Τα βράδια οι άνθρωποι ξαπλώνουνε να κοιμηθούν.
Μόνον αυτοί που ξενυχτούν αγριεύονται
μα δεν τους παίρνεις λέξη το πρωί.
Τα βράδια κάτι γέρικα μωρά πουδραρισμένα
βαριανασαίνουν πίσω από σκισμένα χείλη χάλκινα
φορούν μαύρα κοστούμια μικροσκοπικά
και περιφέρονται στους νοτισμένους δρόμους.
Είναι φρέσκοι νεκροί που τίναξαν με δύναμη
τα χώματα από πάνω τους
μπαίνουν στην πόλη ψάχνουν τα μαιευτήρια
κρυφά τρυπώνυν στις θερμοκοιτίδες
πνίγουν τα βρέφη χώνονται στα κρεβατάκια τους
και το ξημέρωμα προσμένουνε τη διανομή
στις στοργικές κι ανυποψίαστες ρώγες.
«Νύχτα και νικοτίνη», Αναπήρων πολέμου, 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου