[I. Ο επαναστατημένος Ορέστης σκέφτεται για τις δύο εξεγέρσεις, του Πολυτεχνείου και του μνημονιακού 2012, στις οποίες πήραν μέρος μάνα και γιος αντίστοιχα]
Πήρε βαθιά ανάσα, πήρε θάρρος. «Το ξέρετε, το ξέρεις μέχρι κι εσύ, η αναμάρτητη, το Πολυτεχνείο σας υπήρξε μια χαμένη πια στον χρόνο, μια ιερή ωστόσο εξέγερση, που σε πολλά προδόθηκε. Και ας ακολούθησε τη Χούντα ένα δημοκρατικό πολίτευμα, κι ας ήταν αυτό πάρα πολύ καλό – όμως για ποια δημοκρατία μιλάμε, μάνα, σήμερα; Εξαντλείται μόνο σε μια εκλογική διαδικασία η δημοκρατία; Μέσα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που εναλλάσσονται στην εξουσία, δεν καταστράφηκε η χώρα; Όχι ότι δεν φταίει και η Αριστερά, η κοινοβουλευτική εννοώ, όντας αντιπολίτευση είχε κι αυτή τον ρόλο της, δεν κυβέρνησε ωστόσο. Το ξέρεις πως και συ η ίδια, μάνα, ποτέ μια καταστροφή δεν μοιράζεται σε ίσα ακριβώς μερίδια, δεν είναι μερίδα φαγητού από τσουκάλι εστιατορίου. Καταστράφηκαν οι πιο πολλοί, ανάμεσά τους οι πιο αθώοι και οι πιο αδύναμοι, ενώ τα λαμόγια δεν χάσανε ούτε μια δεκάρα, ή χάσανε όσο γινότανε λιγότερα, κάποιοι μπορεί και να έγιναν πιο πλούσιοι πατώντας πάνω στους ταπεινωμένους.
«Πώς, λοιπόν, να μην ξεσηκωθεί ο κόσμος, μάνα, μέσα σε τούτη την πρωτοφανέρωτη καταστροφή της χώρας; Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ξεσηκωθήκατε κι εσείς τότε, πριν από μισό αιώνα – πες μου ειλικρινά, πιστεύεις πως αυτό θα ήταν δυνατόν, μάνα; Κι ας μην είναι στρατιωτική δικτατορία, που κι εγώ το πιστεύω πως δεν είναι, όμως σκέψου το λιγάκι, μάνα, γι’ αυτήν εδώ τη δημοκρατία των ολίγων και των πλούσιων, γι’ αυτήν εδώ την παντοδυναμία του χρήματος, που καταστρέφει τους λαούς της Ευρώπης, που καταργεί όσα κερδήθηκαν σε μακρούς κοινωνικούς αγώνες με το αίμα – πες μου, γι’ αυτά πνιγήκατε τότε στο αίμα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Άλλωστε και τότε, στην αφάνταστα παλιά δική σου εξέγερση, παρά το γεγονός πως ζει ακόμη η γενιά σου, βάλατε κι εσείς φωτιές καταμεσής στους δρόμους, είχατε επίσης πυρπολήσει αυτοκίνητα, τρόλεϊ, κάδους και ό,τι άλλο βρέθηκε μπροστά σας, για να ορθώσετε οδοφράγματα στους δρόμους. Συμφωνώ, εκεί σταματήσατε, ούτε πυρπολήσεις σε κτίρια-σύμβολα, σε τράπεζες και μα¬γαζιά, ούτε λεηλασίες από τα μπουλούκια, και προπαντός κανείς άλλος νεκρός εκτός από τους ήρωες που αντιστάθηκαν. Αλλά μπορεί ποτέ να ξανασυμβεί το ίδιο, μάνα; Όλα δεν είναι τώρα διαφορετικά; Απάντησέ μου και σε τούτο, μάνα, κάθε διαφορετική εξέγερση δεν περιέχει κατά κάποιον τρόπο και μια διαφορετική καταστροφή; Μάνα, δες με, μεγάλωσα επιτέλους. Ή μήπως διαφωνείς επειδή σε ρωτάω τούτη τη στιγμή, έχοντας στο χέρι τα δικά μου όπλα απέναντι στο τέρας, ενώ σε άλλες, πιο ειρηνικές στιγμές και συζητήσεις, θα μπορούσες ακόμη και να συμφωνήσεις; Τι είναι το κάψιμο ενός κινηματογράφου, μάνα, που κι εγώ τον είχα κάποτε χαρεί, μπροστά στις δεκάδες αυτοκτονίες ανθρώπων τα τελευταία τούτα χρόνια, στη ζωή όσων καταστράφηκαν, όσων βγήκαν να ζήσουνε στους δρόμους, όσων γέρων ζούνε σαν ζητιάνοι από τις συντάξεις τους, όσων νέων χάνονται άνεργοι εδώ ή φεύγουν να χαθούν για τα καλά στα ξένα; Και μη μου πεις ότι σου κάνω κήρυγμα, απλά τον πόνο του δικού μου του καιρού σού περιγράφω. Μεγάλωσα πια, μάνα.»
( σ. 185-187)
[ΙΙ. Ο επαναστημένος Ορέστης αναθεωρεί τις απόψεις του για τη βία]
Κάθε επαναστατική πράξη εξελίσσεται εν μέρει και ανεξέλεγκτα, αυτό το είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει, το είχε αποστηθίσει και το έλεγε νεράκι, άσε που το θυμόταν κάθε φορά που επιχειρούσε, και το διαπίστωνε συχνά στην πράξη. Δεν είχε υπολογίσει, όμως, κάτι άλλο. Ότι μέσα του κουφόβραζε αργά και σταθερά μια επανάσταση άλλη από την κοινωνική: εκείνη των προσωπικών του αισθημάτων. Ο συναισθηματικός του κόσμος, με άλλα λόγια, υποταγμένος επί χρόνια στον επαναστατικό του στόχο σαν κάτι το ασήμαντο, το περιττό, το αξιόποινο, και ρυπαρό ακόμη μπροστά στην καθαρότητα του στόχου, είχε αρχίσει να εξεγείρεται με τον σιγανό δικό του τρόπο. Δεν ντρεπόταν πια γι’ αυτό. Μάλλον το χαιρόταν, αλλά το φοβόταν κιόλας.
Και σε τούτο το πεδίο βρέθηκε πάλι ακάλυπτος, δεν ήταν μόνο το συντροφικό μαχαίρωμα της νύχτας που είχε πυρποληθεί, και από το δικό του χέρι, η Αθήνα. Δεν αποκλείεται να είχε λειάνει εν μέρει το έδαφος για τη συναισθηματική του επανάσταση η συγκεκριμένη στάση των συντρόφων του, μα φυσικά δεν ήταν η μοναδική αιτία. Δεν ήταν καν η αφορμή. Όσο σκάλιζε για αίτια και αφορμές, τόσο κατέληγε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι γνώριζε απλώς την κορυφή εκείνου του παγόβουνου που ονομάζεται «επανάσταση», είτε την κοινωνική, είτε τη συναισθηματική εννοούσε. Δεν τις ταύτιζε, συνέκλιναν ωστόσο κάπου, αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί. Ίσως θα ήταν πιο ρεαλιστικό να πει (όφειλε, και το επιθυμούσε, να παραμείνει ένας γνήσιος ρεαλιστής, αν και τελευταία ξέφευγε όλο και περισσότερο προς τις τολμηρές μεταφορές), να πει, λοιπόν, ότι γνώριζε, όσο γνώριζε, απλώς και μόνο την κορφή, το σχήμα έστω, ενός ηφαίστειου την ώρα που επρόκειτο να εκραγεί. Πιάστηκε πάλι στο παιχνίδι των μεταφορών, και παρατραβηγμένων μάλιστα, αλλά δεν χάλασε ο κόσμος, οι μεταφορές αφήνουνε ένα περιθώριο συγγνώμης για τα λάθη τους. Στο κάτω-κάτω, κοινωνίες ολόκληρες είχαν εξαφανιστεί κάτω από τη λάβα ηφαιστείων, ποτέ τους κάτω από παγόβουνα.
Για ένα μόνο ήταν σίγουρος, ότι η επαναστατική του πίστη, αυτό το διαυγές κρύσταλλο του «ένα συν ένα κάνουν δύο», είχε ραγίσει.
(σ. 303-305)
Η Άκρα Ταπείνωση, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου