Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Γαλανάκη Ρέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Γαλανάκη Ρέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Ρέα Γαλανάκη - Ο αιώνας των λαβυρίνθων (απόσπασμα)


Ο δάσκαλος Χρίστος Παπαουλάκης, το δεξί χέρι του Μίνωος Καλοκαιρινού, διηγήθηκε πολλές φορές την ιστορία της ανακάλυψης ης Κνωσού στον λόφο της Κεφάλας, συγκεκριμένα στο σημείο Τσελεβή Κεφάλα. Τη διηγήθηκε στις δυο του κόρες, στους δυο γιους και στα εγγόνια που πρόλαβε να πιάσει στα χέρια του, προτού πεθάνει ξαφνικά, στα εξήντα του. Όταν όμως έγινε η ανασκαφή, ήταν λιγότερο από χρόνο παντρεμένος, άτεκνος ακόμη. Η γυναίκα του Αννέζα άρχισε να γεννοβολά μετά την ανασκαφή. Το θυμόταν καλά, γιατί είχε καταγράψει με μελάνι ποιες χρονιές γεννήθηκαν οι γιοι του, κατ’ εξαίρεσιν και οι κόρες του, που είχαν προηγηθεί, στο πίσω μέρος του οικογενειακού ρώσικου εικονίσματος που παράσταινε τον Αι-Γιώργη να λογχίζει τον πράσινο δράκο.
Η γυναίκα του Αννέζα ποτέ δεν καθότανε να ξανακούσει τα συμβάντα. Όχι μόνο επειδή είχε δυο χέρια και αμέτρητες δουλειές, αλλά διότι αυτή τα ήξερε όλα απ’ έξω κι ανεκατωτά. Ήξερε, με δυο λόγια, ότι τη δεύτερη ημέρα άρχισε να γεννοβολά η γη τα αρχαία της, προτού γεννήσει η ίδια την πρώτη της κόρη είναι η πικρή αλήθεια. Όταν οι γυναίκες φέραν να φάνε οι ξωμάχοι τη δεύτερη μέρα, πήρανε θάρρος από την αναστάτωση των αντρών, μερικοί τους μάλιστα κουβαλούσαν κορμούς κυπαρισσιών και κουλούρες σκοινί πάνω στους ανοιγμένους λάκκους, όπως όταν πρόκειται να μπει στη γη η κάσα, μόνο που τώρα δεν ήθελαν να βάλουν αλλά να βγάλουν κάτι το πολύ βαρύ μέσα από το χώμα. Ανάρριξαν τις χρωματιστές μπολίδες τους στις ωμοπλάτες, πλησίασαν τους άντρες, είδαν ένα προς ένα αραδιασμένα όλα τα γεννήματα της γης με τα αδρά και τρυφερά δάχτυλα, μίλησαν πάνω τους σαν να μοιραίνανε νιογέννητο παιδί. Για τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι τούτα δω τα θράψαλα από σπασμένες στάμνες και τα χοντρά πήλινα πιθάρια, πράγματα σαν κι εκείνα που είχανε στα σπίτια τους, άχρηστα όμως αφού ήταν και σπασμένα, μπορεί να ανήκαν σε βασιλέα, σαν τον νυν βασιλιά της Ελλάδας, τον Γεώργιο, ούτε καν στον πιο ιδιότροπο σουλτάνο. Βασιλικό έμοιαζε να ’ναι μόνο ένα μεγάλο δαχτυλίδι που κρατούσε ο κύριος Μίνως. Δεν καταφέρανε να πλησιάσουν τον άρχοντα για να το δούνε από κοντά, να μελετήσουν τα σκαλίσματά του. Κάτι δαιμονικά σκαλίσματα, κάτι μισόγδυτες γυναίκες, ένας μεγάλος ταύρος, ένα πλοίο, τέτοια σχήματα ήταν χαραγμένα στη δαχτυλιδόπετρα, τους ψιθύρισαν οι άντρες τους που ήξεραν καλά τα είδωλα και τα δαιμόνια, διότι σκάβοντας επί χρόνια τα χωράφια βρίσκανε τέτοια πράγματα και τα μοσχοπουλούσανε στους ξένους.
Ο δάσκαλος διηγήθηκε πολλές φορές την ιστορία της ανακάλυψης της Κνωσού στα παιδιά του και στους μαθητές του, διακόπτοντας τη διδασκαλία των αρχαίων και της αριθμητικής. Τόσες μάλιστα φορές, που τον κατηγορήσανε στο τέλος πως παραμελούσε τα καθήκοντά του, πως τον απασχολούσε πιο πολύ το αμπέλι κι η ανασκαφή, πως κομματιζόταν και βαθμολογούσε άδικα. Αλλά πιο πολλές φορές διηγήθηκε την ιστορία της ανασκαφής στο καφενείο του χωριού του Μακρύ Τείχος, που μετονομάστηκε Κνωσός επειδή γειτόνευε με τα ερείπια. Τη διηγήθηκε αργότερα στα καφενεία και τα ρακάδικα, όπου σύχναζαν οι χριστιανοί του Ηρακλείου, με πολύ μεγάλη ζέση, αφού κανείς από τους εκεί ακροατές του δεν είχε λάβει μέρος στην ανασκαφή. Διότι στο Ηράκλειο πήγε να ζήσει ο δάσκαλος λίγους μήνες μετά την ανασκαφή, αφού με την υποστήριξη του Μίνωος Καλοκαιρινού, έφορου και ταμία των σχολείων της πόλης, βρήκε θέση στο ένα από τα δυο σχολειά που ίδρυσε εκείνο τον καιρό ο πρώτος χριστιανός διοικητής της νήσου Ιωάννης Φωτιάδης πασάς. Γι’ αυτό και ανιστορούσε την ανασκαφή σε άντρες περήφανους και βλοσυρούς, πλην ευφυείς και ευφάνταστους, που φορούσαν βράκες, μεϊντανογέλεκο, μαύρο κροσσωτό μαντίλι στο κεφάλι και ψηλά στιβάνια· σε άντρες που κάπνιζαν ναργιλέδες στη σειρά, παίζοντας στο άλλο χέρι χάντρες φίλντισι ή κεχριμπάρι περασμένες σε μεταξωτή κλωστή. Ανάμεσά τους λίγοι ήσαν οι εγγράμματοι, ελάχιστοι φορούσαν πανταλόνια, μα όλοι τους ανεξαιρέτως, όσοι μπαίνανε σ’ αυτά τα μαγαζιά και όχι στο αρχοντικό «Ταζέδικο» απέναντι από το σιντριβάνι με τα τέσσερα μαρμάρινα ενετικά λιοντάρια, όλοι φύλαγαν στο σπίτι τους ένα τουλάχιστον τουφέκι. Κάπνιζε ακόμη από την προηγούμενη επανάσταση, το συντηρούσαν σε καλή κατάσταση και περιμένανε το επόμενο σεφέρι – ενώ η αριστοκρατία της πόλης, που καθόταν στο «Ταζέδικο», συνήθως έμπαινε στα πλοία κι έφευγε λίγο προτού ξεσπάσουν ταραχές, σαν να γνώριζε εκ των προτέρων με ακρίβεια τη στιγμή που θα ξεσπούσαν, αν όχι και ποιανών το αίμα θα χυνόταν από κάθε μπάντα.
Οι ακροατές του δάσκαλου πήγαιναν στα καφενεία και τα ρακάδικα το απόγευμα, επειδή δεν ήθελαν να κάθονται ώρες και ώρες μες στο σπίτι τους παρέα με τις γυναίκες, τα κουτσούβελα, τα καναρίνια και τις γάτες. Έπρεπε άλλωστε να πληροφορηθούν τα νέα της μεγαλονήσου και τα νέα του υπόλοιπου μεγάλου κόσμου, όχι αυτά που γράφανε οι δύο αντίπαλες ηρακλειώτικες εφημερίδες, ούτε κι εκείνες οι στομφώδεις της Αθήνας – τα νέα, με δυο λόγια, που τυπώνονταν για να γενούν αμέσως βούκινο –, μα τα υπόλοιπα. Τα αφανή, τα ειπωμένα δίχως φασαρία, σαν σφαίρα εξ επαφής, τα κατάλληλα μόνο για τους λιγόλογους, για τους συννεφιασμένους.

Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
σελ. 23-26

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Ρέα Γαλανάκη - Ο αιώνας των λαβυρίνθων (απόσπασμα)


Η μοιραία μέρα του μηνός Αυγούστου, πίσσα κατράμι μέσα στον ολόφωτο αιθέρα, σηκώθηκε όπως πάντα από την ανατολή. Επρόκειτο για ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο ξημέρωμα, ακριβώς δέκα μέρες μετά τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Μίνως Καλοκαιρινός είχε υποσχεθεί στον φίλο του Ζαν Δεμάργν, εταίρο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Σχολής, να επισκεφθούν εκείνο το πρωί τις ανασκαφές του στην Κνωσό και το σπήλαιο του Λαβυρίνθου, επίσκεψη σχεδόν εθιμοτυπική για κάθε ξένον αρχαιολόγο που περνούσε από την Κρήτη. Ο Γάλλος, που την επομένη θα αναχωρούσε για τον Πειραιά κι από εκεί για τη Μασσαλία, είχε καθυστερήσει με τις επισκέψεις του σε ερειπιώνες και με το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας σε κάποιο κεφαλοχώρι, έπρεπε όμως οπωσδήποτε να δει τη μοναδική μινωική ανασκαφή, που μάζευε γύρω της μελίσσι τους θερμούς μνηστήρες ποιος θα τη συνέχιζε, καθώς και το σπήλαιο του Λαβυρίνθου. Από τη μεριά του ο Μίνως Καλοκαιρινός ήθελε να φωτογραφίσει επιτέλους την ανασκαφή του. Εδώ και μίαν εβδομάδα είχε στα χέρια του την καινούργια μηχανή, για επτά μέρες είχε ασκηθεί σε φωτογράφο της πόλης, αλλά θα του έδειχνε και ο Γάλλος αρχαιολόγος, ο διεθνώς γνωστός για τη φωτογράφιση ερειπιώνων με τη σύγχρονη τεχνολογία της γυάλινης πλάκας. Ανησυχούσε μόνο για τη συγκεκριμένη τούτη μέρα, καθώς προς το μεσημέρι επρόκειτο να γίνει η παράδοση του τελωνείου από τα τούρκικα χέρια στα χριστιανικά, υπό την εγγύηση πάντα του ειρηνευτικού αγγλικού στρατού. Και μολονότι η αντίστοιχη παράδοση είχε ήδη γίνει ειρηνικά, στα μεν Χανιά υπό την προστασία των Ιταλών, στο δε Ρέθυμνο υπό την προστασία των Ρώσων, ο νους του πήγαινε στις περσινές αιματοχυσίες. Έβλεπε και τους Τουρκοκρητικούς βασιβουζούκους που τριγύριζαν μέσα στην πόλη ρέμπελοι και οπλισμένοι. Ο ίδιος μάλιστα, ως υποπρόξενος της Ισπανίας στην Κρήτη, είχε λάβει την πληροφορία ότι χωρίς φανερό λόγο μετακινήθηκαν τουρκικά τάγματα από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο. Ως και οι Τουρκοκρητικοί κάτοικοι του Ηρακλείου, οι ζυμωμένοι χρόνια με τους χριστιανούς της, άφηναν να φανεί ο εύλογος φόβος τους για την εικοστή πέμπτη Αυγούστου, ημέρα που κληρώθηκε Σαββάτο. Ευτυχώς η σύζυγός του Σκεύω Κριεζή έλειπε σε συγγενείς της στην Αθήνα με τα τρία τους παιδιά, τον Λέοντα, τον Οδυσσέα και τη Μαρία. Στην πόλη είχε μείνει μόνον ο πρωτότοκος γιος του Αντρέας, που εργαζόταν στο Ελληνικό Προξενείο του Ηρακλείου.

Η μισθωμένη άμαξα τούς έφερε πρώτα στον λόφο της Κεφάλας, στο ανάκτορο του βασιλέως Μίνωος, μήκους εξήντα περίπου μέτρων και πλάτους τριάντα, όπως το υπολόγιζε ο Μίνως Καλοκαιρινός, από το οποίο είχε ανασκάψει τη δυτική και νότια είσοδο. Έδειξε στον Ζαν Δεμάργν τους ψηλούς τοίχους του παλατιού, χτισμένους με γυψόλιθους, λαξεμένους με τέτοια μαστοριά, που έδιναν την εντύπωση μαρμάρου. Του έδειξε το πολύπλοκο σύμπλεγμα διαδρόμων και δωματίων που είχε ανασκάψει. Έστησαν το τρίποδο στο κατάλληλο σημείο, αποτύπωσαν πάνω σε πολλές γυάλινες πλάκες την ανασκαφή, ο Κρης αρχαιολόγος σκέφτηκε ότι έπρεπε να βιαστεί να φωτογραφίσει και τα μινωικά ευρήματα που ακόμη βρίσκονταν στα υπόγεια του μεγάρου του, όπως του το συνέστησε και ο Γάλλος χθες το απόγευμα που τα επισκέφθηκε. Είπε στον Δεμάργν ότι επανειλημμένως είχε κάνει ενέργειες προς την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μεριμνήσει για τη μεταφορά και την εγκατάστασή τους στο κεντρικό μουσείο της Αθήνας, αλλά λόγω των εμποδίων που έθετε η Διοίκηση στη νήσο, λόγω των αδιάκοπων επίσης ταραχών, η συλλογή παρέμενε στην Κρήτη. Τουλάχιστον στα υπόγεια του μεγάρου ήταν ασφαλής, αφού βρισκόταν μέσα στο ίδιο κτήριο με το Αγγλικό Προξενείο. Ο Γάλλος αρχαιολόγος συμφώνησε και τον ρώτησε τι γύρευε όλος αυτός ο κόσμος που είχε δει χθες γύρω από το μέγαρο.

Καθώς η άμαξα τούς πήγαινε από την Κνωσό προς τη σπηλιά του Λαβυρίνθου, ο Μίνως Καλοκαιρινός εξήγησε στον Γάλλο αρχαιολόγο ότι τις κρίσιμες ώρες, όταν φοβότανε ο κόσμος ταραχές, μαζευόντουσαν για προστασία στην περιοχή κοντά στο Προξενείο τρεις και τέσσερις γενιές από την ίδια οικογένεια. Άνθρωποι λαϊκοί, εργατικοί κι αγρότες, που έμεναν καιρό στα γύρω από το μέγαρο εργοστάσια των Καλοκαιρινών και στα εκεί βενετσιάνικα ερείπια. Έφερναν τις ξομπλιαστές τους μπατανίες και τις άπλωναν σε υπήνεμη γωνιά, έφερναν την κατσίκα για το γάλα, την κότα για το αβγό, το γαϊδουράκι για τις αποστάσεις, έφερναν και τα τιμαλφή τους, τα λιγοστά που είχαν, για να τεθούν κι αυτά υπό την προστασία της βρετανικής σημαίας. Ακόμη και από τα κοντινά μοναστήρια κουβαλούσαν στο Προξενείο τα πολύτιμα ιερά τους σκεύη οι καλόγεροι και τα παρέδιδαν στα χέρια του Λυσίμαχου, όπως τους είχαν ορμηνέψει, δίνοντας και τον κατάλογο κάθε μονής για το ποια ιερά σκεύη εμπιστευόταν στη γηραιά Αλβιόνα. Όσοι μένανε γύρω από το μέγαρο μαγείρευαν το καθημερινό τους στήνοντας το τσουκάλι πάνω σε δυο πέτρες και πλένανε στη θάλασσα. Το καλό ντόπιο κρασί δεν έλειπε. Αριά και πού ακουγότανε μια λύρα, μια αντρική φωνή να τραγουδά ριζίτικο παλιό, της λευτεριάς και της ευγένειας τραγούδι, ή να στέλνει μαντινάδα και να της αποκρίνεται το νάζι μιας ψιλής γυναικείας φωνής.

Η άμαξα σταμάτησε στην είσοδο ενός λαξευτού σπηλαίου, που η έξοδός του λέγανε ότι βρισκόταν δυο χιλιόμετρα μακριά, στην περιοχή της Φοινικιάς. Οι δυο αρχαιολόγοι μπήκαν στη σπηλιά προσέχοντας να μη λερώσουν τα ανοιχτόχρωμα κοστούμια τους. Ο Μίνως Καλοκαιρινός υποστήριζε ότι τούτη η λαξευτή σπηλιά ήταν ο Κνωσιακός Λαβύρινθος, βάσει των περιγραφών που είχαν αφήσει οι αρχαίοι γεωγράφοι και οι ανά τους αιώνες περιηγητές για το σαν του σαλιγκαριού σχήμα του λόφου που σκέπαζε τον προϊστορικό Λαβύρινθο, για την πηγή με το νερό της λήθης έξω από την είσοδό του, για τη γεωγραφική σχέση του γήλοφου με το κοντινό ψηλό βουνό του Δία, ή Γιούχτα όπως λεγόταν πια. Ο ίδιος είχε μπει μέσα στο λαξεμένο σπήλαιο μαζί με τον επιστάτη της ανασκαφής του, τον δάσκαλο Παπαουλάκη, αλλά δεν προχωρήσανε βαθιά, γιατί είχαν καταπέσει ογκόλιθοι λόγω ενός μεγάλου σεισμού πριν από σαράντα χρόνια. Χωρικοί της περιοχής ωστόσο του είχαν τότε πει ότι, έξι μόλις χρόνια πριν από τον μεγάλο αυτό σεισμό, ένα βόδι είχε μπει στο σπήλαιο από την είσοδο και βγήκε έναν χρόνο αργότερα από την έξοδο της σπηλιάς, στη Φοινικιά. Όσο κι αν κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να έχει συμβεί, σχολίασε ο Μίνως Καλοκαιρινός, διότι τι θα έτρωγε το βόδι τριγυρνώντας τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες μέσα στους θεοσκότεινους διαδρόμους, απηχούσε ίσως τον μύθο του Μινώταυρου, ανθρώπου και ταύρου, που είχε ζήσει μέσα σε τούτο το σπήλαιο κατασπαράσσοντας τις παρθένες και τα παλληκάρια που αναγκαζόταν να του στέλνει κάθε χρόνο η Αθήνα. Σημάδια από χτυπήματα του εργαλείου, συγκεκριμένα του διπλού πελέκεως που το σχήμα του είχε χαραχτεί και στα αγκωνάρια του παλατιού, ήταν ακόμη ορατά στα τοιχώματα του σπηλαίου, ενισχύοντας έτσι την άποψή του ότι εδώ βρισκόταν ο Κνωσιακός Λαβύρινθος.

Πηγή: Ρέα Γαλανάκη, Ο αιώνας των λαβυρίνθων, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 65-69.

Ρέα Γαλανάκη - Ο αιώνας των Λαβυρίνθων (απόσπασμα)

 

Το κείμενο είναι ελαφρώς διασκευασμένο απόσπασμα από το ομότιτλο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη (1947-) (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002, σελ. 46-48). Διαδραματίζεται περίπου το 1878 στην οθωμανική Κρήτη.

 

Ο δάσκαλος Χρίστος Παπαουλάκης κι η γυναίκα του Αννέζα χάρηκαν γι’ αυτό το φθινοπωρινό σταφύλι, δεύτερος γιος για το όνομα δεν ήτανε και λίγο. Προπάντων χάρηκαν γιατί τα αντρόγυνα μαντεύουν ποια θα είναι η τελευταία τους σπορά, γερνά η γυναίκα και βαραίνει ο άντρας, γι’ αυτό καμιά φορά ο τελευταίος καρπός είναι γλυκύτερος από τον πρώτο. Τα δε πρώτα τέκνα αρχίζουν να γεννοβολούν στο μεταξύ, η ζωή απαιτεί μια τάξη, μια συνέχεια, να φεύγει το παλιό δίνοντας θέση στο καινούργιο, αλλιώς θα έχανε το νόημα του ο κύκλος των τεσσάρων εποχών, των εορτών, ακόμη και των μικρών συνηθειών που ανακυκλώνει το εικοτετράωρο.

Πέρυσι, λόγου χάριν, αρραβώνιασε ο δάσκαλος την πρώτη του κόρη, τη Ζαμπία, που αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση της προίκας της ράβοντας, υφαίνοντας, κεντώντας ασταμάτητα. Ο δάσκαλος όρισε να γίνει του χρόνου ο γάμος, μετά τη Λαμπρή, για να ΄ναι όλα έτοιμα στη θέση τους, τα προικιά της κόρης και το σπίτι που της έχτιζε ο μνηστήρας κοντά στο δικό του, μα πάνω απ’ όλα για να αγκιστρωθεί βαθιά μέσα στα στέφανα των νιόπαντρων η άνοιξη και να καρποφορήσει το ζευγάρι γρήγορα. Ήταν ευχαριστημένος, έδωσε την κόρη του Ζαμπία σε έναν έμπορο που του τη ζήτησε με προξενιό, αφού πρώτα ρώτησε στην αγορά πολλούς κι έμαθε για την οικογένεια, τον χαρακτήρα, την κατάσταση και τον λόγο του υποψηφίου. Μακάρι να είχε την ίδια τύχη και η δεύτερη, σκέφτηκε –καθώς τα κουνούπια και η ζέστη δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι, ξυνόταν προσεκτικά για να μην ξυπνήσει τη λεχώνα, και ήταν πολύ μικρές οι νύχτες του Αυγούστου– που σαν γυναίκα ετοιμαζότανε κι αυτή μες στο σχολειό της οικογένειας από μικρή για γάμο, όχι μόνο φτιάχνοντας τα προικιά της, αλλά μαθαίνοντας υπακοή, σιωπή, τάξη, μαγείρεμα, συγύρισμα και άλλα.

Καμιά φορά το είχε βάρος στη συνείδησή του ότι δίδαξε κρυφά τις δυό του κόρες λίγα γράμματα, όπως και πριν από πολλά χρόνια είχε διδάξει τη γυναίκα του Αννέζα, σταμάτησε όμως εγκαίρως, αφού δεν τους ήταν απαραίτητα τα παραπάνω. Μήπως και οι αρχόντισσες, που ξενιτεύονταν μικρές και πηγαίναν εσωτερικές στα πιο καλά σχολεία της Αθήνας, δεν τα ξεχνούσαν όλα μόλις παντρευόντουσαν; Χρήσιμο επίσης στάθηκε για τις κόρες του το ότι άργησε  ο Θεός να του στείλει τον πρώτο του γιο τον Σήφη –θα είχε δίχως άλλο και η χάρη Του χιλιάδες έγνοιες–, ώστε να μάθουν τα κορίτσια να μεγαλώνουνε από τα γεννοφάσκια του μωρό παιδί, ιδιαίτερα το αγόρι, για το οποίο απαιτείται η μέγιστη προσοχή. Συνδράμοντας λοιπόν τη μάνα τους, θα ανέτρεφαν οι κόρες και το δεύτερο αγόρι, που γεννήθηκε τούτες τις μέρες.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας (απόσπασμα)

 

«Στα είκοσι εφτά μου, είχε αποκάμει πια να μου γυρεύει η μάνα στεφανώματα. Ας έστεργα τουλάχιστον, έλεγε κάθε μέρα όλο τον χειμώνα, να μείνω, να γεράσω απάντρευτη κοντά στις παντρεμένες αδερφές μου, κι ας βουρλιζόμουν ως το τέλος της ζωής μου από τα δαιμόνια της ζωγραφικής. Μα εγώ γύρευα Ακαδημίες και περγαμηνές. Τεκμήρια των αντρών. Για να κάνω τι, αναρωτιόταν. Με την προίκα μου θα μπορούσα οποιαδήποτε στιγμή να παντρευτώ καλά, επέμενε, αγνοώντας πως εγώ είχα συμφωνήσει με τον κύρη μου να με συντηρεί από το κεφάλαιο αυτής της προίκας, όσο θα έμενα για σπουδές στην Ιταλία. Καλά είχε κάμει, πρόσθετε, που ποτέ δεν αποδέχτηκε τα θέατρα και τα καλά τους. Ιδού που ο άντρας της είχε τώρα ξεσηκωθεί από τα μάγια τους και από τους επαίνους του Τσέκολι, και συναινούσε να πάω στα ξένα για να δω τις πιο σπουδαίες ζωγραφιές, μα προπαντός για να σπουδάσω τα λίγα, όσα μπορούσα κι εκεί να σπουδάσω ως γυναίκα στα εργαστήρια της ζωγραφικής. Ακόμη και σ’ αυτά να συμφωνούσε η μητέρα μου, ανησυχούσε πώς θα τριγύρναγε μια νέα γυναίκα μόνη και ασυνόδευτη στα τρίστρατα της ξενιτιάς. Ο καπετάνιος, βέβαια, από τη μεριά του ουδέποτε υπολόγισε τη γη ολάκερη σαν κάτι απρόσιτο και ξένο. Ένα γερό αρμένισμα και φτάνεις, έλεγε. Μαθαίνεις έπειτα τον άλλο κόσμο, αν έχεις βαθιά μελετήσει τον δικό σου. Άλλωστε, και στην μπέσα της πρώτης του θυγατέρας, που του έμοιαζε σε όλα, πίστευε, και με αρμήνευε, εκεί που θα βρεθώ, να μη λησμονήσω ότι είμαι ελληνίδα. 

[…]Η μητέρα τον έβλεπε πόσο χαιρόταν επειδή θα ξαναμπάρκαρε για πολύ μακρινό, κατά τη γνώμη της, ταξίδι. Γνώμη ανίδεης γυναίκας, αφού κοντινό επέμενε να ορίζει αυτό το ταξίδι ο καπετάνιος, ο οποίος, πριν να δοθεί στον Αγώνα, είχε πατήσει δυο φορές το πλούσιο χώμα της Αμερικής. Ως αφέντης του οίκου τής ζήτησε να σταματήσει να δεινολογεί και να του ετοιμάσει τα νησιώτικα που έβαλε γαμπρός κι έκτοτε βρίσκονταν διπλωμένα στις λεβάντες, για να τα φορά σε έκτακτες περιστάσεις. Στην Αθήνα πάντως τόσα χρόνια, δεν τα έχει βγάλει από το σεντούκι ούτε μία φορά. Τώρα ήθελε να το φορέσει εξηγώντας στην Ελένη του για την ανοικτή θάλασσα. Αγύριστα κεφάλια και των δυο τους, σκέφτηκε, δίχως όμως να τολμήσει να το πει η καπετάνισσα Μαρία, παρατημένα στο τρίστρατο του πιο παλαβού ονείρου. Και για να με προφυλάξει απ’ αυτό το μαγεμένο τρίστρατο, μου έδωσε κι εκείνη ένα τρίγωνο γαλάζιο φυλακτό με τίμιο ξύλο κι ευλογημένα στην εκκλησιά μυριστικά. 

[…]Βιαζότανε λοιπόν να με οδηγήσει στην Αιώνια Πόλη και κει να με εμπιστευθεί στη μύηση της τέχνης, ακριβώς όπως θα με εμπιστευόταν στη συνέχεια ενός άλλου άντρα. Νομίζω πως γι’αυτόν κυρίως τον λόγο είχε φορέσει τα καλά του ρούχα, αυτά που θα φορούσε για να με πάει περπατώντας νύφη στην εκκλησία του νησιού, τριγυρισμένος από τα όργανα, τα τραγούδια, τις ευχές και τα απριλιάτικα λουλούδια. Ρούχα από τον τραβούσαν πίσω στον δικό του γάμο και τον πήγαιναν μπροστά προς τον θάνατό του, όπως μου είπε, όταν καθίσαμε για να ξεκουραστούμε το πρώτο μεσημέρι της πορείας μας σε κάποιο πανδοχείο έξω από τη Νάπολη. Έκοψε ένα κλαδάκι πασχαλιάς και το πέρασε, ο κανακάρης, στο αυτί του. Μου έδωσε κι εμένα άλλο. Καθώς πέρναγα το μωβ λουλούδι του στην μπουτονιέρα του, ψηλάφισα το φυλαχτό κάτω από το βελούδο του ανδρικού μου σακακιού. Διότι η νύφη, που οδηγούσε ο πατέρας μου από έναν κόσμο σε έναν άλλο, εγώ η Ελένη, ήμουνα ντυμένη άντρας. 
[…]Έξω από τη Νάπολη κρύφτηκα σε μια συστάδα από πικροδάφνες και συκιές, που θέριευαν αντλώντας από τα χαλάσματα μιας αγροικίας. Εκεί άλλαξα. Είχα αγοράσει ένα αντρικό σκούρο κουστούμι, ακριβώς σαν εκείνα που φορούσανε οι κομψοί νέοι της πόλης. Τόνισα τη σοβαρότητα του χρώματος και των προθέσεών μου συντάσσοντας με το σκούρο χρώμα του ένα πουκάμισο από λευκή φίνα βατίστα. Έκανε ζέστη, μα καθώς τρέμοντας ντυνόμουν, γύρισα να κοιτάξω ποιοι βρίσκονταν μάρτυρες στη μεταμόρφωσή μου. Επισήμανα της θάλασσας το μπλάβο, το κεραμιδί και το ωχρό της πολιτείας πιο πέρα, το κοντινό μου πράσινο και το φαιό, το φωτεινό ουρανί και το φλύαρο των ασπροκίτρινων χαμομηλιών. Φιλάρεσκα έδεσα ένα μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό μου· ρόδο με ελάχιστο γαλάζιο, ανταύγεια νερών όταν πλαγιάζει ο ήλιος. Φόρεσα τις δερμάτινές μου μπότες και διόρθωσα την καμπύλη της ασημένιας μου καδένας. Στην άκρη της κρεμότανε ένα ρολόι. Το κοίταξα. Μετέωρη, εύθραυστη, σημαδεμένη μού έδειξε την ώρα. Στερέωσα ένα καθρεφτάκι στα κλαδιά, για να δω να βάλω πάνω στα κουρεμένα μου μαλλιά είναι αντρικό καπέλο. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Η παρθένος ζωγράφος απουσίαζε, έχοντας φαίνεται ξεκινήσει για να επιστρέψει στην αττική Ανατολή, όπου ανήκε».

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Ρέα Γαλανάκη -Ελένη ή ο Κανένας (αποσπάσματα)


[…] Στάθηκε όρθια μέσα στην τάξη με το δεξιό της χέρι υψωμένο. Στα δάχτυλά του είχε το μολύβι, αφού οι ένοχοι, όταν διαπομπεύονται, πρέπει να επιδεικνύουνε τα σύνεργα του εγκλήματος. Παρατήρησε ότι μερικές συμμαθήτριές της, που τους είχε χαρίσει ζωγραφιές της, έδειχναν να χαίρονται, λες κι έπρεπε η Ελένη να τιμωρηθεί για την επιδεξιότητά της να παγιδεύει την ανθρώπινη μορφή. Μιαν αμαρτία, που παλιότερα είχαν πει ενθύμιο φιλίας. Ευφυής και θαρραλέα, ήξερε πότε ακριβώς θα ρίξει δίχτυ και θα τις αρπάξει, σαν τους αγύρτες, σαν τους μάγους των οδών. Εξάλλου, η μανία της να ζωγραφίζει δεν είχε καμιά σχέση με τη διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούνε τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, των προορισμένων για κυρίες της Αυλής ή και συζύγους πλούσιων αστών, των προορισμένων πάνω απ’ όλα για μητέρες αγοριών. Η Ελένη έπρεπε να τιμωρηθεί, γιατί συνέχιζε να ζωγραφίζει όχι μονάχα στα διαλείμματα, μα και μέσα στην τάξη, κατά την ώρα του μαθήματος. Όμως κάθε πάθος, κατά τα λεγόμενα των διδασκάλων, συγκροτεί αργά και σταθερά παρέκκλιση. Και μια παρέκκλιση θα έβλαπτε την ίδια, την αγωγή των υπολοίπων δεσποινίδων και τη φήμη του σχολείου. Ήδη είχε αγνοήσει τόσες και τόσες υποδείξεις, ότι μόνον κατά την ώρα της ιχνογραφίας μπορούσε ακίνδυνα να αντιγράφει τα αντικείμενα, που η καθηγήτρια τοποθετούσε πάνω στην έδρα για να φαίνονται καλά, λόγου χάριν ένα άδειο βάζο ή έναν χαρτονένιο κύβο. Οι δεσποινίδες όφειλαν να ζωγραφίζουν μόνον αυτά που η δασκάλα τούς επέτρεπε να δουν, και με τον τρόπο ακριβώς που τους τα έδειχνε. Η νεαρά Ελένη έπρεπε εφεξής να απέχει από την παρατήρηση και αποτύπωση των κοριτσίστικων σωμάτων στα διαλείμματα, κι απ' όλα αυτά τα άδολα δήθεν δώρα, πράξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ακόμη και ως μια πρόωρη αιχμαλωσία της στο δόλο των σαρκικών αμαρτημάτων.

Η Ελένη δεν καταδέχτηκε να κλάψει όσο κράτησε η τιμωρία, που η ταπείνωση έκανε πιο αργό και πιο αβάσταχτο τον χρόνο της. Τότε όμως αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μείνει διά βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια και από τις γυναίκες του σογιού της. Να στηριχτεί  στα ένοχα για τους πολλούς, αθώα για την ίδια, πλην όμως ανεξερεύνητα ακόμη καλέσματα και ηδονές της τέχνης. Να μην παντρευτεί, να μη γεννήσει, να μην έχει έρωτα πάρεξ για τη ζωγραφική. […]

Αργά τη νύχτα, όταν η επιβλέπουσα είχε πια περάσει από τους κοιτώνες για να πάρει τη λάμπα και να διαπιστώσει αν όλες οι δεσποινίδες είχαν κοιμηθεί, όταν μετά τον έλεγχό της  μερικά κορίτσια σηκώνονταν για να πάνε στο κρεβάτι της πιο στενής τους φιλενάδας κι εκεί να ξορκίσουν κουβεντιάζοντας τον επιβεβλημένο ύπνο, όταν κι εκείνα θα παραδίνονταν γρήγορα στην εφηβεία των ονείρων τους, τότε η Ελένη άναβε ένα προς ένα τα απομεινάρια των κλεμμένων κεριών και σπερματσέτων, για να μπορεί να ζωγραφίζει στα κρυφά. Ο κατασκότεινος κοιτώνας δεν παρείχε θέματα, μα η Ελένη ανέσυρε όσες εικόνες είχε σημειώσει όλη μέρα στο μυαλό της. Ας μην την άφηναν να ζωγραφίζει στα διαλείμματα, κανείς δεν διανοήθηκε να της απαγορεύσει να βλέπει με τον τρόπο των ζωγράφων και να κρατάει τις εικόνες μέσα στο μυαλό της. Η κρυφή νυχτερινή ζωγραφική της την έκανε να καταλάβει πως συχνά, ανάμεσα στον κόσμο και την απεικόνισή του, μεσολαβεί μικρή ή και απέραντη μια απόσταση. Και πως, αν αυτό φαινόταν στην αρχή στενάχωρο, δεν ήταν κατόπιν, αφού της χάριζε την ελευθερία να ζωγραφίζει όταν μπορούσε. [...]

[πηγή: Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 33-35, 36-37]

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Ρέα Γαλανάκη-Η Άκρα Ταπείνωση (απόσπασμα)


[I. Ο επαναστατημένος Ορέστης σκέφτεται για τις δύο εξεγέρσεις, του Πολυτεχνείου και του μνημονιακού 2012, στις οποίες πήραν μέρος μάνα και γιος αντίστοιχα]
Πήρε βαθιά ανάσα, πήρε θάρρος. «Το ξέρετε, το ξέρεις μέχρι κι εσύ, η αναμάρτητη, το Πολυτεχνείο σας υπήρξε μια χαμένη πια στον χρόνο, μια ιερή ωστόσο εξέγερση, που σε πολλά προδόθηκε. Και ας ακολούθησε τη Χούντα ένα δημοκρατικό πολίτευμα, κι ας ήταν αυτό πάρα πολύ καλό – όμως για ποια δημοκρατία μιλάμε, μάνα, σήμερα; Εξαντλείται μόνο σε μια εκλογική διαδικασία η δημοκρατία; Μέσα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που εναλλάσσονται στην εξουσία, δεν καταστράφηκε η χώρα; Όχι ότι δεν φταίει και η Αριστερά, η κοινοβουλευτική εννοώ, όντας αντιπολίτευση είχε κι αυτή τον ρόλο της, δεν κυβέρνησε ωστόσο. Το ξέρεις πως και συ η ίδια, μάνα, ποτέ μια καταστροφή δεν μοιράζεται σε ίσα ακριβώς μερίδια, δεν είναι μερίδα φαγητού από τσουκάλι εστιατορίου. Καταστράφηκαν οι πιο πολλοί, ανάμεσά τους οι πιο αθώοι και οι πιο αδύναμοι, ενώ τα λαμόγια δεν χάσανε ούτε μια δεκάρα, ή χάσανε όσο γινότανε λιγότερα, κάποιοι μπορεί και να έγιναν πιο πλούσιοι πατώντας πάνω στους ταπεινωμένους.
«Πώς, λοιπόν, να μην ξεσηκωθεί ο κόσμος, μάνα, μέσα σε τούτη την πρωτοφανέρωτη καταστροφή της χώρας; Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ξεσηκωθήκατε κι εσείς τότε, πριν από μισό αιώνα – πες μου ειλικρινά, πιστεύεις πως αυτό θα ήταν δυνατόν, μάνα; Κι ας μην είναι στρατιωτική δικτατορία, που κι εγώ το πιστεύω πως δεν είναι, όμως σκέψου το λιγάκι, μάνα, γι’ αυτήν εδώ τη δημοκρατία των ολίγων και των πλούσιων, γι’ αυτήν εδώ την παντοδυναμία του χρήματος, που καταστρέφει τους λαούς της Ευρώπης, που καταργεί όσα κερδήθηκαν σε μακρούς κοινωνικούς αγώνες με το αίμα – πες μου, γι’ αυτά πνιγήκατε τότε στο αίμα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Άλλωστε και τότε, στην αφάνταστα παλιά δική σου εξέγερση, παρά το γεγονός πως ζει ακόμη η γενιά σου, βάλατε κι εσείς φωτιές καταμεσής στους δρόμους, είχατε επίσης πυρπολήσει αυτοκίνητα, τρόλεϊ, κάδους και ό,τι άλλο βρέθηκε μπροστά σας, για να ορθώσετε οδοφράγματα στους δρόμους. Συμφωνώ, εκεί σταματήσατε, ούτε πυρπολήσεις σε κτίρια-σύμβολα, σε τράπεζες και μα¬γαζιά, ούτε λεηλασίες από τα μπουλούκια, και προπαντός κανείς άλλος νεκρός εκτός από τους ήρωες που αντιστάθηκαν. Αλλά μπορεί ποτέ να ξανασυμβεί το ίδιο, μάνα; Όλα δεν είναι τώρα διαφορετικά; Απάντησέ μου και σε τούτο, μάνα, κάθε διαφορετική εξέγερση δεν περιέχει κατά κάποιον τρόπο και μια διαφορετική καταστροφή; Μάνα, δες με, μεγάλωσα επιτέλους. Ή μήπως διαφωνείς επειδή σε ρωτάω τούτη τη στιγμή, έχοντας στο χέρι τα δικά μου όπλα απέναντι στο τέρας, ενώ σε άλλες, πιο ειρηνικές στιγμές και συζητήσεις, θα μπορούσες ακόμη και να συμφωνήσεις; Τι είναι το κάψιμο ενός κινηματογράφου, μάνα, που κι εγώ τον είχα κάποτε χαρεί, μπροστά στις δεκάδες αυτοκτονίες ανθρώπων τα τελευταία τούτα χρόνια, στη ζωή όσων καταστράφηκαν, όσων βγήκαν να ζήσουνε στους δρόμους, όσων γέρων ζούνε σαν ζητιάνοι από τις συντάξεις τους, όσων νέων χάνονται άνεργοι εδώ ή φεύγουν να χαθούν για τα καλά στα ξένα; Και μη μου πεις ότι σου κάνω κήρυγμα, απλά τον πόνο του δικού μου του καιρού σού περιγράφω. Μεγάλωσα πια, μάνα.»

( σ. 185-187)

[ΙΙ. Ο επαναστημένος Ορέστης αναθεωρεί τις απόψεις του για τη βία]
Κάθε επαναστατική πράξη εξελίσσεται εν μέρει και ανεξέλεγκτα, αυτό το είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει, το είχε αποστηθίσει και το έλεγε νεράκι, άσε που το θυμόταν κάθε φορά που επιχειρούσε, και το διαπίστωνε συχνά στην πράξη. Δεν είχε υπολογίσει, όμως, κάτι άλλο. Ότι μέσα του κουφόβραζε αργά και σταθερά μια επανάσταση άλλη από την κοινωνική: εκείνη των προσωπικών του αισθημάτων. Ο συναισθηματικός του κόσμος, με άλλα λόγια, υποταγμένος επί χρόνια στον επαναστατικό του στόχο σαν κάτι το ασήμαντο, το περιττό, το αξιόποινο, και ρυπαρό ακόμη μπροστά στην καθαρότητα του στόχου, είχε αρχίσει να εξεγείρεται με τον σιγανό δικό του τρόπο. Δεν ντρεπόταν πια γι’ αυτό. Μάλλον το χαιρόταν, αλλά το φοβόταν κιόλας.
Και σε τούτο το πεδίο βρέθηκε πάλι ακάλυπτος, δεν ήταν μόνο το συντροφικό μαχαίρωμα της νύχτας που είχε πυρποληθεί, και από το δικό του χέρι, η Αθήνα. Δεν αποκλείεται να είχε λειάνει εν μέρει το έδαφος για τη συναισθηματική του επανάσταση η συγκεκριμένη στάση των συντρόφων του, μα φυσικά δεν ήταν η μοναδική αιτία. Δεν ήταν καν η αφορμή. Όσο σκάλιζε για αίτια και αφορμές, τόσο κατέληγε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι γνώριζε απλώς την κορυφή εκείνου του παγόβουνου που ονομάζεται «επανάσταση», είτε την κοινωνική, είτε τη συναισθηματική εννοούσε. Δεν τις ταύτιζε, συνέκλιναν ωστόσο κάπου, αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί. Ίσως θα ήταν πιο ρεαλιστικό να πει (όφειλε, και το επιθυμούσε, να παραμείνει ένας γνήσιος ρεαλιστής, αν και τελευταία ξέφευγε όλο και περισσότερο προς τις τολμηρές μεταφορές), να πει, λοιπόν, ότι γνώριζε, όσο γνώριζε, απλώς και μόνο την κορφή, το σχήμα έστω, ενός ηφαίστειου την ώρα που επρόκειτο να εκραγεί. Πιάστηκε πάλι στο παιχνίδι των μεταφορών, και παρατραβηγμένων μάλιστα, αλλά δεν χάλασε ο κόσμος, οι μεταφορές αφήνουνε ένα περιθώριο συγγνώμης για τα λάθη τους. Στο κάτω-κάτω, κοινωνίες ολόκληρες είχαν εξαφανιστεί κάτω από τη λάβα ηφαιστείων, ποτέ τους κάτω από παγόβουνα.
Για ένα μόνο ήταν σίγουρος, ότι η επαναστατική του πίστη, αυτό το διαυγές κρύσταλλο του «ένα συν ένα κάνουν δύο», είχε ραγίσει.

(σ. 303-305)
Η Άκρα Ταπείνωση, 2015

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Ρέα Γαλανάκη- Δυο γυναίκες, δυο θεές

 Δεν μιλούσατε πολύ στους άλλους, είναι γνωστό, όπως είναι γνωστό επίσης ότι μιλούσατε καμιά φορά με δυνατή φωνή στον εαυτό σας. Γι' αυτό το παραμιλητό σάς φοβόντουσαν όταν σας συναντούσαν, εκτός από μερικές γυναίκες ή παιδιά, και κάποιοι ανυποψίαστοι

- ανυποψίαστοι ότι ο εαυτός μπορεί καμιά φορά να γίνει ο πιο έγκυρος συνομιλητής του καθενός, είτε με δυνατή φωνή είτε βουβά γίνεται η κουβέντα. 

Και, όπως μαρτυρεί ο αδερφός σας, είχατε περάσει μήνες, χρόνια θεληματικής (ή μήπως αναγκαστικής;) σιωπής, όταν σας έκανε κουμάντο η νόσος. Ελάχιστες είναι οι φράσεις που σας αποδίδονται, από τρίτους πάντα, και οι πιο πολλές τους αφότου βγήκατε ξανά από τον βυθό στην τρικυμισμένη επιφάνεια της ζωής για να πάρετε ανάσα. Μετά την ανάληψη της μάνας.

Ένα παράδειγμα: ελάχιστα μιλήσατε ο ίδιος για τα χρόνια που περάσατε στην Κέρκυρα, σ' αυτήν τη μαύρη τρύπα που κόντεψε κυριολεκτικά να σας ρουφήξει. Μια φορά σας ρώτησε η Ειρήνη, στην Αθήνα, πώς τα περνούσατε εκεί μέσα, κι εσείς της αποκριθήκατε: "Τί να κάνουμε, παιδί μου; Μας βάζαν και κουβαλούσαμε νερό με το κοφίνι".

Πηγή: Αθηνά βοσκοπούλα

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Ρέα Γαλανάκη-Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων (απόσπασμα)

Προσκάλεσαν τον ξένο να κοπιάσει στο τραπέζι τους και να μοιραστούν το γλέντι. ο Σήφης κάθισε μαζί τους, πρόσεξε όμως να βάλει την καρέκλα του προς τη μεριά της πόρτας. Χωρίς λέξη, χωρίς καμία κίνηση, η παρέα ενέκρινε τις προφυλάξεις του κυνηγημένου, έτσι έπρεπε να καθήσει, θα τον υποψιάζονταν ως δίμουρο αν έκανε μια στραβοτιμονιά στον κανόνα του φυγάδα. Ο Σήφης συνέχισε μαζί τους δίχως να πολυμιλά. Περνούσε η ώρα και είχαν όμορφα μεθύσει όλοι τους, ακόμα και ο νεαρός λυράρης, πού ως επαγγελματίας δεν έπρεπε να πίνει για να ελέγχει τα μάγια της βιολολύρας του, είχε κι αυτός σουρώσει μια σταλιά. Έσκυψε τότε ο πιο ηλικιωμένος στην αντροπαρέα, έτσι έπρεπε και παρακάλεσε τον Σήφη: «Κουμπάρε, να ζήσεις μόνο όσο θέλεις να ζήσεις, μα πες μας και του λόγου σου μια μαντινάδα, τίποτ’ άλλο». Ο Σήφης το αποδέχτηκε, η εθιμοτυπία επέβαλλε να ανοίξει σ’ αυτό το σημείο ο φιλοξενημένος ένα από τα κρυφά χαρτιά του, εάν μπορούσε να το ανοίξει, ως ελάχιστη ανταπόδοση της φιλοξενίας, για να ξέρει η παρέα τούτο μόνον, ότι φίλεψε άνθρωπο ζωντανό, όχι κάποιον βασανισμένο ίσκιο, άθαφτο κι άκλαυτο στα εδάφη της Μικράς Ασίας ή και σε τόσα άλλα μέρη, σε άλλους πολέμους. Ένα ίσκιο που είχε γυρίσει για τις μυρωδιές, για τη ζέστα της ξυλόσομπας, για το άκουσμα της μητρικής του γλώσσας, για το αίμα του κόκκινου κρασιού. Τόσοι και τόσοι είχαν σκοτωθεί, και από το χωριό τους και από τόπους όμορους. Ο Σήφης ζήτησε να του παίξει ο λυράρης κοντυλιά από τα μέρη του Μεγάλου Κάστρου. Σηκώθηκε όρθιος, άδειασε μονορούφι το κρασί του στη υγεία της παρέας, άφησε το ποτήρι στο τραπέζι, μισάνοιξε δεξά ζερβά τα χέρια, όπως τα ανοίγουν τα πουλιά που θέλουν να πετάξουν, και τραγούδησε:

Αμοναχός θέλω να ζω,
έτσι για χάρη γούστου
-έτσι για χάρη γούστου,
γαμώ τον Γιάννη Μεταξά
και την τετάρτη Αυγούστου
-και την τετάρτη Αυγούστου

Προτού τελειώσει την τρίτη συλλαβή του δεύτερου Αυγούστου, έδωσε μια, πέταξε μέσα από την πόρτα, τον κατάπιε το σκοτάδι.

Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Για μια πολυστένακτη Ελένη- Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα βιογραφείται στο Ασσόδυο ακριβώς 119 χρόνια από τον θάνατό της



Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος με συστηματικές σπουδές στην μετεπαναστατική περίοδο, ενώ η ζωή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιπετειώδης, σχεδόν μυθιστορηματική, σίγουρα τραγική.

.

«[…]Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άνδρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πολύ για αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλακτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα του πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα[…]».

.
Η Μπούκουρα ήταν κόρη του Γιάννη Μπούκουρα – ενίοτε αναφέρεται και ως Μπούκουρης -, αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας.
.


«[…]Η πρωτοκόρη κι η αγαπημένη του πατέρα της. Όχι τόσο για τα τυχαία πρωτεία – μολονότι η σπορά κι η γέννησή της ποτέ δεν θα μπορούσαν να αποσπαστούν από τη χρονιά της Επανάστασης -, όσο γιατί του έμοιαζε. Και πάλι, όχι στην όψη τόσο, όσο στην περηφάνια και την αποκοτιά. Τούτη η κόρη είχε μεγαλώσει στα ταραγμένα χρόνια του ξεσηκωμού, γεγονός που κατά τον κύρη της δεν θα μπορούσε να αποσπαστεί από τη μανία της να ζωγραφίζει, αν δεν ήταν κιόλας η αιτία.

.
Από παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε τις φίλες της που πόζαραν γι ´ αυτήν στην αυλή του παρθεναγωγείου Χιλλ.
.


«[…]Στάθηκε όρθια μέσα στην τάξη με το δεξιό της χέρι υψωμένο. Στα δάχτυλά του είχε το μολύβι, αφού οι ένοχοι, όταν διαπομπεύονται, πρέπει να επιδεικνύουνε τα σύνεργα του εγκλήματος. Παρατήρησε ότι μερικές συμμαθήτριές της, που τους είχε χαρίσει ζωγραφιές της, έδειχναν να χαίρονται, λες κι έπρεπε η Ελένη να τιμωρηθεί για την επιδεξιότητά της να παγιδεύει την ανθρώπινη μορφή. Μιαν αμαρτία, που παλιότερα είχαν πει ενθύμιο φιλίας. Ευφυής και θαρραλέα, ήξερε πότε ακριβώς θα ρίξει δίχτυ και θα τις αρπάξει, σαν τους αγύρτες, σαν τους μάγους των οδών. Εξάλλου, η μανία της να ζωγραφίζει δεν είχε καμιά σχέση με τη διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούνε τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, των προορισμένων για κυρίες της Αυλής ή και συζύγους πλούσιων αστών, των προορισμένων πάνω απ’ όλα για μητέρες αγοριών. Η Ελένη έπρεπε να τιμωρηθεί, γιατί συνέχιζε να ζωγραφίζει όχι μονάχα στα διαλείμματα, μα και μέσα στην τάξη, κατά την ώρα του μαθήματος. Όμως κάθε πάθος, κατά τα λεγόμενα των διδασκάλων, συγκροτεί αργά και σταθερά παρέκκλιση. Και μια παρέκκλιση θα έβλαπτε την ίδια, την αγωγή των υπολοίπων δεσποινίδων και τη φήμη του σχολείου. Ήδη είχε αγνοήσει τόσες και τόσες υποδείξεις, ότι μόνον κατά την ώρα της ιχνογραφίας μπορούσε ακίνδυνα να αντιγράφει τα αντικείμενα, που η καθηγήτρια τοποθετούσε πάνω στην έδρα για να φαίνονται καλά, λόγου χάριν ένα άδειο βάζο ή έναν χαρτονένιο κύβο. Οι δεσποινίδες όφειλαν να ζωγραφίζουν μόνον αυτά που η δασκάλα τούς επέτρεπε να δουν, και με τον τρόπο ακριβώς που τους τα έδειχνε. Η νεαρά Ελένη έπρεπε εφεξής να απέχει από την παρατήρηση και αποτύπωση των κοριτσίστικων σωμάτων στα διαλείμματα, κι απ’ όλα αυτά τα άδολα δήθεν δώρα, πράξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ακόμη και ως μια πρόωρη αιχμαλωσία της στο δόλο των σαρκικών αμαρτημάτων[…]».


.
Ο φιλόμουσος πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι, τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών Ραφαέλο Τσέκκολι.
.


«[…]Η Ελένη δεν καταδέχτηκε να κλάψει όσο κράτησε η τιμωρία, που η ταπείνωση έκανε πιο αργό και πιο αβάσταχτο τον χρόνο της. Τότε όμως αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μείνει δια βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια και από τις γυναίκες του σογιού της. Να στηριχτεί στα ένοχα για τους πολλούς, αθώα για την ίδια, πλην όμως ανεξερεύνητα ακόμη καλέσματα και ηδονές της τέχνης. Να μην παντρευτεί, να μη γεννήσει, να μην έχει έρωτα πάρεξ για τη ζωγραφική[…]».


.«Η μεθοδική διδασκαλία του Τσέκκολι, την υπέταξε στην πειθαρχία του ακαδημαϊσμού, χωρίς όμως να της περιορίζει την ορμή του ενθουσιασμού της», σημειώνει η Αθηνά Ταρσούλη. Αργότερα, το 1848, με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία, και καταφέρνοντας να ανατρέψει όλες τις ισχύουσες συμβάσεις της εποχής της -μιας και οι πόρτες των πανεπιστημίων παρέμειναν τότε ερμητικά κλειστές για τις γυναίκες -, μεταμφιέζεται σε άντρα για να σπουδάσει, με την οικειοποίηση του ονόματος Ιωάννης Χρυσίνης.


Στην Ρώμη σπούδασε ζωγραφική, στη σχολή των Ναζαριστών, – οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι κυρίως από τον Ραφαήλ και ζωγράφιζαν ιστορικά και μυθολογικά θέματα -, έως το 1850, και έπειτα κατά το έτος 1850-1851, με συστατική τους επιστολή πήγε στην Φλωρεντία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.



Το εξώφυλλο από το πολυδιαβασμένο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη με την Μπούκουρα-Αλταμούρα μεταμφιεσμένη σε άντρα

Μεταμφιεσμένη έζησε πάνω από τέσσερα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας, όπου κρατούσε σχεδιαστικές σημειώσεις. Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από την ίδια σε λευκώματα, όπως αυτό που επέγραφε «Studi fatti a Perugia e da Assisi», μέσα στο οποίο περιέχονταν αντιγραφές από τα έργα του Giotto, του Perugino, του Andrea del Sarto και άλλων, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια, σκίτσα αγγείων και νομισμάτων.
.

Πορτρέτο της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα από τον σύντροφό της Σαβέριο Αλταμούρα.

.
Στην Φλωρεντία ερωτεύτηκε τον ιταλό καθηγητή της, ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο, και στην πορεία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, 10 Σεπτέμβρη του 1853. Έμειναν μαζί έως το 1857 όταν ο σύζυγός της την εγκατέλειψε για την αγγλίδα φίλη της, – επίσης ζωγράφο -, Τζέιν Μπένμαν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
.


«[…]Ότι αυτός ο άνδρας, που θα φωτογραφιζότανε και θα έμενε εσαεί, πιο πολύ από την ίδια του την ύλη, δεν υπήρξε, όντας μονάχα μια γυναίκα που ντύθηκε κι έζησε ένα διάστημα σαν άνδρας. Και ότι αυτός ο ανύπαρκτος , κυριολεκτικά ο Κανένας , αποφάσισε να φωτογραφηθεί αγέλαστος και είρων. Έτσι όφειλε να σταθεί, όχι από άγνοια ή έπαρση , μα επειδή βρισκότανε στο ρόλο του εκδικητή[…]».

.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο τους παιδιά και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής στο Αρσάκειο. Επιπλέον, εξελέγη δυο φορές μέλος της ελλανόδικης επιτροπής των Ολυμπίων, εκλέχτηκε μέλος του καλλιτεχνικού τμήματος του σχολείου των Τεχνών και διετέλεσε δασκάλα της νεαρής τότε βασίλισσας Όλγας.

Το 1872 αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο σπίτι του αδερφού της στις Σπέτσες, προκειμένου να αλλάξει αέρα η κόρη της, που αρρώστησε από φυματίωση. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία 18 ετών, και μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα. Xάρη στις περιποιήσεις συγγενών της, ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον της για τη ζωή, ζωγραφίζει, διαβάζει μυθιστορήματα και εφημερίδες και φροντίζει να ενημερώνεται για τα πάντα. Αυτή η «επαναφορά» της όμως στην «κανονική» ζωή, δεν κράτησε για πολύ.
.


«Άνεμε, σε ρωτώ λοιπόν, πού με οδήγησες; Πού διασκόρπισες τη στάχτη της γυναίκας που υπήρξα;»

.
Τον Μάη του 1878 προσβλήθηκε και ο γιος της από φυματίωση, – μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη -, και η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην ζωγράφο και την οδήγησε στην τρέλα.


Ο Ιωάννης Αλταμούρα, – που αρχικά ονομάστηκε Τζοβάννι Μαρίας Κριζίνι -, φοίτησε ζωγραφική στην Σχολή των Τεχνών της Αθήνας κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα, και με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α’, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κοντά στον ζωγράφο Καρλ Σόρενσεν. Το 1975, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Δανία, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως.



Ο γιος της και σπουδαίος θαλασσογράφος Ιωάννης Αλταμούρας


«[…]τα επεισόδια του βίου προχωρούνε εφεξής από πολύ μακριά ,


ισοπεδωμένα, αδιάφορα σχεδόν για την κανονική ζωή. Έτσι επρόκειτο να ζήσω[…]».
.
Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, – μοναδική φορά που δέχτηκε να φύγει από το σπίτι της ήταν λίγο πριν από τον θάνατό της, όταν η διευθύντρια της «Εφημερίδος των Κυριών», Καλλιρρόη Παρρέν, την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη και την πήρε για λίγες μέρες μαζί της στην Αθήνα. «Ανήκει εις τας προσωπικότητας εκείνας ας και ο οξυδερκέστερος ψυχολόγος αδυνατεί να χαρακτηρίση εκ πρώτης όψεως», έγραφε η Καλλιρρόη Παρρέν στην εφημερίδα.
.


«[…]Για χρόνια έβλεπα λίγους από τους οικείους, τον ιερέα Δραπανιώτη, ένα-δυο άλλα πρόσωπα για δουλειές και τη Λασκαρίνα. Δεν ήθελα καμιά καινούργια γνωριμία, ούτε καμιά καινούργια επίσκεψη, μα και ποιος ξένος θα ερχόταν να με αναζητήσει, και για ποιον σκοπό. Έτσι ταράχτηκα από μιαν άγνωστη γυναίκα, που κατέφθασε μια μέρα από την Αθήνα στο νησί ζητώντας να συναντήσει τη ζωγράφο Ελένη Αλταμούρα. Αρνήθηκα να τη δεχτώ. Καθώς της απαντούσα με τη Λασκαρίνα ότι εδώ και χρόνια δεν δεχόμουν επισκέψεις, αναρωτιόμουν ποιαν από όλες τις Ελένες που υπήρξα εννοούσε ακριβώς, και τι άραγε θα της ζητούσε. Μου εξήγησε με τον επόμενο άνθρωπο που έστειλε. Της αρνήθηκα ξανά. Δυο μέρες πέρασαν, ώσπου να υποκύψω στον τελευταίο της αγγελιοφόρο. Ερχόταν πια από το σπίτι του δήμαρχου κι εξάδερφού μου Κυριακού, που είχε αναλάβει τη φιλοξενία εκείνης της κυρίας, η οποία μάθαινα πως διηύθυνε την ήδη τριετή αθηναϊκή Εφημερίδα των Κυριών. Εξάλλου, έπρεπε τούτη η επίμονη γυναίκα να καταλάβει ότι εγώ ζούσα με διαφορετικόν από τον δικό της τρόπο και να μυηθεί σε άλλο ρυθμό. Όντας ευαίσθητη το εννόησε αμέσως και, νομίζω, το σεβάστηκε. Όντας και δραστήρια, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το μυητικό της διήμερο. Έγραψε ένα πολυσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα της για όσα είδε τούτες τις δυο ημέρες, πριν με συναντήσει.[…] Την επόμενη άνοιξη σχεδίαζε να κάνει στα γραφεία της εφημερίδας της την πρώτη έκθεση γυναικών ζωγράφων, και για τούτο με είχε αναζητήσει. Διότι εγώ είχα σπουδάσει και είχα ασκήσει την τέχνη της ζωγραφικής, μια τέχνη που οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν δικαίωμα ούτε να τη σπουδάζουν ούτε να την ασκούν ως επάγγελμα στην Ελλάδα. Στο μάτι μου θα πρέπει να άναψε μια σπίθα, που παρατήρησα ότι δεν της διέφυγε προτού σβήσει λέγοντάς της να με εξαιρέσει οπωσδήποτε από τον κατάλογο της έκθεσης, ενδεχομένως και από την τέχνη της ζωγραφικής[…]». Η επισκέπτρια μού ζήτησε ευγενικά να δει τα έργα μου. Της έδειξα πάνω στον τοίχο τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την Κόρη». Ήταν η μόνη που είχε διασωθεί, αφού μιλούσε για τον αρραβώνα της Σοφίας. Έριξε μια ματιά και σε κάποιες μεταγενέστερες σπουδές, καμωμένες σε ώρες αργίας και μελαγχολίας με μαύρο μολύβι ή μελάνι[…]».



.

.
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα πέθανε 19 του Μάρτη του 1900, σχεδόν άγνωστη. Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες, αλλά αργότερα τα οστά της, – όπως και εκείνα των παιδιών της -, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών. Στην μαρμάρινη σαρκοφάγο, – η οποία είναι έργο του Ιάκωβου Μαλακατέ, ο οποίος είχε αναλάβει κάποιες μαρμαρογλυπτικές εργασίες και στο πατρικό της σπίτι στην Πλάκα – ως έτος γέννησης αναγράφεται το έτος 1824.




Λεπτομέρεια από το διασωθέν έργο της «μελαγχολία» (ή «απελπισία»)

.
Παρά τις λεπτομερείς βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωγράφο, που διέσωσαν η Καλλιρόη Παρρέν και η Αθηνά Ταρσούλη, το ζωγραφικό της έργο παραμένει άγνωστο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ανάμεσα σε αυτές είναι το έργο που τιτλοφορείται «Απελπισία» με το οποίο η ζωγράφος, με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης, πήρε μέρος στο διαγωνισμό της σχολής που φοιτούσε στην Ιταλία. Αναφέρεται ότι για το συγκεκριμένο έργο της προτάθηκε υψηλή αμοιβή, εκείνη, όμως, προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση.

Φημολογείται πως πριν πεθάνει έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα, αν και κατά μία άλλη εκδοχή, αυτά καταστράφηκαν από πλημμύρα σ´ έναν μύλο κοντά στον Ιλισσό όπου τα φύλαγε, και κατ´ άλλους καταστράφηκαν κατά την διάρκεια της ιταλικής κατοχής, όταν επιτάχθηκε το σπίτι των Σπετσών.

Στην κατοχή των κληρονόμων του αδερφού της, σώζονται έξι ελαιογραφίες, γύψινα προπλάσματα, σπουδές και σχέδια, ενώ στο Αρσάκειο σώζεται μια προσωπογραφία της.
.


«[…]Είχα ακούσει ότι στη μετά ζωή των γυναικών το πόδι δεν πατά συνέχεια στη γη. Ότι ο νους αρέσκεται στο να αιωρείται. Ότι ο κόσμος μοιάζει πιο ανάγλυφος, αφού δάκρυα μάλλον, αλλά και άλλα ανεξήγητα, φουσκώνουνε το σχήμα των πραγμάτων, είτε βαθαίνουν τις παλιές ρωγμές και αποσιωπήσεις[…]».



Ρέα Γαλανάκη, "η μεταμφίεση" από το μυθιστόρημα «Ελένη ή ο Κανένας», κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας Γ΄ γυμνασίου



Τα αποσπάσματα σε πλαγιοσειρά είναι από το βιβλίο 
«Ελένη, ή ο κανένας, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. Άγρα, 1998 
και Ρέα Γαλανάκη, «Ελένη ή ο Κανένας», εκδ. Καστανιώτης, 2004
___________________________________________________

Πηγές-Βοηθήματα:
-Αθηνά Ταρσούλη, Ελένη Αλταμούρα, η πρώτη ζωγράφος στην Ελλάδα μετά το Εικοσιένα, εκδ. Δημητράκος, 1934
-Κώστας Ασημακόπουλος, Αστραπή στο δάσος – Ο ακάλυπτος χώρος – Ελένη Αλταμούρα (τρία θεατρικά έργα), εκδ. Δωδώνη, 2005
-Ντάνου Ελευθερία, Ελένη Αλταμούρα, Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 182, Αύγουστος 1983
Ιωάννης Αλταμούρας, Η ζωή και το έργο του, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2011
-Ρούμπουλα Δήμητρα, Οι μύθοι της οικογένειας Αλταμούρα, εφημ. «Το Έθνος», 15/3/2011, ανάκτηση 24/10/2015
-Ιστοχώρος Αρβανίτικου Συνδέσμου Ελλάδος
-Δώρα Μαρκάτου, Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα: Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου της, ΑΠΘ, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, τομέας Ιστορία της Τέχνης
-Ρέα Γαλανάκη, Ελένη, ή ο κανένας, εκδ. Άγρα, 1998
Το θλιβερό τέλος της Ελένης Μπούκουρα, Άρθρο στην «Ιστορία Εικονογραφημένη», Αύγoυστος 2002
-Γ. Σταματίου, Η πολυστένακτη ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα, Νέα και άγνωστα στοιχεία για τη ζωή και το έργο της, Ιστορία εικονογραφημένη 305, Νοέμβρης 1993
-Εφημερίς των κυριών, 27/2/1900
-Χ. Σχολινάκη-Χελιώτη, Ελληνίδες ζωγράφοι 1800-1922, διδακτ. διατρ., 1990
-Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, 1998
-Ευθ. Γεωργιάδου-Κούντουρα, Η γυναίκα στη νεοελληνική ζωγραφική του ΙΘ’ αιώνα, Εικόνα και δημιουργός, Κενά στην ιστορία της τέχνης: γυναίκες δημιουργοί, Συμπόσιο, Αθήνα, Νοέμβριος 1990, Ομάδα Τέχνης 4+, εκδ. Γκοβόστη
-Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας