Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Dámaso Alonso-Προετοιμασίες ταξιδιού


Κάποιοι
φεύγουν μένοντας εμβρόντητοι,
κοιτάζοντας χωρίς λαχτάρα, ανόητα, πιο πέρα, κάθε φορά
πιο πέρα,
προς την άλλη πλαγιά.
Άλλοι
Γυρνάνε το κεφάλι στο ένα πλευρό και στο άλλο,
ναι, το φτωχό κεφάλι, ακόμα όχι νικημένο
σχεδόν
με έκφραση κυριαρχίας,
σαν να μην ήθελαν να χάσουν την τελευταία σελίδα ενός βιβλίου
περιπετειών,
σχεδόν με έκφραση υποτίμησης,
σαν να ήθελαν
να γυρίσουν με αδιαφορία περιφρόνησης τις πλάτες
σε κάποιο πράγμα μόλις που ελέχθη
αλλά δεν τους ταιριάζει.
Υπάρχουν κάποιοι
που κινούν με αγωνία τα χέρια έξω από το σάβανο,
όπως εάν γύρω από τους κροτάφους να τους τρόμαζαν πεισματάρες
κρεατόμυγες γαλάζιες,
ή όπως αν πάλευαν σε νερό πυκνό, κατοικημένο
από διάφανες μέδουσες.
Άλλοι καταριούνται το Θεό,
φτύνουν το Θεό που τους έκανε,
και οι πληγωμένες χορδές από τις δριμείς στριγκλιές τους
διασχίζουν όπως ένας εφιάλτης τις άγρυπνες αίθουσες του
νοσοκομείου,
κάνουν να πάλλονται σαν ένα ανεπαίσθητο αεράκι
τα φτερά από τις καλύπτρες
και κόβουν τον αργό αχνό του χλωροφόρμιου.
Κάποιοι φωνάζουν με φωνή αδύναμη
τις μητέρες τους,
τις φτωχές μητέρες, τις γλυκές μητέρες
που μέσα στα πλευρά τους εδώ και πολλά χρόνια σαπίζουν
οι σανίδες του φέρετρου.
Είναι αρκετά συχνό
ο ετοιμοθάνατος να μιλά για ταξίδια μακρινά,
για ταξίδια σε διάφανες θάλασσες γαλάζιες, σε αρχιπελάγη
απόμακρα,
και θέλει να πεταχτεί απ΄ το κρεβάτι
γιατί θα φύγει το τραίνο, γιατί ήδη σαλπάρει το πλοίο
(Και τότε παγώνει η ψυχή σε εκείνους που παραστέκουν τον άρρωστο. Γιατί
καταλαβαίνουν).
Και υπάρχουν κάποιοι, ευτυχείς,
που περνούν από ένα όνειρο ρόδινο, από ένα όνειρο γλυκό,
χλιαρό και γλυκό
στο όνειρο το μακρύ και κρύο.
Αχ, ήταν εκείνο το δόλιο όνειρο
όταν η μητέρα, ο γιός, η αδελφή
έφυγαν με βαθιά συγκίνηση, χαμογελώντας, τρέμοντας,
κλαίγοντας,
έφυγαν ακροπατώντας,
για να πουν: «Κοιμάται ήσυχα, μοιάζει να κοιμάται πολύ όμορφα!»
Αλλά, όχι: όχι δεν ήταν αυτό.
…Ω, ναι. οι μητέρες το ξέρουν πολύ καλά: κάθε παιδί
κοιμάται με έναν τρόπο διαφορετικό…
Αλλά όλοι, όλοι μένουν
με τα μάτια ανοιχτά.
Μάτια ανοιχτά, τεράστια στην ύστατη κατάπληξη
μάτια που βλεφαρίζουν όπως ένα θλιμμένο αστείο, όπως μια
γκριμάτσα μπροστά σε ένα πανόραμα γκροτέσκο
μάτια σχεδόν κλειστά που κοιτούν από τη σχισμή,
από ένα κομματάκι τόξου, από το κάτω τμήμα από τις κόρες του ματιού.
Δεν υπάρχει βλέμμα πιο θλιμμένο
Ναι, δεν υπάρχει βλέμμα πιο βαθύ και πιο θλιμμένο.
Α! Νεκροί, νεκροί, τι είδατε
στη σκληρή γωνιά, στην τρομερή στιγμή της μετάβασης;
Α, τι είδατε σε εκείνη τη στιγμή της σύγκρουσης
με το γκρι καμιόνι του θανάτου;
Δεν ξέρω εάν ουρανούς μακρινούς από χλωμά αστέρια,
από αργούς μοναχικούς κομήτες προς το δυσκίνητο αρχικό νεφέλωμα,
δεν ξέρω εάν ένα άπειρο χιονιού, όπου υπάρχει ένα ίχνος από αίμα
ένα χνάρι από αίμα ατελείωτο,
ούτε εάν το φρενήρες χρώμα από μια απέραντη ορχήστρα
συγκλονισμένη όταν διαλύονται τα ουράνια σώματα,
ούτε εάν μόλις η μεγάλη βιολέτα που σκόρπισε στον κόσμο τη
θλίψη όπως ένα μεγάλο άρωμα του Γενάρη
αχ, δεν ξέρω εάν είδατε τα βαθιά μάτια, την αδιαπέραστη όψη.
Αχ, Θεέ μου, Θεέ μου, τι είδαν μια στιγμή εκείνα τα μάτια
που έμειναν ανοιχτά;

(Dámaso Alonso y Fernández de las Redondas, 22 Οκτωβρίου 1898 – 25 Ιανουαρίου 1990)
Μετάφραση: Αμαλία Αντωνετσή, Νίκος Μενεγάτος,
Ελευθερία Μπέτσικα, Κατερίνα Σκλαβούνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου