Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Ζήσιμος Λορεντζάτος-Μικρά Σύρτις (Απόσπασμα)

 Η απόφαση του Κωσταντίνου να χωρίσει Ανατολή και Δύση ήτανε υποσυνείδητη και μεταφυσική

Οι βυζαντινοί καλόγεροι και ασκητές από δρόμους που δεν καταλάβαιναν οι άλλοι

Πήρανε το σώμα του Θεού και το ξαπλώσανε πάνω στον επιτάφιο της ζωής τους

Και πίσω απ’ τα συντρίμια της Ελλάδας τον Εβραιο-χριστιανισμό τα Ερμητικά και το πέταμα του Πλωτίνου

Για να ξαναπιάσει το σκοινί που κρεμόταν από τον ουρανό μονάχα αφηρημένα

Δίχως το καράβι του κόσμου να ξανασκίσει τις θάλασσες με τους θεούς δεμένους στα πανιά του

Πιάσανε να ζωγραφίζουν ή να ανιστοράνε το δικό τους τον παντοκράτορα και τους αγίους

Σε τρόπο που οι άλλοι λέγανε πως αν ξέρανε ανατομία και προοπτική θα κάνανε καλύτερα και φυσικώτερα

Ενώ για τους βυζαντινύς αυτά ήτανε άχρηστα επειδή θέλανε να αναπαραστήσουν μια υπερφυσική αλήθεια ή όραμα

Και η φυσική ανατομία και προοπτική τους ήταν εμπόδιο για να αντιγράφουν την υπερβατική φαντασία τους

Που έπρεπε να το κατανικήσουνε για να κάνουν αληθινά θρησκευτική τέχνη όπως τη βλέπουμε στους βυζαντινούς


Και κάθε μεγάλη τέχνη που ξέρουμε είναι θρησκευτική γιατί όταν χάσει τη μεταφυσική σημασία της

Απομένει τέχνασμα ποιητικό ή αισθητική όπως το βλέπουμε καθαρά στους σημερινούς

Ενώ οι μαγικοί πολιτισμοί δεν έχουνε σχεδόν τίποτα σε ολόκληρο τον κυκλο της καθημερινής διαδρομής τους

Που να μην είναι ιερό δηλαδή γραμμένο σε γλώσσα αδιάβαστη σήμερα που τη βλέπουνε μόνο στις τέχνες των χωρικών


Εδώ στις εγκαταλειμμένες βίλες με τα ροσμαρίνια

Κλειστές αυτή την εποχή σαν τραβηγμένες βάρκες

Νύχτες που πέρασες στουπώνοντας το φως μιας λάμπας

Ή μέρες αμετάδοτες σε πέτρες που έμοιαζαν  με προϊστορικά μνημεία της Αμερικής

Με τη θάλασσα φορεμένη ώς τα μισά

Σε μέρη δίχως θεούς σαν άδειες κάμαρες

Έρμα γιαπιά το αίμα του κόκορα ξέβαφο ακόμα στο θεμέλιο

Κι ένα σταυρό στη σκαλωσιά

Τα μέρη

Μοιάζουν σαν άδειες κάμαρες και να τα ντύσεις πρέπει

Με χρόνια παιδικά και με αργοβάδιστες αρρώστιες

Που άφηναν τα σεντόνια μας βραδιάζοντας γιομάτα ψίχουλα

Να τα ταιριάξεις πρέπει με ανεξήγητους θανάτους

Των γονικών σου ή των μεγάλων που κινήσαν κάποτες όλοι μαζί

Και τώρα φεύγουν ένας-ένας για τη μοναξιά μας

Πρέπει να χορταριάσουν οι καρένες τους με τα καράβια

Κάθε κρυφή γωνιά τους να διπλομαντέψεις

Κάθε σταθμός που θα περνά στη ζωή τους

Σαν τους παλιούς καπεταναίους πρέπει να βάνεις

Μια βούλα κίτρινο κερί στη χάρτα

Και πέρα ακόμη από θνητούς ή από τα πράματα

Πρέπει να βρεις τους Θεούς που θα τα κατοικήσουν

Τις μαύρες πρώτες ρίζες τις ακοίμητες

Τη μυστική μεγάλη τριτογένεια

Αλλιώς το αλάτι τους δεν πιάνει αλλιώς το πεύκο

Ρετσίνι δεν κολλάει κι η ελιά το λάδι της δε ρίχνει

Για να φωτίσει μια φορά το χάος της νύχτας

Για να πειράξει αρρώστια θεού την αχιβάδα

Του χάους και να σβωλιάσει μέσα της πετράδι


***


Μαύρα μου χελιδόνια από την έρημο

Θυμήθηκα την περιδιάβαση στην Αφρική

Με την ισημερία του φθινοπώρου αφήσαμε

Το βορινό λιμάνι με του θερμαστή τα νύχια νοτισμένο

Σε καρβουνίδι ανήλιαγο και καταχνιές

Που κόλλησαν στον ουρανίσκο μιας παλιάς καμπάνας


Σφυρίζει αργά στη θολωμένη ψύχρα του απογέματος


Σε λύνει από τον κόσμο το καράβι τούτο σε λικνίζει

Με το ρυθμό σε λίγο της προαιώνιας μάνας


Που κρύβει το παιδί της στα μεγάλα δάση

Να μην το πάρουν τα λυμένα αγρίμια

Που κρύβει σε παράμερο το νιο φεγγάρι της

Να μην το πάρουν τα νερά της νύχτας:

Ω τόποι αμέτρητοι δρόμοι της πιο μεγάλης ώρας

Σεβάσμιοι δρόμοι των πολιτισμών με τους νεκρούς σας

Που κατεβαίνουν τις χιλιετηρίδες

Του ήλιου όπως οι βασιλιάδες της Αιγύπτου

Δρόμοι χαμένων στόλων δρόμοι των κουρσάρων

Δρόμοι των θαρρετών ανακαλύψεων

Και δρόμοι φρίκης για το πούλημα των μαύρων

Πώς να σας σώσει ένας θνητός πώς να μετρήσει

Τ’ άστρα που μερμηδίζουν μέσα στην καρδιά του

Τον αιώνιο κύκλο μιας καταγωγής και μιας πορείας;


Με το νερό δυο πόδια στην κουβέρτα

Ξεσκίσαμε το δέρμα του πουνέντε

Κι η νύχτα στηθοδέρνοντας αμόλησε

Σειρήνες του άδη στρίγγλες κολασμένες

Σε μαύρα βάθη με δαιμόνων βρόντο

Που βόας το κύμα σφίγγονταν στο κύμα

Και το καλό σκαρί κατέβαινε λαγκάδια

Τραβερσωμένο πάνω στον καιρό

Ώσπου να βγεις απ’ το δεινό σου αγώνα

Θάλασσα πικροθάλασσα Μεσόγειο

Με δυο λευκά πανιά της καλωσύνης

Πηγή του μέτρου γαλανή μου ισότητα


Και σε παλιά γενεθλιακά βιβλία

Κουβάλησα προγόνους που ξυλιάζαν

Για χρόνια στην Οντέσσα ή στο Γαλάτσι

Καθένας κυνηγώντας του Έλληνα την τύχη

Και τα παιδιά τους βρέθηκαν σε χώρες του νοτιά

Ποιος τους μνημόνεψε ποτέ παιδιά μου

Το θάρρος του δικού μου ή του δικού σου συγγενή

Που τράβηξαν μονάχοι δίχως Μεγαλέξαντρο

Στη μαύρη ξενιτειά κι αλησμονήθηκαν


Τώρα αφηγιέμαι αυτή την περιδιάβαση

Μόνο επειδής η θεότητα του μέρους


Με κυνηγάει βουβά για να με φέρει

Μέσα στην κατακόκκινη Αφρική

Με τα θεριά και τους γυμνούς ανθρώπους

Κλειστά καθώς η γλώσσα μες στο στόμα

Τον πρώτο θεό αφηγιέμαι στο πλευρό της

Εδώ στη σουντανέζικη καλύβα

Όπως κατηφοράει γαλάζιος ή λευκός

Από τη λίμνη Τάνα κι από τις βροχές της Αιθιοπίας

Στο ρέμα του πανάρχαιου τούτου ποταμού

Που τον λατρεύουν ανοιχτά μυριάδες χέρια

Που τον γυρεύουν απλωτά μυριάδες δάχτυλα

Και φτερουγάνε στο Μεγάλο Δρόμο

Πιο συγκινητικά κι απ’ τις μεταναστέψεις των πουλιών

Σπαραχτικότερα κι από τα χέλια που μισεύουν ώς το Μεξικό

-Μέχρι να βγει στην ύπτια γη του Ηρόδοτου

Πλατύς σαν ανοιχτή παλάμη στο βαγγέλιο

Ενός που ορκίζεται σε δικαστήριο

Ή σα φελλάχος στη γερμένη καλαμιά της προσευχής του

Μέχρι να βρει το νεκρομάντη σπόρο

Μέχρι να βρει το δυϊκό εαυτό του

Μέχρι να βρει το νόημα το διπλό του

Μέχρι να βρει το μυστικό το δέλτα

Το θηλυκό τριγωνικό σημάδι

Του σκοτεινού της γης καταποτήρα

Το ΕΓΩ να βρει το ΕΣΥ της γονιμότητας

Μα την πληγή του ανθρώπου όταν αφόρμησε

Την έγιανε η μητέρα αυτού του ποταμού

Γερόντισσα εκατόχρονη που είδα το γένι της αραιό

Μια Κυριακή να στάζει από μαρίσα


Καθώς η τρίχα στο κατωσάγωνο του αλόγου

Όταν σηκώνει το κεφάλι από μια γούρνα


Μικρά σύρτις,1955

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου