Η πρώτη απόψε ανατριχίλα
του χινοπώρου στα κλαδιά,
μια, δυο ψιχάλες μες στα φύλλα...
Τι έχεις και πόνεσες καρδιά;
Σκορπούν τραγούδια οι χαροκόποι,
σβήνουν θρηνώντας τα βιολιά. -
Ίσκιοι περνούν,θλιμμένοι ανθρώποι,
καημοί- και πέφτει η σιγαλιά.
Πώς έγινε κι αυτό,ψυχή μου,
τόσο στον πόθο να δεθείς,
που ένα-και συ κι η απαντοχή μου-
με το τραγούδι να γενείς.
Και την καρδιά μου να λυγίσεις
τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που τρέμει,αλήθεια να μην σβήσεις
καθώς του δρόμου το βιολί...
Στην πρώτη απόψε ανατριχίλα
του χινοπώρου τα κλαδιά,
μια,δυο ψιχάλες μες στα φύλλα...
Τι έχεις και δέρνεσαι καρδιά;
Πηγή: " Φιλολογική Πρωτοχρονιά",1954