Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

 [Από την ενότητα: «ΟΙ ΣΚΙΕΣ»]

ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ

Παρόν είναι το άρρητο
πλησιέστερο κι από την ερημιά του Πακιστανού
που έχει απλώσει τις ευτέλειές του
στην τρίτη στάση Χολαργού˙

Με κυνηγούν νυχθημερόν
τα γεμάτα προσδοκία μάτια του
κάτι πρέπει να πάρω, τα χυδαία τιμαλφή
που μιμούνται τα αθάνατα πετράδια
όσα θάμπωσαν τους αλλοτινούς ποιητές
δεν μʼ αφήνουν ασυγκίνητο.

Αμέθυστοι, σμαράγδια και τοπάζια
μαργαριτάρια, κεχριμπάρια, διαμαντόπετρες
η χυδαία τους απομίμηση
δεν καταργεί το άρρητο
τα μάτια του ανέστιου μετανάστη
το διαβεβαιώνουν.

`

*

ΑΣ ΓΕΙΡΩ

Σαν τον ναρκομανή
που ψάχνει μάταια να βρει μια φλέβα
στο αφανισμένο του κορμί
κι όλη μέρα ζητιανεύει στα λεωφορεία και τον υπόγειο
λίγες πεντάρες για τη λυτρωτική του δόση,

Έτσι κι εγώ γυρεύω
σαν αστροπελέκι να χυθεί μέσα στο αίμα μου το έλεός
Σου
κι ας γείρω σαν όλα τʼ άλλα σου παιδιά
σʼ ένα παγκάκι της Ομόνοιας
ή στην τρομερή στοά που βγαίνει στη Λυκούργου.

`

*

ΤΟ ΜΗΔΕΝ

Και μη θαρρείτε ότι διαβάζετε ιστορία
είναι μονάχα οι τρόμοι μου, οι φαντασιώσεις μου
πιο αληθινές από την αλήθεια
λιγότερο φανταστικές από το θεό
πανάρχαιες σαν τον κόσμο μα πιο αληθινές από αυτόν
πιο πραγματικές από σας.

Πιο αληθινές από την αλήθεια
και πάντοτε λιγότερο από την Καλογραίζα
τα Πατσαβουρέϊκα, του Μουταλάσκη
ώσπου παύω να υπάρχω, παύουμε να ζούμε
είμαστε ο μολυσμένος αέρας που σκέπασε τις γειτονιές
μας
είμαστε το μηδέν.


ΣΤΑ ΠΑΤΣΑΒΟΥΡΕΪΚΑ


Στην Καλογραίζα, στα Πατσαβουρέικα
μαινόταν ο εμφύλιος, γνώρισα ένα μάγκα
στην Κασταμονής αρχάγγελος και στη Βοσπόρου
λεβέντης στο πιοτό ατράνταχτος/ κι όταν μεθούσε με τον άκρατο λαμπάδιαζε τις γειτονιές με το τραγούδι του,
άστραφταν οι μαύρες μέρες του ’48.

Ξεμέθυστος την άλλη μέρα ανέβαινε στη σκαλωσιά
σκαρφάλωνε στα ύψη το ’κανε ανάληψη
πύρινες γλώσσες καίγανε την Καλογραίζα
λες κι ήταν Πεντηκοστή
ενώ εγώ ψιθύριζα έντρομος/
όπως μας μάθαιναν στο κατηχητικό
«Ελέησόν με Κύριε ο Θεός, ελέησόν με»
ώσπου κατάλαβα επιτέλους και του φώναξα σε άλλη γλώσσα
τη δική του γλώσσα, την ακατανόητη σ’ εμέ
«Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά».
****

[Από την ενότητα: «Ο ΜΑΥΡΟΠΟΔΑΡΟΣ»]

ΠΡΩΪ

Βγαίνοντας γύρω στις δέκα για την εφημερίδα
τον είδα ξαπλωμένο σʼ ένα παγκάκι
απέναντι από το Γενικό Κρατικό.
Δεν μπορεσα να διακρίνω τη μορφή του
ήταν πεσμένος μπρούμυτα,
πρόσεξα μόνο τις γυμνές πατούσες του
κατάμαυρες και ξεραμένες,
σαν παχύ στρώμα πετρωμένης καρβουνόσκονης οι φτέρνες του.

Διάβηκα τη λεωφόρο για το περίπτερο
κι όταν επέστρεφα τον ξαναβρήκα πάλι ακίνητο, σχεδόν
νεκρό.
Στάθηκα για λίγο παρατηρώντας τις πατούσες του
λες κι είχε περπατήσει πάνω σε κατράμι.

Κανένας δεν του έδινε σημασία
όλοι περίμεναν αδημονώντας το λεωφορείο τους
και τον κακό τους τον καιρό.

`

*

ΒΡΑΔΙ

Ήμουνα πάλι βιαστικός
Έπρεπε να φτάσω εγκαίρως στον ΑΘΗΝΑΙΟΝ˙
θέλω να βρίσκομαι στον κινηματογράφο
πριν αρχίσουν οι διαφημίσεις.

Ξαφνικά τρόμαξα,
κάτι σαν βρυχηθμός ακούστηκε, σαν βόγγος
και είδα να με πλησιάζει βρομερός και δολοφονικός,
έτσι θάρρεψα, μα εκείνος στάθηκε σμίγοντας τα χέρια
του
σαν να προσευχόταν στην εκκλησία, λες και ήμουν εικόνισμα
ένα ευρώ, ένα ευρώ μονάχα, είμαι Πολωνός
ενώ με τύλιγε η μπόχα του αλκοόλ.

Πήρε το νόμισμα κι έφυγε τρεκλίζοντας μαζί με τον
φόβο μου
μα εγώ έβλεπα μόνο τις γυμνές πατούσες του
μαύρες, καρβουνιασμένες σαν τον κατακαημένο το
Μωριά
πιο μαύρες κι από το καταραμένο τελευταίο καλοκαίρι.

`

*

ΙΣΩΣ ΡΩΜΙΟΣ

Σίγουρα δεν ήταν Πολωνός
η φάτσα του δεν πρόδινε παρόμοια καταγωγή
ίσως να ήταν Αλβανός ή Κούρδος, πιθανότατα Ρωμιός
με υποψίασαν τα εύηχα ελληνικά του
ναι Ρωμιός απʼ τον κατακαημένο τον Μωριά
εκεί μαύρισαν οι πατούσες του.

Μεσάνυχτα και κάτι
λέω να κατέβω, να του δώσω τα κλειδιά μου
κι εγώ να πάρω τη θέση του στο παγκάκι
δεν θα κακονυχτήσω δα
το καταραμένο καλοκαίρι κρατάει
ο Μωριάς φλέγεται ακόμα
μα πάλι λέω, μάλλον δεν είναι Ρωμιός, Έλληνας δεν
είναι
πέστε μου είδατε πουθενά κανένα Έλληνα
σ΄ετούτο το καταραμένο καλοκαίρι

υπάρχουν ακόμη Έλληνες;

`

*

ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Σάββατο πρωί διασχίζοντας τη λεωφόρο
πάλι για τις εφημερίδες και τις προσφορές τους
δεν τον βλέπω στο παγκάκι του˙
ίσως διάλεξε κάποιαν άλλη στάση
για να εξοικονομήσει την τενεκεδένια μπίρα του.

Με κυνηγάνε οι τύψεις
έπρεπε να του φανώ πιο γενναιόδωρος
πόσο έχω καταντήσει αισθηματικός
αφού καλά το ξέρω δεν πρόκειται ποτέ να εμπιστευτώ
σε άλλον τα κλειδιά μου
όσο κι αν λαχταρώ να γίνει επί τέλους γης Μαδιάμ το
σπίτι μου
κι έτσι να βρω κι εγώ μια θέση σʼ ένα παγκάκι
ανάσκελα ή μπρουμυτισμένος, αδιάφορος για όλους τους
ανίδεους
όπως μου αξίζει, όπως λαχαίνει σε όλους τους απόκληρους
που έχουν πλημμυρίσει την οικουμένη.

`

*****

[Από την ενότητα: «ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΑΗ»]

ΕΝΑΣ ΔΙΚΟΣ ΤΟΥΣ

Σταδίου και Πανεπιστημίου κι όχι μοναχά εκεί
τα συναντάω στο Σύνταγμα και στην Κλαυθμώνος
στη Βασιλίσσης Σοφίας και στη Ρηγίλλης
στο τέρμα των Αμπελοκήπων, Κηφισίας, Μιχαλακοπούλου, Μεσογείων.

Εγώ μονάχα ένα χάδι βιαστικό μπορώ να τους χαρίσω˙
ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν τη λεωφόρο
περιμένουν υπομονετικά το πράσινο
για να περάσουν στην Κοραή.

Εκεί παράδοξα ησυχάζουν˙
Μοναχά όταν διαβαίνει κάποιος κουρελής
δείχνουν τα δόντια τους, γαβγίζουν
λες και μαντεύουν την αγριότητα της μοναξιάς,
της ερημιάς τη φρίκη.

Εμένα με γνωρίζουν, είμαι ο δικός τους˙
στομώνουν και ημερεύουν με τα χάδια μου,
παύουν να κυνηγούν τους μετανάστες.

`

*

ΩΣ ΤΟ ΑΛΛΟ ΦΑΝΑΡΙ

Όταν σκύβω να τα χαϊδέψω
μοιάζουν τελείως αδιάφορα, στην αρχή δεν αντιδρούν
μάλλον παραξενεύονται˙
ποιός ναʼ ναι αυτός ο έρμος πιθανόν να αναρωτιούνται
σιγά-σιγά όμως παραδίνονται στα χάδια μου˙
ξύνω τʼ αυτιά τους, τη μουσούδα τους,
τεντώνουν το λαιμό τους,
ξαφνικά πέφτουν ανάσκελα
και με προκαλούν σε μίαν ακατανόμαστη λαγνεία.

Μα δεν κρατάει όσο θα ήθελα η ευτυχία˙
σύντομα θα μʼ εγκαταλείψουν
σαν να μου λένε ως εδώ,
ένας περαστικός είσαι κι εσύ όπως όλοι
που τρέχουνε ιδρωκοπώντας στις δουλειές και στις
ερημιές τους
φρόντισε κι εσύ για τη δική σου ερημιά
μην προσπαθείς να μας πλανέψεις,
ως το άλλο φανάρι θα μας έχει λησμονήσει.

`

*****

[Από την ενότητα: «ΜΙΑ ΓΑΤΑ»]

ΜΙΑ ΓΑΤΑ

Είναι μια μαύρη, μία συνηθισμένη γάτα
δεν διαφέρει σε τίποτε από τις κεραμιδόγατες
στους κάδους των απορριμμάτων
ή αυτές που καθημερινά κείτονται ξεκοιλιασμένες στη
λεωφόρο.

Μα όταν με καρφώνει με τα μάτια της
μοιάζει σαν να έχει φτάσει ως εδώ από ένα πανάρχαιο
ταξίδι
παλιότερο απότ ον κατακλυσμό του Νώε ή του Δευκαλίωνα
από τις πυραμίδες της Σακκάρα ή την κοιλάδα των Βασιλέων
ερωμένη κάποιου μεγαλώνυμου Ραμσή
συντροφεύοντας ίσως στην ερημιά του Σινά τον Μωυσή.

Την βλέπω ξαφνικά να περπατάει
στην υπόστυλη αίθουσα του Κάρνακ
να λιάζεται, να χασμουριέται, να τεντώνεται στο τέμενος του Λούξορ˙
είναι μια μαύρη γάτα, μια κοινή γάτα
θα μπορούσατε να τη συναντήσετε απαράλλαχτη
σε όλη την οικουμένη, στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν.

Είναι η γάτα μου.

`

*

Η ΔΕΗΣΗ

Όταν ακούω το νιαούρισμα σου
είναι σαν νʼ ακούω τη δέηση για κάποια δυνατή αθανασία.

Ακονίζεις τα νύχια σου στις ψάθες
παίζεις με τα ξεφτίδια της πολυθρόνας
κανένα έντομο, καμμία σαρανταποδαρούσα δεν σου
ξεφεύγει
όπως κανένα πλάσμα δεν γλυτώνει στον κόσμο τούτο
από τη θηριωδία του Θεού,
ζούμε στην οικουμένη των προγραμμένων.

Μαντεύω τι θέλεις να μου φανερώσεις
όταν βυθίζεσαι σʼ έναν ύπνο ατελείωτο
λες και γυρεύεις να μου πεις
πόσο καταδεχτική είναι η νύχτα που με περιμένει.

Ξάφνου ξυπνάς από τον παρατεταμένο λήθαργο
ακονίζεις πάλι τα δόντια και τα νύχια σου
έτοιμη νʼ αδράξεις ένα ξεφτίδι αθανασίας
να προκαλέσεις τον Θεό με τα νιαουρητά σου
τα χασμουρητά σου, τα παιχνίδια σου.

Να δείξεις πόσο είσαι παντοδύναμη
όταν με γλέιφεις, και με γλείφεις και γλείφεις.

`

*

Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Αν ήμουνα σοφώτερος
ίσως να συλλάβιζα τώρα τʼ όνομά σου
στις πινακίδες της Αγάδης
σε κάποιο κατήφορο της Πύλου ή των Μυκηνών
μπορεί ακόμη να φιλοτεχνούσα τη σφραγίδα σου
με τα φημισμένα ιερογλυφικά.

Μα είμαι αγράμματος
το μόνο που μπορώ να αναγνωρίζω κάπως
είναι τα γεμάτα με απορία μάτια σου
όταν σʼ εγκαταλείπω για να παραδοθώ στις ερημιές μου
όταν επιστρέφω εξουθενωμένος από την αναζήτηση
χωρίς να έχω συναντήσει τον Θεό.

Μα συ γιʼ αυτόν κάτι γνωρίζεις αλλά μου το κρύβεις
όταν πηδάς στους ώμους μου
κι αρχίζεις να με γλείφεις σαν μαινάδα
στον τράχηλο, στους κροτάφους, στη φαλάκρα μου
με τόση βακχική μανία ώσπου ξαφνικά
νιώθω να πάλλεται στη σάρκα σου η απεραντοσύνη
πιο πεισματικά κι από την απουσία του Θεού.


Πηγή:  Τάσος Γαλάτης, Νυχτερινή Οξυγραφία, Τυπωθήτω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου