Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γαλάτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γαλάτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

 Η ΝΕΚΡΗ


Τη βρήκα να κείτεται νεκρή σε ύπτια θέση

στο κεφαλόσκαλο του δεύτερου ορόφου΄

κάποιος φαίνεται

διευκόλυνε την κάθοδό της στον Άδη

αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο του φωταγωγού.

Τ΄ αγκιστροειδή, ασάλευτα πλέον μαύρα ποδαράκια της

έμοιαζαν να μουντζώνουν το θεό κατάμουτρα

όπως συνηθίζαμε τα χρόνια εκείνα να λέμε

ιδίως για τις αναποδογυρισμένες χελώνες΄

έκτοτε όλα τα αναστραμμένα πλάσματα και πράγματα

μου έδιναν πάντοτε αυτή την αίσθηση

μέχρι σήμερα που όλα μου φαίνονται ανάποδα

κι ο κόσμος στην πορεία του

μεταμορφώνεται καθημερινά και μόνιμα

σ΄ένα πελώριο φασκέλωμα.



ΤΟ ΣΚΕΛΕΘΡΟ


Ήμουν χαμένος στο δάσος

μα δεν με κυνηγούσαν τώρα τα θεριά ούτε οι δαίμονες

γιατί στη μνήμη μου αναδύθηκε απροσδόκητα

το σκέλεθρο ενός τραγιού

γαντζωμένο στις καρβουνιασμένες λόχμες

σ΄ένα καταράχι της Νισύρου πλάι στο ηφαίστειο.


Φαίνεται πως είχε ξαστοχήσει το κοπάδι και το μονοπάτι του

κι απόμεινε να σιγολιώνει εκεί αιωρούμενο

μέσα στο θειάφι και τις αναθυμιάσεις από το ηφαίστειο

που σκόρπιζε ολόγυρα ο λίβας.


Κι όπως έλαμπε στον αδυσώπητο ήλιο

το κούτελό του κάτασπρο με τα μπλάβα κέρατα

φάνταζε διπλή η κόλαση του Ιουλίου

και η κόλασή μου.




ΕΙΔΑ


Όνειρο ήταν δεν ήταν όνειρο΄


Είδα τον Νηρέα

να κατεβαίνει τη Μεγάλη Στράτα

με το καλάμι, την απόχη και την τρίαινα,


τη μάνα μου είδα

να ετοιμάζει στην αυλή την αλισίβα

κι ύστερα τον πατέρα μου να ανεβάζει

μ ΄ένα σκοινί από το πηγάδι τον μικρό μου αδερφό

κουβαλώντας απ΄το δροσερό σκοτάδι

ένα πελώριο καρπούζι.


Είδα τον πάππο μου ένα χάραμα του Μάρτη

να προλαβαίνει με το ραβδί του το κακό το φίδι

στη χελιδονοφωλιά ψηλά επάνω στο χαγιάτι

κι ακόμα πιο βαθιά τη βάβω μου

στον τοίχο να στεριώνει του περιβολιού

τη ρημαγμένη τριανταφυλλιά μετά τη θύελλα.


Όνειρο ήταν δεν ήταν όνειρο

είδα τον Νηρέα

ν΄ανεβαίνει τροπαιοφόρος τη Μεγάλη Στράτα

με μια σμέρνα κρεμασμένη στην τρίαινα.




Ο ΝΕΚΡΟΣ


Τώρα παλεύω να λύσω τις ταινίες

που φασκιώνουν τα χέρια και τα πόδια μου

να σκίσω το σουδάριο, ν΄αποδείξω επιτέλους

πως δεν είμαι πια νεκρός

αν και απώλεσα οριστικά το μέτρο να διακρίνω

τη γραμμή ανάμεσα στους ζώντες και τεθνεώντες.


Ίσως μόνο η Μάρθα να γνωρίζει την αλήθεια

που αναλώθηκε αδιαμαρτύρητα στη διακονία

και η Μαρία όταν σκόρπιζε απερίσκεπτα τα΄αρώματά της

χωρίς να λογαριάζει την αμύθητη αξία τους,

κι ακόμα πιο βαθιά όσοι αγάπησαν τον πλησίον τους

ως σεαυτόν.


Μα τί εστί ο πλησίον

και πώς θ΄αποφασίσουμε να μοιραστούμε τον ίδιο κλήρο

εγώ στον έρμο βράχο καρφωμένος

κι εσύ χαμένος σε μιαν ατέλειωτη κατάδυση.


ΜΑΡΙΝOΣ 1974

Ἦταν οἱ νύχτες ποὺ τὰ σκυλιὰ σ’ ἀναγνωρίζανε
ὅταν πηδοῦσες τὸ χαντάκι
κι ἔτρεχες γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου
σφίγγοντας τοὺς πεσσοὺς στὰ χέρια
γι’ αὐτοὺς ποὺ θὰ χαράζανε στὴ σάρκα σου
μὲ πυρωμένο σίδερο τ’ ἄλλο πρωὶ
ὅσα συνθήματα κι ἐπιγραφὲς
δὲν θὰ προλάβαινες νὰ σημαδέψεις στὰ ντουβάρια.
 
Δὲν μ’ ἄκουγες ὅταν σοῦ φώναζα
«πρόσεχε λίγο, μὴν τρέχεις ἔτσι γρήγορα
κάποτε θὰ σὲ λησμονήσουν τὰ σκυλιὰ
κάποτε θὰ χυμήξουν πάνω σου
νὰ σὲ κατασπαράξουν»
καὶ ἄλλες παραινέσεις καὶ συμβουλὲς ἐνάρετες
ποὺ βρώμισαν τὰ χρόνια μου
μὲ φρόνηση κι ἀξιοπρέπεια.
 
Μὰ σὺ δὲν ἤσουνα παρὼν
εἶχες πηδήξει κιόλας τὸ χαντάκι
γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου
κι ἐνῶ δυνάμωνε ἡ φωνή μου
τὴ σοφή της σύνεση
τὴ δυσωδία της ἔπνιγες
στὸν ἄσπιλο της ἀρετῆς σου ἀσβέστη.



ΤΟ ΑΙΜΑ


Δεν μπορώ να ζήσω ούτε να πεθάνω.


Περίμενε, μου είπες τότε, περίμενε

θ΄αλλάξει ο κόσμος

θα΄ρθούν άλλα παιδιά

το μεσημέρι θα πηδήξουμε το φράχτη

κι ο ύπνος μας θα΄χει σκαλώσει στις φραγκοσυκιές

μαζί με τις φωνές της μάνας σου,


μετά θα΄αρχίσει ο πετροπόλεμος

κι όταν πνιγούν οι γειτονιές στο αίμα

περίμενε, θα σου φωνάξω, περίμενε

θ΄αλλάξει ο κόσμος

θα΄ρθούν άλλα παιδιά

το μεσημέρι θα πηδήξουμε το φράχτη


κι ύστερα πάλι ο πετροπόλεμος.


Θαλασσινό κοιμητήρι


  Παις ο αιών...

  Ηράκλειτος

Μα κι όταν είδα κόκαλά σου γεγυμνωμένα

κι εννόησα επιτέλους το θάνατο

κι εννόησα στο ανοιξιάτικο ψιχάλισμα

την πανουργία του καιρού

δε λοξοδρόμησα στο μονοπάτι με τα κυπαρίσσια,


πήδηξα πάλι την ξερολιθιά

που χώριζε τους τάφους απ΄ το κύμα

κι εκεί στην άκρη του νερού

άρχισα να ξεδιαλέγω τα βότσαλα

και τα σπασμένα κεραμίδια

σαν άλλοτε που παραβγαίναμε

ποιός θα ρίξει περισσότερες ξυστές

στης θάλασσας τη ράχη.


Έτσι μεσ΄ στον αιώνα

βρήκα το παιδί να παίζει

γι' αυτό και δεν χρειάστηκε ποτέ να λογαριάσω

ανάμεσα στα μνήματα και το νερό

σε ποιόν ανήκε η βασιλεία.


Πηγή:https://www.poetenladen.de/luftfracht/tassos-galatis.php

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Τάσος Γαλάτης -Το μνημόσυνο


Μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά τους
οι γέροι του χωριού σου πέθαιναν
καρφώνοντας τα μάτια τους
ψηλά στο πέτρινο καμπαναριό
με τους αγγέλους.
Την άλλη αυγή
ξεπλέναμε τα χέρια μας στα χιόνια
κι έτσι σωνόταν ο Φλεβάρης
ερχόταν άνοιξη θαρρώ
κι ο Μάρτης στο μνημόσυνο,
στη γειτονιά σου σκόρπιζε
μαύρα τα χελιδόνια…

Τάσος Γαλάτης (1937 - )

Πηγή: Τα χαράγματα, Πλέθρον, Αθήνα 1986.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

 Μηχανή

Αν σε παραπλανήσουν
τα μελωδικά πουλιά,
νύχτα τα πεινασμένα τσακάλια
ν΄ακούσεις.
Αλλά περίμενε,
για να εξιχνιάσεις
τις προθέσεις του δάσους,
την όρασή σου εξάσκησε
για μια πυκνότερη έκταση,
που θέση να μην αφήνει
σε καταιγίδες
και δέντρα λεηλατημένα –

Πόσο φτωχικούς μας κάνουν τα τεχνάσματα…

#

Παλίρροια

Για τον νεροκουβαλητή

στοιχηματίζω
μια στέρνα
μ’ ανεξάντλητα νερά
κι ένα παιδί

να πνίγεται στα δάκρυά του.

**

Το δέντρο

Το δέντρο μου αποκαλύφθηκε
καθώς ο άνεμος έσερνε τα κλαδιά του
κι η νύχτα μετέδιδε την ευοσμία του΄
εφτάψυχο και πολύψυχο είναι, στοχάστηκα,
τι πλούτος η ανταύγεια των ίσκιων του τη νύχτα,
όταν ο νέος στον κορμό του ελίσσεται
και ψάχνει στις σκοτεινές αμασχάλες
τη γλαύκα να εύρει κι εκείνη σκούζει,
πουλί θανάτου και πουλί σοφίας, ως ωνομάσθη
από προγόνους και δεισιδαίμονες.
Τι πλούτος τα φύλλα του για τον οδοκαθαριστή,
που τώρα πέφτουν και καλύπτουν το στενό δρόμο
και στο πρεβάζι του παραθύρου μου
τα περιστρέφει ο αγέρας΄
α, όλα τούτα περιγραφής άξια – κι όχι μόνο΄
εγώ το δέντρο κοιτάζω:
είναι κει, αμετακίνητο΄
σ΄όλες τις εποχές τέλεια η προσφορά του
κι έτοιμο για νέες περιπέτειες
μες από της ακινησίας του το πάθος,
γιατί παρέλειψα να σας μιλήσω για τη ρίζα του,
συνείδηση πιο κραταιή
στην αλαφρομυαλιά των φυλλωμάτων

#

Το βασίλειο των πουλιών

Για να γίνει ο θάνατος
βασίλειο των πουλιών
κι οι πέτρινοι σταυροί στα μνήματα
τα πιο αυθεντικά σημάδια
για τα χρόνια σου,

ω αγάπη μου,

ήταν το χιόνι
που μας θάμπωνε
ή τάχα ένα αρχάγγελος
τίναζε τις φτερούγες του;


Το μνημόσυνο

Μ΄ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά τους
οι γέροι του χωριού σου πέθαιναν
καρφώνοντας τα μάτια τους
ψηλά στο πέτρινο καμπαναριό
με τους αγγέλους.

Την άλλη αυγή
ξεπλέναμε τα χέρια μας στα χιόνια
κι έτσι σωνόταν ο Φλεβάρης
ερχόταν άνοιξη θαρρώ
κι ο Μάρτης στο μνημόσυνο
στη γειτονιά σου σκόρπιζε
μαύρα τα χελιδόνια…

#

Χαράγματα στην Αλυκή της Θάσου

Ωραία είναι η Νικοβούλη στην Έφεσο
και όμορφος ο Φίλων,
η Κροκωτίς και η Μυρσίνη,
ο Δορυμένης και ο Δρόμων,
Διμύλος, Σίμος και Αριστογείτων
όλοι τους νέοι και καλοί.

Μάρτυρας αψευδής η αρχαία πέτρα
είχανε φίλους αφοσιωμένους
κι εραστές πιστούς.
Μακάριος ο ύπνος τους
άρωμα πεύκου και θαλασσινό αγέρι
ας μυρώνει πάντα τ΄όνομά τους
αυτοί, Θεέ μου, μοιραστήκαν την αγάπη…


**

Νικοβούλη η εν Εφέσω καλή

Δέσποινα ή εταίρα
αυλητρίς ή ορχηστρίς
αρχόντισσα ή θεραπαινίδα
ποτέ δεν θα το μάθουμε
ούτε και τ’ άλλα επίλοιπα του βίου της,

μα είναι ωραία η Εφέσια Νικοβούλη
κι αυτό είν΄αρκετό
μαζί με την αγάπη του ταξιδεμένου εραστή της
που φωτίζει ακόμη το ρεπιασμένο ιερό
για να διαψεύσει τον σκυθρωπό της πρόγονο΄

ελικοβλέφαρη και γλυκομείλιχη
δεν είναι η φωτιά ούτε ο πόλεμος,
τροπές της Ομορφιάς και της Αγάπης
μαζί σου ο κόσμος Νικοβούλη.


Το σκοτάδι

«Και να προσέχεις το σκοτάδι»
έλεγε η μητέρα μου
και με συνόδευε ανήσυχη ως την εξώπορτα΄
οι λασπωμένοι δρόμοι
έστηναν το μεσοχείμωνο πολλές παγίδες.

Μα ποιος την άκουγε
και πώς να την ακούσω
τώρα που άσφαλτα βαδίζω για το αξημέρωτο σκοτάδι
κι όλα μοιάζουν αλλόκοσμα
σαν τις παρατημένες τηλεοπτικές συσκευές
πλάι στους κάδους των απορριμμάτων
κι εκείνο τον καθαριστήρα στο κατώφλι δεξιά
για το ξελάσπωμα των παπουτσιών
όταν επέστρεφα τ΄άγρια μεσάνυχτα.


Το γουργουρητό

Ακόμη κι αν συγκατανεύεις στις θωπείες μου,
δεν κάνεις λιγότερο ανοίκειο το απροσπέλαστο΄
είσαι μια λόχμη παντοτινά νυχτερινή και αδιαπέραστη
που δεν αυλάκωσαν ποτέ οι άνεμοι της ιστορίας
κι όσο βυθίζεσαι μ’ ατέλειωτα γουργουρητά στην αγκαλιά μου
τόσο πιο σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο
προβάλλει το ακατανόητο,
σαν τα σουβλερά σου δόντια και τα νύχια
που δήθεν ανεξίκακα στα παίγνια μας
μαγκώνουν τις παλάμες μου.

Συνέχισε, συνέχισε το αέναο γουργουρητό,
τις γνώρισα τις χαρακιές της μοίρας
τα δόντια και τα νύχια της·
είδα τα μάτια της μέσα στα μάτια σου
κι ένιωσα το ακατανόητο να πάλλεται ολοζώντανο
σαν την κοιλιά σου μες στα χάδια μου.


Η διαδήλωση

Πρέπει να οργανωθεί εξάπαντος
μια οικουμενική, μια παγκόσμια διαδήλωση
άνθρωποι ζώα και φυτά
οι θάλασσες και τα θαλάμια τους, τα σύννεφα και οι ανέμοι
με επικεφαλής τη γάτα μου και την τριανταφυλλιά μου
όλα τα πλάσματα να σμίξουν
σε μιαν ατέλειωτη, ασίγαστη διαμαρτυρία

να συντριβεί οριστικά ο Άδης
να πάψει πια η τρομοκρατία του θανάτου΄
ν΄ ακουστεί πάλι ο λόγος «Γεννηθήτω Φως».

Πηγή: https://frear.gr/?p=28421

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

  

ΑΥΓΗ

 

Σβύσαν οι φωτιές της νύχτας

κι οι φωνές που με πολιορκήσανε,

γίνονται τιτιβίσματα πουλιών

στις τζιτζιφιές και τη μεγάλη λεύκα.

 

Πλησιάζω στο παράθυρο˙

κανείς δεν περιμένει έξω˙

κοιτάζω πιο καλά,

κανείς δε φαίνεται στο δρόμο.

Στέκομαι κι αφουγκράζομαι˙

κάτι ακούω τώρα καθαρά:

είναι του μεροκαματιάρη τα βήματα.

 

Πόσο ξοδεύτηκα σε περιττές αγωνίες, Κύριε...

 

«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ»

 

 

EGRETTA ALBA

 

Τώρα ο καιρός με τη χρυσαλλίδα παίζει

και τον ερωδιό ερωτεύεται.

Στην πλαγιά με τα κούμαρα

θα σας συναντήσω πάλι,

ω φίλοι,

που σας παραπλάνησαν οι αετοί,

μη μ’ αποπαίρνετε

από κει ψηλά,

ξέρω για να σας πω

τις περιπέτειες ενός εντόμου˙

τάχα, δεν είναι αρκετό,

την είσοδό μου στο δάσος

να προετοιμάσω...

 

«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ»

 

 

ΨΗΛΟ ΒΟΥΝΟ

 

Ψηλό βουνό για τις αμαρτίες μου

μισό θαμμένο στον ουρανό

και στα πόδια του,

σκορπισμένοι αριθμοί απ’ τα παιδικά μου

τετράδια.

 

Ήτανε δύσκολο τ’ ανηφόρισμα

και σου το ’λεγα,

μα συ στον πυρετό σου μπέρδευες

τ’ άστρα και τα χαλίκια...

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΖΩΔΙΟ

 

Ψηλά το κυπαρίσσι,

που έδιωχνε τους νεκρούς μου

λάφυρο της περιστεράς.

 

Κι ο τοξότης,

ωραίος που διάβαινε το περιβόλι

σημαδεύοντας στο χώμα

σκιές που ξέφευγαν από τις φυλλωσιές

και κάποτε σε ταραχή

της σαύρας τη λιγοθυμιά

ή σε μεγάλο φόβο

το κακό της όχεντρας

καύκαλο της χελώνας

κρύβοντας το ριζικό βαθιά μέσα στα χόρτα.

 

΄Ω κι άλλα λόγια!

 

Που θάλεγαν τα χείλια

τανύοντας το στέρνο του ως την κορφή,

κει που σωνόταν η ψυχή

με τα πουλιά γιορτάζοντας.

 

Κι έργα, όχι της ηδονής

αλλά των γυμνών του οστών η εντέλεια

κει που το βέλος σπαράζοντας θα κάρφωνε

χέρια, όχι της πληρωμής,

αλλά στα πυκνά του μαλλιά μέσα πλάθοντας

από τους καιρούς αδαπάνητη φλόγα!

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

APIS MELEFICA

 

Ζαλισμένη απ’ τον καπνό του δωματίου,

πάσχιζε να διαφύγει μ’ απελπισμένο βόμβο

στ’ αντικείμενα που μάντευε κάποιαν έξοδο

προτιμώντας ιδιαίτερα τα διάφανα σκεύη,

ώσπου τανύοντας σε μιαν ύστατη προσπάθεια

τ’ αδύναμα πια φτερά της

γαντζώθηκε σπαράζοντας  στο έρημο υαλοστάσιο.

 

Βέβαια το ’ξερα, η αιχμάλωτη μ’ αγνοούσε

κι ούτε γύρεψε να χρησιμοποιήσει το κεντρί της

καθώς πλησίαζα την άφτρα του τσιγάρου μου,

άπλωνε μόνο τις κεραίες της μ’ απόγνωση,

μάταια καλώντας τις συντρόφισσές της.

 

Έξω το σμήνος είχε κυριεύσει την πλαγιά

κι ένας βόμβος ασυνήθιστος

μαρτυρούσε κάποια καινούργιαν αποικία

στην όχθη με τις φορτωμένες φουντουκιές.

....................................................................

 

΄Αφησα τη νεκρή στο δάπεδο

κι άνοιξα το παράθυρο,

για να παρακολουθήσω το σμήνος.

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

 

Σελίδα πρώτη, στίχος πρώτος

μετρώντας από την αρχή και σ’ όλες τις επόμενες σελίδες

με ιδιαίτερη προσοχή στα συνώνυμα

περιφράσεις και μεταφορές, να διαγραφούν όχι,

μάλλον ν’ αντικατασταθούν οι λέξεις ζωή και θάνατος.

 

Μια πρώτη βέβαια λύση, μπορεί κι η ασφαλέστερη,

τ’ αποσιωπητικά μέσα σ’ αγκύλες ή και παρενθέσεις,

μ’ αν τύχει και σας σφίγγει ο βρόχος το λαιμό

τότε τ’ αλγεβρικά στοιχεία, μια βιαστική εξίσωση

ή κάποια δύναμη απειροστή

με ακόμη ένα ενδεχόμενο, το πιο παρήγορο:

τ’ αστέρι Χ και πλάι ένας αριθμός, έτη φωτός εκατομμύρια

(τ’ άλλο, που το φώτισε το αίμα σου

το βράδυ εκείνο μες τις πασχαλιές,

δε θ’ ανατείλει πια, μου είπες).

 

Μένει ο τίτλος.

΄Ω, να μπορούσα έτσι να σταθώ

σαν το πισσόχαρτο της πινακίδας στα συρματοπλέγματα

κι ο ήλιος του μεσημεριού να πυρπολεί

σ’ όλα τα μάτια των ανίδεων

άσπιλο τον ασβέστη της επιγραφής˙

ΠΡΟΣΟΧΗ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

 

ΚΑΙ κάποτε μεριάζανε τα σύννεφα

κι έλαμπε ολόκληρο το Μαίναλο

μ’ αχάραγο στις ράχες του το χιόνι

λειψανοθήκη ασημένια

με τα κόκαλα της κλεφτουριάς

τα χρόνια του μεγάλου σηκωμού

ιστορημένη στη Στεμνίτσα.

 

Μεριάζανε τα σύννεφα στην Οστρακίνα

κι από τα ρέπια του Αργυρόκαστρου

και του Ζαντέ τον πύργο στο Βαλτεσινίκο

τις εκκλησιές με τα ψηλά καμπαναριά

που πελεκούσαν με καημούς Λαγκαδιανοί μαστόροι,

 

βουβό κι ασάλευτο μας κοίταζε

πέτρινο το Εικοσιένα.

 

 ΧΙΟΝΙΑ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

Η ΕΞΟΡΙΑ

 

Ο θείος μου ο Γιώργος

όταν γύριζε από την εξορία

μ’ έπαιρνε από το χέρι

και μου μιλούσε για τους ποιητές

που σήμερα κανείς δεν τους θυμάται

και είναι πιο λησμονημένοι απ’ τους εξόριστους

και τους αγίους στης μητέρας μου το εικονοστάσι.

 

΄Ω Ανθία

με τα σφυρίγματα του Σατανά

και τους αλήτες σου

Πορφύρα με τα δάκρυα των πραγμάτων

ώ εξορία παντοτεινή κι αλύτρωτη

μνήμη ανελεήμονη της Ομορφιάς

σαν τα γυαλιά της φυλακής

τ’ αγκαθερά συρματοπλέγματα

στις ξέρες του Αιγαίου.

 
Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΟΥΤΟΣ

 

Ο μακαρίτης ο Σωκράτης

συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου

κι άλλοτε πάλι

ο συχωρεμένος ο Μιλτιάδης

και πάει λέγοντας

ως τους Κολοκοτρωναίους και το Μιαούλη.

 

Τώρα μακαρισμένος πια κι αυτός

μεσ’ στους μακαρισμένους

στο αγιασμένο  εικονοστάσι της φυλής

δώσ’ του φτερούγες Θε μου

να ξαναφτάσει το παιδί

που φορτωμένο το σακούλι του

τραβούσε από τη Χούτσαινα

για την Ανδρίτσαινα

νυχτόμερα σε λόγγους και ρουμάνια περπατώντας

για να μάθει γράμματα,

 

κι έτσι μια σχόλη

στο πατρικό του σπίτι να ξημερωθεί

αντάμα με τους Κολοκοτρωναίους

και το Σωκράτη δάσκαλο...

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΝΟΝΑ

 

ΑΧ Θε μου

που δε σε είδα ποτέ μου,

 

στέναζε συχνά πυκνά η νόνα μου η Κανέλλα

πότε στον αργαλειό ισιάζοντας το υφάδι

πότε στο λόγγο ζαλωμένη πουρναριές

στ’ αμπέλι, στο περβόλι, στις ελιές και στη νεροτριβή

κι όταν κατάκοπη τα βράδια

συνταύλιζε τα κούτσουρα στο τζάκι.

 

Μα εγώ που ολιγόπιστος

σ’ έψαχνα μάταια στον ουρανό

σε είδα και σε άγγιξα ακέριο Θε μου

στον άγιο μόχθο της˙

πώς ευωδιάζει σαν εκκλησιά το σπίτι

όταν η μάνα μου απλώνει τα κιλίμια της.

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

 

Παις ο αιών...

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

 

ΜΑ κι όταν είδα κόκαλά σου γεγυμνωμένα

κι εννόησα επιτέλους το θάνατο

κι εννόησα στο ανοιξιάτικο ψιχάλισμα

την πανουργία του καιρού

δε λοξοδρόμησα στο μονοπάτι με τα κυπαρίσια,

 

πήδηξα πάλι την ξερολιθιά

που χώριζε τους τάφους απ’ το κύμα

κι εκεί στην άκρη του νερού

άρχισα να ξεδιαλέγω τα βότσαλα

και τα σπασμένα κεραμίδια

σαν άλλοτε που παραβγαίναμε

ποιος θα ρίξει περισσότερες ξυστές

στης θάλασσας τη ράχη.

 

΄Ετσι μεσ’ στον αιώνα

βρήκα το παιδί να παίζει

γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε

ποτέ να λογαριάσω

ανάμεσα στα μνήματα και το νερό

σε ποιον ανήκε η βασιλεία.

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»


BOOGIE – WOOGIE

 

ΩΡΑΙΕΣ του μάμπο

κι ωραίες του μπούγκι – γούγκι

τώρα σημαδεμένες από τον καιρό

χίλιες φορές ωραίες

χίλιες φορές ταξιδεμένες

με τους πελώριους κεκρύφαλους

και τους πανύψηλους κοθόρνους.

Πόσοι αιώνες φλυαρίας

στο ψιλικατζήδικο με τα φτηνά καλλυντικά

στο γύρο της μικρής πλατείας με τις ακακίες

στα σταυροδρόμια και στα κεφαλόσκαλα˙

ο ακονιστής, ο παλιατζής, η γύφτισσα

και ο σακατεμένος στρατιώτης.

Είδα το γράμμα που διπλώνατε στον κόρφο σας

σας έφερα το κοκοράκι για τον πονοκέφαλο

το Ζέφυρο και το Ρομάντζο

άκουσα τα χωνιά και τα συνθήματα

τους πυροβολισμούς μεσ’ στο σκοτάδι

γι’ αυτό ποτέ μη σταματάτε

λικνίστε ακόμη στο χορό σας το παιδί

που άλλαζε βελόνες στο γραμμόφωνο

ώ αρχαγγέλισσες νυχτερινές

ωραίες του μάμπο

κι ωραίες του μπούγκι – γούγκι ...

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ

 

ΛΟΙΠΟΝ ο Δρόμων ήταν σκλάβος.

Το βρήκα ψάχνοντας αργότερα στο λεξικό

πως έτσι φώναζαν συχνά τους δούλους

κι αναστατώθηκα στις υποθέσεις˙

πώς βρέθηκε στη Θάσο

να ήταν Σκύθης, Ασιάτης ή Αφρικανός,

΄Ελληνας από κάποια κουρσεμένη κώμη

και δούλευε ολημερίς στα λατομεία

ή τον παζάρευε τ’ αφεντικό του στο λιμάνι

όταν ο σύντροφός του χάραζε

στο στυλοβάτη του ιερού ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ.

 

Αχ Δρόμωνα με τα φτερά στα πόδια

τρέξε σ’ αυτό το ποίημα και ζωντάνεψέ το

οργάνωσε με τους συντρόφους σου μιαν ανταρσία

και λεηλατήστε, κάψτε

περάστε με φωτιά και σίδερο

τις κομψοέπειες και τα φτιασίδια μου

λευτερώστε μέσα μου τον ποιητή από το γραφιά

κι έπειτα πάρτε με μαζί σας στα λατομεία τ’ αληθινά

να μαθητέψω πλάι σας το μυστικό

της κάθε λέξης πώς να πελεκάω και να σπάω

όπως γυμνοί στον ήλιο σπάτε την πέτρα και το μάρμαρο.

 

Αχ Δρόμωνα με τα φτερά στα πόδια

δεν γράφτηκε μια Ιλιάδα

για τη δική σου την οργή.

 

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»



Πηγή:https://zourtsa.gr/TasosGalatis.htm

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Τάσος Γαλάτης - Ο αμαλάκιστος


Χ. Ρ.

Εσύ δεν κάνεις για δω
είσαι ακόμη «αμαλάκιστος», του είπαν
και τον έδιωξαν.

Ήταν δεν ήταν έντεκα χρονώ
και πώς να τα ’βγαζε πέρα με τα θηρία της λαχαναγοράς·
μα πού να ήξεραν
την ευδόκιμη μετ’ ου πολύ θητεία του
στο θανάσιμο για τα ήθη εκείνου του καιρού αμάρτημα
– μια ιστορία εξίσου οδυνηρή
αλλά δεν είναι του παρόντος –

Θα ’βρισκε αλλού δουλειά
θα χτυπούσε άλλες πόρτες
τι άλλο του έμενε με τον πατέρα του στις εξορίες
και τη μανούλα του ολημερίς στις φάμπρικες.

Μου αφηγήθηκε το περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πια για τα καλά με τις δικές του εξορίες
τη δικηγορική και τα κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «αμαλάκιστος»!

Λευκόθριξ
γάστρων ολίγο λόγω της οινοφλυγίας
μ’ ένα μπαλονάκι στην καρδιά
στ’ άπατα πνιγμένος
από τη μαλακία της λεγόμενης μεταπολίτευσης.


Ανιπτόποδες και σφενδονήτες, 2005

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

 [Από την ενότητα: «ΟΙ ΣΚΙΕΣ»]

ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ

Παρόν είναι το άρρητο
πλησιέστερο κι από την ερημιά του Πακιστανού
που έχει απλώσει τις ευτέλειές του
στην τρίτη στάση Χολαργού˙

Με κυνηγούν νυχθημερόν
τα γεμάτα προσδοκία μάτια του
κάτι πρέπει να πάρω, τα χυδαία τιμαλφή
που μιμούνται τα αθάνατα πετράδια
όσα θάμπωσαν τους αλλοτινούς ποιητές
δεν μʼ αφήνουν ασυγκίνητο.

Αμέθυστοι, σμαράγδια και τοπάζια
μαργαριτάρια, κεχριμπάρια, διαμαντόπετρες
η χυδαία τους απομίμηση
δεν καταργεί το άρρητο
τα μάτια του ανέστιου μετανάστη
το διαβεβαιώνουν.

`

*

ΑΣ ΓΕΙΡΩ

Σαν τον ναρκομανή
που ψάχνει μάταια να βρει μια φλέβα
στο αφανισμένο του κορμί
κι όλη μέρα ζητιανεύει στα λεωφορεία και τον υπόγειο
λίγες πεντάρες για τη λυτρωτική του δόση,

Έτσι κι εγώ γυρεύω
σαν αστροπελέκι να χυθεί μέσα στο αίμα μου το έλεός
Σου
κι ας γείρω σαν όλα τʼ άλλα σου παιδιά
σʼ ένα παγκάκι της Ομόνοιας
ή στην τρομερή στοά που βγαίνει στη Λυκούργου.

`

*

ΤΟ ΜΗΔΕΝ

Και μη θαρρείτε ότι διαβάζετε ιστορία
είναι μονάχα οι τρόμοι μου, οι φαντασιώσεις μου
πιο αληθινές από την αλήθεια
λιγότερο φανταστικές από το θεό
πανάρχαιες σαν τον κόσμο μα πιο αληθινές από αυτόν
πιο πραγματικές από σας.

Πιο αληθινές από την αλήθεια
και πάντοτε λιγότερο από την Καλογραίζα
τα Πατσαβουρέϊκα, του Μουταλάσκη
ώσπου παύω να υπάρχω, παύουμε να ζούμε
είμαστε ο μολυσμένος αέρας που σκέπασε τις γειτονιές
μας
είμαστε το μηδέν.


ΣΤΑ ΠΑΤΣΑΒΟΥΡΕΪΚΑ


Στην Καλογραίζα, στα Πατσαβουρέικα
μαινόταν ο εμφύλιος, γνώρισα ένα μάγκα
στην Κασταμονής αρχάγγελος και στη Βοσπόρου
λεβέντης στο πιοτό ατράνταχτος
κι όταν μεθούσε με τον άκρατο λαμπάδιαζε τις γειτονιές με το τραγούδι του,
άστραφταν οι μαύρες μέρες του ’48.

Ξεμέθυστος την άλλη μέρα ανέβαινε στη σκαλωσιά
σκαρφάλωνε στα ύψη το ’κανε ανάληψη
πύρινες γλώσσες καίγανε την Καλογραίζα
λες κι ήταν Πεντηκοστή
ενώ εγώ ψιθύριζα έντρομος/
όπως μας μάθαιναν στο κατηχητικό
«Ελέησόν με Κύριε ο Θεός, ελέησόν με»
ώσπου κατάλαβα επιτέλους και του φώναξα σε άλλη γλώσσα
τη δική του γλώσσα, την ακατανόητη σ’ εμέ
«Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά».
****

[Από την ενότητα: «Ο ΜΑΥΡΟΠΟΔΑΡΟΣ»]

ΠΡΩΪ

Βγαίνοντας γύρω στις δέκα για την εφημερίδα
τον είδα ξαπλωμένο σʼ ένα παγκάκι
απέναντι από το Γενικό Κρατικό.
Δεν μπορεσα να διακρίνω τη μορφή του
ήταν πεσμένος μπρούμυτα,
πρόσεξα μόνο τις γυμνές πατούσες του
κατάμαυρες και ξεραμένες,
σαν παχύ στρώμα πετρωμένης καρβουνόσκονης οι φτέρνες του.

Διάβηκα τη λεωφόρο για το περίπτερο
κι όταν επέστρεφα τον ξαναβρήκα πάλι ακίνητο, σχεδόν
νεκρό.
Στάθηκα για λίγο παρατηρώντας τις πατούσες του
λες κι είχε περπατήσει πάνω σε κατράμι.

Κανένας δεν του έδινε σημασία
όλοι περίμεναν αδημονώντας το λεωφορείο τους
και τον κακό τους τον καιρό.

`

*

ΒΡΑΔΙ

Ήμουνα πάλι βιαστικός
Έπρεπε να φτάσω εγκαίρως στον ΑΘΗΝΑΙΟΝ˙
θέλω να βρίσκομαι στον κινηματογράφο
πριν αρχίσουν οι διαφημίσεις.

Ξαφνικά τρόμαξα,
κάτι σαν βρυχηθμός ακούστηκε, σαν βόγγος
και είδα να με πλησιάζει βρομερός και δολοφονικός,
έτσι θάρρεψα, μα εκείνος στάθηκε σμίγοντας τα χέρια
του
σαν να προσευχόταν στην εκκλησία, λες και ήμουν εικόνισμα
ένα ευρώ, ένα ευρώ μονάχα, είμαι Πολωνός
ενώ με τύλιγε η μπόχα του αλκοόλ.

Πήρε το νόμισμα κι έφυγε τρεκλίζοντας μαζί με τον
φόβο μου
μα εγώ έβλεπα μόνο τις γυμνές πατούσες του
μαύρες, καρβουνιασμένες σαν τον κατακαημένο το
Μωριά
πιο μαύρες κι από το καταραμένο τελευταίο καλοκαίρι.

`

*

ΙΣΩΣ ΡΩΜΙΟΣ

Σίγουρα δεν ήταν Πολωνός
η φάτσα του δεν πρόδινε παρόμοια καταγωγή
ίσως να ήταν Αλβανός ή Κούρδος, πιθανότατα Ρωμιός
με υποψίασαν τα εύηχα ελληνικά του
ναι Ρωμιός απʼ τον κατακαημένο τον Μωριά
εκεί μαύρισαν οι πατούσες του.

Μεσάνυχτα και κάτι
λέω να κατέβω, να του δώσω τα κλειδιά μου
κι εγώ να πάρω τη θέση του στο παγκάκι
δεν θα κακονυχτήσω δα
το καταραμένο καλοκαίρι κρατάει
ο Μωριάς φλέγεται ακόμα
μα πάλι λέω, μάλλον δεν είναι Ρωμιός, Έλληνας δεν
είναι
πέστε μου είδατε πουθενά κανένα Έλληνα
σ΄ετούτο το καταραμένο καλοκαίρι

υπάρχουν ακόμη Έλληνες;

`

*

ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Σάββατο πρωί διασχίζοντας τη λεωφόρο
πάλι για τις εφημερίδες και τις προσφορές τους
δεν τον βλέπω στο παγκάκι του˙
ίσως διάλεξε κάποιαν άλλη στάση
για να εξοικονομήσει την τενεκεδένια μπίρα του.

Με κυνηγάνε οι τύψεις
έπρεπε να του φανώ πιο γενναιόδωρος
πόσο έχω καταντήσει αισθηματικός
αφού καλά το ξέρω δεν πρόκειται ποτέ να εμπιστευτώ
σε άλλον τα κλειδιά μου
όσο κι αν λαχταρώ να γίνει επί τέλους γης Μαδιάμ το
σπίτι μου
κι έτσι να βρω κι εγώ μια θέση σʼ ένα παγκάκι
ανάσκελα ή μπρουμυτισμένος, αδιάφορος για όλους τους
ανίδεους
όπως μου αξίζει, όπως λαχαίνει σε όλους τους απόκληρους
που έχουν πλημμυρίσει την οικουμένη.

`

*****

[Από την ενότητα: «ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΑΗ»]

ΕΝΑΣ ΔΙΚΟΣ ΤΟΥΣ

Σταδίου και Πανεπιστημίου κι όχι μοναχά εκεί
τα συναντάω στο Σύνταγμα και στην Κλαυθμώνος
στη Βασιλίσσης Σοφίας και στη Ρηγίλλης
στο τέρμα των Αμπελοκήπων, Κηφισίας, Μιχαλακοπούλου, Μεσογείων.

Εγώ μονάχα ένα χάδι βιαστικό μπορώ να τους χαρίσω˙
ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν τη λεωφόρο
περιμένουν υπομονετικά το πράσινο
για να περάσουν στην Κοραή.

Εκεί παράδοξα ησυχάζουν˙
Μοναχά όταν διαβαίνει κάποιος κουρελής
δείχνουν τα δόντια τους, γαβγίζουν
λες και μαντεύουν την αγριότητα της μοναξιάς,
της ερημιάς τη φρίκη.

Εμένα με γνωρίζουν, είμαι ο δικός τους˙
στομώνουν και ημερεύουν με τα χάδια μου,
παύουν να κυνηγούν τους μετανάστες.

`

*

ΩΣ ΤΟ ΑΛΛΟ ΦΑΝΑΡΙ

Όταν σκύβω να τα χαϊδέψω
μοιάζουν τελείως αδιάφορα, στην αρχή δεν αντιδρούν
μάλλον παραξενεύονται˙
ποιός ναʼ ναι αυτός ο έρμος πιθανόν να αναρωτιούνται
σιγά-σιγά όμως παραδίνονται στα χάδια μου˙
ξύνω τʼ αυτιά τους, τη μουσούδα τους,
τεντώνουν το λαιμό τους,
ξαφνικά πέφτουν ανάσκελα
και με προκαλούν σε μίαν ακατανόμαστη λαγνεία.

Μα δεν κρατάει όσο θα ήθελα η ευτυχία˙
σύντομα θα μʼ εγκαταλείψουν
σαν να μου λένε ως εδώ,
ένας περαστικός είσαι κι εσύ όπως όλοι
που τρέχουνε ιδρωκοπώντας στις δουλειές και στις
ερημιές τους
φρόντισε κι εσύ για τη δική σου ερημιά
μην προσπαθείς να μας πλανέψεις,
ως το άλλο φανάρι θα μας έχει λησμονήσει.

`

*****

[Από την ενότητα: «ΜΙΑ ΓΑΤΑ»]

ΜΙΑ ΓΑΤΑ

Είναι μια μαύρη, μία συνηθισμένη γάτα
δεν διαφέρει σε τίποτε από τις κεραμιδόγατες
στους κάδους των απορριμμάτων
ή αυτές που καθημερινά κείτονται ξεκοιλιασμένες στη
λεωφόρο.

Μα όταν με καρφώνει με τα μάτια της
μοιάζει σαν να έχει φτάσει ως εδώ από ένα πανάρχαιο
ταξίδι
παλιότερο απότ ον κατακλυσμό του Νώε ή του Δευκαλίωνα
από τις πυραμίδες της Σακκάρα ή την κοιλάδα των Βασιλέων
ερωμένη κάποιου μεγαλώνυμου Ραμσή
συντροφεύοντας ίσως στην ερημιά του Σινά τον Μωυσή.

Την βλέπω ξαφνικά να περπατάει
στην υπόστυλη αίθουσα του Κάρνακ
να λιάζεται, να χασμουριέται, να τεντώνεται στο τέμενος του Λούξορ˙
είναι μια μαύρη γάτα, μια κοινή γάτα
θα μπορούσατε να τη συναντήσετε απαράλλαχτη
σε όλη την οικουμένη, στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν.

Είναι η γάτα μου.

`

*

Η ΔΕΗΣΗ

Όταν ακούω το νιαούρισμα σου
είναι σαν νʼ ακούω τη δέηση για κάποια δυνατή αθανασία.

Ακονίζεις τα νύχια σου στις ψάθες
παίζεις με τα ξεφτίδια της πολυθρόνας
κανένα έντομο, καμμία σαρανταποδαρούσα δεν σου
ξεφεύγει
όπως κανένα πλάσμα δεν γλυτώνει στον κόσμο τούτο
από τη θηριωδία του Θεού,
ζούμε στην οικουμένη των προγραμμένων.

Μαντεύω τι θέλεις να μου φανερώσεις
όταν βυθίζεσαι σʼ έναν ύπνο ατελείωτο
λες και γυρεύεις να μου πεις
πόσο καταδεχτική είναι η νύχτα που με περιμένει.

Ξάφνου ξυπνάς από τον παρατεταμένο λήθαργο
ακονίζεις πάλι τα δόντια και τα νύχια σου
έτοιμη νʼ αδράξεις ένα ξεφτίδι αθανασίας
να προκαλέσεις τον Θεό με τα νιαουρητά σου
τα χασμουρητά σου, τα παιχνίδια σου.

Να δείξεις πόσο είσαι παντοδύναμη
όταν με γλέιφεις, και με γλείφεις και γλείφεις.

`

*

Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Αν ήμουνα σοφώτερος
ίσως να συλλάβιζα τώρα τʼ όνομά σου
στις πινακίδες της Αγάδης
σε κάποιο κατήφορο της Πύλου ή των Μυκηνών
μπορεί ακόμη να φιλοτεχνούσα τη σφραγίδα σου
με τα φημισμένα ιερογλυφικά.

Μα είμαι αγράμματος
το μόνο που μπορώ να αναγνωρίζω κάπως
είναι τα γεμάτα με απορία μάτια σου
όταν σʼ εγκαταλείπω για να παραδοθώ στις ερημιές μου
όταν επιστρέφω εξουθενωμένος από την αναζήτηση
χωρίς να έχω συναντήσει τον Θεό.

Μα συ γιʼ αυτόν κάτι γνωρίζεις αλλά μου το κρύβεις
όταν πηδάς στους ώμους μου
κι αρχίζεις να με γλείφεις σαν μαινάδα
στον τράχηλο, στους κροτάφους, στη φαλάκρα μου
με τόση βακχική μανία ώσπου ξαφνικά
νιώθω να πάλλεται στη σάρκα σου η απεραντοσύνη
πιο πεισματικά κι από την απουσία του Θεού.


Πηγή:  Τάσος Γαλάτης, Νυχτερινή Οξυγραφία, Τυπωθήτω