέρι, το μουλιασμένο από το δικό μας αίμα.
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Τούτοι δω εφέρανε τουφέκια γεμάτα μπαρούτι
τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωση
τούτοι δω συναντήσανε το λαό να τραγουδάει ενωμένος.
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνου που ‘δωκε το σύνθημα του θάνατου ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Δεν τους θέλω για πρεσβευτές, ουτε ήσυχους μέσα στα σπίτια τους
Θέλω να τους δω να δικάζονται
Σε τούτη την πλατεία, σε τούτο δω το μέρος
Σε τούτη την πλατεία, σε τούτο δω το μέρος.
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.

Στίχοι: Βασισμένοι στη ποίηση «Los muertos de la plaza» του Πάβλο Νερούντα, από το Canto General / Ελληνική μετάφραση Δ. Στρατηγόπουλου

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Pablo Neruda -Εστραβαγάριο (απόσπασμα)

 Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;

Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.

Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.

Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.

Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα ματιά σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.

Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί।

Μτφ: Δανάη Στρατηγοπούλου

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Pablo Neruda - Θὰ ᾽ρθοῦνε μέρες ἄλλες, καὶ θ᾽ ἀκούγεται

 

Θὰ ᾽ρθοῦνε μέρες ἄλλες, καὶ θ᾽ ἀκούγεται, ναί, ἡ

σιωπὴ ποὺ τὰ φυτὰ γεννᾶνε καὶ οἱ πλανῆτες —

καὶ πόσα πράγματα καλὰ καὶ ἁγνὰ θ᾽ ἀνθίσουν!

Τὰ δὲ βιολιά —ὅλα— θὰ μυρίζουνε φεγγάρι!


Καὶ τὸ ψωμὶ ἴσως νά ᾽ναι ἔτσι ὅπως εἶσαι τώρα

ἐσύ: μὲ τὴ φωνή, μὲ τὴ σταρένια φύση

πού ᾽χεις, καὶ πράγματα ἄλλα θά ᾽χουν τὴ φωνή σου:

ὅσα ἄλογα κάποιο φθινόπωρο ἐχαθῆκαν.


Μὰ ἀκόμα κι ἂν τὰ πράγματα δὲν γίνουν ἔτσι,

ἡ ἀγάπη σὲ μεγάλα θὰ χυθεῖ δοχεῖα,

ὅπως παλιὰ οἱ βοσκοὶ μαζεύανε τὸ μέλι,


καὶ τότε ἐσύ, στὴ σκόνη μέσα τῆς καρδιᾶς μου

(ποὺ θά ᾽ναι κιόλας μι᾽ ἀπέραντη ἀποθήκη),

θὰ φέρνεις ὅλο βόλτες γύρω ἀπὸ καρπούζια.


Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Pablo Neruda - Υψώματα του Μάτσου Πίτσου [V]


Βαριέ θάνατε, πουλί με σιδερένια φτερά,

δεν ήσουνα εσύ αυτό πού ο φτωχός κληρονόμος των σπιτιών

κουβαλούσε μέσα από σύντομα βρώματα, μέσα στο άδειο

πετσί του.

Αυτό ήταν κάτι άλλο, ένα φτωχό ανθόφυλλο από ξεφτισμένο

σκοινί, μόριο από στήθια πού δεν πήγανε στη μάχη,

ή δροσιά στυφή που δε στάλαξε στο μέτωπο.

Ήταν αυτό που δεν μπόρεσε να ξαναγεννηθεί, ένα κομμάτι

του μικρού θάνατου χωρίς ειρήνη ούτε γη:

ένα κόκκαλο, μια καμπάνα που πεθαίνει μέσα του.

Ανασήκωσα τις γάζες με το ιώδιο, βύθισα τα χέρια μου

μέσα στους φτωχούς πόνους πού σκότωναν το θάνατο

και στην πληγή δε βρήκα τίποτ’ άλλο από μια παγωμένη

ριπή ανέμου

που τρύπωνε απ’ τις σκοτεινές ρωγμές της ψυχής.


Πηγή: Γενικό Άσμα, Τόμος Πρώτος, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Αθήνα: Gutenberg 1974.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Πάμπλο Νερούδα, από τα "Είκοσι ερωτικά ποιήματα"






Ποίημα 15

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙΣ ΣΑΝ ΣΙΩΠΑΣ…


Μου αρέσεις σαν σιωπάς γιατί είσαι σα να λείπεις,
και μ’ ακούς από μακριά, κι η φωνή μου δεν σε αγγίζει.
Και μοιάζεις λες σα να έχουνε τα μάτια σου πετάξει
κι είναι σαν ένα φίλημα να σου ’κλεισε το στόμα.

Όπως όλα τα πράγματα παίρνουν απ’ την ψυχή μου,
βγαίνεις από τα πράγματα γεμάτη εσύ από κείνη.
Πεταλούδα του ύπνου, μοιάζεις με την ψυχή μου,
και μοιάζεις πιο πολύ με την λέξη μελαγχολία.

Μου αρέσεις σαν σιωπάς κι είσαι σα να έχεις φύγει.
Κι είσαι σαν παραπονιάρα πεταλούδα στην κούνια.
Και μ’ ακούς απ’ τα Μάκρη, κι η φωνή μου δε σε φτάνει:
με τη δική σου τη σιωπή άσε με να σωπαίνω.

Να σου μιλάω άφησε πάλι με τη σιωπή σου,
καθάρια σαν μια λάμπα, απλή σαν βέρα γάμου.
Είσαι αστροφώτιστη και σιωπηλή όπως η νύχτα.
Η τόσο απλή και μακρινή σιωπή σου είναι από αστέρια.

Μου αρέσεις σαν σιωπάς γιατί είσαι σα να λείπεις.
Πονεμένη κι απόμακρη σαν να ’σουν πεθαμένη.
Μόνο μια λέξη τότε, ένα χαμόγελο σου
κι αισθάνομαι χαρούμενος που αυτό δεν είναι αλήθεια.



Ποίημα 20

ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ...


Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.

Να γράψω, για παράδειγμα: «Η νύχτα είναι αστροφώτιστη,
και τρεμοπαίζουν, γαλάζια, τ’ αστέρια, στα μάκρη».
Ο άνεμος της νύχτας περιστρέφεται στον ουρανό και τραγουδάει.

Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Την αγάπησα, κι ήταν φορές που κι εκείνη μ’ αγάπησε.

Σε νύχτες σαν κι αυτή την είχα στην αγκαλιά μου.
Τη φίλησα τόσες φορές κάτω απ’ τον άπειρο ουρανό.

Εκείνη με αγάπησε, κι ήταν φορές που κι εγώ την αγαπούσα.
Πως να μην αγαπήσω τα μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια της.

Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να σκεφτώ πως δεν την έχω. Να αισθανθώ πως την έχασα.

Ν’ ακούσω την απέραντη νύχτα, πιο απέραντη δίχως εκείνη.
Κι ο στίχος πέφτει στην ψυχή σαν τη δροσιά στα χόρτα.

Τι σημασία έχει που η αγάπη μου δεν μπόρεσε να την κρατήσει.
Η νύχτα είναι αστροφώτιστη κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Αυτό είναι όλο. Μακριά κάποιος τραγουδάει. Μακριά.
Η ψυχή μου λυπάται που την έχει χάσει.

Σαν για να την πλησιάσω η ματιά μου την ψάχνει.
Η καρδιά μου την ψάχνει, κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Η ίδια νύχτα που κάνει ν’ ασπρίζουν τα ίδια δέντρα.
Εμείς, εκείνοι του τότε, δεν είμαστε πια οι ίδιοι.

Δεν την αγαπώ πια, είναι βέβαιο, αλλά πόσο την αγάπησα.
Η φωνή μου έψαχνε τον άνεμο για να αγγίξει την ακοή της.

Σε άλλον. Θα ανήκει σε άλλον. Όπως και πριν από τα φιλιά μου.
Η φωνή της, το φωτεινό σώμα της. Τα άπειρα μάτια της.

Δεν την αγαπώ πια, είναι βέβαιο, αλλά μπορεί και να την αγαπώ.
Πόσο λίγο διαρκεί η αγάπη, πόσο πολύ διαρκεί η λησμονιά.

Επειδή σε νύχτες σαν κι αυτή την είχα στην αγκαλιά μου,
η ψυχή μου λυπάται που την έχει χάσει.

Ακόμα κι αν αυτός είναι ο τελευταίος πόνος που μου δίνει,
κι αυτοί είναι οι τελευταίοι στίχοι που γράφω.



Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος





Από τη συλλογή «Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι απελπισμένο» (Veinte poemas de amor y una canción desesperada) 1924.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2021/09/blog-post_22.html?fbclid=IwY2xjawLfLblleHRuA2FlbQIxMQABHoDC702wxcE3h_LsfsWT76F9ixDV-XldRcP7424_p_DaNBh5sPXWS9quBdSc_aem_2k3eoxg5xvQHr_byHUII7Q

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Oscar Hahn - H συνάντηση


Χτες βράδυ ονειρεύτηκα το νεκρό πατέρα μου
Ερχόταν περπατώντας σ’ ένα μακρύ μονοπάτι
και κρατούσε στο χέρι του ένα λουλούδι.
Αγκαλιαστήκαμε στο κατώφλι
που χωρίζει τη ζωή απ’ τον θάνατο.
Με ρώτησε
πώς έφτασα ως εκεί
κι αν διέσχισα τον Αχέροντα.
Σε περίμενα σε όλη τη διάρκεια του θανάτου είπε
και θα συνεχίσω να σε περιμένω.
Κι απομακρύνθηκε στο μακρύ μονοπάτι
με το λουλούδι στο χέρι.
Όσκαρ Χαν ( 1938 - )
Πηγή: «ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ
ΛΑΤΙΝΟ-ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1892- 1975
Εκλογή- Πρόλογος- Σημειώσεις- Μετάφραση από
τα Ισπανικά: Ρήγας Καππάτος- Εκδόσεις: ΕΚΑΤΗ-2011

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Pablo Neruda - Τῆς θάλασσας κόρη εἶσαι καὶ τῆς ρίγανης ξαδέρφη


Τῆς θάλασσας κόρη εἶσαι καὶ τῆς ρίγανης ξαδέρφη·
καὶ κολυμβήτρια· ἀπὸ νερὸ καθάριο εἶν᾽ τὸ κορμί σου·
μαγείρισσα εἶσαι· τὸ αἷμα σου ὁλοζώντανο εἶναι χῶμα,
κι ἔχεις συνήθειες γήινες καὶ πάντοτε ἀνθισμένες.
Τὰ μάτια σου πᾶν στὸ νερὸ καὶ κύματα σηκώνουν·
στὸ χῶμα πᾶν τὰ χέρια σου καὶ ἀναπηδοῦν οἱ σπόροι·
καὶ στὴ στεριὰ καὶ στὸ νερὸ ἔχεις μιὰ περιουσία
βαθιά, καὶ ἐντός σου οἱ κώδικες ἑνώνονται τῶν σβώλων.
Ναϊάδα ἐσύ, τὸ σῶμα σου τὸ τυρκουὰζ μοιράζει
ποὺ ἀναστημένο πιὸ μετὰ μὲς στὴν κουζίνα ἀνθίζει
κι ἐπάνω του φορτώνεις ὅ,τι γύρω μας ὑπάρχει·
στὸ τέλος μὲς στὰ μπράτρσα μου κοιμᾶσαι, ποὺ σοῦ παίρνουν
ἀπ᾽ τὰ σκοτάδια τὰ θλιβά, γιὰ νὰ σὲ ξεκουράσουν,
λάχανα, χόρτα, φύκια: τὰ ξαφρίδια τῶν ὀνείρων.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Πάμπλο Νερούδα, "Δύο ερωτικά ποιήματα"

 


Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά
τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.

Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
− ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό −
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις  ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σα να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.





ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΚΛΑΔΙ

Στην νύχτα θα μπούμε
για να κλέψουμε
ένα κλαδί ανθισμένο.

Θα περάσουμε τον τοίχο,
στον ερεβώδη ξένο κήπο,
δυο σκιές μες στο σκοτάδι.

Ακόμα δεν έφυγε ο χειμώνας,
και ξαφνικά η μηλιά
μοιάζει να έγινε
καταρράχτης αστεριών ευωδιαστών.

Στη νύχτα θα μπούμε
ως το τρεμουλιαστό της στερέωμα,
και τα μικρά σου χέρια και τα δικά μου
θα κλέψουν τ’ αστέρια.

Και σιωπηλά,
στο σπίτι μας,
στη νύχτα και στο σκοτάδι,
με τα βήματά σου θα μπει
το άηχο βήμα της ευωδιάς
και με τα πόδια μ’ άστρα γεμάτα
το διάφανο σώμα της άνοιξης.



Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα



Από το βιβλίο, «Πάμπλο Νερούδα - ερωτικά ποιήματα», (δίγλωσση έκδοση). Εκδόσεις Πατάκη, στ΄ έκδοση, Νοέμβριος 2009.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2015/04/blog-post_19.html

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Pablo Neruda - Ένας σκύλος πέθανε


Ο σκύλος μου πέθανε.

Τον έθαψα στον κήπο

δίπλα σε μια παλιά μηχανή σκουριασμένη.


Εκεί, ούτε πιο κάτω,

ούτε πιο πάνω,

θα ενωθεί μαζί μου κάποτε.


Τώρα αυτός έφυγε με το τρίχωμά του,

την κακή του εκπαίδευση, την κρύα μύτη του.

Κι εγώ, υλιστής που δεν πιστεύει

στον υποσχεμένο ουρανό

για άνθρωπο κανένα

γι αυτό το σκύλο ή για κάθε σκύλο

στον ουρανό πιστεύω, ναι, πιστεύω σ' έναν ουρανό

όπου εγώ δεν θα μπω, μα αυτός με περιμένει

κουνώντας την ουρά του σαν βεντάλια

για να' χω όταν θα φτάσω φίλους.


Αχ δεν θα πω τη θλίψη στη γη

να μην τον έχω πια για σύντροφο,

και που για μένα ποτέ του δεν υπήρξε υπηρέτης.

Είχε απέναντι μου τη φιλιά ενός σκαντζόχοιρου

που διατηρούσε την κυριαρχία του,

τη φιλία ενός αστεριού ανεξάρτητου

χωρίς μιαν οικειότητα πιο απ' την αναγκαία,

χωρίς υπερβολές:

δεν σκαρφάλωνε στα ρούχα μου

γεμίζοντάς με τρίχες η και ψώρα

δεν τρίβονταν πάνω στο γόνατό μου

σαν άλλοι σκύλοι παθιασμένοι σεξουαλικά


Όχι, ο σκύλος μου με κοίταζε

την προσοχή που χρειάζομαι προσφέροντάς μου,

την αναγκαία προσοχή

για να κάνει να καταλάβει ένας ματαιόδοξος

πως αυτός όντας σκύλος,

με αυτά τα μάτια, πιο καθαρά απ' τα δικά μου,

έχανε τον χρόνο του, αλλά με κοίταζε

με τη ματιά που μου επιφύλαξε

όλη του τη γλυκιά, την τριχωτή ζωή του,

τη σιωπηλή ζωή του,

κοντά μου, χωρίς ενόχληση ποτέ,

και μη ζητώντας τίποτα.


Αχ πόσες φορές θέλησα νά' χω ουρά

πηγαίνοντας μαζί του ως την άκρη

της θάλασσας, μες στο χειμώνα της Ίσλα Νέγρα

στη μεγάλη μοναξιά: ψηλά ο αέρας

διασχισμένος από παγετώδη πουλιά

κι ο σκύλος μου, παίζοντας, τριχωτός , γεμάτος

από τάση ηλεκτρική θαλασσινή σε κίνηση

ο σκύλος μου αλήτης και οσφρητικός

σηκώνοντας τη χρυσή ουρά του

ένας απέναντι στον άλλο

με τον Ωκεανό και τον αφρό του.

,    

Χαρούμενος, χαρούμενος, χαρούμενος

όπως οι σκύλοι ξέρουν να' ναι ευτυχισμένοι,

με άλλο τίποτα, με το απόλυτο

της φύσης της αδιάντροπης.


Δεν υπάρχει αντίο για το σκύλο μου που πέθανε.

Δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ψέμα ανάμεσά μας.


Έφυγε και τον έθαψα, κι αυτό ήταν όλο.


Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Nicanor Parra - Βοήθεια!

 Δε ξέρω πώς βρέθηκα εδώ:

Έτρεχα πανευτυχής
Με το καπέλο στο δεξί μου χέρι
Πίσω από μια πεταλούδα φωσφορίζουσα
Που μ’ έκανε τρελό από χαρά

Και ξάφνου γκαπ σκοντάφτω
Και δεν ξέρω τι έγινε ο κήπος
Το σκηνικό άλλαξε εντελώς:
Αίμα κυλά από το στόμα και τη μύτη

Ειλικρινά δεν ξέρω τι συνέβη
Ή σώστε με αμέσως
Ή φυτέψτε μου μια σφαίρα στον αυχένα.

*Από το βιβλίο “Ποιήματα επείγουσας ανάγκης”, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008.
**Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης.


Πηγή: https://tokoskino.me/2025/06/19/nicanor-parra-%CE%B2%CE%BF%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%B9%CE%B1/?fbclid=IwY2xjawLBalpleHRuA2FlbQIxMABicmlkETFTUFN1cmhiV0tTVzBjcnF2AR7sgJw6qGUFGhvF8w564oI7GE4gD-MDGURIMJ-3qQlk8QFIUsFLyTqQesrLoA_aem_F5jVt7CCte2Ozy2nhp6ZvQ

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Pablo Neruda - [Άτιτλο]

 Αν εξαιρέσεις ότι σ’ αγαπώ, δε σ’ αγαπώ∙

από το σ’ αγαπώ πηγαίνω στο δε σ’ αγαπώ

από το σε περιμένω στο ως εδώ & μη παρέκει —

η καρδιά μου πάει από τον πάγο στη φωτιά.

Σ’ αγαπώ γιατί μονάχα εσένα αγαπώ∙

ωστόσο σε μισώ βαθιά, και γέρνω πάνω σου

μισώντας σε, και το μέτρο της μεταβαλλόμενης αγάπης μου για σένα

είναι ότι δε σε βλέπω και όμως σ’ αγαπώ τυφλά.

Ίσως του Μαΐου το φως να πυρπολήσει

την καρδιά μου με τις βάναυσες αχτίδες του

φράζοντας το δρόμο μου προς τη γαλήνη.

Σ’ αυτή την ιστορία είμαι ο μόνος

που πεθαίνει, και θα πεθάνω από έρωτα

γιατί σ’ αγαπώ, αγάπη, με τη φωτιά και το αίμα


Pablo Neruda |

μτφρ. Χάρης Γαρουνιάτης

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Pablo Neruda - Σονέτο 89


Όταν πεθάνω θέλω τα χέρια σου στα μάτια μου: 

θέλω το φως, το στάρι των λατρευτών χεριών σου 

ν’ αφήσουν γι’ άλλη μια φορά πάνω μου τη δροσιά τους: 

να νιώσω τη λαφράδα που μ’ άλλαξε τη μοίρα.


Θέλω να ζεις ενόσω εγώ νεκρός θα σε προσμένω,

θέλω τ΄αυτιά σου ακόμα τον άνεμο ν΄ ακούνε, 

να μυρίζεις της θάλασσας τ’ άρωμα που αγαπήσαμε 

και να πατάς την άμμο που πατούσαμε οι δυο μας.


Θέλω  ό,τι αγάπησα τη  ζωή να συνεχίσει 

κι αφού εσένα σ’ αγάπησα πάνω από κάθε τι άλλο 

θέλω να συνεχίσεις ν’ ανθίζεις, λουλουδάτη,


για να εκπληρώσεις όσα η αγάπη μου σου  ορίζει, 

για να βγαίνει σεργιάνι ο ίσκιος μου στα μαλλιά σου, 

για να γνωρίσει ο κόσμος τον αίτιο του άσματός μου.


Μετάφραση : Ηλίας Ματθαίου

Πηγή: Π. Νερουντα«Εκατό Ερωτικά Σονέτα» σελ.205  Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Pablo Neruda - Μπελογιάννης ο ήρως


Έτσι ανάμεσα

στους κίονες,

ο Μπελογιάννης.

Δωρική είναι η άλως

όλη φως γύρω

στους κροτάφους του

το έγκλημα

δεν το φωτίζουν αυτοκίνητα.

Είναι ολόκληρος

πλανήτης, είναι αστέρι

πορφυρό,

είναι η πύρινη λάμψη

της αρχαίας και της νέας

φλόγας

της γης…

Πέφτει, τον πυροβόλησαν

από το Πεντάγωνο,

σφαίρες που

διαπερνάνε

τη θάλασσα

για να καρφωθούνε στο

υπέρλαμπρο στήθος του,

σφαίρες μαζεμένες

από υπάνθρωπα αγκάθια

για να τις μπάσουν στο

λευκοπράσινο

σπήλαιο

της Ελλάδας,

πιτσιλίζοντας με αίμα

τα φύλλα της ακάνθου.


Πάμπλο Νερούδα


(Το σπασμένο κιονόκρανο, Άπαντα, τ.3, μετάφραση:  Δανάη Στρατηγοπούλου, Εκδόσεις Άλμπατρος)

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Pablo Neruda - [XIV]


Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,

με το φως του σύμπαντος κόσμου.

Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.

Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή

οπού σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ

μες στα δυο μου τα χέρια.


Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ

από τότε που εγώ σε αγάπησα.

Άσε να σε ξαπλώσω σ’ ένα στρώμα

από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.

Ποιος ειν’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου

με ψηφία καπνού στ’ αστέρια του Νότου!

Άσε με… άσε με να σε αναπολήσω όπως είσουν

προτού ν’ ανασπασθείς και έβγεις στην ύπαρξη.


Και ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος

και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.

Ο ουρανός είναι μι’ απόχη φίσκα ως απάνου

με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.

Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι ανέμοι, όλοι τους εδωνά.

Και τότε η βροχή εγυμνώθη.


Πουλιά περνάνε πετούμενα.

Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.

Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.

Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του

και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα

και ξελύνει τ’ άρμενα όλα τα μικρά,

τ’ από χτες αραγμένα στ’ ουρανού το μώλο.


Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.

Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς

στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.

Επάνω μου να ‘ρθεις να κουλουριαστείς

σαν να σ’ έχουνε σκιάξει.

Κάπου-κάπου αδέσποτοι ξεπορτίζαν απ’ τα μάτια σου ήσκιοι

ξένοι, παράδοξοι.


Και τώρα, τωραδά, εδώ,

μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,

γι’ αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.

Την ώρα οπού ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει

σφαγιάζοντας πεταλούδες

εγώ σ’ αγαπάω,

κι η έξαρσή μου δαγκώνει βαθιά

τα δαμάσκηνα του στόματός σου.


Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει,

ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου, 

ωσπού να ‘βρείς την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη

και το όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν…

Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού

να μας φιλάει τα μάτια

και πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο

ν’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο.

Τα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.

Καιρός πάει πολύς που αγάπησα

το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.

Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος

του σύμπαντος όλου.

Θα σου φέρω απ’ τα βουνά λουλούδια εξαίσια,

κλέλιες, ζουμπούλια

και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.


Θέλω να κάνω μαζί σου

αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής


Είκοσι ερωτικά ποιήματα

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Luis Sepulveda - Tρία ποιήματα

 ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ 89

Δεν ονειρεύεται την τάξη αφού την έχει
εγκαταλείψει στο σαλόνι του σπιτιού του.
Τα αντικείμενα της ευτυχίας περιλαμβάνουν
γραμματόσημα, ετικέτες, διάφορες μάρκες,
αλλά είναι συμβατά μεταξύ τους
όπως τα όνειρα.
Το θέμα είναι να ενδώσεις σε κάποια πράγματα,
η ανοχή είναι χάρισμα των καιρών.
Όταν γίνεται επίδειξη ευφυίας στην τηλεόραση,
ένας σωρός από διαφορετικές απόψεις παρελαύνουν.
Ξαπλωμένος στον καναπέ, ο σοφός άνθρωπος
παραδίδεται στις ηδονές της ανυπαρξίας ηδονών.
Εκπληρώνει τα καθήκοντά του ως πολίτης,
ψηφίζει, πληρώνει φόρους και μέχρι που αποφεύγει
να διαπληκτίζεται με τους γείτονες για το θόρυβο.
Κι έτσι κοιμάται ευτυχής αλλά δεν ονειρεύεται
την ελευθερία που άλλοι νοσταλγούν,
διότι ξέρει ότι την έχει έξω απ’ την πόρτα του
ντυμένη τη στολή
του έμμισθου φρουρού.
 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΡΩΤΑΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ


(Εκδοχή 1η)
 
Αγγίζω το στήθος μου,
αυτή τη γνωστή ορεινή επιφάνεια,
ψηλαφώ τις πληγές του,
τη μακρινή μυρωδιά λουλουδιών, κήπων ποτισμένων
πριν λίγες ώρες.
Αγγίζω το στόμα μου,
αυτή την κοιλότητα που έχω γευτεί τόσες φορές,
όπου γεννιέται η λέξη δικαιοσύνη, η τελετή, ο μύθος, η κραυγή.
Γνωρίζω τη σχισμή του,
τις ροδαλές σάρκες που σμιλεύουν, που πλάθουν
τον ήχο, το τραγούδι, το στίχο.
Αγγίζω τα μάτια μου,
αυτά τα δυο αστέρια, πηγάδια με βαθύ φως
όπου ζει το ποτάμι, το πουλί, το παιδί.
Μαντεύω την ακλόνητη λάμψη τους.
Αγγίζω τα χέρια μου,
αυτές τις ωχρές αράχνες που βαδίζουν πάνω στη μέρα,
που φέρνουν το νερό, το ψωμί, το κρασί, το φιλί.
Αγαπώ τον τρεμάμενο παλμό τους, τη συγκίνηση των εραστών.
Όλο το σώμα μου είναι πάνω στο σώμα μου,
μπορώ να το νιώσω ολόκληρο,
είμαι ένας καθρέφτης στον οποίο βλέπω σε απόσταση
την ίδια μου την ύπαρξη ριγμένη στο μπουντρούμι.
Προσπαθώ να της φωνάξω, να τη ρωτήσω
για να μάθω αν είμαστε ακόμα όλοι εδώ
και μια φωνή που δεν είναι δική μου
μου απαντά: παρών.
Ένας άνθρωπος δίπλα μου βογκάει
και ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.
Ο πόνος όλων είναι το μόνο ίχνος ζωής.


 


(Φυλακές Χιλής, 1974)

 


ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ


 
Μπαίνω με αργά βήματα στα ενεχυροδανειστήρια,
αγνοημένος από χλομούς υπαλλήλους
που ανταλλάσσουν ένα χοντρό χειμωνιάτικο παντελόνι
μ’ ένα κομμάτι ψωμί για το χειμώνα της ζωής.
Ένα πριόνι που παλιά έκοβε σπίτια, καρέκλες,
χαρούμενα τραπέζια όπου τραγουδούσε η σούπα
σαν ένας ατέλειωτος κορυδαλλός, ή φέρετρα
όπου η ανθρωπότητα χαμογελούσε στα σκουλήκια.
Ένα κουτάλι, ένα σίδερο, ένα σεντόνι, ένα σάβανο,
μια Kodak με την κοιλιά γεμάτη χορευτές,
μια παλιά γκρίζα ομπρέλα, μια ξεβαμμένη σημαία
που ποτέ δεν κέρδισε καμία μάχη.
Και τώρα είναι η σειρά μου σε αυτή τη μακριά ουρά από ανάπηρους,
από εργάτες λιγομίλητους, από μουντές έφηβες.
Ο υπάλληλος με τα μαύρα επιμανίκια παίρνει την καρδιά μου.
την κοιτάζει κόντρα στο φως, τσεκάρει τον κουρδιστό μηχανισμό
και καταγράφει με την Underwood τα πολλαπλά τραύματα.
Ύστερα από ένα αγωνιώδες χρονικό διάστημα σιωπής
μου τείνει το κομμάτι μαύρου ψωμιού
το οποίο μασουλάω αργά
ανάμεσα στους τοίχους αυτού του δρόμου δίχως πόρτες.


Συγγνώμη να περάσω; Ποιήματα (1967 – 1999), εκδόσεις opera, 2024,

Πηγή: https://www.periou.gr/dimitris-baltas-louis-sepoulveda-syngnomi-na-peraso-poiimata-1967-1999-ekdoseis-opera-2024-s-264/

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

Pablo Neruda - To γέλιο σου


Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις
πάρε μου τον αέρα, όμως
μη μου παίρνεις το γέλιο σου…
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
την αιχμή της λόγχης σου,
το νερό που αίφνης
στη χαρά σου αναβλύζει,
το ξαφνικό το κύμα
τ’ αργυρό που σε γεννά.
Ο αγώνας μου σκληρός και επιστρέφω
κάποιες φορές με μάτια
κουρασμένα απ’ το να βλέπω
τη γη που δεν αλλάζει,
αλλά σαν μπω στο γέλιο σου
ανεβαίνει ως τα ουράνια να με βρει
και μου ανοίγει όλες
τις πόρτες της ζωής.
Αγάπη μου, την πιο σκοτεινή
την ώρα δείξε την αιχμή
του γέλιου σου, κι αν αίφνης
δεις το αίμα μου να βάφει
τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα είναι για τα χέρια μου
σαν δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
πρέπει το γέλιο σου να υψώσει
τον αφρισμένο καταρράχτη του,
και με την άνοιξη, αγάπη,
το γέλιο σου το θέλω σαν
το λουλούδι που περίμενα,
τον κυανό ανθό, το ρόδο
της εύηχης πατρίδας μου.
Γέλα με τη νύχτα,
με τη μέρα ή με το φεγγάρι,
γέλα με τους στριφογυριστούς
δρόμους του νησιού,
γέλα μ’ αυτό το αδέξιο
αγόρι που σε αγαπάει
όμως όταν εγώ ανοίγω
τα μάτια και τα κλείνω
όταν τα βήματα μου φεύγουν
κι όταν γυρνούν,
να μου αρνηθείς ψωμί, αέρα
φως και άνοιξη,
αλλά το γέλιο σου ποτέ
γιατί θα πέθαινα
Πηγή: Πάμπλο Νερούδα, Ερωτικά ποιήματα (δίγλωσση έκδοση), μετάφραση: Αγάθη Δημητρούκα, Εκδόσεις Πατάκη.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Nicanor Parra - Πληθωρισμός


Η άνοδος του ψωμιού δημιουργεί νέα άνοδο του

ψωμιού

Η άνοδος των ενοικίων

Αμέσως προκαλεί το διπλασιασμό των ενοικίων

Η άνοδος των ενδυμάτων

Οδηγεί σε νέα άνοδο των ενδυμάτων.

Αδυσώπητα

Στριφογυρίζουμε σ΄ έναν φαύλο κύκλο.

Μες στο κλουβί έχεις τροφή.

Λίγη, ωστόσο έχεις.

Έξω απ' αυτό έχεις μονάχα απέραντη ελευθερία.


Πηγή: Ποιήματα επείγουσας ανάγκης, εισαγωγή-μετάφραση: Αργύρης Χιόνης, Αθήνα: Γαβριηλίδης 2008.

Nicanor Parra - Ποιήματα

 ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ


Απαγορεύεται το προσεύχεσθαι, το πταρνίζεσθαι

Το πτύειν, το εγκωμιάζειν, το γονυπετειν

Το λατρεύειν, το ωρύεσθαι, το αποχρέμπτεσθαι.


Εντός αυτού του περιβόλου απαγορεύεται το

υπνώττειν

Το εμβολιάζειν, το ομιλειν, το αφορίζειν

Το εναρμονίζειν, το δραπετεύειν, το συλλαμβάνειν.


Αυστηρως απαγορεύεται το τρέχειν

Απαγορεύεται το κάπνισμα και το γαμήσι

`

*

ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ


Η άνοδος του ψωμιού δημιουργεί νέα άνοδο του

ψωμιού

Η άνοδος των ενοικίων

Αμέσως προκαλεί το διπλασιασμό των ενοικίων

Η άνοδος των ενδυμάτων

Οδηγεί σε νέα άνοδο των ενδυμάτων.

Αδυσώπητα

Στριφογυρίζουμε σ΄έναν φαύλο κύκλο.

Μες στο κλουβί έχεις τροφή.

Λίγη, ωστόσο έχεις.

Έξω απ΄αυτό έχεις μονάχα απέραντη ελευθερία.



`

*

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ [αποσπάσματα]

`

Ι.

Λέω τα πράγματα όπως είναι

Ή ξέρουμε τα πάντα από πριν

Ή τίποτε ποτέ μας δεν ξέρουμε.


Το μόνο που μάς επιτρέπεται

Είναι να μάθουμε σωστά να μιλάμε.


`

IV.

Eίμαι απ΄αυτούς που χαιρετούν τις νεκροφόρες.

`

Χ.

Τάισε χολή τις μέλισσες

Μπόλιασε με σπέρμα το στόμα

Γονάτισε σε μια λίμνη αίματος

Φταρνίσου μες στον νεκροθάλαμο

Άρμεξε μιαν αγελάδα

Και περίλούσε την με το ίδιο της το γάλα.


ΧV.

Για τελευταία φορά το ξαναλέω

Οι προνύμφες είναι θεές

Οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνησ

Χαλασμένα δόντια

δόντια που θρύβουν

Στην εποχή ανήκω του βωβού σινεμά.


Το γαμήσι είναι πράξη λογοτεχνική

`


*



ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ (απόσπασμα)

Κυρίες και κύριοι

Αυτή είναι η τελευταία λέξη μας

-Η πρώτη και τελευταία λέξη μας-

Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Όλυμπο.


Για τους παλιότερους

Η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας

Για μας ωστόσο

Πρώτης ανάγκης είδος είναι:

Αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε.


Σ’ αντίθεση με τούς παλιότερους

-Κι αυτό το λέω μ’ όλο το σέβας-

Εμείς υποστηρίζουμε

Ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής

Ο ποιητής είν’ ένας άνθρωπος κι αυτός

Ένας χτίστης πού χτίζει τον τοίχο του:

Ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων.


Εμείς κουβεντιάζουμε

σε γλώσσα καθημερινή

Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε.


Κι ακόμη κάτι:

Ο ποιητής είναι εδώ

Για να μη γενεί στραβό το δέντρο.


Αυτό είναι το μήνυμά μας.

Καταγγέλλουμε τον ποιητή δημιουργό

Τον Ποιητή Κελεπούρι

Τον ποιητή χαρτοπόντικα. [ . . .]


Πηγή: Nicanor Parra, «Ποιήματα επείγουσας ανάγκης» (εισαγωγή- μετάφραση: Αργύρης Χιόνης), εκδ. Γαβριηλίδης, 2008

Αναδημοσίευση από: icanor Parra, «Ποιήματα επείγουσας ανάγκης» (εισαγωγή- μετάφραση: Αργύρης Χιόνης), εκδ. Γαβριηλίδης, 2008

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Eduardo Anguita - Η πραγματική στιγμή



Ο επιβάτης αισθάνεται το σπινθήρισμα να διαπερνάει το

φωτοστέφανό του

Στο κενό των μακρινών θορύβων

Και γαλανό σα να είχε ριχτεί με πέτρα

Για να θολώσει τα κοιμισμένα κύματα

Σκιαγραφείται η φυλλωσιά μιας συνάντησης.


Εκεί περπάτησα μαζί της. Κι ένας αέρας

Ανοιξιάτικος μας ακολουθούσε

Τα φύλλα τραγουδούσαν στο απόγευμα

Ποτέ δε θα έδυε ο ήλιος αλλά κι αν έδυε

Θα μας φώτιζε ακόμα.


Μου τραγουδούσε τα «Ελληνικά Τραγούδια» του Ραβέλ

Πιστεύω μέσα από το πρόσωπό της όπως μέσα από ένα

φύλλο

Μπορούσα να δω τη διάφανη δύση

Κι από τη φωνή της ο χρόνος λέπταινε ίσαμε το φως.


Η φωτιά της γλυκύτητας και το νερό των ματιών

Ήταν νότες στα ύψη των αιθέρων

Μέσα από κείνη μπορούσα να ανακαλύπτω τον ουρανό

Να βυθίζω το κεφάλι μου μέσα του όπως στην αγκαλιά μιας

μητέρας.


Φαίνεται πως η τελευταία στιγμή ήταν μπροστά στην καστανιά

Όταν βγήκαν άλλοι άνθρωποι κι άλλος χρόνος

Αλλά αυτό που συνέβηκε πριν έμεινε για πάντα

Διαυγές και ακυμάτιστο σαν μια δεξαμενή.


Σήμερα πέρασα εκείθε και από κείνη τη στιγμή

Η στιγμή και το μέρος ήταν πολύ μακριά

Όπως σ’ ένα χαρακτικό όλα ήταν μικρότερα

Και δε συνέπεφταν πια τα αντικείμενα και οι εικόνες τους.

Κατάλαβα πως εκείνη και εγώ στο περιθώριο πια

Από τον εαυτό μας του τότε θα είχαμε βαρύνει

Με ένα βάρος συγκεντρωμένης υλικής ανυπαρξίας

Και πως η διαύγεια εκείνου του παρελθόντος ήταν το μόνο

που υπήρχε.


Ούτε εκείνη ούτε εγώ ούτε η καστανιά ούτε το απόγευμα

είμαστε οι ίδιοι

Ούτε και το τραγούδι που επαναλήφθηκε, μπροστά στον ίδιο

κήπο

θα μπορούσαν να συμπέσουν ξανά με την πραγματική

ΣΤΙΓΜΗ:

Μόνο να επιπροστεθούμε καταδικασμένοι οι φαντασιώσεις

Όπως οι ομόκεντροι κύκλοι του νερού μια δεξαμενής όπου

Κάποιος

Πετάει συνέχεια πέτρες.


Eduardo Anguita  (1914-1992)

Τα 100 ωραιότερα ποιήματα της ισπανικής γλώσσας, ΕΚΑΤΗ

Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος