Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Χαραλαμπόπουλος Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Χαραλαμπόπουλος Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος - Στο σκότος του δόγματος


Από το δημοτικό ακόμη θεωρούσα τον τίτλο του Θωμά τον πιο ανθρώπινο. Και τον πιο αδικημένο ίσως, γιατί ήταν ο πιο ανθρώπινος. Και ήταν ο πιο ανθρώπινος γιατί ήταν ο μόνος που εξέφρασε την αμφιβολία. Μια αμφιβολία που δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τον μετεωρισμό του ανθρώπου ανάμεσα στο ratio, το λογικό, και το absurdum, το παράλογο, το «πέρα από το λογικό». Και τον Απόστολο Θωμά τον θεωρώ αδικημένο, κυρίως επειδή ο χαρακτηρισμός του «άπιστου» είναι αυτός που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα. Και θα τον συνοδεύει εις το διηνεκές. Ακόμη και αφού πίστεψε, θέτοντας «τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων» και κρίθηκε ικανός να μεταφέρει το μήνυμα του Χριστιανισμού «εις πάντα τα έθνη», ακόμη και τότε ο χαρακτηρισμός του «άπιστου» δεν έπαψε να τον συνοδεύει. Η αμφιβολία είναι μία ιδιότητα του ανθρώπινου μυαλού που θεωρείται δημιουργική, όταν είναι καλόπιστη. Σκέφτομαι ότι όλες οι επιστήμες θα έπρεπε να θεωρούν τον Απόστολο Θωμά έναν ερευνητή που ζητά την απόδειξη του συμβάντος, το οποίο μετά την απόδειξη καθίσταται γεγονός αδιαμφισβήτητο. Είναι όμως μια ιδιότητα καταδικαστέα, όταν πρόκειται για τη θρησκεία. Για το κάθε λογής δόγμα που ισχυρίζεται ότι είναι ο μοναδικός φορέας της αλήθειας. Σε αντίθεση με την επιστήμη που κινείται χάρη στην αμφιβολία, η θρησκεία ή η εμμονή σε ένα δόγμα θεμελιώνονται στην πίστη. Και η πίστη, που είναι η υπέρβαση της λογικής, δεν χρειάζεται αποδείξεις. Η αμφιβολία, πάντως, είναι μία ιδιότητα επικίνδυνη. Ο Σωκράτης και το «δαιμόνιό» του, ο Γαλιλαίος και η εμμονή του να δηλώνει ότι «…και όμως κινείται…»  είναι δύο πολύ γνωστά παραδείγματα για την επικινδυνότητα της αμφιβολίας που παρ’ όλα αυτά ήταν το τίμημα της γνώσης. Σήμερα, την εποχή που κυριαρχεί η τηλε- εικόνα, η αμφιβολία είναι μια ιδιότητα περισσότερο χρήσιμη από ποτέ. Όσο πιστεύουμε ότι ο κόσμος της τηλε-εικόνας είναι πραγματικός τόσο μεταμορφωνόμαστε σε «πιστούς» των μελλοντικών σωτήρων που θα κηρύσσουν ο καθένας τη δική του αλήθεια. Ο «Μεγάλος αδελφός» του Όργουελ απαιτούσε την πίστη και μέσω αυτής την υποταγή. «Η πίστη σώζει», αλλά δεν υπόσχεται και τη γνώση. Τελικά, το «δεν το πιστεύω» είναι θέμα επιλογής, και η δυνατότητα της επιλογής, ζήτημα ελευθερίας.

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος ( 1962- 2020 )

Καλή αντάμωση αδελφέ!


Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος -Παράξενο ταξίδι

 Ταξίδεψα με την αυγή

σε δρόμους μεθυσμένους

σε φώναξα με μια κραυγή

κι αντίκρισα δυο ξένους

να με κοιτούν παράξενα

και πέρασαν δυο τρένα

σφυρίζοντας και σέρνοντας κάτι παλιά βαγόνια

που τρίζανε και μοιάζανε

μ’ όλους τους ξεχασμένους

δικούς μας έρωτες παλιούς

που κρύφτηκαν στα χρόνια.


Και τότε σου ψιθύρισα

τρεις λέξεις ξεχασμένες

τρεις λέξεις που τις φύλαγα

καλά προστατευμένες.

Και πίστεψα πως μ’ άκουσες

και μούπες δεν πειράζει

ό,τι έγινε είναι σίγουρο

ποτέ του δεν αλλάζει.


Κι οι ξένοι, τότε, μου ‘δωσαν

τσιγάρο να καπνίσω

πρέπει να ήταν ρώσικο

παλιό, βαρύ και μαύρο

και μου είπαν, τότε, δίπλα τους

στον πάγκο να καθίσω

φυσούσαμ’ όλοι τον καπνό,

κοιτάζαμε τον ουρανό,

χτισμένο με τσιμέντο.


Δίπλα μας, τότε, πέρασε ο Άρης Βελουχιώτης

με άτι άσπρο και ψηλό και δίχως συνοδεία.

Ψάχνω να βρω, μας φώναξε,

δρόμους με τ’ όνομά μου

πλατείες με χαμόγελα

παπάδες με κανόνια,

όλους αυτούς που χάθηκαν

σαν έγραφαν στα χιόνια


Ιδέες, σκέψεις φοβερές, ονείρατα του κόσμου.


Μα βγήκαν ήλιοι ξενικοί και σβύστηκ’ η γραφή τους.


Το χιόνι όταν έλιωσε, νερό κατρακυλούσε

ταξίδεψε και έφτασε κοντά μας και μιλούσε

μας είπε πράγματα πολλά που μοιάζαν παραμύθια

κι ύστερα κίνησε γι’ αλλού να πάρει την αλήθεια.


Οι δυο ξένοι έφυγαν και ήρθαν άλλοι δυο

δίπλα μου κάθισαν κι αυτοί, λες κι είμαστε σε πλοίο.

Σε κύμα ταξιδεύαμε και τρεις γαλάζιοι γλάροι

μας ψιθυρίζαν με κραυγές

πως τρεις μικροί φαντάροι

φυτέψαν τα ντουφέκια τους σε λασπωμένο χώμα

και πως το ένα βλάστησε

μα τ’ άλλα γίναν λιώμα.


Κι όμως, αυτά όλα έγιναν

στις λίμνες του μυαλού μου

κι ήσουν κι εσύ και μ’ έβλεπες

στου μπαλκονιού την άκρη

περίμενες να κουραστώ 

να ρίξω κάνα δάκρυ

να κατεβείς να ‘ρθείς κοντά να με παρηγορήσεις.


Ξημέρωσε για τα καλά

οι δρόμοι ξεμεθύσαν.

Πέρασε δίπλα σε τροχούς

μια παλιά λατέρνα.

Μέσα της μπήκα σαν ταξί,

ταξίδεψα σαν μουσική

κι ήρθα πάλι κοντά σου.


Τρεις λέξεις θέλω να σου πω,

μα αν τις πω θα φύγουν.



Παράξενο ταξίδι (μουσική: Νίκος Γράβαρης, ποίηση: Χρίστος Χαραλαμπόπουλος)

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος - Η Μαργαρίτα


Ένας λαχειοπώλης ήταν που γύριζε όλη μέρα με το κοντάρι των λαχνών, πουλώντας ελπίδες για να συμπληρώσει την σύνταξη. Κουτσός αλλά το χαμόγελό του, ολόκληρο. Τον θυμάμαι για χρόνια, να περνά από τη γειτονιά κάθε Τετάρτη.

Στη γωνία, μετά το «γηπεδάκι», υπήρχε μία μάντρα οικοδομών, ένα σιδεράδικο και ένα καφενείο. Πελάτες ελπίδας. Τον είχαν για γουρλή. Κάποιοι είχαν κερδίσει διάφορα μικροποσά αλλά για την εποχή, ήταν λογαριασμός. Λένε, ότι σε ένα (ακαθόριστο) κάποτε, κάποιος ( άγνωστος) είχε πάρει λαχείο από αυτόν, που κέρδισε ένα εκατομμύριο. Ήταν μία φήμη που ο ίδιος ποτέ δεν υποστήριξε αλλά όταν τον ρώταγες αν είναι αλήθεια, σου απαντούσε «που να ξέρω; Τόσα χρόνια πουλάω λαχεία. Αν κάποιος κέρδισε, νάναι καλά και να τα χαρεί».

Η παρουσία του είχε την κανονικότητα ενός ελβετικού ρολογιού. Όταν τον έβλεπες, ήξερες ότι ήταν Τετάρτη. Η πρώτη Τετάρτη που δεν τον είδαμε, ήταν η μέρα της οριστικής του αναχώρησης. Τον είχε κτυπήσει το αυτοκίνητο ενός Αμερικανού στρατιωτικού της βάσης του ελληνικού. Άκρη, με τον Αμερικανό, δεν βρέθηκε. Υπήρχε και η ετεροδικία τότε και ποτέ δεν μάθαμε περισσότερα.

Είχε μια κόρη, που είχε έρθει στη γειτονιά ρωτώντας αν κάποιος ήξερε κάτι. Θυμάμαι ότι ήταν ένα λεπτεπίλεπτο πλάσμα, σχεδόν αέρινο, με ένα τεράστιο χαμόγελο σαν του πατέρα της με γραμμές αβάσταχτης μελαγχολίας, που σπούδαζε στο πανεπιστήμιο και δούλευε κάπου, παράλληλα, γιατί η μητέρα της ήταν κατάκοιτη. Την είχα γνωρίσει γιατί, δεν θυμάμαι πως, ο πατέρας μου είχε φέρει στο σπίτι, το κοντάρι του με τους λαχνούς και ένα τσαντάκι που φορούσε, περασμένο στον ώμο και της τα έδωσε.

Ένα καλοκαίρι, λίγο πριν το μεσημέρι, καθόμουν στην μάντρα έξω από το σπίτι κάτω από τις ακακίες και διάβαζα ΜΠΛΕΚ. Κάποια στιγμή, σηκώθηκα να πιω νερό από το λάστιχο και μόλις πήγα να κλείσω τη βρύση, τον άκουσα να μου λέει «να πιω και ‘γω λίγο, γιέ μου;». Ακούμπησε το κοντάρι των λαχνών στην μάντρα, έβγαλε το τσαντάκι του ώμου και το άφησε δίπλα, έσκυψε, πρώτα έπλυνε το πρόσωπο και μετά ήπιε με μικρές, υπολογισμένες γουλιές.

Έκλεισε την βρύση, τύλιξε γύρω της το λάστιχο, έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη, σκούπισε το πρόσωπό του και κάθισε στη μάντρα. «Πώς το πάθατε, με το πόδι;» τον ρώτησα «δεν σας κουράζει έτσι να περπατάτε και να πουλάτε λαχεία όλη μέρα; Δεν μπορείτε να βρείτε μία πιο ξεκούραστη δουλειά;». Γέλασε. Μου χάιδεψε το κεφάλι. «Η ζωή είναι σαν δρόμος που δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Ούτε τι θα συναντήσεις. Αλλά, ότι και αν γίνει, πρέπει να τον περπατήσεις. Ακόμη και αν είσαι σαν και μένα».

Απάντηση δεν ήτανε αλλά πρώτη φορά –και τελευταία- που του μίλαγα και είχα να ρωτήσω και άλλα. «Δεν μπορείτε να κρατήσετε ένα από τα λαχεία σας που να κερδίζει, για να μην ξαναδουλέψετε;». Ξαναγέλασε. «Δεν πιστεύω στην τύχη. Μόνο στον άνθρωπο» μου είπε. «Δηλαδή, τους κοροϊδεύετε τους ανθρώπους που τους δίνετε λαχεία;» του είπα, λίγο ξαφνιασμένος γιατί μου φάνηκε σαν κακό αυτό που είπε για την τύχη και τον είχα για καλό άνθρωπο.

«Οχι. Δεν τους κοροιδεύω. Αγοράζουν ελπίδες για να ταΐσουν τον χρόνο. Αλλιώς, ο χρόνος θα τους φάει». Έτσι όπως μιλούσε σαν πυθία, ήταν σαν την μακαρίτισσα την γιαγιά, όταν έλεγε τα παραμύθια. «Και πως τους τρώει ο χρόνος τους ανθρώπους;». «Α, όπως μαδάμε την μαργαρίτα. Πέταλο με πέταλο. Κομμάτι – κομμάτι». «Και άμα ο άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει, τι κάνει;» ρώτησα πάλι. «Χμ…» έκανε σαν να σκεφτότανε και με το ένα χέρι έτριψε το πηγούνι λες και αυτό θα βοηθούσε να κατεβάσει μία ιδέα. «Αμα δεν θέλει να πεθάνει, δεν γίνεται μαργαρίτα. Δεν αφήνει να τον μαδήσουνε».

Κοίταξε το ΜΠΛΕΚ. «Μόνο εικονογραφημένα, διαβάζεις;» με ρώτησε. «Οχι» απάντησα λίγο ντροπιασμένος, λίγο προσβεβλημένος. «Και Ιούλιο Βερν, και Δουμά και Βενέζη και Λουντέμη και Μάσκα και άλλους» του είπα. Σηκώθηκε. «Τον γέρο και την θάλασσα, το έχεις διαβάσει;» ξαναρώτησε την ώρα που περνούσε το τσαντάκι στον ώμο και πήρε πάλι το κοντάρι με τους λαχνούς.«Οχι» του είπα. «Ποιος το έχει γράψει;» ρώτησα. «Ο Χέμινγουεϊ» μου απάντησε. «Τον ξέρεις;». «Έχω δει την ταινία για ποιόν κτυπά η καμπάνα» απάντησα περήφανος. «Δεν έχεις διαβάσει, όμως;». «Οχι, δεν έχω» του είπα λίγο πειραγμένος που δεν εκτίμησε το ότι είχα δει την ταινία. «Την άλλη βδομάδα, θα σου φέρω το βιβλίο του Χέμινγουεϊ, με τον γέρο» μου είπε.

Μου χάιδεψε ξανά το κεφάλι και έφυγε. Το βιβλίο, το βρήκα στην μάντρα, εκεί που είχαμε καθίσει, την επόμενη Τετάρτη. Είχε περάσει νωρίτερα από την ώρα του. Μέσα στο βιβλίο είχε υπογραμμίσει μία φράση μόνο. «Ο άνθρωπος καταστρέφεται αλλά δεν νικιέται ποτέ». Το σκέφτομαι πολύ τον τελευταίο καιρό. Να είσαι μαργαρίτα και να τους αφήνεις να σε σκοτώνουν πέταλο με πέταλο και μνημόνιο με το μνημόνιο ή να είσαι άνθρωπος και να το παλεύεις;

Πηγή: Ημεροδρόμος, 27/10/2017.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος- Το ποδόσφαιρο αποκαθίσταται στα γήπεδα των γειτονιών

 Τη συνέντευξη πήρε ο Αδάμος Ζαχαριάδης

Ένας από τους ελάχιστους αθλητικογράφους στην Ελλάδα που ψάχνεται. Οι εκπομπές και τα άρθρα του έχουν πάντα κάτι διαφορετικό να σου προσφέρουν. Όταν πήγαινα να συναντήσω τον Χρίστο Χαραλαμπόπουλο είχα ένα σωρό σκέψεις για τα θέματα που θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε. Μουντιάλ, το ελληνικό ποδόσφαιρο, η οικονομική κρίση και oi κοινωνικές προεκτάσεις της, το γήπεδο της ΑΕΚ, το μάρκετινγκ στον χώρο του αθλητισμού. Στη μιάμιση ώρα που κράτησε η συνάντησή μας είπαμε τόσα πολλά, που δύσκολα χωράνε σε μία συνέντευξη. Επέλεξα ένα μέρος της. 


Τι σου άφησε το Μουντιάλ που μόλις τελείωσε;


Έχω την εντύπωση ότι η παρουσία της Αργεντινής στον τελικό ήταν η τελευταία εμφάνιση ενός ποδοσφαίρου «αλήτικου» ή της αλάνας, αν προτιμάτε, σε αυτό το επίπεδο. Αν δει κανείς τον τρόπο οργάνωσης των δύο ομοσπονδιών, θα παρατηρήσει ότι στη γερμανική περίπτωση έχουμε ένα ποδόσφαιρο προσανατολισμένο στην αγορά, επιστημονικά υποστηριζόμενο, μελετημένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας ενώ στην περίπτωση της Αργεντινής έχουμε μια ομοσπονδία άναρχη, με έναν πρόεδρο ρατσιστή που αντιπροσωπεύει ό,τι χειρότερο υπάρχει στη χώρα, ένα ποδόσφαιρο βαθιά διεφθαρμένο που ουσιαστικά ελέγχεται από τις συμμορίες και κόσμο που σκοτώνεται στα γήπεδα. Ένα ποδόσφαιρο, όμως, που ακόμα και αυτό που σου προσφέρει μέσα στο γήπεδο είναι εντελώς διαφορετικό από το ευρωπαϊκό.


Δύο άλλοι κόσμοι δηλαδή;


Η γερμανική Ομοσπονδία συνεργάζεται με μια εταιρία δημιουργίας λογισμικών, η οποία την έχει προμηθεύσει με ένα πρόγραμμα παρακολούθησης του αντιπάλου που επιτρέπει να στείλεις τις απαραίτητες πληροφορίες στο κινητό του κάθε παίκτη. Με λίγα λόγια, ο Μπόατενγκ είχε πάρει όλες τις πληροφορίες για τον Κριστιάνο Ρονάλντο στο κινητό του προκειμένου να τις μελετήσει. Πάνε δηλαδή, οι παλιές, κλασικές μέθοδοι με το πινακάκι και τα κυκλάκια του προπονητή.

Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε ως ένα ball-game, έγινε money-ball και μετατρέπεται τώρα σε digital-ball. Αυτό μπορεί να είναι ένα θαύμα τεχνολογίας και οργάνωσης αλλά ουσιαστικά παύει να είναι παιχνίδι. Το έχουν απονευρώσει, παύει να είναι απρόβλεπτο, δεν μπορεί να δώσει χαρά. Τι χαρά σου προκαλείται όταν  βλέπεις να παίζουν μηχανές; Στο παιχνίδι μετέχεις γιατί μπορείς μέσα από αυτό να χαρείς και όχι γιατί πρέπει πάση θυσία να κερδίσεις λες και είναι πόλεμος.


Και το βραβείο στον Μέσι;


Όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό το βραβείο ήταν μια επιλογή της Adidas, που είναι χορηγός του Μουντιάλ και του παίκτη. Θα έλεγα ότι ο Μέσι θα ήταν μεγαλύτερος ακόμα και από τον Μαραντόνα αν έβγαινε και έλεγε: «δεν το αξίζω αυτό το βραβείο, δεν το θέλω». Δεν το έκανε.


Οι εταιρίες έχουν διεισδύσει ολοκληρωτικά στο ποδόσφαιρο;


Η Adidas, κάνει τώρα ένα συμβόλαιο-ρεκόρ με την Μάντσεστερ, 750 εκ. στερλινών για τα επόμενα δέκα χρόνια. Υπάρχει μια τεράστια αγορά ποδοσφαιρικού υλικού περίπου 17 δις ευρώ και η μάχη είναι ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι. Όλο αυτό μετατρέπει το ποδόσφαιρο σε ένα μέσο προς την επίτευξη των στόχων της κάθε εταιρίας. Πας και αγοράζεις τη φανέλα της ομάδας σου και μαζί κουβαλάς την εταιρία που την σπονσάρει. Γίνεσαι δηλαδή, ένα ζωντανό διαφημιστικό ταμπλό και δεν πληρώνεσαι καν για αυτό.


Είναι παράλογα ακριβοπληρωμένοι οι ποδοσφαιριστές;


Κάποιοι είναι εξωφρενικά. Από την άλλη, γιατί τα Χρυσάνθεμα του Βαν Γκογκ στοιχίζουν τόσο ή ο ηθοποιός να παίρνει 15 εκατομμύρια για να παίξει σε μια ταινία; Όλα αυτά είναι παραλογισμοί και φούσκες του καπιταλιστικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Η Αγροτική Τράπεζα πουλήθηκε στον Σάλλα 92 εκ ευρώ και ο Ρονάλντο πήγε στη Ρεάλ με 95. Αυτό και μόνο νομίζω απαντά στην ερώτηση.


Και πως εξηγείς το γεγονός ότι ακόμα και έτσι βλέπουμε, συζητάμε, παθιαζόμαστε με το ποδόσφαιρο;


Ο Αξελός, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες φιλόσοφους, έλεγε ότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον κόσμο μέσα από την περιπλάνηση και το παίγνιο. Το ποδόσφαιρο λοιπόν είναι ένα παιχνίδι που μας συνδέει καταρχήν με τα παιδικά μας χρόνια. Όταν παίζαμε χωρίς να έχουμε έγνοιες. Όταν πηγαίνεις να παίξεις ποδόσφαιρο, φεύγεις από τον τωρινό κόσμο και μεταφέρεσαι σε εκείνον της παιδικής σου ηλικίας. Υπάρχουν βέβαια αυτοί που έμαθαν να παίζουν και αυτοί που έμαθαν μόνο να το καταναλώνουν, ως προϊόν. Αν δεν μπορείς να παίξεις και να χαρείς το ποδόσφαιρο τότε δεν έχει καμία σημασία.


Ο Σουάρες είναι από αυτούς που ακόμα παθιάζονται, σαν ένα παιδί που παίζει στην αλάνα του;


Καταρχήν είναι τρομακτικό πως εκμεταλλεύτηκαν το περιστατικό εταιρίες που δεν έχουν καμία σχέση ούτε με το ποδόσφαιρο ούτε με τον Σουάρες. Φτιάξανε διαφημίσεις, σποτάκια κλπ. Από την άλλη, οι εταιρίες που έχουν συμβόλαια με τον Σουάρες ταρακουνήθηκαν γιατί, όπως είναι διαμορφωμένη η αγορά, το δάγκωμα και η συμπεριφορά του προκαλούν ζημιά στην εικόνα τους. Όσον αφορά αυτό που ρώτησες όμως θέλω να πω το εξής: Ο Σουάρες, όπως και οι περισσότεροι Λατινοαμερικάνοι παίκτες, είναι ένα παιδί που μεγάλωσε παίζοντας pelota, το ποδόσφαιρο του δρόμου. Εκεί θα δαγκώσεις για να πάρεις τη μπάλα να παίξεις. Όταν έχεις μεγαλώσει σε μια διαλυμένη οικογένεια, στους δρόμους που μεγάλωσε ο Σουάρες, θα το κουβαλάς πάντα αυτό μέσα σου. Κι όταν θα πιεστείς, όταν θα είσαι σε μια ξένη χώρα και θα νοσταλγείς τον τόπο σου, όταν νιώθεις ανασφαλής, θα ενεργοποιηθεί. Οι ποδοσφαιριστές είναι άνθρωποι. Ολόκληρος Ζιντάν έδωσε την κουτουλιά στον Ματεράτσι και τον ξάπλωσε κάτω. Είναι πολύ εύκολο να μιλάμε και να κρίνουμε τους ανθρώπους, εκ του ασφαλούς, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για αυτούς ή το περιβάλλον τους. Δεν ξέρω πόσοι από αυτούς που γράφουν και κρίνουν τον Σουάρες έχουν καν πάει στα μέρη που μεγάλωσε.


Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις τέτοιων παικτών.


Βέβαια. Ο Μπέκαμ θεωρείται το πρότυπο του ποδοσφαιριστή – μάρκετινγκ. Πριν από αυτόν όμως, υπήρχε μια άλλη περίπτωση που θα μπορούσε να το κάνει αλλά δεν βγήκε λόγω χαρακτήρα, ίσως και λόγω χρώματος. Αναφέρομαι στον Νικολά Ανελκά. Πήγε στα 19 του χρόνια στη Ρεάλ, 12 δις. Το marketing-icon όμως δεν πέτυχε γιατί ο Ανελκά είχε άλλη στάση ζωής. Η αγορά δεν σηκώνει τέτοια πράγματα. Ή μάλλον θέλει μια ελεγχόμενη αλητεία, τύπου Ρονάλντο.


Ο Νεϊμάρ σε ποια κατηγορία ανήκει;


Όταν είχε πάει στην Μπάρτσα, αναρωτιόμουν αν είναι έτοιμος κι αν θα ταιριάξει αγωνιστικά. Δύο μήνες μετά, ανακηρύχθηκε ο πιο υποσχόμενος ποδοσφαιριστής στο μάρκετινγκ. Αυτό νομίζω λέει πολλά. Το ότι δεν είναι αυτό που τον παρουσιάζουν, φάνηκε και στο Μουντιάλ. Δεν μπορεί ακόμα να κάνει τη διαφορά σε τόσο ψηλό επίπεδο. Μπορεί κάποτε να γίνει Ριβάλντο, αλλά ακόμα δεν είναι.


Είδαμε και μια Βραζιλία εντελώς «αποβραζιλοποιημένη». Πως το σχολιάζεις;


Οι Βραζιλιάνοι από το 1982 αποφάσισαν ότι θέλουν να κερδίζουν και όχι να παίζουν ωραία. Άρχισαν να παράγουν διαφορετικού τύπου ποδοσφαιριστές. Παλιά το «βραζιλιάνος αμυντικός» ακουγόταν σαν ανέκδοτο. Πλέον, οι καλοί τους παίκτες είναι όλοι αμυντικογενείς. Το μότο του Σκολάρι είναι «δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παίζουμε καλή μπάλα, μας ενδιαφέρει να κερδίζουμε». Τώρα πληρώνουν αυτή την απόφαση.


Το 7-1 ήταν χειρότερο από την ήττα στον τελικό του 1950;


Δεν το ξέρω αλλά νομίζω ότι θα το βιώσουν λιγότερο βαριά. Τότε οι άνθρωποι δεν είχαν πολλές διεξόδους, πέραν του ποδοσφαίρου. Τώρα βγαίνεις από το γήπεδο και βρίσκεις χίλια άλλα πράγματα να κάνεις. Τότε ο Μπαρμπόσα ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος μέχρι να πεθάνει. Τώρα τους πόνεσε, λογικό άλλωστε, αλλά θα το ξεπεράσουν. Θα μείνει βέβαια στην ιστορία καθώς είναι η μεγαλύτερη ήττα σε παιχνίδι Μουντιάλ.


Γιατί στην Ελλάδα δεν ευδοκίμησε ένα παράδειγμα ομάδας λαϊκής βάσης;


Νομίζω ότι καταρχήν είναι ένα θέμα παιδείας. Ο τρόπος που βλέπουμε το ποδόσφαιρο. Δεύτερον, έχει να κάνει με το θεσμικό πλαίσιο και το πως η Πολιτεία φτιάχνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται το άθλημα. Όταν αυτό το πλαίσιο είναι ένας μηχανισμός παραγωγής ανομίας, ιδιοτέλειας και εκμετάλλευσης, ο υγιής κόσμος κάποια στιγμή θα αρχίσει να αποστασιοποιείται. Πολλοί αγαπούν την ομάδα τους αλλά δεν αντέχουν τον εκάστοτε πρόεδρο ή μεγαλομέτοχο. Αυτοί που έχουν στα χέρια τους τις ομάδες δεν είναι άνθρωποι που αγαπούν το παιχνίδι και δεν έχουν στο νου τους τη σωστή οργάνωση της ομάδας. Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι εδώ και χρόνια ένας πελατειακός μηχανισμός κυρίως με το κράτος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η ιστορία με τον Ντέμη στην ΑΕΚ ήταν μια καλή ευκαιρία να έχουμε ένα τέτοιο παράδειγμα αλλά δεν το χειρίστηκε καλά.

Στη Γερμανία, για παράδειγμα, θεσμοθετημένα οι ομάδες ανήκουν κατά 52% στους φιλάθλους τους.


Έχει αλλάξει και ο τρόπος που το ζούμε εμείς, οι φίλαθλοι;


Εννοείται. Θυμάμαι στην πρώτη πορεία του Πολυτεχνείου ότι κατέβηκε κόσμος με κασκόλ και μετά πήγε στο Καραϊσκάκη σε ένα παιχνίδι του Ολυμπιακού. Τώρα καθόμαστε και το βλέπουμε στην τηλεόραση. Δεν κοινωνικοποιείται ο κόσμος στο γήπεδο, όπως παλιά. Κι αυτοί που πάνε, κάθονται το βλέπουν, τρώνε και ένα μπέργκερ και φεύγουνε. Επιπλέον, μάθαμε να αγαπάμε τη νίκη  περισσότερο από το παιχνίδι. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας. Ένα από τα πράγματα που σκοτώνουν το παιχνίδι είναι και το στοίχημα. Σκέψου ότι ο άλλος παίζει under το παιχνίδι και κάθεται να το δει και παρακαλά να μην μπει γκολ. Αν το σκεφτείς είναι αδιανόητο. Στο σλόγκαν «υποστηρίζουμε ό,τι παίζουμε» απαντάμε «υποστηρίζουμε ό,τι μας λέει η καρδιά μας».


Οι αθλητικογράφοι έχουν την κατάλληλη παιδεία ή έχουν κι αυτοί τις ευθύνες τους;


Μεγάλες ευθύνες. Θα είχε ενδιαφέρον να κάναμε μια έρευνα και να δούμε πόσα και ποια βιβλία έχουν διαβάσει οι αθλητικογράφοι φέτος. Μια φορά είχε πάει δημοσιογραφική αποστολή να καλύψει το παιχνίδι της εθνικής με τη Μάλτα. Μόνο ο Πανούτσος, από τους αθλητικογράφους που ήταν εκεί, ήξερε ότι στη Μάλτα βρίσκεται ο μόνος εκτός Ιταλίας πίνακας του Καραβάτσιο. Για μένα αυτό είναι αδιανόητο, δεν μπορεί το ποδόσφαιρο να μην είναι κομμάτι του πολιτισμού.


Είναι όμως και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές. Δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα Ελλήνων ποδοσφαιριστών που να έχουν πάρει θέση πάνω σε κοινωνικά ζητήματα. Ιδιαίτερα στην εποχή που ζούμε.


Κι αυτό θέμα παιδείας είναι. Ξεκινάμε με μια αντίληψη να μην μπλέκουμε το ποδόσφαιρο με την πολιτική. Μια αντίληψη των προέδρων ουσιαστικά που επιβάλλεται στο παιχνίδι. Αν εξαιρέσεις την περίπτωση του Σάββα Κωφίδη ή παλιότερα του Δεληκάρη δεν μπορώ πράγματι να σκεφτώ κάποιον άλλο. Αλλά και η ίδια η κοινωνία, δεν είναι έτσι; Εδώ βλέπεις τις καθαρίστριες, που είναι μια χούφτα γυναίκες που δεν το βάζουν κάτω και ασχολούνται μαζί τους 100-200 άνθρωποι.


Το τελευταίο διάστημα έχουν βγει διάφορες αποκαλύψεις γύρω από τον χώρο του ποδοσφαίρου. Πως τα βλέπεις εσύ αυτά και γιατί γίνονται τώρα οι αποκαλύψεις αυτές;


Είναι απότοκα μιας άρρωστης κοινωνίας.  Χρόνια τώρα τα συζητάγαμε αυτά αλλά η πολιτεία δεν αποφάσιζε να ασχοληθεί. Προφανώς, όταν τα συμφέροντα αρχίζουν να γίνονται πιο μεγάλα, μεγαλώνουν και οι μάχες. Με το Τσάμπιονς Λιγκ και τα τηλεοπτικά έχει μεγαλώσει πολύ η πίτα.

Έχεις ακούσει ή διαβάσει εσύ κάποια ανακοίνωση της ΕΠΟ για το ζήτημα; Έστω ρε παιδί μου κάτι τυπικό για τις τηλεφωνικές συνομιλίες που βγήκαν; Τίποτα. Αυτό νομίζω τα λέει όλα.


Πολύς λόγος γίνεται τελευταία και για το γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. 


Έχω ένα φίλο 92 χρονών, Μικρασιάτη που μου είπε ότι θέλει να πεθάνει μόλις χτιστεί το γήπεδο. Βλέπει το χωράφι όπως είναι τώρα και λέει ότι είναι σαν μια πληγή ανοιχτή που αιμορραγεί. Είναι αδιανόητο να μην έχει η ΑΕΚ γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Δεν χρειάζεται όμως ένα γήπεδο που να έχει 40 μαγαζιά και 70 φαστφουντάδικα. Μπορεί να γίνει ένα γήπεδο 30.000 θέσεων χωρίς να πειράξουν το πάρκο. Το επιχείρημα ότι είναι εγκαταλελειμμένο δεν μου λέει τίποτα γιατί αν η τοπική αυτοδιοίκηση είχε τα λεφτά που της έχουν κόψει μια χαρά θα το είχε το πάρκο. Με ενόχλησε η λογική του ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί μια λύση και να συζητήσουμε με τον Μελισσανίδη. Ειλικρινά δεν την καταλαβαίνω. Και θέλω να πω και το εξής: Σε όλη αυτή την ιστορία το κλειδί δεν είναι το γήπεδο. Είναι ο έλεγχος της εταιρίας που θα διαχειρίζεται το γήπεδο. Σε ποιανού τα χέρια θα είναι. Αυτό είναι πολύ σοβαρό ζήτημα.


Υπάρχει και το ζήτημα της χρηματοδότησης από την Περιφέρεια.


Είναι επίσης πολύ σοβαρό θέμα. Η Περιφέρεια δηλαδή βρίσκει τρόπο να χρηματοδοτήσει ένα γήπεδο και δεν καταφέρνει να χρηματοδοτήσει άλλα πράγματα που είναι πρώτης ανάγκης στην κοινωνία; Ποιές είναι οι προτεραιότητές μας ως κοινωνία. Σε μια περίοδο βαθιάς ανθρωπιστικής κρίσης, όταν πεθαίνει κόσμος στα νοσοκομεία επειδή δεν έχουμε φάρμακα, όταν κάνουμε περισσότερους ακρωτηριασμούς από όσους στο Αφγανιστάν γιατί οι διαβητικοί δεν βρίσκουν φάρμακα, έχουμε προτεραιότητα να χτίσουμε ένα γήπεδο; Αν είναι έτσι τότε να πάω να πεθάνω σε ένα μεγάλο γήπεδο.


Μήπως και η Αριστερά δεν προσεγγίζει σωστά το ποδόσφαιρο;


Ακόμα δεν έχει κατανοήσει η Αριστερά τι είναι το ποδόσφαιρο, πως αλλάζει, τι καταστάσεις διαμορφώνει μέσα στην καπιταλιστική διαδικασία και τι πρόταση πρέπει να έχει για το παιχνίδι. Είναι η μόνη που έχει τα εργαλεία για να το κάνει και δεν το κάνει. Πρέπει να υπερασπιστεί και το παιχνίδι ως τέτοιο αλλά κυρίως τη δυνατότητα των ανθρώπων να έχουν χώρους, όπου ελεύθερα και δωρεάν θα μπορούν να το παίξουν. Αν δεν κλοτσήσω την μπάλα δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω το παιχνίδι. Το ρημάδι το παιχνίδι πρέπει να το αποκαταστήσουμε. Και αυτό δεν γίνεται στα γήπεδα των ομάδων. Γίνεται στα γήπεδα των γειτονιών. Και η Αριστερά έχει να προσφέρει σε αυτό.


Οι προπονητές


Γίνεται μεγάλη κουβέντα τα τελευταία χρόνια για τους προπονητές. Εσύ ποιόν προτιμάς;


Θεωρώ ότι ο Γκουαρντιόλα είναι μια εξαιρετική περίπτωση. Είναι ένας πολυδιάστατος άνθρωπος. Διαβάζει βιβλία, πάει κινηματογράφο, παρακολουθεί το θέατρο. Μαζεύει από παντού πράγματα που φορτώνει μετά στο ποδόσφαιρο. Γενικά αν το κοιτάξεις θα δεις ότι οι πιο ενδιαφέροντες προπονητές είναι αυτοί που είναι λίγο κοσμοπολίτες. Οι Ολλανδοί που γυρίζουνε από χώρα σε χώρα, ο Μουρίνιο που ήταν μεταφραστής κ.ο.κ. Και βέβαια ο Βενγκέρ ο οποίος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Ένας οικονομολόγος που έσωσε στην πραγματικότητα την Άρσεναλ μέσω του πλάνου της πώλησης κατοικιών στο Χάιμπουρι. Ένας άνθρωπος που άλλαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο. Πήγε εκεί και στην αρχή τον έλεγαν Mr Brokoli γιατί τους άλλαξε τις διατροφικές συνήθειες. Και μετά το πρώτο πρωτάθλημα βγήκε ο Τόνυ Άνταμς και είπε: «Τον λέγαμε Κλουζώ όταν ήρθε αλλά τώρα πρέπει να τον λέμε Mr Windows».

Από αυτούς που έχουν περάσει από Ελλάδα;

Ο Βαλβέρδε ήταν, κατά την άποψή μου, η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ήταν και αυτός ένας άνθρωπος πολυδιάστατος. Έχω την εντύπωση ότι και ο Ρανιέρι είναι μια τέτοια περίπτωση και θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι μπορεί να κάνει στην Εθνική. Πιο παλιά, ο Ίβιτσα Όσιμ του ΠΑΟ ήταν εξαιρετική περίπτωση.


Πηγή – εποχή

Αναδημοσίευση από: https://eleutheriellada.wordpress.com/

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος - Η Μαργαρίτα


Ένας λαχειοπώλης ήταν που γύριζε όλη μέρα με το κοντάρι των λαχνών, πουλώντας ελπίδες για να συμπληρώσει την σύνταξη. Κουτσός αλλά το χαμόγελό του, ολόκληρο. Τον θυμάμαι για χρόνια, να περνά από τη γειτονιά κάθε Τετάρτη.
Στη γωνία, μετά το «γηπεδάκι», υπήρχε μία μάντρα οικοδομών, ένα σιδεράδικο και ένα καφενείο. Πελάτες ελπίδας. Τον είχαν για γουρλή. Κάποιοι είχαν κερδίσει διάφορα μικροποσά αλλά για την εποχή, ήταν λογαριασμός. Λένε, ότι σε ένα (ακαθόριστο) κάποτε, κάποιος ( άγνωστος) είχε πάρει λαχείο από αυτόν, που κέρδισε ένα εκατομμύριο. Ήταν μία φήμη που ο ίδιος ποτέ δεν υποστήριξε αλλά όταν τον ρώταγες αν είναι αλήθεια, σου απαντούσε «που να ξέρω; Τόσα χρόνια πουλάω λαχεία. Αν κάποιος κέρδισε, νάναι καλά και να τα χαρεί».
Η παρουσία του είχε την κανονικότητα ενός ελβετικού ρολογιού. Όταν τον έβλεπες, ήξερες ότι ήταν Τετάρτη. Η πρώτη Τετάρτη που δεν τον είδαμε, ήταν η μέρα της οριστικής του αναχώρησης. Τον είχε κτυπήσει το αυτοκίνητο ενός Αμερικανού στρατιωτικού της βάσης του ελληνικού. Άκρη, με τον Αμερικανό, δεν βρέθηκε. Υπήρχε και η ετεροδικία τότε και ποτέ δεν μάθαμε περισσότερα.
Είχε μια κόρη, που είχε έρθει στη γειτονιά ρωτώντας αν κάποιος ήξερε κάτι. Θυμάμαι ότι ήταν ένα λεπτεπίλεπτο πλάσμα, σχεδόν αέρινο, με ένα τεράστιο χαμόγελο σαν του πατέρα της με γραμμές αβάσταχτης μελαγχολίας, που σπούδαζε στο πανεπιστήμιο και δούλευε κάπου, παράλληλα, γιατί η μητέρα της ήταν κατάκοιτη. Την είχα γνωρίσει γιατί, δεν θυμάμαι πως, ο πατέρας μου είχε φέρει στο σπίτι, το κοντάρι του με τους λαχνούς και ένα τσαντάκι που φορούσε, περασμένο στον ώμο και της τα έδωσε.
Ένα καλοκαίρι, λίγο πριν το μεσημέρι, καθόμουν στην μάντρα έξω από το σπίτι κάτω από τις ακακίες και διάβαζα ΜΠΛΕΚ. Κάποια στιγμή, σηκώθηκα να πιω νερό από το λάστιχο και μόλις πήγα να κλείσω τη βρύση, τον άκουσα να μου λέει «να πιω και ‘γω λίγο, γιέ μου;». Ακούμπησε το κοντάρι των λαχνών στην μάντρα, έβγαλε το τσαντάκι του ώμου και το άφησε δίπλα, έσκυψε, πρώτα έπλυνε το πρόσωπο και μετά ήπιε με μικρές, υπολογισμένες γουλιές.
Έκλεισε την βρύση, τύλιξε γύρω της το λάστιχο, έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη, σκούπισε το πρόσωπό του και κάθισε στη μάντρα. «Πώς το πάθατε, με το πόδι;» τον ρώτησα «δεν σας κουράζει έτσι να περπατάτε και να πουλάτε λαχεία όλη μέρα; Δεν μπορείτε να βρείτε μία πιο ξεκούραστη δουλειά;». Γέλασε. Μου χάιδεψε το κεφάλι. «Η ζωή είναι σαν δρόμος που δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Ούτε τι θα συναντήσεις. Αλλά, ότι και αν γίνει, πρέπει να τον περπατήσεις. Ακόμη και αν είσαι σαν και μένα».
Απάντηση δεν ήτανε αλλά πρώτη φορά –και τελευταία- που του μίλαγα και είχα να ρωτήσω και άλλα. «Δεν μπορείτε να κρατήσετε ένα από τα λαχεία σας που να κερδίζει, για να μην ξαναδουλέψετε;». Ξαναγέλασε. «Δεν πιστεύω στην τύχη. Μόνο στον άνθρωπο» μου είπε. «Δηλαδή, τους κοροϊδεύετε τους ανθρώπους που τους δίνετε λαχεία;» του είπα, λίγο ξαφνιασμένος γιατί μου φάνηκε σαν κακό αυτό που είπε για την τύχη και τον είχα για καλό άνθρωπο.
«Οχι. Δεν τους κοροιδεύω. Αγοράζουν ελπίδες για να ταΐσουν τον χρόνο. Αλλιώς, ο χρόνος θα τους φάει». Έτσι όπως μιλούσε σαν πυθία, ήταν σαν την μακαρίτισσα την γιαγιά, όταν έλεγε τα παραμύθια. «Και πως τους τρώει ο χρόνος τους ανθρώπους;». «Α, όπως μαδάμε την μαργαρίτα. Πέταλο με πέταλο. Κομμάτι – κομμάτι». «Και άμα ο άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει, τι κάνει;» ρώτησα πάλι. «Χμ…» έκανε σαν να σκεφτότανε και με το ένα χέρι έτριψε το πηγούνι λες και αυτό θα βοηθούσε να κατεβάσει μία ιδέα. «Αμα δεν θέλει να πεθάνει, δεν γίνεται μαργαρίτα. Δεν αφήνει να τον μαδήσουνε».
Κοίταξε το ΜΠΛΕΚ. «Μόνο εικονογραφημένα, διαβάζεις;» με ρώτησε. «Οχι» απάντησα λίγο ντροπιασμένος, λίγο προσβεβλημένος. «Και Ιούλιο Βερν, και Δουμά και Βενέζη και Λουντέμη και Μάσκα και άλλους» του είπα. Σηκώθηκε. «Τον γέρο και την θάλασσα, το έχεις διαβάσει;» ξαναρώτησε την ώρα που περνούσε το τσαντάκι στον ώμο και πήρε πάλι το κοντάρι με τους λαχνούς.«Οχι» του είπα. «Ποιος το έχει γράψει;» ρώτησα. «Ο Χέμινγουεϊ» μου απάντησε. «Τον ξέρεις;». «Έχω δει την ταινία για ποιόν κτυπά η καμπάνα» απάντησα περήφανος. «Δεν έχεις διαβάσει, όμως;». «Οχι, δεν έχω» του είπα λίγο πειραγμένος που δεν εκτίμησε το ότι είχα δει την ταινία. «Την άλλη βδομάδα, θα σου φέρω το βιβλίο του Χέμινγουεϊ, με τον γέρο» μου είπε.
Μου χάιδεψε ξανά το κεφάλι και έφυγε. Το βιβλίο, το βρήκα στην μάντρα, εκεί που είχαμε καθίσει, την επόμενη Τετάρτη. Είχε περάσει νωρίτερα από την ώρα του. Μέσα στο βιβλίο είχε υπογραμμίσει μία φράση μόνο. «Ο άνθρωπος καταστρέφεται αλλά δεν νικιέται ποτέ». Το σκέφτομαι πολύ τον τελευταίο καιρό. Να είσαι μαργαρίτα και να τους αφήνεις να σε σκοτώνουν πέταλο με πέταλο και μνημόνιο με το μνημόνιο ή να είσαι άνθρωπος και να το παλεύεις;
Του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου
Πηγή: Hμεροδρόμος

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος- Ο Τζίμης ο κυλάει (αποσπάσματα)


Χρίστος Χαραλαμπόπουλος | SDNA

[…] Γυρίζει στον καφετζή, του σφυρίζει και του κάνει ένα νόημα δυσερμήνευτο. Εκείνος έρχεται και ακουμπάει πάνω στο ποδοσφαιράκι ένα μεγάλο μπλοκ ζωγραφικής, με ένα από εκείνα τα παλιά μεταλλικά στιλό, με τα τέσσερα διαφορετικά μελάνια. Ο Τζίμης άρχισε να σχεδιάζει πάνω στο χαρτί, με σκυμμένο κεφάλι, μιλώντας ασταμάτητα.


«Μου περνιέσαι και για διαβασμένος… πώς βλέπεις, ρε αγροίκε, ένα έργο γλυπτικής και ψάχνεις τον κάθετο άξονα στο έργο; Έτσι έπρεπε να βλέπεις και τον Κούδα στο γήπεδο».


[…] Μιλούσε και ζωγράφιζε με παροξυσμό στό χαρτί τις γραμμές για δεκάδες παιχνίδια, εκατοντάδες φάσεις… ζωγράφιζε πυρετωδώς χιλιάδες επινοήσεις και πάνω στο χαρτί του βγαίνανε σχήματα γεωμετρικά, όλων των ειδών, σχήματα αλλόκοτα, παράξενα… έβγαιναν αστέρια, πουλιά, χαμόγελα, μέχρι και τρεχαντήρια, πράγματα που ποτέ δεν είχα φανταστεί.


«Και θες να καταλάβεις, ρε χαμουτζή, από Κούδα… δεν τα χωράει κάτι τέτοια το κουκούτσι σου… […] Λέγε, ρε χαμουτζή, το χωράει το κουκούτσι σου; Το χωράει ότι το ποδόσφαιρο είναι τέχνη και γεωμετρία; Ότι ένα γλυπτό σε φυσικό μέγεθος μπορεί να κινείται στο γήπεδο; Ότι στο γήπεδο ο κύκλος τετραγωνίζεται; Το χωράει ρε; Σε ρωτάω… […] Έπρεπε τα γήπεδα απ΄ έξω να ΄χουνε την ίδια επιγραφή που είχε και η ακαδημία του Πλάτωνα –μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω– και τότε να δούμε πού θα βλέπατε μπάλα…»


[…] Βάζει τα χέρια του πάνω στις ρόδες κι αρχίζει να σπρώχνει το καροτσάκι προς την έξοδο. […]


«Ρε Τζίμη, δεν μου είπες… τι ήτανε, τελικά, για σένανε ο Κούδας;»


Ο Τζίμης σταμάτησε το καροτσάκι, γύρισε, με κοίταξε με εκείνα τα λαμπερά πράσινα μάτια που είχαν βουρκώσει και μου είπε με καθαρή φωνή:


«Τα πόδια μου, ρε χαμουτζή… τα πόδια μου…»


Ύστερα έβαλε τα χέρια του σταθερά στις ρόδες, έγειρε ελαφρά προς τα εμπρός, κατέβηκε σιγά σιγά την μπάρα και χάθηκε στον μισοσκότεινο δρόμο. Μέσα στο καφενείο άρχισε να ψιχαλίζει…


Χρίστος Χαραλαμπόπουλος (1962-06/09/2020)


από τη συλλογή: Το ημίχρονο του θανάτου, Ελληνικά Γράμματα 2005.


Πηγή:https://sarantakos.wordpress.com/2010/07/27/podosfairo/