Το χωριό ήταν ψηλά στο βουνό, όμως πιο ψηλά ήταν ακόμα το ρουμάνι με τα πουρνάρια, τους σκοίνους και τις αγριοβελανιδιές. Καγκέλι τόλεγαν, απέραστο ήταν από την πύκνα των αγριόδεντρων και των αρκουδόβατων, και όλοι το πρόφεραν με ένα φόβο στην καρδιά! Γιατί το Καγκέλι –αυτό το ξαίρουν όλοι οι χωριανοί στη Μουριά- είναι το κατατόπι των δαιμονικών. Μπαίνεις μέσα στα δέντρα κι ύστερα δε βρίσκεις πια το μονοπάτι να βγεις, ακούς γέλια και γαργαλητά ανάμεσ’ απ’ τις φυλλωσιές, ακούς πνιγμένα μουρμουρητά, και δε βλέπεις κανέναν. Μπορείς να παιδεύεσαι ώρες μες στα μπλεγμένα κλαδιά. Τα ξωτικά λημεριάζουν εκεί πάνω και κανένας γνωστικός δεν αποκοτά ν’ ανέβει για ξύλα. […..] Ο Τσαλέκος του άρεσε ν’ ανεβαίνει κατάστηθα στο Καγκέλι. Εκεί ήξαιρε μονοπάτια που ατός του τάχε ανοίξει με το βατοκόπο, έβρισκε κρύφτες και σπηλιές που μόνο οι αλεπούδες, οι νυφίτσες και τα παγανά είχαν για μονιά τους. Όμως τον ξαίρανε τ΄ αγρίμια, τον ξαίραν και τα παγανά και δεν το πειράζαν. «Είναι ήμερα τούτα τα κακαθρωπιάσματα, και με ξαίρουν. Μπορώ να τους κρεμάσω κουδούνι στο λαιμό» είπε μια μέρα στις κοπέλες που τον ανερωτούσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου