Για να επιβιώσεις, άρχισες να κάνεις δουλειές του ποδαριού. Έβλεπες τη ζωή σαν συνεχές παρόν. Κάθε μέρα ήταν διαφορετική από την προηγούμενη και την επόμενη. Και όντως, η ζωή δεν έπαυε στιγμή να σε καταπλήσσει. Εκνευριζόσουν με όσους παρέμεναν ίδιοι στο αμετάβλητο σύμπαν τους. Λάτρευες οτιδήποτε μπορούσε να τους ξεβολέψει. Τα χρήματα που έβγαζες δεν ήταν πολλά, αλλά σου έφταναν. Ζούσες απλά, απέριττα και, το κυριότερο, είχες όσο χρόνο ήθελες για να γράφεις. Έλεγαν ότι τα γραπτά σου χαρακτηρίζονταν από έναν υπόγειο σαρκασμό κρυμμένο πίσω από μια σκληρή ρομαντικότητα. Έλεγαν ακόμα ότι πίσω από την επιφανειακή αθωότητά τους ελλόχευε μια σκοτεινή πολυχρωμία. Έλεγαν κι άλλα, λιγότερο ενθαρρυντικά, πικρόχολα σχεδόν, που δεν ανέστειλαν την τάση σου να εξελίσσεσαι. Σε μια εποχή θεαματικής κατάρριψης των μύθων, είχες την ικανότητα να δημιουργείς τους δικούς σου μύθους, να πλάθεις τους δικούς σου ήρωες. Όταν οι άλλοι κυνηγούσαν την εμπορικότητα και την προώθηση, εσύ άφηνες τον χρόνο να κυλάει και την έμπνευση να μπαίνει απρόσκλητη στο δωμάτιό σου και να σου λέει: «Λοιπόν, για να δούμε τι έχουμε σήμερα».
Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Καστανιώτη, Νοέμβρης 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου