Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λορεντζάτος Ζήσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λορεντζάτος Ζήσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Μικρά Σύρτις (απόσπασμα)




Με ανθρώπους που πασκίζουν θ’ άπομείνω
Άνθρωπος μικρής τροχιάς με δύσκολο ριζικό
Που στρέψανε το ρέμα του και το ποτάμι στάθη
Και το Στοιχειό του ποταμού πετάχτηκε στην άκρη

Άνθρωπος μικρής τροχιάς με δύσκολο ριζικό 
Μέσα στο ξένο κατασκεύασμα της ιστορίας
Με σπίτι για το σώμα του άλλα δίχως σπίτι
Ένας που μέγαρα είχε άλλοτες και μαρμαρένιες προκυμαίες
Με πλήθη που κατέβαιναν από νωρίς αδειάζοντας την πόλη
Να προβοδίσουν μετ’ έλπίδος λέει και ολοφυρμών
Οι μεν εταίρος oι δε υιέας... Και τούτοι παραβγαίναν ως την Αίγινα
Σαν καρποφόρα που τα γέλασε καλοκαιριά
Μεγίστη ελπίδι τών μελλόντων προς τα υπάρχοντα

Τοτέλος τους γράφτηκε αργότερα στις Συρακούσες
Το άλογο που τους κράταγε φίδια καλιγωμένο        
Δρασκέλησε μια νύχτα τ’ ουρανού τις πλάκες
Και από οίας λαμπρότητος ες οίαν τελευτήν
Κατάντησαν
                         

                          Σωπαίνω




 

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Ποιήματα

 Οι βυζαντινοί καλόγεροι και ασκητές από δρόμους που δεν
καταλάβαιναν οι άλλοι
πήρανε το σώμα του θεού και το ξαπλώσανε πάνω στον
επιτάφιο της ζωής τους
Και πίσω απ’ τα συντρίμμια της Ελλάδας τον Εβραιοχριστιανισμό τα Ερμητικά και το πέταμα του Πλωτίνου
Για να ξαναπιάσει το σκοινί που κρέμονταν από τον
ουρανό μονάχα αφηρημένα
δίχως το καράβι του κόσμου να ξανασκίσει τις θάλασσες
με του θεούς δεμένους στα πανιά του
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποίηματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Ξέρω ένα βουνό στη μέση της αιώνιας θάλασσας
ασάλευτο όπως το Μερού
που κρατάει σε κίνηση τον αχαλίνωτο κόσμο των
φαινομένων
ώσπου να ξαναπαρουσιαστούνε μια μέρα οι Προφήτες.
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
El gallo
 
Αυτός ο πρώτος πετεινός ο νυχτοποδαράτος
Με τα μπλιμπλιά με τα λεριά και με τα φυσεκλίκια του
Με όλα του δάσους τα κλαριά και με της θάλασσας τα
φύκια.
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Σε καρβουνίδι ανήλιαγο και καταχνιές
Που κόλλησαν στον ουρανίσκο μιας παλιάς καμπάνας
 
Σφυρίζει αργά στη θολωμένη ψυχρά του απογεύματος.
[…] Ώσπου να βγεις απ’ το δεινό σου αγώνα
Θάλασσα πικροθάλασσα Μεσόγειο
Με δυο λευκά πανιά της καλοσύνης
Πηγή του μέτρου γαλανή μου ισότητα.
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Στον κόσμο αυτό σα θα τελειώνεις πρέπει να πλαγιάσεις
Κοντά στη γης, κοντά στη θάλασσα να ξαποστάσεις
Που ο βόγγος της φτάνει μακριά καθώς χωνεύουν στον
ορίζοντα
Σύννεφα και πανιά στη (τα σύννεφα πανιά στον ουρανό
Σύννεφα τα πανιά στη θάλασσα) και δως του ακούγεται
ψαροστεφανωμένη
Να κοσκινίζει με βρόντο τα χαλίκια της.
 
(Συλλογή, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Ήταν ο γέρος αψηλός, ασίκης
Και το κορίτσι αγέρινο, ξανθό.
Το κύμα φρέσκο η θάλασσα μεγάλη
Πρίμα ο καιρός-Στην κρατερή σου αγκάλη
Σκέπασέ με του λέει να ζεσταθεί.
 
 
(«Κάβο Γκρόσσος»,  Συλλογή, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Απάνω απ’ τα κεφάλια μας
Κοιμάται απέραντος και φρόνιμος ο ουρανός
Αλλά στα πόδια μας (ένα με του Ποιητή τα σπλάχνα)
Η θάλασσα η πολυφιδού που να ησυχάσει!
 
(«Τετράστιχο», Συλλογή, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).

Πηγή: https://www.fractalart.gr/zisimos-lorentzatos/

 

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Μικρά Σύρτις (απόσπασμα)

Πήραμε δάκρυα δανεικά και μοιρολόγια ξένα

Τα μοιρολόγια απ’ τα χωριά τα δάκρυα από τις χώρες

Έμεινε η δόλια μάνα μας με τον αβάσταχτο χαμό

Πέρα στης Μάνης τα βουνά στου Γράμμου τα ντερβένια


Και τα κοράκια της Ελλάδας

Πετάνε κάμπους και γκρεμούς

Ψάχνοντας για μικρούς στρατιώτες

Από μεγάλους σκοτωμούς

(Μικρά Σύρτις, 1955)

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Απόλογος


Ανέβηκες πως ξεφωνίζουν τα πουλιά στον ουρανό
Μα ξαναγύρισες και πάλι εδώ κοντά μου
Τη μέρα εκείνη που δεν ήξερα στην αγκαλιά μου
Κρατούσα ή δεν κρατούσα, εμένα εσύ.
*
* *
Τέτοιο το ουρανοδόξαρο με τα εφτά χρώματα του πόθου
Τέτοια δύναμη τέτοια προσταγή
Καθένας θήραμα και θηρευτής
«Ο δ’ έχων μέμηνεν».
Αυτό που κυνηγούσαμε μια ζωή
Από ένα σε άλλο πρόσωπο, από ένα σε άλλο τόπο
Δεν ήταν απαρχής μήτε τα σύντομα κορμιά
Μήτε οι γυναίκες που αγαπήσαμε πολλές ή μια
Δεν ήταν αργότερα μήτε ακόμα και τα παιδιά μας, όχι
δεν ήταν.
Κάτι βαθύτερο μας πλεύριζε. Δε βλέπαμε-
«Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν».
Αυτό που κυνηγούσαμε μια ζωή
Δε θα το μάθομε ποτέ, το βλέπω.
Μα δεν πειράζει.
Σα να μη συμβαίνει τίποτα
Σα να μην πέφτομε σε τούτο το κυνήγι
Καθένας θήραμα και θηρευτής –
Πάντα θα ηχούν στις ρεματιές της παγανιάς τα βούκινα
Ξοπίσω θα χιμίζουν τα λαγωνικά νεροσυρμή,
Πάντα κοπέλες θ’ ανεβαίνουν στον ουρανό ξεφωνίζοντας
Και πάντα παλικάρια θα σφάζονται –
Έλληνά μου, θα
σφάζονται –
στης Μαρίας την ποδιά.


Πηγή: από τη συλλογή «Συλλογή» (Αθήνα 1991) και στον τόμο «Ποιήματα», Ίκαρος 2006.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Αλφαβητάρι

 



Εδώ σου γράφω
τα δε σου θέλει φέρει
ο ταχυδρόμος.


Απριλομάης
κάτω στον πλαταμώνα
το χέλι φεύγει.


Που ‘ναι το τέλος;
Εν αρχή ην ο Λόγος
Εμείς στη μέση.


Απ’ τα δυο τραίνα
στο σταθμό ποιο κουνιέται
εμείς ή το άλλο;


Όλη τη νύχτα
τ’ άρμπουρο με τ’ αστέρια
παίζαν τραμπάλα.

Αλφαβητάρι

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Ζήσιμος Λορεντζάτος-Του Κυρ Βοριά


Τυλίγοντας τα κύματα
Σαν τις δαιμονισμένες
Γυρίζουν αφρισμένες
Του μελτεμιού οι ανέμες

Ολημερίς δεν έκοψε
Η πελαγίσια λύσσα
Που χάση κόσμου εφύσα
Γραμμή στην πλώρη σου ίσα

Μα το τιμόνι απόμεινε
Στα χέρια του λοστρόμου
Στα πιο γοργά του δρόμου
Καταμεσής του τρόμου

Στις ξέρες γύρω τίποτα
Παρά μονάχα ξύλα
Και του θανάτου σκύλα
Στου κάβου τη μαυρίλα

Τυλίγοντας τα κύματα
Σαν τις δαιμονισμένες
Γυρίζουν αφρισμένες
Του μελτεμιού οι ανέμες.

Μάνα νύχτα μέρα μένω
Τον πνιγμένο να προσμένω
Με καμπάνα και τρισάγιο
Στο θαλασσινό μουράγιο
Στην τραγάνα στην αμμούδα
Στη σουρένα στη φυκιάδα
Τον προσμένω μερονύχτια
Φασκιωμένο με τα δίχτυα
Μοσχοθαλασσοπλυμένο
Της γοργόνας χαϊδεμένο

Το μωρό που βρήκε οιμένα
Την παντοτινή του γέννα.


Συλλογή, Αθήνα 1991

Πηγή: http://www.poiein.gr/2008/05/22/aethoeiio-einaioaeuoio-1915-2004-iao-dhiecoeeuo-aeaniiyao-adheiyeaea-dhanioossaoc-ieueco-aaeaoueco/

Ζήσιμος Λορεντζάτος-Μικρά Σύρτις (αποσπάσματα)

 (478-486)

[…] Μα η γενιά της μεγάλης ανταρσίας
Χάραξε πάνω στα βράχια της Ύδρας ή σε μέρος άγνωστο:
Ανθρώπινη νομιμότητα δεν υπάρχει
Η νομιμότητα είναι έννοια μεταφυσική
Και η μεταφορά της από το θείο στο ανθρώπινο επίπεδο
Για λόγους ΜΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥΣ όπως έγινε η γίνεται σήμερα
Δεν αποτελεί υποχρέωση
Για όσους βρίσκουνται ακόμα σε ΖΩΝΤΑΝΗ επαφή με το σύμπαν
Δηλαδή τη θεότητα […]

(738-752)
[…] Όπως οι βασιλιάδες στα νομίσματα
που τριφτήκαν στων λαών τα χέρια ξεπροβάλλει
το μισοφαγωμένο πρόσωπο του Εμπεδοκλή
Αίματος εν πελάγεσσι αντιθορόντος

Τέτοιες ώρες τον κόσμο αυτόν όταν κοιτάζω
Που πάει να δέσει σα βαρέλι όλη τη σφαίρα
Στου λογικού τα τσέρκια ή όταν από παντού
Με ζώνει το τυφλό σταμάτημα του πάθους
Στο αίμα γυρνάω που θρέφει ως πέλαγος το νου μας
Στο μαύρο αίμα που ήπιε ο Τειρεσίας
Κι οι αρχαίες προφητικές ψυχές στον άδη
Στο περικάρδιον αίμα ανθρώποις νόημα
Του χορευτή που κάνει αυτό το πάτωμα
Κόσκινο με των τακουνιών το ντουφεκίδι
Κι απʼ τα κατάβαθα της πατρικής μου γης
Βλέποντας τη διπλή παράδοση φωνάζω

Σκοτεινή δύναμη άγρια φανερώσου
Αντίμαχη της κλασικής Ελλάδας
Και λύτρωσε με απʼ το λευκό της κίονα που με κλείνει […]

[...]

Μαύρα μου χελιδόνια από τήν έρημο

Θυμήθηκα την περιδιάβαση στην Αφρική
Μέ την ισημερία τού φθινοπώρου αφήσαμε
Τό βορινό λιμάνι μέ τού θερμαστή τά νύχια νοτισμένο
Σέ καρβουνίδι ανήλιαγο καί καταχνιές
Πού κόλλησαν στόν ουρανίσκο μιάς παλιάς καμπάνας
Σφυρίζει αργά στο θολωμένη ψύχρα τού απογέματος
Σέ λύνει από τόν κόσμο τό καράβι τούτο σέ λικνίζει
Μέ τό ρυθμό σέ λίγο τής προαιώνιας μάνας
Πού κρύβει τό παιδί της στά μεγάλα δάση
Νά μήν τό πάρουν τά λυμένα αγρίμια
Πού κρύβει σέ παράμερο τό νιό φεγγάρι της
Νά μήν τό πάρουν τά νερά τής νύχτας:
Ώ τόποι αμέτρητοι δρόμοι τής πιό μεγάλης ώρας
Σεβάσμιοι δρόμοι τών πολιτισμών μέ τούς νεκρούς σας
Πού κατεβαίνουν τίς χιλιετηρίδες
Τού ήλιου όπως οί βασιλιάδες τής Αιγύπτου
Δρόμοι χαμένων στόλων δρόμοι τών κουρσάρων
Δρόμοι την θαρρετών ανακαλύψεων
Καί δρόμοι φρίκης για τό πούλημα τών μαύρων
Πώς νά σάς σώσει ένας θνητός πώς νά μετρήσει
Τ' άστρα πού μερμηδίζουν μέσα στην καρδιά του
Τόν αιώνιο κύκλο μιάς καταγωγής καί μιάς πορείας;
Μέ τό νερό δύο πόδια στην κουβέρτα
Ξεσκίσαμε τό δέρμα τού πουνέντε
Κι ή νύχτα στηθοδέρνοντας αμόλησε
Σειρήνες τού άδη στρίγγλες καλεσμένες
Σέ μαύρα βάθη μέ δαιμόνων βρόντο
Πού βόας τό κύμα σφίγγοντας τό κύμα
Καί τό καλό σκαρί κατέβαινε λαγκάδια
Τραβερσωμένο πάνω στόν καιρό
Ώσπου νά βγείς απ' τόν δεινό σου αγώνα
Θάλασσα πικροθάλασσα Μεσόγειο
Μέ δύο λευκά πανιά τής καλοσύνης
Πηγή τού μέτρου γαλανή μου ισότητα.
Καί σέ παλιά γενεθλιακά βιβλία
Κουβάλησα προγόνους πού ξυλιάζαν
Γιά χρόνια στην Οντέσα ή τό Γαλάτσι
Καθένας κυνηγώντας τού Έλληνα την τύχη
Καί τά παιδιά τους βρέθηκαν σέ χώρες τού Νοτιά
Ποιός τούς μνημόνεψε ποτέ παιδιά μου
Τό θάρρος τού δικού μου ή τού δικού σου συγγενή
Πού τράβηξαν μονάχοι δίχως Μεγαλέξαντρο
Στή μαύρη ξενιτιά κι αλησμονήθηκαν
Τώρα αφηγιέμαι αυτή την περιδιάβαση
Μόνο επειδής ή θεότητα τού μέρους
Μέ κυνηγάει βουβά για νά μέ φέρει
Μέσα στην κατακόκκινη Αφρική
Μέ τά θεριά καί τούς γυμνούς ανθρώπους
Κλειστά καθώς ή γλώσσα μας στο στόμα
Τον πρώτο Θεό αφηγιέμαι στό πλευρό της
Εδώ στην σουντανέζικη καλύβα
Όπως κατηφοράει γαλάζιος ή λευκός
Από τή λίμνη Τάνα κι από τίς βροχές τής Αιθιοπίας
Στό ρέμα τού πανάρχαιου τούτου ποταμού
Πού τόν λατρεύουν ανοιχτά μυριάδες χέρια
Πού τόν γυρεύουν απλωτά μυριάδες δάχτυλα
Καί φτερουγάνε στό Μεγάλο Δρόμο
Πιό συγκινητικά κι απ' τής μεταναστέψεις τών πουλιών
Σπαραχτικότερα κι από τά χέλια πού μισεύουν ώς τό Μεξικό
- Μέχρι νά βγεί στήν ύπτια γή τού Ηροδότου
Πλατύς σάν ανοιχτή παλάμη στό βαγγέλιο
Ενός πού ορκίζεται στο δικαστήριο
Ή σά φελάχος στή γερμένη καλαμιά τής προσευχής τού
Μέχρι νά βρεί τό νεκρομάντη σπόρο
Μέχρι νά βρεί τό δυικό εαυτό του
Μέχρι νά βρεί τό νόημα τό διπλό του
Μέχρι νά βρεί τό μυστικό τό δέλτα
Τό θηλυκό τριγωνικό σημάδι
Τού σκοτεινού τής γής καταποτήρα
Τό ΕΓΩ νά βρεί τό ΕΣΥ τής γονιμότητας
Μά τήν πληγή τού ανθρώπου όταν αφόρμισε
Την έγιανε ή μητέρα αυτού τού ποταμού
Γερόντισσα εκατόχρονη πού είδα τό γένι της
αραιό
Μιά Κυριακή νά στάζει από μαρίσα
Καθώς ή τρίχα στο κατωσάγονο τού αλόγου
Όταν σηκώνει τό κεφάλι για μία γούρνα.

Λέω το μεγάλο φωτεινό θεό Μοναχογιό της χήρας αιωνιότητας Που δένεται καλούμα στις περιπλανήσεις του Με το Σταυρό του Νότου στα μεσούρανα Και τον αστερισμό της Ανδρομέδας […]

Πηγές: http://www.poiein.gr/2008/05/22/aethoeiio-einaioaeuoio-1915-2004-iao-dhiecoeeuo-aeaniiyao-adheiyeaea-dhanioossaoc-ieueco-aaeaoueco/
https://www.facebook.com/giorgos.ekonomeas/posts/pfbid0Equ4GQwQxMU7mb9TJte5EScua38Aat1RaaKW29EsjVP2CoGr8wXebuJPVoHrxem1l

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Ζήσιμος Λορεντζάτος-Cap Martin


Εδώ στίς εγκαταλειμμένες βίλες
μέ τά ροσμαρίνια
Κλειστές αυτή την εποχή σάν τραβηγμένες βάρκες
Νύχτες πού πέρασες στουπώνοντας τό φώς μιάς λάμπας
Ή μέρες αμετάδοτες σέ πέτρες πού έμοιαζαν μέ προϊστορικά μνημεία τής Αμερικής
Μέ τή θάλασσα φορεμένη ώς τά μισά
Σέ μέρη δίχως θεούς σάν άδειες κάμαρες
Έρμα γιαπιά τό αίμα τού κόκορα ξέβαφο ακόμη στο θεμέλιο
Κι ένα σταυρό στή σκαλωσιά
Τά μέρη
Μοιάζουν σάν άδειες κάμαρες καί νά τά ντύσεις πρέπει
Μέ χρόνια παιδικά καί μέ αργοβάδιστες αρρώστιες
Πού αφήναν τά σεντόνια μας βραδιάζοντας
γιομάτα ψίχουλα
Νά τά ταιριάξεις πρέπει μέ ανεξήγητους θανάτους
Τών γονικών σου ή τών μεγάλων πού κίνησαν κάποτες όλοι μαζί
Καί τώρα φεύγουν ένας ένας για τή μοναξιά μας
Πρέπει νά χορταριάσουν οί καρένες τους μέ τά καράβια
Κάθε κρυφή γωνιά τους νά διπλομαντέψεις
Κάθε σταθμός πού θά περνά στή ζωή τους
Σάν τούς παλιούς καπεταναίους πρέπει νά βάνεις
Μιά βούλα κίτρινο κερί στή χάρτα
Καί πέρα ακόμη από θνητούς ή από τά πράματα
Πρέπει νά βρείς τούς θεούς πού θά τά κατοικήσουν
Τίς μαύρες πρώτες ρίζες τίς ακλόνητες
Τή μυστική μεγάλη τριτογένεια
Αλλιώς τό αλάτι τους δέν πιάνει
αλλιώς τό πεύκο ρετσίνι δέν κολλάει
κι ή ελιά τό λάδι της δέ ρίχνει
Γιά νά φωτίσει μία φορά τό χάος τής νύχτας
Γιά νά πειράξει αρρώστια θεού τήν αχιβάδα
Τού χάους καί νά σβωλιάσει μέσα της πετράδι
ΟΛΙΓΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΝΟ ΣΕ ΜΕΓΑ ΣΚΟΤΟΣ ΚΙ ΕΡΜΟ
- Εδώ στίς εγκαταλειμμένες βίλες μέ τά ροσμαρίνια
Στόν κάβο πού χάνει καράβια τής γραμμής δέν έχει θεούς
Άνθρωπος δέν αντάμωσε ποτέ μαζί τους
Στίς πικροδάφνες δέν ακούστηκαν τά βήματά τους
Μακριά μονάχα κατά τή δύση άν θά ρωτήσεις
Σού δείχνουν ένα πύργο ή κάτι σάν οχύρωμα
ερειπωμένο
Πού κάποτε διάβηκε ό Καίσαρας μέ τίς λεγεώνες.

Πηγή: Μικρά Σύρτις,Ίκαρος εκδοτική εταιρεία 2006.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Ζήσιμος Λορεντζάτος-Μικρά Σύρτις (Απόσπασμα)

 Η απόφαση του Κωσταντίνου να χωρίσει Ανατολή και Δύση ήτανε υποσυνείδητη και μεταφυσική

Οι βυζαντινοί καλόγεροι και ασκητές από δρόμους που δεν καταλάβαιναν οι άλλοι

Πήρανε το σώμα του Θεού και το ξαπλώσανε πάνω στον επιτάφιο της ζωής τους

Και πίσω απ’ τα συντρίμια της Ελλάδας τον Εβραιο-χριστιανισμό τα Ερμητικά και το πέταμα του Πλωτίνου

Για να ξαναπιάσει το σκοινί που κρεμόταν από τον ουρανό μονάχα αφηρημένα

Δίχως το καράβι του κόσμου να ξανασκίσει τις θάλασσες με τους θεούς δεμένους στα πανιά του

Πιάσανε να ζωγραφίζουν ή να ανιστοράνε το δικό τους τον παντοκράτορα και τους αγίους

Σε τρόπο που οι άλλοι λέγανε πως αν ξέρανε ανατομία και προοπτική θα κάνανε καλύτερα και φυσικώτερα

Ενώ για τους βυζαντινύς αυτά ήτανε άχρηστα επειδή θέλανε να αναπαραστήσουν μια υπερφυσική αλήθεια ή όραμα

Και η φυσική ανατομία και προοπτική τους ήταν εμπόδιο για να αντιγράφουν την υπερβατική φαντασία τους

Που έπρεπε να το κατανικήσουνε για να κάνουν αληθινά θρησκευτική τέχνη όπως τη βλέπουμε στους βυζαντινούς


Και κάθε μεγάλη τέχνη που ξέρουμε είναι θρησκευτική γιατί όταν χάσει τη μεταφυσική σημασία της

Απομένει τέχνασμα ποιητικό ή αισθητική όπως το βλέπουμε καθαρά στους σημερινούς

Ενώ οι μαγικοί πολιτισμοί δεν έχουνε σχεδόν τίποτα σε ολόκληρο τον κυκλο της καθημερινής διαδρομής τους

Που να μην είναι ιερό δηλαδή γραμμένο σε γλώσσα αδιάβαστη σήμερα που τη βλέπουνε μόνο στις τέχνες των χωρικών


Εδώ στις εγκαταλειμμένες βίλες με τα ροσμαρίνια

Κλειστές αυτή την εποχή σαν τραβηγμένες βάρκες

Νύχτες που πέρασες στουπώνοντας το φως μιας λάμπας

Ή μέρες αμετάδοτες σε πέτρες που έμοιαζαν  με προϊστορικά μνημεία της Αμερικής

Με τη θάλασσα φορεμένη ώς τα μισά

Σε μέρη δίχως θεούς σαν άδειες κάμαρες

Έρμα γιαπιά το αίμα του κόκορα ξέβαφο ακόμα στο θεμέλιο

Κι ένα σταυρό στη σκαλωσιά

Τα μέρη

Μοιάζουν σαν άδειες κάμαρες και να τα ντύσεις πρέπει

Με χρόνια παιδικά και με αργοβάδιστες αρρώστιες

Που άφηναν τα σεντόνια μας βραδιάζοντας γιομάτα ψίχουλα

Να τα ταιριάξεις πρέπει με ανεξήγητους θανάτους

Των γονικών σου ή των μεγάλων που κινήσαν κάποτες όλοι μαζί

Και τώρα φεύγουν ένας-ένας για τη μοναξιά μας

Πρέπει να χορταριάσουν οι καρένες τους με τα καράβια

Κάθε κρυφή γωνιά τους να διπλομαντέψεις

Κάθε σταθμός που θα περνά στη ζωή τους

Σαν τους παλιούς καπεταναίους πρέπει να βάνεις

Μια βούλα κίτρινο κερί στη χάρτα

Και πέρα ακόμη από θνητούς ή από τα πράματα

Πρέπει να βρεις τους Θεούς που θα τα κατοικήσουν

Τις μαύρες πρώτες ρίζες τις ακοίμητες

Τη μυστική μεγάλη τριτογένεια

Αλλιώς το αλάτι τους δεν πιάνει αλλιώς το πεύκο

Ρετσίνι δεν κολλάει κι η ελιά το λάδι της δε ρίχνει

Για να φωτίσει μια φορά το χάος της νύχτας

Για να πειράξει αρρώστια θεού την αχιβάδα

Του χάους και να σβωλιάσει μέσα της πετράδι


***


Μαύρα μου χελιδόνια από την έρημο

Θυμήθηκα την περιδιάβαση στην Αφρική

Με την ισημερία του φθινοπώρου αφήσαμε

Το βορινό λιμάνι με του θερμαστή τα νύχια νοτισμένο

Σε καρβουνίδι ανήλιαγο και καταχνιές

Που κόλλησαν στον ουρανίσκο μιας παλιάς καμπάνας


Σφυρίζει αργά στη θολωμένη ψύχρα του απογέματος


Σε λύνει από τον κόσμο το καράβι τούτο σε λικνίζει

Με το ρυθμό σε λίγο της προαιώνιας μάνας


Που κρύβει το παιδί της στα μεγάλα δάση

Να μην το πάρουν τα λυμένα αγρίμια

Που κρύβει σε παράμερο το νιο φεγγάρι της

Να μην το πάρουν τα νερά της νύχτας:

Ω τόποι αμέτρητοι δρόμοι της πιο μεγάλης ώρας

Σεβάσμιοι δρόμοι των πολιτισμών με τους νεκρούς σας

Που κατεβαίνουν τις χιλιετηρίδες

Του ήλιου όπως οι βασιλιάδες της Αιγύπτου

Δρόμοι χαμένων στόλων δρόμοι των κουρσάρων

Δρόμοι των θαρρετών ανακαλύψεων

Και δρόμοι φρίκης για το πούλημα των μαύρων

Πώς να σας σώσει ένας θνητός πώς να μετρήσει

Τ’ άστρα που μερμηδίζουν μέσα στην καρδιά του

Τον αιώνιο κύκλο μιας καταγωγής και μιας πορείας;


Με το νερό δυο πόδια στην κουβέρτα

Ξεσκίσαμε το δέρμα του πουνέντε

Κι η νύχτα στηθοδέρνοντας αμόλησε

Σειρήνες του άδη στρίγγλες κολασμένες

Σε μαύρα βάθη με δαιμόνων βρόντο

Που βόας το κύμα σφίγγονταν στο κύμα

Και το καλό σκαρί κατέβαινε λαγκάδια

Τραβερσωμένο πάνω στον καιρό

Ώσπου να βγεις απ’ το δεινό σου αγώνα

Θάλασσα πικροθάλασσα Μεσόγειο

Με δυο λευκά πανιά της καλωσύνης

Πηγή του μέτρου γαλανή μου ισότητα


Και σε παλιά γενεθλιακά βιβλία

Κουβάλησα προγόνους που ξυλιάζαν

Για χρόνια στην Οντέσσα ή στο Γαλάτσι

Καθένας κυνηγώντας του Έλληνα την τύχη

Και τα παιδιά τους βρέθηκαν σε χώρες του νοτιά

Ποιος τους μνημόνεψε ποτέ παιδιά μου

Το θάρρος του δικού μου ή του δικού σου συγγενή

Που τράβηξαν μονάχοι δίχως Μεγαλέξαντρο

Στη μαύρη ξενιτειά κι αλησμονήθηκαν


Τώρα αφηγιέμαι αυτή την περιδιάβαση

Μόνο επειδής η θεότητα του μέρους


Με κυνηγάει βουβά για να με φέρει

Μέσα στην κατακόκκινη Αφρική

Με τα θεριά και τους γυμνούς ανθρώπους

Κλειστά καθώς η γλώσσα μες στο στόμα

Τον πρώτο θεό αφηγιέμαι στο πλευρό της

Εδώ στη σουντανέζικη καλύβα

Όπως κατηφοράει γαλάζιος ή λευκός

Από τη λίμνη Τάνα κι από τις βροχές της Αιθιοπίας

Στο ρέμα του πανάρχαιου τούτου ποταμού

Που τον λατρεύουν ανοιχτά μυριάδες χέρια

Που τον γυρεύουν απλωτά μυριάδες δάχτυλα

Και φτερουγάνε στο Μεγάλο Δρόμο

Πιο συγκινητικά κι απ’ τις μεταναστέψεις των πουλιών

Σπαραχτικότερα κι από τα χέλια που μισεύουν ώς το Μεξικό

-Μέχρι να βγει στην ύπτια γη του Ηρόδοτου

Πλατύς σαν ανοιχτή παλάμη στο βαγγέλιο

Ενός που ορκίζεται σε δικαστήριο

Ή σα φελλάχος στη γερμένη καλαμιά της προσευχής του

Μέχρι να βρει το νεκρομάντη σπόρο

Μέχρι να βρει το δυϊκό εαυτό του

Μέχρι να βρει το νόημα το διπλό του

Μέχρι να βρει το μυστικό το δέλτα

Το θηλυκό τριγωνικό σημάδι

Του σκοτεινού της γης καταποτήρα

Το ΕΓΩ να βρει το ΕΣΥ της γονιμότητας

Μα την πληγή του ανθρώπου όταν αφόρμησε

Την έγιανε η μητέρα αυτού του ποταμού

Γερόντισσα εκατόχρονη που είδα το γένι της αραιό

Μια Κυριακή να στάζει από μαρίσα


Καθώς η τρίχα στο κατωσάγωνο του αλόγου

Όταν σηκώνει το κεφάλι από μια γούρνα


Μικρά σύρτις,1955

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Ζήσιμος Λορεντζάτος -ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ

Α
Εδώ σου γράφω
τά δε σού θέλει φέρει
ο ταχυδρόμος. σ.11
Β
        Amour
Βροντή μπροστά σου
του μενεξέ το μύρο
Κάϊντ Άλη dixit. σ.12
Γ
Άλφα της Άρκτου
πέντε φορές απάνω
η Τραμουντάνα. σ.13
Δ
        Ακρόπολη
Πέτρινη κόρη
σου χτύπησε καλέμι
το χαμόγελο. σ.14
Ε
Πήρε τ’ αγκίστρι
συναγρίδα που φεύγει
κι ακόμα φεύγει. σ.15
Ζ
Ψηλά στη στέκα
Παρασκευή Μεγάλη
κρεμιέται ο φάντης. σ.16
Η
Μέρα στ’ αυλάκι
της δωρικιάς κολόνας
που ταξιδεύεις; σ.17
Θ
Απριλομάης
κάτω στον πλαταμώνα
το χέλι φεύγει. σ.18
Ι
Ασημωμένο
στα πελαγίσια βάθη
θα ζευγαρώση. σ.19
Κ
Όλβιος όστις
μπαίνει στην κοίλαν χθόνα
ιδών εκείνα. σ.20
Λ
Χίλια σκαλούνια
να τ’ ανεβής της τέχνης
το Παλαμήδι. σ.21
Μ
Διαμάντι κόβει
τη σιγαλιά την άκρα
το πρώτο αηδόνι. σ.22
Ν
Πού ‘ναι το τέλος;
Εν αρχή ήν ο Λόγος
εμείς στη μέση. σ.23
Ξ
Graecia capta
ferum victorem cepit
μην το ζηλεύης. σ.24
Ο
Απ’ τα δυό τραίνα
στο σταθμό ποιο κουνιέται
εμείς για το άλλο; σ.25
Π
Φίδι του χάρου
βγαίνεις από δερμάτι
και σ’ άλλο μπαίνεις. σ.26
Ρ
        Θεριακλής
Μη λές κουβέντα:
σε κάνει μπουρμπουλήθρα
στο ναργιλέ του. σ.27
Σ
Άσ’ τους να τρώνε
και στρώνε το χαλί σου
για το ναμάζι. σ.28
Τ
Στη γλώσσα πρώτος
κορακοζώητη φύτρα
ο παπαγάλος. σ.29
Υ
Άχ η Ακριβούλα
κοχύλια τα προικιά της
Παπαδιαμάντη. σ.30
Φ
Όλη τη νύχτα
τ’ άρμπουρο με τ’ αστέρια
παίζαν τραμπάλα. σ.31
Χ
Infandum jubes
renovare dolorem:
οι Τρώες πληθύναν. σ.32
Ψ
Στον ουρανό σου
Μια μπαταριά σε βρήκε
πρασινολαίμη. σ.33
Ω
Λόγια γραμμένα
πάνω σε μιάς δεκάρας
ημεροδείχτες. σ.34

Ζήσιμος Λορεντζάτος, ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ, Αθήνα 1969. 

Πηγή:http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2019/06/blog-post.html

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Ζήσιμος Λορεντζάτος-"Το Πάθημα".



Πρόσεχε τα μεγαλεπήβολα συστήματα
Τη μαθηματικά αυστηρήν αιτιοκρατία
Του λογικού τον πύργο το χρυσοπλοκότατο
Πασχίζοντας πέτρα με πέτρα να τον θεμελιώσεις
Κάστρο ή ταμπούρι απάτητο στο νόμο της αντίφασης

Σε τόμους δύο σχεδιάστηκαν οι "Θεμελιώδεις Νόμοι
Της Αριθμητικής" ή "Grundgesetze"
Der Arithmetik" - (χίλια οχτακόσια ενενήντα τρία
Ο πρώτος τόμος, χίλια εννιακόσια τρία
Ο δεύτερος). Δουλειά μιας ζωής. Χτύπημα με το σφυροκάλεμο
χρόνια και χρόνια.
Όλα ως εδώ καλά

Μα εκεί που ο Φρέγκε (Γκόττλομπ) διόρθωνε
Ήσυχος τυπογραφικά δοκίμια και του δευτέρου
Πια τόμου, ένα το κερατένιο λογικό παράδοξο
Που ανασκευή δε σήκωνε- απορία του Ράσσελλ (Μπέρτραντ)-
Ανάγκασε χωρίς πολλά το στοχαστή του Μεκλεμπουργκ
Να προσθέσει μια τελευταία παράγραφο στο σύστημα
(Ποιος στοχαστής θα καταστρατηγούσε την αλήθεια)
Και να δεχτεί την αμετάκλητη καταστροφή:

Τα θεμέλια ρημάδι, τη λογική του σκάρτη, στράφι τον κόπο του
Και τους δύο τόμους - σκέψου κολοσσιαίο χαντάκωμα-
Σαβούρα για το κάρο με τα σκύβαλα και τα σαρίδια

Πηγή:http://epanastatis.blogspot.com/2008/03/blog-post_13.html

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Αποφθέγματα - Αποσπάσματα

Συνεχίζουμε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἄνισου τόπου, ποὺ ὑπάρχει πολὺ περισσότερο στὸ χρόνο παρὰ στὸ χῶρο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ μοίρα μας δὲν καταλαβαίνει τὴ μοίρα τῶν λαῶν τοῦ χώρου, ἀλλὰ κλώθεται ὁλοένα τριγύρω στὸ ἄλυτο πρόβλημα τῶν δυὸ διαστάσεων. Εἴμαστε οἱ μνηστῆρες τοῦ χρόνου καὶ οἱ καταδικασμένοι τοῦ χώρου. Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ θὰ πρέπει νὰ συλλογιστοῦμε μήπως μέσα στὴν ἐποχὴ ποὺ μπαίνουμε δὲ μᾶς ἀπομένει ἄλλο ἐμπόρευμα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπίδοσή μας...
...........................................................................................................................................................................
Όμως παράξενο
τη φτώχεια της γραφής μαθαίνοντας πλουταίνεις.

Ζήσιμος Λορεντζάτος-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (Απόσπασμα στίχοι 1-8)



Θα ξαναβρούμε τους ρυθμούς εκεί που τους αφήσαμε
Στην αμμουδιά με τους αφρούς του περασμένου χρόνου
Στα ξύλα που τα σφήνωσαν κατάβραχα φουρτούνες
Στα φύκια τα ξασπρόθωρα στο ασίγαστο νερό.

Θα ξαναβρούμε τους ρυθμούς παντού. Μονάχα εσένα
Δε θα σε βρούμε πουθενά της νιότης αστραπή
Πιο γρήγορη απʼ το τρέξιμο πιο λίγη απʼ το δελφίνι
Στο πήδημά του, μια στιγμή στο πέλαγο αν φανεί. […]

Από την ποιητική συλλογή «Συλλογή», Αθήνα άνοιξη 1991.

Ζήσιμος Λορεντζάτος-ΤΟΥ ΚΥΡ ΒΟΡΙΑ


Τυλίγοντας τα κύματα
Σαν τις δαιμονισμένες
Γυρίζουν αφρισμένες
Του μελτεμιού οι ανέμες

Ολημερίς δεν έκοψε
Η πελαγίσια λύσσα
Που χάση κόσμου εφύσα
Γραμμή στην πλώρη σου ίσα

Μα το τιμόνι απόμεινε
Στα χέρια του λοστρόμου
Στα πιο γοργά του δρόμου
Καταμεσής του τρόμου

Στις ξέρες γύρω τίποτα
Παρά μονάχα ξύλα
Και του θανάτου σκύλα
Στου κάβου τη μαυρίλα

Τυλίγοντας τα κύματα
Σαν τις δαιμονισμένες
Γυρίζουν αφρισμένες
Του μελτεμιού οι ανέμες.

Μάνα νύχτα μέρα μένω
Τον πνιγμένο να προσμένω
Με καμπάνα και τρισάγιο
Στο θαλασσινό μουράγιο
Στην τραγάνα στην αμμούδα
Στη σουρένα στη φυκιάδα
Τον προσμένω μερονύχτια
Φασκιωμένο με τα δίχτυα
Μοσχοθαλασσοπλυμένο
Της γοργόνας χαϊδεμένο

Το μωρό που βρήκε οιμένα
Την παντοτινή του γέννα.

Απόό την ποιητική συλλογή «Συλλογή», Αθήνα άνοιξη 1991.

Ζήσιμος Λορεντζάτος «Μικρά Σύρτις» στ. 11-29

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο
Συνομιλία με τον Θουκυδίδη (Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.)
Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

Ζήσιμος Λορεντζάτος-"Μικρά Σύρτις" (απόσπασμα)


Ξέρω ένα σταμνί στην Αίγινα
που θα φυλάξει την τελευταία σταγόνα της αιωνιότητας
όταν οι άνθρωποι δε θα ξέρουνε πια που να την βρουν
Ξέρω ενα κούτσουρο στη Θεσσαλία που κρύβει τον πόλεμο των στοιχείων
και των αρχών μέσα στο χάος
όταν οι άνθρωποι δε θα θυμούνται το χαλασμό
που τους γέννησε απο τα σκοτάδια
Ξέρω λίγα δέντρα κι ένα πρόσωπο
που κοιτάζουνε το πλήρωμα της δημιουργίας
όσο μακραίνει το χάος...
Ξέρω ένα κοχύλι που περιμένει τους νέους πολέμους
που θα σημάνουν το γυρισμό της δημιουργίας
στα στοιχεία και στις αρχές όταν οι άνθρωποι δε θα φαντάζουνται πια τίποτα
Ξέρω έναν άντρα και μια γυναίκα που θα γυρίσουνε στην αιωνιότητα...
Ξέρω μια γενιά ταμένη στη μεγάλη ανταρσία
που θέλει να τελειώνει με τα πνευματικά τερτίπια
και τις αντινομίες του κόσμου
για να ξαναπιάσει τη Μεγάλη Ενότητα
όταν οι άλλοι καταλάβουνε
πως κάτι φοβερό χάθηκε
για πάντα από τη ζωή τους...
Ξέρω ένα βουνό στη μέση της αιώνιας θάλασσας
ασάλευτο...
που κρατάει σε κίνηση τον αχαλίνωτο κόσμο των φαινομένων
ώσπου να ξαναπαρουσιαστούνε
μια μέρα οι Προφήτες
Ω ρίζα του παντός απροσπέλαστη ενδογένεια.
Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004)

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Μικρά Σύρτις» ( στ.505-528)

«Μικρά Σύρτις» 
( στ.505-528)
Αὐτὸς ὁ πρῶτος πετεινὸς ὁ νυχοποδαράτος
Μὲ τὰ μπλιμπλιὰ μὲ τὰ λειριὰ καὶ μὲ τὰ φυσεκλίκια του
Μὲ ὅλα τοῦ δάσους τὰ κλαριὰ καὶ μὲ τῆς θάλασσας τὰ
φύκια
Μὲ τὸ ἄναμμα τῆς τσακμακόπετρας καὶ τὸ μπαρούτι
τοῦ φτεροῦ
Μὲ τὸ ναργιλὲ τῆς οὐρᾶς του καὶ μὲ τὴ χάντρα τοῦ
ματιοῦ
Μὲ ὅλες τὶς κουρελοῦδες ὅσες πλένουν στὰ ποτάμια
τοῦ Μοριᾶ
Μὲ τὴν κολοκύθα τῆς γούσας του καὶ μὲ τοῦ ποδαριοῦ
τὰ σαμντάνια
Βρεμένος ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φεγγαριοῦ κι ἀπὸ τῆς νύχτας
τὶς δροσιὲς
Μυρισμένος ἀπὸ δεντρολίβανα κι ἀπὸ τὰ τυφλοχόρταρα
τῆς γῆς
Τσιμπολογῶντας τριχωτὰ σκουλήκια μέσα στὸ κομμένο
λεμόνι τῆς βροχῆς
Μὲ τὸ ζουνάρι του ἀπλωμένο τρίδιπλο στὴ μέση
Σέρνοντας στὸ πλευρὸ τῶν καπιταναραίων τὸ γιαταγάνι
Μὲ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ λαγοῦτα τῶν συμπεθεριῶν του
Μὲ τὰ πλουμίδια τῆς φωτιᾶς καὶ τὰ μαλλιὰ Μανιάτισσας
Μὲ τοῦ λαιμοῦ τὶς λινομέταξες καπνοσακοῦλες
Μὲ ὅλα τὰ χρώματα δετὸς τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ
Ποὺ ματωμένος θεμελιώνεται ὅπως τοῦ πρωτομάστορα
ἡ γυναίκα
Αὐτὸς ὁ κόκορας μπαϊράκι τῆς μεγάλης μάχης
Ποὺ τὶς κοιμήθηκε ὅλες κινεζάκια πετρωτὲς καὶ γδυ-
μνολαῖμες
Μὰ ποὺ δὲν ἔσβησε καμιὰ τὸ σερνικὸ καημὸ του
Γιατὶ ‘θελε νὰ ξεπαστρέψει ὁλόκληρο τὸ θηλυκό
Σκύλες γυναῖκες τὸν ἐπιάσανε στὸ γύρο τῆς ποδιᾶς τους
Μὲ μπαμπεσιὰ τὸν πιάσανε τὸν ἡλιο ποὺ ἐκαμάρωνε
Καὶ πᾶ νὰ τόνε σφάξουνε στὸ γάμο μιᾶς μοναχοκόρης.

Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004)
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος

«Μικρά Σύρτις» ,1955.