Η ΝΕΚΡΗ
Τη βρήκα να κείτεται νεκρή σε ύπτια θέση
στο κεφαλόσκαλο του δεύτερου ορόφου΄
κάποιος φαίνεται
διευκόλυνε την κάθοδό της στον Άδη
αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο του φωταγωγού.
Τ΄ αγκιστροειδή, ασάλευτα πλέον μαύρα ποδαράκια της
έμοιαζαν να μουντζώνουν το θεό κατάμουτρα
όπως συνηθίζαμε τα χρόνια εκείνα να λέμε
ιδίως για τις αναποδογυρισμένες χελώνες΄
έκτοτε όλα τα αναστραμμένα πλάσματα και πράγματα
μου έδιναν πάντοτε αυτή την αίσθηση
μέχρι σήμερα που όλα μου φαίνονται ανάποδα
κι ο κόσμος στην πορεία του
μεταμορφώνεται καθημερινά και μόνιμα
σ΄ένα πελώριο φασκέλωμα.
ΤΟ ΣΚΕΛΕΘΡΟ
Ήμουν χαμένος στο δάσος
μα δεν με κυνηγούσαν τώρα τα θεριά ούτε οι δαίμονες
γιατί στη μνήμη μου αναδύθηκε απροσδόκητα
το σκέλεθρο ενός τραγιού
γαντζωμένο στις καρβουνιασμένες λόχμες
σ΄ένα καταράχι της Νισύρου πλάι στο ηφαίστειο.
Φαίνεται πως είχε ξαστοχήσει το κοπάδι και το μονοπάτι του
κι απόμεινε να σιγολιώνει εκεί αιωρούμενο
μέσα στο θειάφι και τις αναθυμιάσεις από το ηφαίστειο
που σκόρπιζε ολόγυρα ο λίβας.
Κι όπως έλαμπε στον αδυσώπητο ήλιο
το κούτελό του κάτασπρο με τα μπλάβα κέρατα
φάνταζε διπλή η κόλαση του Ιουλίου
και η κόλασή μου.
ΕΙΔΑ
Όνειρο ήταν δεν ήταν όνειρο΄
Είδα τον Νηρέα
να κατεβαίνει τη Μεγάλη Στράτα
με το καλάμι, την απόχη και την τρίαινα,
τη μάνα μου είδα
να ετοιμάζει στην αυλή την αλισίβα
κι ύστερα τον πατέρα μου να ανεβάζει
μ ΄ένα σκοινί από το πηγάδι τον μικρό μου αδερφό
κουβαλώντας απ΄το δροσερό σκοτάδι
ένα πελώριο καρπούζι.
Είδα τον πάππο μου ένα χάραμα του Μάρτη
να προλαβαίνει με το ραβδί του το κακό το φίδι
στη χελιδονοφωλιά ψηλά επάνω στο χαγιάτι
κι ακόμα πιο βαθιά τη βάβω μου
στον τοίχο να στεριώνει του περιβολιού
τη ρημαγμένη τριανταφυλλιά μετά τη θύελλα.
Όνειρο ήταν δεν ήταν όνειρο
είδα τον Νηρέα
ν΄ανεβαίνει τροπαιοφόρος τη Μεγάλη Στράτα
με μια σμέρνα κρεμασμένη στην τρίαινα.
Ο ΝΕΚΡΟΣ
Τώρα παλεύω να λύσω τις ταινίες
που φασκιώνουν τα χέρια και τα πόδια μου
να σκίσω το σουδάριο, ν΄αποδείξω επιτέλους
πως δεν είμαι πια νεκρός
αν και απώλεσα οριστικά το μέτρο να διακρίνω
τη γραμμή ανάμεσα στους ζώντες και τεθνεώντες.
Ίσως μόνο η Μάρθα να γνωρίζει την αλήθεια
που αναλώθηκε αδιαμαρτύρητα στη διακονία
και η Μαρία όταν σκόρπιζε απερίσκεπτα τα΄αρώματά της
χωρίς να λογαριάζει την αμύθητη αξία τους,
κι ακόμα πιο βαθιά όσοι αγάπησαν τον πλησίον τους
ως σεαυτόν.
Μα τί εστί ο πλησίον
και πώς θ΄αποφασίσουμε να μοιραστούμε τον ίδιο κλήρο
εγώ στον έρμο βράχο καρφωμένος
κι εσύ χαμένος σε μιαν ατέλειωτη κατάδυση.
ΜΑΡΙΝOΣ 1974
ὅταν πηδοῦσες τὸ χαντάκι
κι ἔτρεχες γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου
σφίγγοντας τοὺς πεσσοὺς στὰ χέρια
γι’ αὐτοὺς ποὺ θὰ χαράζανε στὴ σάρκα σου
μὲ πυρωμένο σίδερο τ’ ἄλλο πρωὶ
ὅσα συνθήματα κι ἐπιγραφὲς
δὲν θὰ προλάβαινες νὰ σημαδέψεις στὰ ντουβάρια.
Δὲν μ’ ἄκουγες ὅταν σοῦ φώναζα
«πρόσεχε λίγο, μὴν τρέχεις ἔτσι γρήγορα
κάποτε θὰ σὲ λησμονήσουν τὰ σκυλιὰ
κάποτε θὰ χυμήξουν πάνω σου
νὰ σὲ κατασπαράξουν»
καὶ ἄλλες παραινέσεις καὶ συμβουλὲς ἐνάρετες
ποὺ βρώμισαν τὰ χρόνια μου
μὲ φρόνηση κι ἀξιοπρέπεια.
Μὰ σὺ δὲν ἤσουνα παρὼν
εἶχες πηδήξει κιόλας τὸ χαντάκι
γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου
κι ἐνῶ δυνάμωνε ἡ φωνή μου
τὴ σοφή της σύνεση
τὴ δυσωδία της ἔπνιγες
στὸν ἄσπιλο της ἀρετῆς σου ἀσβέστη.
ΤΟ ΑΙΜΑ
Δεν μπορώ να ζήσω ούτε να πεθάνω.
Περίμενε, μου είπες τότε, περίμενε
θ΄αλλάξει ο κόσμος
θα΄ρθούν άλλα παιδιά
το μεσημέρι θα πηδήξουμε το φράχτη
κι ο ύπνος μας θα΄χει σκαλώσει στις φραγκοσυκιές
μαζί με τις φωνές της μάνας σου,
μετά θα΄αρχίσει ο πετροπόλεμος
κι όταν πνιγούν οι γειτονιές στο αίμα
περίμενε, θα σου φωνάξω, περίμενε
θ΄αλλάξει ο κόσμος
θα΄ρθούν άλλα παιδιά
το μεσημέρι θα πηδήξουμε το φράχτη
κι ύστερα πάλι ο πετροπόλεμος.
Θαλασσινό κοιμητήρι
Παις ο αιών...
Ηράκλειτος
Μα κι όταν είδα κόκαλά σου γεγυμνωμένα
κι εννόησα επιτέλους το θάνατο
κι εννόησα στο ανοιξιάτικο ψιχάλισμα
την πανουργία του καιρού
δε λοξοδρόμησα στο μονοπάτι με τα κυπαρίσσια,
πήδηξα πάλι την ξερολιθιά
που χώριζε τους τάφους απ΄ το κύμα
κι εκεί στην άκρη του νερού
άρχισα να ξεδιαλέγω τα βότσαλα
και τα σπασμένα κεραμίδια
σαν άλλοτε που παραβγαίναμε
ποιός θα ρίξει περισσότερες ξυστές
στης θάλασσας τη ράχη.
Έτσι μεσ΄ στον αιώνα
βρήκα το παιδί να παίζει
γι' αυτό και δεν χρειάστηκε ποτέ να λογαριάσω
ανάμεσα στα μνήματα και το νερό
σε ποιόν ανήκε η βασιλεία.
Πηγή:https://www.poetenladen.de/luftfracht/tassos-galatis.php