Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Ιρλανδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Ιρλανδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

«Το Ψάρι, η Μυγαλή, ο Λύκος: Συνανάγνωση Bishop, Egan, Pilinszky»

 Το Ψάρι

Έπιασα ένα τρομερό ψάρι
και το κρατούσα στην πλευρά της βάρκας,
το μισό έξω απ’ το νερό, τ’ αγκίστρι μου
φυτεμένο στο ακρόχειλό του.
Δεν αντιστάθηκε.
Δεν είχε αντισταθεί καθόλου.
Κρεμιόταν απ’ το βάρος τού στεναγμού του,
στραπατσαρισμένο, σεβάσμιο,
ελεεινό. Εδώ κι εκεί,
η καφετιά του πέτσα κρεμιόταν σε λουρίδες
σαν αρχαία ταπετσαρία,
και το μοτίβο με το σκουρότερο καφέ
θύμιζε πράγματι ταπετσαρία:
σχήματα σαν ολάνθιστα ρόδα,
λερωμένα, που χάθηκαν με τον καιρό.
Ήταν κατάστικτο με βαλανόστρακα,
λεπτούς, ασβεστωμένους ρόδακες,
ήταν και μολυσμένο
με μικρές-μικρές άσπρες καλιγίδες·
από κάτω κρέμονταν δύο ή τρία
κουρέλια πράσινα φύκια.
Εισέπνεε απ’ τα βράγχια
απαίσιο οξυγόνο
—τρομακτικά βράγχια,
φρέσκα με αίμα αχνιστό,
βράγχια που σε κόβουν βαθιά—
και πήγε το μυαλό μου στην τραχιά λευκή του σάρκα,
σφιχτοδεμένη σαν τα πούπουλα,
σκέφτηκα κόκαλα και κοκαλάκια,
το δραματικό κόκκινο και το μαύρο
απ’ τα στιπλνά του σωθικά,
τη ροδαλή κύστη αέρα
όμοια με μεγάλη παιωνία.
Το κοίταξα κατάματα,
τα μάτια του πολύ μεγαλύτερα απ’ τα δικά μου
αλλά πιο ξέβαθα, κιτρινισμένα,
οι ίριδες βαθουλωμένες, σκεπασμένες
με γανιασμένο αλουμινόχαρτο
όπως μέσα από φακούς
παλιάς, γδαρμένης ζελατίνας.
Σαν να κουνήθηκαν λίγο, αλλά όχι
για ν’ ανταποδώσουν το βλέμμα μου.
—Ήταν πιο πολύ η ροπή
του πράγματος προς το φως.
Θαύμασα το σκυθρωπό του πρόσωπο,
τον μηχανισμό της σιαγόνας,
ώσπου πρόσεξα
ότι απ’ το κάτω χείλος του
—αν δηλαδή μπορείς να το πεις χείλος—
δυσοίωνo, βρεγμένο κι ετοιμοπόλεμο,
κρέμονταν πέντε κομμάτια πολυκαιρισμένης πετονιάς,
ή μάλλον τέσσερα συν μια παραμάνα
με το στριφτάρι της,
και πέντε αδρά αγκίστρια
φυτρωμένα βαθιά στο στόμα του.
Ένα πράσινο νήμα, ξεφτισμένο στην άκρια,
εκεί που το έκοψε, άλλα δύο πιο παχιά,
και μια λεπτή μαύρη κλωστή
τσακισμένη απ’ το τράβηγμα και την τριβή,
τόσο που κόπηκε στα δυο και γλίτωσε.
Σαν μετάλλια με τις κορδέλες τους,
ξεφτισμένα και τρεμάμενα,
ένα πεντάτριχο υπογένειο σοφίας
κάτω απ’ το πληγιασμένο του σαγόνι.
Έμεινα να κοιτώ, να κοιτώ
και νίκη πλημμύρισε
τη νοικιασμένη βαρκούλα,
απ’ τα σεντινόνερα
όπου τα λάδια είχαν απλώσει ουράνιο τόξο
γύρω απ’ τη σκουριασμένη μηχανή
μέχρι τον πορτοκαλή κουβά,
τα σκαμνάκια που είχε αυλακώσει ο ήλιος,
τους σκαρμούς στους σπάγγους,
τις κουπαστές—ώσπου όλα μα όλα
ήρθαν κι έγιναν ουράνιο τόξο, ουράνιο τόξο πέρα ως πέρα!
Το άφησα να φύγει.

 Ελίζαμπεθ Μπίσοπ 

 Μυγαλή


Εδώ την είδες καθαρά, εκεί πιο φευγαλέα,
σκιά κάτω απ’ την τηλεόραση.
Τι να την τράβηξε στο σπίτι μες στην κάψα του Αυγούστου;
Από πείνα να μπήκε, απίθανο· μπορεί από περιέργεια.
Ήταν ανάγκη να μας ξεσηκώσει;
Πάλι να στήνω φάκες με δύσοσμο τσένταρ
ν’ αφουγκράζομαι πότε θ’ακουστεί ο αδυσώπητος κρότος
να τις τοποθετώ επιμελώς εδώ κι εκεί
Το άλλο πρωί, η φάκα κοντά στον νεροχύτη
αναποδογυρισμένη· κι άδεια, αν είναι δυνατόν!
Πόσο επιδέξια άγγιξε
για να τραβήξει το τυρί
Μα να, κάτω απ’ τη δεύτερη, μια ουρά,
και με διερευνητική μουσούδα, η μυγαλή.
Σχεδόν χώραγε στην άκρη του δαχτύλου μου,
μαστιγωμένη διαγώνια στην κοιλιά.
Πόνος, πόνος και μυρωδιά θανάτου.
Πόση ζωή ξοδεύτηκε για ένα ψίχουλο!
Ούτε καν οι Κινέζοι μπόρεσαν ν’ αναπλάσουν
τον εγκέφαλο, τα ματάκια, τη σβελτάδα της.
Γιατί να χαλούμε αυτό που ευχαρίστως θ’ αγαπούσαμε;
Κρίμα κι άδικο, μόνο να ζήσει ήθελε.
Τα βάζω με τον εαυτό μου καθώς ελευθερώνω το κορμάκι της
απ’ το βαρύ ελατήριο και το σπρώχνω
έξω στο χαντάκι που,
όπως και η ζωή,
καταδέχεται τα πάντα.

Ντέσμοντ Ήγκαν (1936)


Μύθευμα


Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας λύκος μοναξιασμένος,
πιο μοναξιασμένος κι απ’ τους αγγέλους.
Έτυχε να βρεθεί σε ένα χωριό,
κι εκεί ερωτεύτηκε το πρώτο σπίτι που είδε.
Αγάπησε μεμιάς τους τοίχους του,
τα χάδια που είχαν ακουμπήσει πάνω του οι χτίστες.
Μα τo παράθυρo τού έκοψε τη φόρα.
Μέσα στην κάμαρα, κάθονταν κάτι άνθρωποι.
Αν εξαιρέσεις τον Θεό, ποτέ κανείς
δεν τους βρήκε τόσο όμορφους
όσο αυτό το καλοκάγαθο θηρίο.
Περίμενε να νυχτώσει για να μπει.
Σταμάτησε στη μέση της κάμαρας
κι έμεινε εκεί ασάλευτος.
Όλη νύχτα στεκόταν όρθιος, με μάτια διάπλατα,
όρθιος ως το χάραμα που μπήκαν και τον σκότωσαν στο ξύλο.


Γιάνος Πιλίνσκι (1921-1981)



Μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή

Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2022/09/28/%CF%84%CE%BF-%CF%88%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CE%B7-%CE%BC%CF%85%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%AE-%CE%BF-%CE%BB%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-bis/?fbclid=IwY2xjawMo3SRleHRuA2FlbQIxMABicmlkETEzR1FFblhEV1JpR2J4OE5hAR4nker4sY8NE-msXV253NBqPW8aC5VoOFdi8R_HuZfKhY9IzLIB_Lr4FgPr4A_aem_bswsIqEA8jZvKqOjfVOXsw

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

W.B.Yeats - Ταλάντευση [IV]


Ο ΧΡΟΝΟΣ μου ο πεντηκοστός ήταν φευγάτος 

Κι ήμουν εγώ, άντρας μονάχος, 

Σ' ένα γεμάτο του Λονδίνου καφενείο

 Μ ̓ άδειο φλυτζάνι κι ανοιχτό βιβλίο 

Στού τραπεζιού το μάρμαρο το κρύο.


Κι ενώ τα γύρω μου κοιτούσα αφηρημένος, 

Ενιωσα ξάφνου να 'μαι φλογισμένος·

 Και είκοσι λεπτά, λίγο πολύ,

Τόση μου φάνηκε η χαρά μου εκεί, 

Ήμουν ευλογημένος κι ευλογούσα τη ζωή.


Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος


Από τη σελίδα του Fb: Ένα ποιηματάκι

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

W. B. Yeats - Η λύπη της αγάπης

 

Το σκούξιμο του σπουργίτη στη μαρκίζα,
Η λαμπερή σελήνη κι όλος ο γαλακτώδης ουρανός,
Κι η περιλάλητη αρμονία των φύλλων,
Αφάνισαν την κραυγή και την εικόνα του ανθρώπου.

Πρόβαλε τότε μια κοπέλα με κόκκινα πένθιμα χείλη
Σαν το μεγαλείο του δακρυσμένου κόσμου,
Καταδικασμένη σαν τον Οδυσσέα και τα θαλασσοδαρμένα πλοία,
Περήφανη σαν τον σφαγμένο Πρίαμο και τους εταίρους του·

Πρόβαλε, κι αυτοστιγμεί οι θορυβώδικες μαρκίζες,
Το φεγγάρι που σκαρφάλωνε στον άδειον ουρανό,
Κι όλος ο θρήνος των φύλλων και των κλαριών,
Ανασυνθέσανε τον άνθρωπο και την κραυγή του.

Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς
Jean-Louis Backès. 1993. Ο μύθος της Ελένης. Μετ. Μαίρη Γιόση. Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής. Τίτλος πρωτοτύπου: Le mythe d’Hélène (Adosa, 1984).

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Samuel Beckett - Το Ηρεμιστικό

 Κι αν έχω φτάσει εδώ (στην ιστορία μου) χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει,
γιατί αν κάτι είχε αλλάξει νομίζω ότι θα το ’ξερα,
γεγονός είναι ότι έφτασα, είναι κάτι κι αυτό,
και δίχως τίποτα να έχει αλλάξει, κι αυτό είναι επίσης κάτι.
Και δεν αποτελεί δικαιολογία για να βιάζουμε τα πράγματα.
Όχι,
απαλά, πρέπει να σταματήσει
απαλά, όπως σβήνουν στη σκάλα τα βήματα εκείνου που αγαπήσαμε,
εκείνου που δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει,
και δε θα ξανάρθει πια, το λένε τα βήματά του,
πως δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει και δε θα ξανάρθει πια.

Μετάφραση: Εριφύλλη Μαρωνίτη

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

W.B.Yeats - Σαν του χρόνου ερθ' η νάρκη



Σαν του χρόνου έρθ’ η νάρκη και με τρίχες λευκές
πλάι στο τζάκι ως θά εισαι για στοχάσου και σκέψου
τη γλυκιά τη ματιά σου. Μα και πάλι ονειρέψου
τις βαθιές και χαμένες των ματιών σου σκιές.
Πόσοι νά ’χουν λατρέψει τις γλυκιές σου στιγμές
κι αγαπήσαν –ποιός ξέρει– τη γαλήνια μορφή σου;
Ποιός να λάτρεψεν όμως την αλήτρα ψυχή σου
και τις θλίψεις σου που άλλαζαν μύριες μορφές;
Στη θρακιά σκύβει τώρα – σιγοτρέμουν τα χέρια,
μουρμουρίζει τη θλίψη, πως η αγάπη περνά,
ξεκινάει κι ανεβαίνει σε βουνά μακρινά
τη μορφή του να κρύψει σε κορών’ απ’ αστέρια.

Μετάφραση: Μ. Καραγάτσης

Πηγή: W.B. Yeats, Ποιήματα, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1994

W. B. Yeats - Ταλάντωση [IV]


Eίχα περάσει τα πενήντα προ πολλού· 

και κάθομουν, μόνος κ’ έρημος, 

μέσα σ’ ένα βοερό καφενείο του Λονδίνου, 

μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό κ’ ένα ποτήρι αδειανό 

επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι. 


Καθώς εχάζευα το καφενείο και το δρόμο, 

ξάφνου το σώμα μου επύρωσε· 

και κάπου είκοσι λεπτά 

μου εφάνηκε –τί ευτυχία!– 

πως είχα ευλογηθεί και μπορούσα να ευλογήσω.


Από τη συλλογή The Winding Stair and Other Poems (1933), μετάφραση: Γ. Π. Σαββίδης,  W.B. Yeats, Ποιήματα, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1994. 

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

W.B. Yeats - Οι φιλόλογοι

Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους,

γέρικες, σοφές, σεβάσμιες φαλάκρες,

διορθώνουν και σχολιάζουνε τους στίχους

που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο στρώμα,

ταιριάζανε μες στην απόγνωση του έρωτα

για να χαϊδέψουν το άμαθο αφτί της καλλονής.


Όλοι τους σέρνονται· όλοι βήχουνε μελάνι·

όλοι λειώνουν με τα παπούτσια το χαλί·

όλοι σκέφτονται αυτά που σκέφτονται άλλοι·

όλοι ξέρουν αυτόν που ξέρει ο διπλανός.

Θεέ, και τι θα λέγαν αν ο Κάτουλλός τους

έσερνε κι αυτός έτσι τα βήματά του;



Γ.Π. Σαββίδης, Ποιήματα και σπαράγματα σε μετάφραση, Πάτρα, εκδ. Πολύεδρο, 2000, σ. 57.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Louis de Paor - Ποδήλατο



Θυμάμαι ήμουν
μισο-
καθισμένος
μισο-
όρθιος
στη σέλα,
πίσω μου ένιωθα τον αέρα να φυσάει,
μέσα μου λαχταρούσα ν’ αφήσω
πίσω τα παιδικά μου χρόνια,
αδέξιος σαν πάπια,
και σε θυμάμαι να τρέχεις δίπλα μου
με κομμένη ανάσα
μήπως πέσω
και σπάσω τα μούτρα μου
(Αν με ρωτούσες τώρα,
δεν νομίζω ότι είχες καν
το δαχτυλάκι σου πάνω στη σέλα
όπως, φιλώντας σταυρό, μου είχες υποσχεθεί.
Και αν δεν έπεσα, ο λόγος είναι
πως σου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη).
Όταν επιτέλους βρήκα το κουμπί
πώς να κουμαντάρω αυτό το περίεργο κατασκεύασμα
ανάμεσα στα πόδια μου
συνέχισα να γυρίζω τις ρόδες,
να τρέχω όσο γινόταν
πιο μακριά από σένα.
Πού και πού τώρα
από μια μακρινή γωνιά της μνήμης μου
ακούω να μου φωνάζεις λαχανιασμένος, με αγάπη,
καθώς με βάζεις μπρος στο δρόμο της ζωής μετ’ εμποδίων,
«Τράβα μπροστά σου παιδί μου, τράβα μπροστά,
και προς Θεού
μην κοιτάς πίσω
μην κοιτάς πίσω».
Και δεν κοίταξα πίσω.
Ήταν η τελευταία φορά, νομίζω,
που ξεγελάστηκα
και πίστεψα τόσο απόλυτα σε κάτι.
Από την έκδοση: «Ανθολογία σύγχρονης Ιρλανδικής ποίησης», Μετάφραση από τα ιρλανδικά Καίτη Λογοθέτη-Άντερσον ‒ Κέβιν Άντερσον (Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2023).

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Κώστα Γ. Τσικνάκη

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

W.B. Yeats - Το ψάρι


Μπορεί στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη να κρύβεσαι

κάποιας χλωμής παλίρροιας, σαν η σελήνη έχει χαθεί,

όμως οι άνθρωποι στο μέλλον θα το μάθουν -

πως έριχνα τα δίχτυα μου

και πως εσύ αμέτρητρες φορές πηδούσες

πάνω από τα μικρά, τ' αργυρά νήματα,

και ότι ήσουνα σκληρή και άκαρδη θα πουν,

και με πολλά λόγια πικρά, για σένα θα μιλούν.


μτφρ. Σπύρος Ηλιόπουλος

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Oscar Wilde -Ένα όραμα

 Δυο βασιλιάδες κι ένας που έστεκε μονάχος

χωρίς στεφάνι δάφνης στο κεφάλι, με λυπημένα μάτια,  βασανισμένα

αποσταμένα από τον αδιάκοπο θρήνο

για αμάρτημα που κανενός θύματος το μουγκρητό δεν εξαγνίζει, 

με μακρύ, γλυκό στόμα ταϊσμένο δάκρυα και φιλιά, 

ντυμένος φορεσιά μαύρη και κόκκινη,

και στα πόδια του μια σπασμένη πέτρα είδα,

και κρίνα να φυτρώνουν ως τα γόνατά του σαν περιστέρια.

Και μόλις τα είδα η καρδιά μου φλογίστηκε 

και φώναξα στην Βεατρίκη: «Αυτοί ποιοι είναι;»

κι εκείνη που γνώριζε το ονόματα καλά, απάντησε,

«Πρώτος ο Αισχύλος, δεύτερος ο Σοφοκλής 

και τελευταίος (τι χείμαρρος δάκρυα) ο Ευριπίδης)».


μετάφραση Ειρήνη Βρης

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

W. B. Yeats - Ο δέκατος ένατος αιώνας και μετά

 The nineteenth century and after

Though the great song return no more
There ‘s keen delight in what we have:
The rattle of pebbles on the shore
under the receding wave
Ο δέκατος ένατος αιώνας και μετά
Παρόλο που η μουσική φεύγει ανεπιστρεπτί
για ό, τι μας απόμεινε μια ηδονή πλανιέται:
η πλαταγή των βότσαλων μονάχα στην ακτή
κάτω απ’ το κύμα που αργά, σίγουρο αποτραβιέται.

Μετάφραση: Αγελική Σιδηρά

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

W.B. Yeats - Ένα παλτό

 Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό

Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο

Με στολίδι καλυμμένο

Απ’ τη φτέρνα ως το λαιμό.

Μ’ άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν,

Στου κόσμου τα μάτια

Φορέσαν το παλτό

Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν.

Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν

Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ,

Να περπατάς γυμνός.


μτφρ. Θωμάς Τσαλαπάτης

Πηγή: https://tsalapatis.blogspot.com/2010/04/7.html

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

W.B. Yeats - Όταν γεράσεις...




Όταν σου ασπρίσουν τα μαλλιά κι είναι ο ύπνος σου πολύς

και γέρνεις πλάι στη φωτιά, πάρε κι αυτό κοντά σου,

τα μάτια σου, διαβάζοντας, τα τρυφερά να ονειρευτείς

και τις σκιές πώς βάθαιναν άλλοτε στη ματιά σου·


και πόσοι σ' ερωτεύτηκαν σαν έσμιγες με τη χαρά

τη χάρη σου, κι αγάπησαν πολύ την ομορφιά σου,

μα ένας μόνο λάτρεψε τη φιλαπόδημη καρδιά

και τους καημούς αγάπησε στα πόσα πρόσωπά σου·


κι έπειτα γονατίζοντας στη σχάρα που φεγγοβολά,

ψιθύρισε, λυπητερά, ο Έρωτας εκείνος

πώς έφυγε, περπάτησε για λίγο πέρα στα βουνά

και τη μορφή του έκρυψε σ' ένα των άστρων σμήνος.



Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης, Μπαλάντες και Περιστάσεις, Άγρα, 1997.

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Seamus Heaney - Ένα τηλεφώνημα


"Στάσου" είπε, "τρέχω να τον φωνάξω.
Ο καιρός εδώ είναι τόσο καλός, που βγήκε
Για να ξεβοτανίσει λίγο".
Κι έπειτα τον είδα
Γονατισμένον ανάμεσα στα πράσα,
Να πιάνει, να δοκιμάζει, να ξεχωρίζει τον έναν
Μίσχο από τον άλλον, μαλακά να τραβάει
Οτιδήποτε δεν ήταν λείο, εύθραυστο και γυμνό,
Να νοιώθει ευχαρίστηση αν έσπαζε η ρίζα,
Αλλά και κάποια θλίψη...
Κι ύστερα επρόσεξα
Τον κτύπο αυτών των ρολογιών που ήτανε στο χωλ
Όπου και το τηλέφωνο περίμενε μονάχο, ήρεμο
Ανάμεσα στους καθρέφτες και τα εκκρεμή που χτύπαγε ο ήλιος...
Και σκέφτηκα: αν γινότανε στις μέρες μας,
Έτσι θα φώναζε ο Χάροντας τον Καθέναν.
Και τότε αυτός μου μίλησε και παραλίγο να του πω
ότι τον αγαπούσα.
-Από τη συλλογή "Το Αλφάδι" (μτφρ. Μανόλης Σαββίδης)

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Seamus Heaney — Του Γιώργου Σεφέρη στον Κάτω Κόσμο


Οι άντρες διαφωνούσαν για τους αγκαθωτούς θάμνους με τα λαμπερά κίτρινα λουλούδια στις πλαγιές: ήταν κολλιτσίδες ή σπάρτα; «Κάτι μου θυμίζει αυτό», είπε ο Γιώργος. «Δεν ξέρω…»

Εκείνη η πρασινάδα στα πόδια σου
είναι ασφόδελος και σωστά
αλλά γιατί σκέφτομαι τα seggans;

και μια ανοιξιάτικη μέρα
των δικών σου ημερών του 71: ο Ποσειδώνας
σηκώνοντας κύματα και αέρα
γύρω από το ακρωτήριο του Σουνίου, το ίδιο του το όνομα
όλο θαλασσινή αύρα και βουητό σπηλιάς,
υπερβολικά εγκόσμιο, Γιώργο, για σένα
που είσαι προσηλωμένος σε μια αλλόκοσμη σκηνή
κάπου μόλις πέρα
από την κορυφογραμμή, το μεταίχμιο
της λησμοσύνης.

Αναθεματισμένο φως. Στο διάβολο να πάει.
Κλείσε τα μάτια και συγκεντρώσου.
Όχι αγκάθινο στεφάνι, όχι σκήπτρο από καλάμι
ούτε αυλή του Ηρώδη, αλλά να!
το βρήκες! Μια κάθοδος, ναι, στον Άδη:
οι βελόνες
που ο Πλάτων αναφέρει, η μοίρα του τυράννου
σε περικοπή που έμελλε να παραθέσεις:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα
τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν,
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Όπως ήταν δίκαιο
για τύραννο. Όμως για σένα, ίσως
παραήταν δίκαιο, παραήταν μαύρο-άσπρο,
η ευκαιρία σου, ωστόσο,
να χτυπήσεις τη φάρα του,
μια τελευταία λέξη που σκοπό είχε
να σπάσει τη διαφιλονικούμενη σιωπή σου.

Και για μένα ευκαιρία να δοκιμάσω την αιχμηρότητα
των seggans – λεπίδα, σε διάλεκτο
κοφτερή και πιο σκληρή και πιο απτή
από την καθομιλουμένη των καιρών μας:
χόρτο — ζαχαρωμένη λέξη, πλαστικό σπαθί.

[Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός]


Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

W. B. Yeats - Πού πάνε τα βιβλία μου

 Πού πάνε τα βιβλία μου

Όλες οι λέξεις που εκφέρω,

Κι όλες οι λέξεις που γράφω,

Πρέπει ακούραστες ν' ανοίξουν τα φτερά τους,

Και καθόλου να μην ξαποστάσουν μέσα στην πτήση τους,

Μέχρι να φτάσουν εκεί που βρίσκεται η θλιμμένη, η θλιμμένη σου καρδιά,

Και να σου τραγουδήσουν μες στη νύχτα,

Πέρα από κει που τα νερά κινούνται

Σκοτεινιασμένα απ' τη θύελλα

Ή λαμπερά σαν άστρα.


Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

Μεταφράζει η Ασημίνα Ξηρογιάννη

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

W. B. Yeats - Ήθελε να ‘χει τα ρούχα τ’ ουρανού

 Αν είχα του ουρανού τα κεντημένα  ρούχα
Με ύφανση από χρυσό και ασημένιο φως
Τα γαλανά τα σκούρα και τα μαύρα ρούχα
Από σκοτάδι από φως κι από μισόφωτο
Θα τα ‘στρωνα όλα κάτω από τα πόδια σου
Είμαι φτωχός όμως, έχω μονάχα τα όνειρά μου
Τα όνειρά μου έστρωσα στα πόδια σου
Περπάτα απαλά γιατί πατάς τα όνειρά μου.


Πηγή: Από τη συλλογή του 1889 "The Wind among the Reeds", μετάφραση: Τζούλια Τσιακίρη.

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Brendan Behan - Αγία Γραφή


Διαβάζεις την Αγία Γραφή, χρυσές σελίδες.
Διαβάζεις λόγια ωραία που μιλάν για αγάπη.
Διαβάζεις και για τον Πλάτωνα, όλους τους σοφούς
που λεν για ελπίδα, για χαρά, για αγάπη, για ειρήνη.
Μα αυτά λέω σαν ανόητα τα νιώθει ο νους,
σα να λένε για λεπρούς ή για νεράιδες.
Αλλά το ξέρεις όταν άνθρωπο χρειαστείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Επάσχισα κι εγώ να γίνω κάποιος.
Στα δεκατρία δούλεψα καλά στο τραμ,
μα κι αν δεν έγινα γιατρός, στρατιωτικός,
τον βασιλιά τον υπηρέτησα πιστά,
ποτέ στους χαλεπούς καιρούς δεν πρόδωσα.
Ούτε όταν οι Άγγλοι τα ‘καναν σμπαράλια εδώ.
Κι όταν γίναμε, γίναμε ανεξάρτητοι ήμουν νομιμόφρων,
μα σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Πράγματι τους μικρούς εμάς της μεσαίας τάξεως
μας φέρνουν γύρω σαν καφέδες σ’ αγρυπνία,
οι υπάλληλοι μας έχουν σαν γαϊδούρια στη σειρά,
μας κοροϊδεύει ο όχλος όταν προσπαθούμε
να `χουμε τρόπους, να μιλάμε καθαρεύουσα.
Έτσι ούτε σύλλογο έχουμε και είναι να μας κλαις.
Μα μόνο τούτο ξέρουμε καλά και εμείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Brendan Behan (1923-1964)
μετάφραση: Βασίλης Ρώτας

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023

W. B. Yeats - Όταν γεράσεις


Γριούλα νυσταγμένη και κατάλευκη όταν θά ΄σαι
Γέρνοντας δίπλα στη φωτιά, άνοιξε τούτο το βιβλίο
Και διάβασέ το αργά, τ’ όνειρο ανακάλεσε
Τα μάτια σου τ’ αλλοτινά, το αλλοτινό τους βάθος.
Α, τις χαριτωμένες σου στιγμές κι αν λάτρεψαν πολλοί
Την ομορφιά σου αν αγάπησαν αληθινά ή κι όχι,
Μονάχα ένας άντρας ερωτεύτηκε εκείνη την καρδιά σου την πιστή
Τις λύπες σου ως γράφονταν εκφραστικές στο πρόσωπό σου .
Και σκύβοντας ακόμα πιο κοντά στα πυρωμένα κάρβουνα,
Πες σιγανά με θλίψη πια μισοσβυσμένη, πως πέταξεν ο έρωτας
Έγειρε περπατώντας πίσω απ’ τα βουνά
Το πρόσωπό του κρύβοντας στ’ αμέτρητα τ’ αστέρια.

μτφρ. Μ.Παπουτσοπούλου
Το ρόδο ( 1893 )
WHEN YOU ARE OLD
WHEN you are old and grey and full of sleep,
And nodding by the fire, take down this book,
And slowly read, and dream of the soft look
Your eyes had once, and of their shadows deep;
How many loved your moments of glad grace,
And loved your beauty with love false or true,
But one man loved the pilgrim soul in you,
And loved the sorrows of your changing face;
And bending down beside the glowing bars,
Murmur, a little sadly, how Love fled
And paced upon the mountains overhead
And hid his face amid a crowd of stars.

The Rose, 1893.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

William Butler Yeats - Iννισφρί: το Νησί στη Λίμνη


Θα φύγω και θα πάω τώρα, θα πάω στο Ίννισφρι, κι εκεί
Θα χτίσω μια μικρή καλύβα, φτιαγμένη από λάσπη και κλαδιά:
Εννιά σειρές φασόλια θα ‘χω εκεί, και μια κυψέλη μέλισσες,
Μόνος να ζω στο ξέφωτο, μέσα στο βουητό τους.
Κι εκεί θα βρω λίγη γαλήνη, γιατί η γαλήνη φτάνει στάζοντας αργά,
Στάζοντας απ’ το πέπλο της αυγής, ενώ τριγύρω τραγουδούν τριζόνια.
Εκεί η νύχτα είν’ όλη αναλαμπές, το μεσημέρι λάμψεις πορφυρές,
Και το βραδάκι τυλιγμένο στα φτερά του σπίνου.
Θα φύγω και θα πάω τώρα, γιατί μερόνυχτα πολλά
Ακούω το νερό της λίμνης ν’ αγγίζει με απαλούς ήχους την όχθη.
Κι αν στέκομαι στο θόρυβο της πόλης, στα γκρίζα πεζοδρόμια, το ακούω
Μες στον πυρήνα της βαθιάς καρδιάς.
μετάφραση: Γιάννης Στούπας