«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»σελ. 23-26
Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024
Ρέα Γαλανάκη - Ο αιώνας των λαβυρίνθων (απόσπασμα)
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»σελ. 23-26
Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024
Ρέα Γαλανάκη - Ο αιώνας των λαβυρίνθων (απόσπασμα)
Η μοιραία μέρα του μηνός Αυγούστου, πίσσα κατράμι μέσα στον ολόφωτο αιθέρα, σηκώθηκε όπως πάντα από την ανατολή. Επρόκειτο για ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο ξημέρωμα, ακριβώς δέκα μέρες μετά τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Μίνως Καλοκαιρινός είχε υποσχεθεί στον φίλο του Ζαν Δεμάργν, εταίρο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Σχολής, να επισκεφθούν εκείνο το πρωί τις ανασκαφές του στην Κνωσό και το σπήλαιο του Λαβυρίνθου, επίσκεψη σχεδόν εθιμοτυπική για κάθε ξένον αρχαιολόγο που περνούσε από την Κρήτη. Ο Γάλλος, που την επομένη θα αναχωρούσε για τον Πειραιά κι από εκεί για τη Μασσαλία, είχε καθυστερήσει με τις επισκέψεις του σε ερειπιώνες και με το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας σε κάποιο κεφαλοχώρι, έπρεπε όμως οπωσδήποτε να δει τη μοναδική μινωική ανασκαφή, που μάζευε γύρω της μελίσσι τους θερμούς μνηστήρες ποιος θα τη συνέχιζε, καθώς και το σπήλαιο του Λαβυρίνθου. Από τη μεριά του ο Μίνως Καλοκαιρινός ήθελε να φωτογραφίσει επιτέλους την ανασκαφή του. Εδώ και μίαν εβδομάδα είχε στα χέρια του την καινούργια μηχανή, για επτά μέρες είχε ασκηθεί σε φωτογράφο της πόλης, αλλά θα του έδειχνε και ο Γάλλος αρχαιολόγος, ο διεθνώς γνωστός για τη φωτογράφιση ερειπιώνων με τη σύγχρονη τεχνολογία της γυάλινης πλάκας. Ανησυχούσε μόνο για τη συγκεκριμένη τούτη μέρα, καθώς προς το μεσημέρι επρόκειτο να γίνει η παράδοση του τελωνείου από τα τούρκικα χέρια στα χριστιανικά, υπό την εγγύηση πάντα του ειρηνευτικού αγγλικού στρατού. Και μολονότι η αντίστοιχη παράδοση είχε ήδη γίνει ειρηνικά, στα μεν Χανιά υπό την προστασία των Ιταλών, στο δε Ρέθυμνο υπό την προστασία των Ρώσων, ο νους του πήγαινε στις περσινές αιματοχυσίες. Έβλεπε και τους Τουρκοκρητικούς βασιβουζούκους που τριγύριζαν μέσα στην πόλη ρέμπελοι και οπλισμένοι. Ο ίδιος μάλιστα, ως υποπρόξενος της Ισπανίας στην Κρήτη, είχε λάβει την πληροφορία ότι χωρίς φανερό λόγο μετακινήθηκαν τουρκικά τάγματα από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο. Ως και οι Τουρκοκρητικοί κάτοικοι του Ηρακλείου, οι ζυμωμένοι χρόνια με τους χριστιανούς της, άφηναν να φανεί ο εύλογος φόβος τους για την εικοστή πέμπτη Αυγούστου, ημέρα που κληρώθηκε Σαββάτο. Ευτυχώς η σύζυγός του Σκεύω Κριεζή έλειπε σε συγγενείς της στην Αθήνα με τα τρία τους παιδιά, τον Λέοντα, τον Οδυσσέα και τη Μαρία. Στην πόλη είχε μείνει μόνον ο πρωτότοκος γιος του Αντρέας, που εργαζόταν στο Ελληνικό Προξενείο του Ηρακλείου.
Η μισθωμένη άμαξα τούς έφερε πρώτα στον λόφο της Κεφάλας, στο ανάκτορο του βασιλέως Μίνωος, μήκους εξήντα περίπου μέτρων και πλάτους τριάντα, όπως το υπολόγιζε ο Μίνως Καλοκαιρινός, από το οποίο είχε ανασκάψει τη δυτική και νότια είσοδο. Έδειξε στον Ζαν Δεμάργν τους ψηλούς τοίχους του παλατιού, χτισμένους με γυψόλιθους, λαξεμένους με τέτοια μαστοριά, που έδιναν την εντύπωση μαρμάρου. Του έδειξε το πολύπλοκο σύμπλεγμα διαδρόμων και δωματίων που είχε ανασκάψει. Έστησαν το τρίποδο στο κατάλληλο σημείο, αποτύπωσαν πάνω σε πολλές γυάλινες πλάκες την ανασκαφή, ο Κρης αρχαιολόγος σκέφτηκε ότι έπρεπε να βιαστεί να φωτογραφίσει και τα μινωικά ευρήματα που ακόμη βρίσκονταν στα υπόγεια του μεγάρου του, όπως του το συνέστησε και ο Γάλλος χθες το απόγευμα που τα επισκέφθηκε. Είπε στον Δεμάργν ότι επανειλημμένως είχε κάνει ενέργειες προς την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μεριμνήσει για τη μεταφορά και την εγκατάστασή τους στο κεντρικό μουσείο της Αθήνας, αλλά λόγω των εμποδίων που έθετε η Διοίκηση στη νήσο, λόγω των αδιάκοπων επίσης ταραχών, η συλλογή παρέμενε στην Κρήτη. Τουλάχιστον στα υπόγεια του μεγάρου ήταν ασφαλής, αφού βρισκόταν μέσα στο ίδιο κτήριο με το Αγγλικό Προξενείο. Ο Γάλλος αρχαιολόγος συμφώνησε και τον ρώτησε τι γύρευε όλος αυτός ο κόσμος που είχε δει χθες γύρω από το μέγαρο.
Καθώς η άμαξα τούς πήγαινε από την Κνωσό προς τη σπηλιά του Λαβυρίνθου, ο Μίνως Καλοκαιρινός εξήγησε στον Γάλλο αρχαιολόγο ότι τις κρίσιμες ώρες, όταν φοβότανε ο κόσμος ταραχές, μαζευόντουσαν για προστασία στην περιοχή κοντά στο Προξενείο τρεις και τέσσερις γενιές από την ίδια οικογένεια. Άνθρωποι λαϊκοί, εργατικοί κι αγρότες, που έμεναν καιρό στα γύρω από το μέγαρο εργοστάσια των Καλοκαιρινών και στα εκεί βενετσιάνικα ερείπια. Έφερναν τις ξομπλιαστές τους μπατανίες και τις άπλωναν σε υπήνεμη γωνιά, έφερναν την κατσίκα για το γάλα, την κότα για το αβγό, το γαϊδουράκι για τις αποστάσεις, έφερναν και τα τιμαλφή τους, τα λιγοστά που είχαν, για να τεθούν κι αυτά υπό την προστασία της βρετανικής σημαίας. Ακόμη και από τα κοντινά μοναστήρια κουβαλούσαν στο Προξενείο τα πολύτιμα ιερά τους σκεύη οι καλόγεροι και τα παρέδιδαν στα χέρια του Λυσίμαχου, όπως τους είχαν ορμηνέψει, δίνοντας και τον κατάλογο κάθε μονής για το ποια ιερά σκεύη εμπιστευόταν στη γηραιά Αλβιόνα. Όσοι μένανε γύρω από το μέγαρο μαγείρευαν το καθημερινό τους στήνοντας το τσουκάλι πάνω σε δυο πέτρες και πλένανε στη θάλασσα. Το καλό ντόπιο κρασί δεν έλειπε. Αριά και πού ακουγότανε μια λύρα, μια αντρική φωνή να τραγουδά ριζίτικο παλιό, της λευτεριάς και της ευγένειας τραγούδι, ή να στέλνει μαντινάδα και να της αποκρίνεται το νάζι μιας ψιλής γυναικείας φωνής.
Η άμαξα σταμάτησε στην είσοδο ενός λαξευτού σπηλαίου, που η έξοδός του λέγανε ότι βρισκόταν δυο χιλιόμετρα μακριά, στην περιοχή της Φοινικιάς. Οι δυο αρχαιολόγοι μπήκαν στη σπηλιά προσέχοντας να μη λερώσουν τα ανοιχτόχρωμα κοστούμια τους. Ο Μίνως Καλοκαιρινός υποστήριζε ότι τούτη η λαξευτή σπηλιά ήταν ο Κνωσιακός Λαβύρινθος, βάσει των περιγραφών που είχαν αφήσει οι αρχαίοι γεωγράφοι και οι ανά τους αιώνες περιηγητές για το σαν του σαλιγκαριού σχήμα του λόφου που σκέπαζε τον προϊστορικό Λαβύρινθο, για την πηγή με το νερό της λήθης έξω από την είσοδό του, για τη γεωγραφική σχέση του γήλοφου με το κοντινό ψηλό βουνό του Δία, ή Γιούχτα όπως λεγόταν πια. Ο ίδιος είχε μπει μέσα στο λαξεμένο σπήλαιο μαζί με τον επιστάτη της ανασκαφής του, τον δάσκαλο Παπαουλάκη, αλλά δεν προχωρήσανε βαθιά, γιατί είχαν καταπέσει ογκόλιθοι λόγω ενός μεγάλου σεισμού πριν από σαράντα χρόνια. Χωρικοί της περιοχής ωστόσο του είχαν τότε πει ότι, έξι μόλις χρόνια πριν από τον μεγάλο αυτό σεισμό, ένα βόδι είχε μπει στο σπήλαιο από την είσοδο και βγήκε έναν χρόνο αργότερα από την έξοδο της σπηλιάς, στη Φοινικιά. Όσο κι αν κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να έχει συμβεί, σχολίασε ο Μίνως Καλοκαιρινός, διότι τι θα έτρωγε το βόδι τριγυρνώντας τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες μέσα στους θεοσκότεινους διαδρόμους, απηχούσε ίσως τον μύθο του Μινώταυρου, ανθρώπου και ταύρου, που είχε ζήσει μέσα σε τούτο το σπήλαιο κατασπαράσσοντας τις παρθένες και τα παλληκάρια που αναγκαζόταν να του στέλνει κάθε χρόνο η Αθήνα. Σημάδια από χτυπήματα του εργαλείου, συγκεκριμένα του διπλού πελέκεως που το σχήμα του είχε χαραχτεί και στα αγκωνάρια του παλατιού, ήταν ακόμη ορατά στα τοιχώματα του σπηλαίου, ενισχύοντας έτσι την άποψή του ότι εδώ βρισκόταν ο Κνωσιακός Λαβύρινθος.
Πηγή: Ρέα Γαλανάκη, Ο αιώνας των λαβυρίνθων, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 65-69.
Ρέα Γαλανάκη - Ο αιώνας των Λαβυρίνθων (απόσπασμα)
Το κείμενο είναι ελαφρώς διασκευασμένο απόσπασμα από το ομότιτλο
μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη (1947-) (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002, σελ. 46-48).
Διαδραματίζεται περίπου το 1878 στην οθωμανική Κρήτη.
Ο δάσκαλος Χρίστος Παπαουλάκης κι η γυναίκα του Αννέζα
χάρηκαν γι’ αυτό το φθινοπωρινό σταφύλι, δεύτερος γιος για το όνομα δεν ήτανε
και λίγο. Προπάντων χάρηκαν γιατί τα αντρόγυνα μαντεύουν ποια θα είναι η
τελευταία τους σπορά, γερνά η γυναίκα και βαραίνει ο άντρας, γι’ αυτό καμιά
φορά ο τελευταίος καρπός είναι γλυκύτερος από τον πρώτο. Τα δε πρώτα τέκνα
αρχίζουν να γεννοβολούν στο μεταξύ, η ζωή απαιτεί μια τάξη, μια συνέχεια, να
φεύγει το παλιό δίνοντας θέση στο καινούργιο, αλλιώς θα έχανε το νόημα του ο
κύκλος των τεσσάρων εποχών, των εορτών, ακόμη και των μικρών συνηθειών που
ανακυκλώνει το εικοτετράωρο.
Πέρυσι, λόγου χάριν, αρραβώνιασε ο δάσκαλος την πρώτη
του κόρη, τη Ζαμπία, που αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση της προίκας της ράβοντας,
υφαίνοντας, κεντώντας ασταμάτητα. Ο δάσκαλος όρισε να γίνει του χρόνου ο γάμος,
μετά τη Λαμπρή, για να ΄ναι όλα έτοιμα στη θέση τους, τα προικιά της κόρης και
το σπίτι που της έχτιζε ο μνηστήρας κοντά στο δικό του, μα πάνω απ’ όλα για να
αγκιστρωθεί βαθιά μέσα στα στέφανα των νιόπαντρων η άνοιξη και να καρποφορήσει
το ζευγάρι γρήγορα. Ήταν ευχαριστημένος, έδωσε την κόρη του Ζαμπία σε έναν
έμπορο που του τη ζήτησε με προξενιό, αφού πρώτα ρώτησε στην αγορά πολλούς κι
έμαθε για την οικογένεια, τον χαρακτήρα, την κατάσταση και τον λόγο του υποψηφίου.
Μακάρι να είχε την ίδια τύχη και η δεύτερη, σκέφτηκε –καθώς τα κουνούπια και η
ζέστη δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι, ξυνόταν προσεκτικά για να μην ξυπνήσει τη
λεχώνα, και ήταν πολύ μικρές οι νύχτες του Αυγούστου– που σαν γυναίκα
ετοιμαζότανε κι αυτή μες στο σχολειό της οικογένειας από μικρή για γάμο, όχι
μόνο φτιάχνοντας τα προικιά της, αλλά μαθαίνοντας υπακοή, σιωπή, τάξη,
μαγείρεμα, συγύρισμα και άλλα.
Καμιά φορά το είχε βάρος στη συνείδησή του ότι δίδαξε
κρυφά τις δυό του κόρες λίγα γράμματα, όπως και πριν από πολλά χρόνια είχε
διδάξει τη γυναίκα του Αννέζα, σταμάτησε όμως εγκαίρως, αφού δεν τους ήταν
απαραίτητα τα παραπάνω. Μήπως και οι αρχόντισσες, που ξενιτεύονταν μικρές και
πηγαίναν εσωτερικές στα πιο καλά σχολεία της Αθήνας, δεν τα ξεχνούσαν όλα μόλις
παντρευόντουσαν; Χρήσιμο επίσης στάθηκε για τις κόρες του το ότι άργησε ο Θεός να του στείλει τον πρώτο του γιο τον
Σήφη –θα είχε δίχως άλλο και η χάρη Του χιλιάδες έγνοιες–, ώστε να μάθουν τα
κορίτσια να μεγαλώνουνε από τα γεννοφάσκια του μωρό παιδί, ιδιαίτερα το αγόρι,
για το οποίο απαιτείται η μέγιστη προσοχή. Συνδράμοντας λοιπόν τη μάνα τους, θα
ανέτρεφαν οι κόρες και το δεύτερο αγόρι, που γεννήθηκε τούτες τις μέρες.
Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023
Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας (απόσπασμα)
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022
Ρέα Γαλανάκη -Ελένη ή ο Κανένας (αποσπάσματα)
[…] Στάθηκε όρθια μέσα στην τάξη με το δεξιό της χέρι υψωμένο. Στα δάχτυλά του είχε το μολύβι, αφού οι ένοχοι, όταν διαπομπεύονται, πρέπει να επιδεικνύουνε τα σύνεργα του εγκλήματος. Παρατήρησε ότι μερικές συμμαθήτριές της, που τους είχε χαρίσει ζωγραφιές της, έδειχναν να χαίρονται, λες κι έπρεπε η Ελένη να τιμωρηθεί για την επιδεξιότητά της να παγιδεύει την ανθρώπινη μορφή. Μιαν αμαρτία, που παλιότερα είχαν πει ενθύμιο φιλίας. Ευφυής και θαρραλέα, ήξερε πότε ακριβώς θα ρίξει δίχτυ και θα τις αρπάξει, σαν τους αγύρτες, σαν τους μάγους των οδών. Εξάλλου, η μανία της να ζωγραφίζει δεν είχε καμιά σχέση με τη διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούνε τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, των προορισμένων για κυρίες της Αυλής ή και συζύγους πλούσιων αστών, των προορισμένων πάνω απ’ όλα για μητέρες αγοριών. Η Ελένη έπρεπε να τιμωρηθεί, γιατί συνέχιζε να ζωγραφίζει όχι μονάχα στα διαλείμματα, μα και μέσα στην τάξη, κατά την ώρα του μαθήματος. Όμως κάθε πάθος, κατά τα λεγόμενα των διδασκάλων, συγκροτεί αργά και σταθερά παρέκκλιση. Και μια παρέκκλιση θα έβλαπτε την ίδια, την αγωγή των υπολοίπων δεσποινίδων και τη φήμη του σχολείου. Ήδη είχε αγνοήσει τόσες και τόσες υποδείξεις, ότι μόνον κατά την ώρα της ιχνογραφίας μπορούσε ακίνδυνα να αντιγράφει τα αντικείμενα, που η καθηγήτρια τοποθετούσε πάνω στην έδρα για να φαίνονται καλά, λόγου χάριν ένα άδειο βάζο ή έναν χαρτονένιο κύβο. Οι δεσποινίδες όφειλαν να ζωγραφίζουν μόνον αυτά που η δασκάλα τούς επέτρεπε να δουν, και με τον τρόπο ακριβώς που τους τα έδειχνε. Η νεαρά Ελένη έπρεπε εφεξής να απέχει από την παρατήρηση και αποτύπωση των κοριτσίστικων σωμάτων στα διαλείμματα, κι απ' όλα αυτά τα άδολα δήθεν δώρα, πράξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ακόμη και ως μια πρόωρη αιχμαλωσία της στο δόλο των σαρκικών αμαρτημάτων.
Η Ελένη δεν καταδέχτηκε να κλάψει όσο κράτησε η τιμωρία, που η ταπείνωση έκανε πιο αργό και πιο αβάσταχτο τον χρόνο της. Τότε όμως αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μείνει διά βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια και από τις γυναίκες του σογιού της. Να στηριχτεί στα ένοχα για τους πολλούς, αθώα για την ίδια, πλην όμως ανεξερεύνητα ακόμη καλέσματα και ηδονές της τέχνης. Να μην παντρευτεί, να μη γεννήσει, να μην έχει έρωτα πάρεξ για τη ζωγραφική. […]
Αργά τη νύχτα, όταν η επιβλέπουσα είχε πια περάσει από τους κοιτώνες για να πάρει τη λάμπα και να διαπιστώσει αν όλες οι δεσποινίδες είχαν κοιμηθεί, όταν μετά τον έλεγχό της μερικά κορίτσια σηκώνονταν για να πάνε στο κρεβάτι της πιο στενής τους φιλενάδας κι εκεί να ξορκίσουν κουβεντιάζοντας τον επιβεβλημένο ύπνο, όταν κι εκείνα θα παραδίνονταν γρήγορα στην εφηβεία των ονείρων τους, τότε η Ελένη άναβε ένα προς ένα τα απομεινάρια των κλεμμένων κεριών και σπερματσέτων, για να μπορεί να ζωγραφίζει στα κρυφά. Ο κατασκότεινος κοιτώνας δεν παρείχε θέματα, μα η Ελένη ανέσυρε όσες εικόνες είχε σημειώσει όλη μέρα στο μυαλό της. Ας μην την άφηναν να ζωγραφίζει στα διαλείμματα, κανείς δεν διανοήθηκε να της απαγορεύσει να βλέπει με τον τρόπο των ζωγράφων και να κρατάει τις εικόνες μέσα στο μυαλό της. Η κρυφή νυχτερινή ζωγραφική της την έκανε να καταλάβει πως συχνά, ανάμεσα στον κόσμο και την απεικόνισή του, μεσολαβεί μικρή ή και απέραντη μια απόσταση. Και πως, αν αυτό φαινόταν στην αρχή στενάχωρο, δεν ήταν κατόπιν, αφού της χάριζε την ελευθερία να ζωγραφίζει όταν μπορούσε. [...]
[πηγή: Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 33-35, 36-37]
Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021
Ρέα Γαλανάκη-Η Άκρα Ταπείνωση (απόσπασμα)
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021
Ρέα Γαλανάκη- Δυο γυναίκες, δυο θεές
Δεν μιλούσατε πολύ στους άλλους, είναι γνωστό, όπως είναι γνωστό επίσης ότι μιλούσατε καμιά φορά με δυνατή φωνή στον εαυτό σας. Γι' αυτό το παραμιλητό σάς φοβόντουσαν όταν σας συναντούσαν, εκτός από μερικές γυναίκες ή παιδιά, και κάποιοι ανυποψίαστοι
- ανυποψίαστοι ότι ο εαυτός μπορεί καμιά φορά να γίνει ο πιο έγκυρος συνομιλητής του καθενός, είτε με δυνατή φωνή είτε βουβά γίνεται η κουβέντα.
Και, όπως μαρτυρεί ο αδερφός σας, είχατε περάσει μήνες, χρόνια θεληματικής (ή μήπως αναγκαστικής;) σιωπής, όταν σας έκανε κουμάντο η νόσος. Ελάχιστες είναι οι φράσεις που σας αποδίδονται, από τρίτους πάντα, και οι πιο πολλές τους αφότου βγήκατε ξανά από τον βυθό στην τρικυμισμένη επιφάνεια της ζωής για να πάρετε ανάσα. Μετά την ανάληψη της μάνας.
Ένα παράδειγμα: ελάχιστα μιλήσατε ο ίδιος για τα χρόνια που περάσατε στην Κέρκυρα, σ' αυτήν τη μαύρη τρύπα που κόντεψε κυριολεκτικά να σας ρουφήξει. Μια φορά σας ρώτησε η Ειρήνη, στην Αθήνα, πώς τα περνούσατε εκεί μέσα, κι εσείς της αποκριθήκατε: "Τί να κάνουμε, παιδί μου; Μας βάζαν και κουβαλούσαμε νερό με το κοφίνι".
Πηγή: Αθηνά βοσκοπούλα
Κυριακή 4 Αυγούστου 2019
Ρέα Γαλανάκη-Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων (απόσπασμα)
Αμοναχός θέλω να ζω,
έτσι για χάρη γούστου
-έτσι για χάρη γούστου,
γαμώ τον Γιάννη Μεταξά
και την τετάρτη Αυγούστου
-και την τετάρτη Αυγούστου
Προτού τελειώσει την τρίτη συλλαβή του δεύτερου Αυγούστου, έδωσε μια, πέταξε μέσα από την πόρτα, τον κατάπιε το σκοτάδι.
Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Τετάρτη 1 Μαΐου 2019
Για μια πολυστένακτη Ελένη- Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα βιογραφείται στο Ασσόδυο ακριβώς 119 χρόνια από τον θάνατό της
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος με συστηματικές σπουδές στην μετεπαναστατική περίοδο, ενώ η ζωή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιπετειώδης, σχεδόν μυθιστορηματική, σίγουρα τραγική.
.
«[…]Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άνδρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πολύ για αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλακτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα του πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα[…]».
.
Η Μπούκουρα ήταν κόρη του Γιάννη Μπούκουρα – ενίοτε αναφέρεται και ως Μπούκουρης -, αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας.
.
«[…]Η πρωτοκόρη κι η αγαπημένη του πατέρα της. Όχι τόσο για τα τυχαία πρωτεία – μολονότι η σπορά κι η γέννησή της ποτέ δεν θα μπορούσαν να αποσπαστούν από τη χρονιά της Επανάστασης -, όσο γιατί του έμοιαζε. Και πάλι, όχι στην όψη τόσο, όσο στην περηφάνια και την αποκοτιά. Τούτη η κόρη είχε μεγαλώσει στα ταραγμένα χρόνια του ξεσηκωμού, γεγονός που κατά τον κύρη της δεν θα μπορούσε να αποσπαστεί από τη μανία της να ζωγραφίζει, αν δεν ήταν κιόλας η αιτία.
.
Από παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε τις φίλες της που πόζαραν γι ´ αυτήν στην αυλή του παρθεναγωγείου Χιλλ.
.
«[…]Στάθηκε όρθια μέσα στην τάξη με το δεξιό της χέρι υψωμένο. Στα δάχτυλά του είχε το μολύβι, αφού οι ένοχοι, όταν διαπομπεύονται, πρέπει να επιδεικνύουνε τα σύνεργα του εγκλήματος. Παρατήρησε ότι μερικές συμμαθήτριές της, που τους είχε χαρίσει ζωγραφιές της, έδειχναν να χαίρονται, λες κι έπρεπε η Ελένη να τιμωρηθεί για την επιδεξιότητά της να παγιδεύει την ανθρώπινη μορφή. Μιαν αμαρτία, που παλιότερα είχαν πει ενθύμιο φιλίας. Ευφυής και θαρραλέα, ήξερε πότε ακριβώς θα ρίξει δίχτυ και θα τις αρπάξει, σαν τους αγύρτες, σαν τους μάγους των οδών. Εξάλλου, η μανία της να ζωγραφίζει δεν είχε καμιά σχέση με τη διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούνε τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, των προορισμένων για κυρίες της Αυλής ή και συζύγους πλούσιων αστών, των προορισμένων πάνω απ’ όλα για μητέρες αγοριών. Η Ελένη έπρεπε να τιμωρηθεί, γιατί συνέχιζε να ζωγραφίζει όχι μονάχα στα διαλείμματα, μα και μέσα στην τάξη, κατά την ώρα του μαθήματος. Όμως κάθε πάθος, κατά τα λεγόμενα των διδασκάλων, συγκροτεί αργά και σταθερά παρέκκλιση. Και μια παρέκκλιση θα έβλαπτε την ίδια, την αγωγή των υπολοίπων δεσποινίδων και τη φήμη του σχολείου. Ήδη είχε αγνοήσει τόσες και τόσες υποδείξεις, ότι μόνον κατά την ώρα της ιχνογραφίας μπορούσε ακίνδυνα να αντιγράφει τα αντικείμενα, που η καθηγήτρια τοποθετούσε πάνω στην έδρα για να φαίνονται καλά, λόγου χάριν ένα άδειο βάζο ή έναν χαρτονένιο κύβο. Οι δεσποινίδες όφειλαν να ζωγραφίζουν μόνον αυτά που η δασκάλα τούς επέτρεπε να δουν, και με τον τρόπο ακριβώς που τους τα έδειχνε. Η νεαρά Ελένη έπρεπε εφεξής να απέχει από την παρατήρηση και αποτύπωση των κοριτσίστικων σωμάτων στα διαλείμματα, κι απ’ όλα αυτά τα άδολα δήθεν δώρα, πράξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ακόμη και ως μια πρόωρη αιχμαλωσία της στο δόλο των σαρκικών αμαρτημάτων[…]».
.
Ο φιλόμουσος πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι, τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών Ραφαέλο Τσέκκολι.
.
«[…]Η Ελένη δεν καταδέχτηκε να κλάψει όσο κράτησε η τιμωρία, που η ταπείνωση έκανε πιο αργό και πιο αβάσταχτο τον χρόνο της. Τότε όμως αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μείνει δια βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια και από τις γυναίκες του σογιού της. Να στηριχτεί στα ένοχα για τους πολλούς, αθώα για την ίδια, πλην όμως ανεξερεύνητα ακόμη καλέσματα και ηδονές της τέχνης. Να μην παντρευτεί, να μη γεννήσει, να μην έχει έρωτα πάρεξ για τη ζωγραφική[…]».
.«Η μεθοδική διδασκαλία του Τσέκκολι, την υπέταξε στην πειθαρχία του ακαδημαϊσμού, χωρίς όμως να της περιορίζει την ορμή του ενθουσιασμού της», σημειώνει η Αθηνά Ταρσούλη. Αργότερα, το 1848, με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία, και καταφέρνοντας να ανατρέψει όλες τις ισχύουσες συμβάσεις της εποχής της -μιας και οι πόρτες των πανεπιστημίων παρέμειναν τότε ερμητικά κλειστές για τις γυναίκες -, μεταμφιέζεται σε άντρα για να σπουδάσει, με την οικειοποίηση του ονόματος Ιωάννης Χρυσίνης.
Στην Ρώμη σπούδασε ζωγραφική, στη σχολή των Ναζαριστών, – οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι κυρίως από τον Ραφαήλ και ζωγράφιζαν ιστορικά και μυθολογικά θέματα -, έως το 1850, και έπειτα κατά το έτος 1850-1851, με συστατική τους επιστολή πήγε στην Φλωρεντία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Το εξώφυλλο από το πολυδιαβασμένο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη με την Μπούκουρα-Αλταμούρα μεταμφιεσμένη σε άντρα
Μεταμφιεσμένη έζησε πάνω από τέσσερα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας, όπου κρατούσε σχεδιαστικές σημειώσεις. Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από την ίδια σε λευκώματα, όπως αυτό που επέγραφε «Studi fatti a Perugia e da Assisi», μέσα στο οποίο περιέχονταν αντιγραφές από τα έργα του Giotto, του Perugino, του Andrea del Sarto και άλλων, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια, σκίτσα αγγείων και νομισμάτων.
.
.
Στην Φλωρεντία ερωτεύτηκε τον ιταλό καθηγητή της, ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο, και στην πορεία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, 10 Σεπτέμβρη του 1853. Έμειναν μαζί έως το 1857 όταν ο σύζυγός της την εγκατέλειψε για την αγγλίδα φίλη της, – επίσης ζωγράφο -, Τζέιν Μπένμαν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
.
«[…]Ότι αυτός ο άνδρας, που θα φωτογραφιζότανε και θα έμενε εσαεί, πιο πολύ από την ίδια του την ύλη, δεν υπήρξε, όντας μονάχα μια γυναίκα που ντύθηκε κι έζησε ένα διάστημα σαν άνδρας. Και ότι αυτός ο ανύπαρκτος , κυριολεκτικά ο Κανένας , αποφάσισε να φωτογραφηθεί αγέλαστος και είρων. Έτσι όφειλε να σταθεί, όχι από άγνοια ή έπαρση , μα επειδή βρισκότανε στο ρόλο του εκδικητή[…]».
.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο τους παιδιά και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής στο Αρσάκειο. Επιπλέον, εξελέγη δυο φορές μέλος της ελλανόδικης επιτροπής των Ολυμπίων, εκλέχτηκε μέλος του καλλιτεχνικού τμήματος του σχολείου των Τεχνών και διετέλεσε δασκάλα της νεαρής τότε βασίλισσας Όλγας.
Το 1872 αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο σπίτι του αδερφού της στις Σπέτσες, προκειμένου να αλλάξει αέρα η κόρη της, που αρρώστησε από φυματίωση. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία 18 ετών, και μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα. Xάρη στις περιποιήσεις συγγενών της, ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον της για τη ζωή, ζωγραφίζει, διαβάζει μυθιστορήματα και εφημερίδες και φροντίζει να ενημερώνεται για τα πάντα. Αυτή η «επαναφορά» της όμως στην «κανονική» ζωή, δεν κράτησε για πολύ.
.
«Άνεμε, σε ρωτώ λοιπόν, πού με οδήγησες; Πού διασκόρπισες τη στάχτη της γυναίκας που υπήρξα;»
.
Τον Μάη του 1878 προσβλήθηκε και ο γιος της από φυματίωση, – μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη -, και η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην ζωγράφο και την οδήγησε στην τρέλα.
Ο Ιωάννης Αλταμούρα, – που αρχικά ονομάστηκε Τζοβάννι Μαρίας Κριζίνι -, φοίτησε ζωγραφική στην Σχολή των Τεχνών της Αθήνας κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα, και με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α’, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κοντά στον ζωγράφο Καρλ Σόρενσεν. Το 1975, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Δανία, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως.
Ο γιος της και σπουδαίος θαλασσογράφος Ιωάννης Αλταμούρας
«[…]τα επεισόδια του βίου προχωρούνε εφεξής από πολύ μακριά ,
ισοπεδωμένα, αδιάφορα σχεδόν για την κανονική ζωή. Έτσι επρόκειτο να ζήσω[…]».
.
Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, – μοναδική φορά που δέχτηκε να φύγει από το σπίτι της ήταν λίγο πριν από τον θάνατό της, όταν η διευθύντρια της «Εφημερίδος των Κυριών», Καλλιρρόη Παρρέν, την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη και την πήρε για λίγες μέρες μαζί της στην Αθήνα. «Ανήκει εις τας προσωπικότητας εκείνας ας και ο οξυδερκέστερος ψυχολόγος αδυνατεί να χαρακτηρίση εκ πρώτης όψεως», έγραφε η Καλλιρρόη Παρρέν στην εφημερίδα.
.
.
.
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα πέθανε 19 του Μάρτη του 1900, σχεδόν άγνωστη. Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες, αλλά αργότερα τα οστά της, – όπως και εκείνα των παιδιών της -, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών. Στην μαρμάρινη σαρκοφάγο, – η οποία είναι έργο του Ιάκωβου Μαλακατέ, ο οποίος είχε αναλάβει κάποιες μαρμαρογλυπτικές εργασίες και στο πατρικό της σπίτι στην Πλάκα – ως έτος γέννησης αναγράφεται το έτος 1824.
.
Παρά τις λεπτομερείς βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωγράφο, που διέσωσαν η Καλλιρόη Παρρέν και η Αθηνά Ταρσούλη, το ζωγραφικό της έργο παραμένει άγνωστο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ανάμεσα σε αυτές είναι το έργο που τιτλοφορείται «Απελπισία» με το οποίο η ζωγράφος, με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης, πήρε μέρος στο διαγωνισμό της σχολής που φοιτούσε στην Ιταλία. Αναφέρεται ότι για το συγκεκριμένο έργο της προτάθηκε υψηλή αμοιβή, εκείνη, όμως, προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Φημολογείται πως πριν πεθάνει έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα, αν και κατά μία άλλη εκδοχή, αυτά καταστράφηκαν από πλημμύρα σ´ έναν μύλο κοντά στον Ιλισσό όπου τα φύλαγε, και κατ´ άλλους καταστράφηκαν κατά την διάρκεια της ιταλικής κατοχής, όταν επιτάχθηκε το σπίτι των Σπετσών.
Στην κατοχή των κληρονόμων του αδερφού της, σώζονται έξι ελαιογραφίες, γύψινα προπλάσματα, σπουδές και σχέδια, ενώ στο Αρσάκειο σώζεται μια προσωπογραφία της.
.
«[…]Είχα ακούσει ότι στη μετά ζωή των γυναικών το πόδι δεν πατά συνέχεια στη γη. Ότι ο νους αρέσκεται στο να αιωρείται. Ότι ο κόσμος μοιάζει πιο ανάγλυφος, αφού δάκρυα μάλλον, αλλά και άλλα ανεξήγητα, φουσκώνουνε το σχήμα των πραγμάτων, είτε βαθαίνουν τις παλιές ρωγμές και αποσιωπήσεις[…]».
Ρέα Γαλανάκη, "η μεταμφίεση" από το μυθιστόρημα «Ελένη ή ο Κανένας», κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας Γ΄ γυμνασίου
«Ελένη, ή ο κανένας, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. Άγρα, 1998
και Ρέα Γαλανάκη, «Ελένη ή ο Κανένας», εκδ. Καστανιώτης, 2004
___________________________________________________