Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αγγελάκας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αγγελάκας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Γιάννης Αγγελάκας - Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν


Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις
βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου
Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλά τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτά τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω

Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;, Αθήνα: Λιβάνης 1999.

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Γιάννης Αγγελάκας - Πόθοι

                                                       Γιάννης Αγγελάκας - Πόθοι 


Πέρασαν χρόνια κι η καρδιά μου πια δεν κλαίει
Μόνο μεθάει και θυμάται και γελά
Με τους αετούς μου που όλοι γίναν αρουραίοι
Μόλις με είδαν να ορμάω στη φωτιά
Πέρασαν χρόνια και κατάλαβα τι φταίει
Που όλοι δειλιάζουμε μπροστά στην ομορφιά
Ακούω καλύτερα τη γάτα μου να κλαίει
Παρά του πόθους μου να ουρλιάζουν σαν σκυλιά
Μα τι είν' αυτά που λέει
Του 'βαλε ο διάολος φωτιά
Τα λέει ξεθυμαίνει
Και ξαναπαίρνει τα βουνά
Πέρασαν χρόνια κι η ψυχή μου πια το ξέρει
Όσοι φτερούγισαν και πήγαν πιο ψηλά
Ήταν ανάξιοι ρηχοί και τιποτένιοι
Και κάποια μύγα τους τσιμπούσε τα φτερά
Αχ πόσο γρήγορα αυτή η ζωή διαβαίνει
Όλοι επιστρέφουμε μια μέρα στη σιωπή
Μόνο η βλακεία μας αιώνια παραμένει
Να μας ξοδεύει και μετά να μας υμνεί
Μα τι είν' αυτά που λέει
Του 'βαλε ο διάολος φωτιά
Τα λέει ξεθυμαίνει
Και ξαναπαίρνει τα βουνά

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Γιάννης Αγγελάκας - Ποιήματα

Οι καλύτεροι της ράτσας μας
Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες
Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας
                                             οι ποιητές
                                             οι παραμυθάδες
                                             οι τερατολόγοι γενικώς
Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα
Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι
Στα στάσιμα νερά της μετριότητας
Οι όμηροι του φόβου

 

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις
βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου

Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι’ απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω

 

Μητέρα θλίψη

Φανερώσου
Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν
Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη
Στρατιές μοναχικών δημίων
Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων
Με τις λιγδιάρικες στολές τους
Να λαμπυρίζουν
Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών
Αναλογίσου όλους εμάς
Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες
Με παντόφλες και κέρατα
Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες
Όλους εμάς
Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι
Με υπεριώδη βλέμματα
Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά
Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας
Και μουχλιασμένους μύθους
Αναλογίσου μας και φανερώσου
Με το επίσημο σου ένδυμα
Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια
Ροκάνισε το θάνατο
Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας
Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου
Φανερώσου
Μητέρα θλίψη
Δεν την αντέχουμε πια
Τόση ορφάνια

 

 Η εποχή των σκιών

Είμαστε εδώ
Χωρίς να είμαστε
Αναπνέουμε
Περπατάμε
Μισούμε
Αγαπάμε
Αγοράζουμε
Πουλάμε
Μόνο και μόνο
Για να δικαιολογούμε
Την απουσία μας
Πώς μπορεί να ονομάζεται
Ένας κόσμος
Φτιαγμένος από σκιές
Ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου
Είμαστε όλοι
Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα
Μάταια προσπαθούμε ν’ αφήσουμε τα χνάρια μας
Για την εποχή των πραγμάτων
Που θα ακολουθήσει
Τη δικιά μας εποχή των σκιών

 *

Ο χαμένος καιρός δε χάνεται
Οι ώρες που σκοτώνουμε επιζούν
Κάποιος θεός τις συμμαζεύει
Ζητά πίστη για λύτρα
Και μεις πληρώνουμε

Όλα τελικά
Επιστρέφουν σε μας

Τα δάκρυα σαν εξατμίζονται δε χάνονται
Η θλίψη που σκορπάμε επιζεί
Κάποιος θεός τη συγκεντρώνει
Ζητά δύναμη για λύτρα
Και μεις πληρώνουμε

Όλα τελικά
Επιστρέφουν σε μας

Τα όνειρα που εγκαταλείψαμε
Τα λόγια που δεν είπαμε
Τα απραγματοποίητα θαύματα
Οι γιορτές που αναβλήθηκαν
Οι αστερισμοί που αγνοήθηκαν
Τα ταξίδια που ακυρώθηκαν
Δεν χάθηκαν
Κάποιος θεός τα φροντίζει

Όλα τελικά

 

 

Μπαλωμένες απόχες

Θα ‘ρθουν καιροί
Που ακόμη και τα βαλσαμωμένα πουλιά
Θα ανοίξουν
Τις φτερούγες τους
Και θα αποχωρήσουν περήφανα
από τις βιτρίνες μας.
Και εμείς
Οι δήθεν ζωντανοί και παντοδύναμοι
Πιο ηττημένοι από ποτέ
Θα τα κυνηγάμε ασθμαίνοντας
Και θα ανεμίζουν στον αέρα
Ανήμπορες
Οι μπαλωμένες μας απόχες

*

Αληθινό είναι ό,τι σπαταλιέται
δίχως εμφανείς λόγους
Ό,τι εκφσενδονίζεται στο μηδέν
δίχως ουρές και ίχνη
Ό,τι υπάρχει από σύμπωση
δίχως να καυχίεται γι’αυτό
δίχως να νοιάζεται αν θα μπορεί
για πάντα να μη καυχιέται γι’αυτό

 

*

Ήρθαν τα τριαντάφυλλα κι οι πρόσχαρες μέρες
Οι πόρτες δεν τρίζουν κι αδίκως οι λεπίδες προσμένουν ακόνισμα
Το μαύρο πλάι στο κόκκινο δίχως δεύτερες σκέψεις
       αρμονία μοναχά τίποτ’ άλλο
Οι φλόγες το κακό σπέρμα κι η οδύνη εγκλείστηκαν διά παντός
       σε στοιχειωμένους καταψύκτες
Η μέρα ευλογεί τη νύχτα και κείνη μπρος της υποκλίνεται
      εξαγνισμένη
Ήρθαν τα τριαντάφυλλα κι οι πρόσχαρες μέρες
Ηδονικά οι λεπτοδείκτες ολιγωρούν εντός μας
Μονάχα οι άγιοι φτιάχνουν ουρές έξω απ’ τα φαρμακεία
Υπνοστεντόν-Ταβόρ-Υπνοστεντόν
Τώρα φλυαρούν για το δικαίωμα στον ύπνο

Η Αυτοκρατορία των Ανάπηρων

Κοιτάζομαι προσεχτικά στον καθρέφτη.
Ένα μεταλλικό πολύχρωμο ελατήριο
στη θέση της γλώσσας
μπαινοβγαίνει ρυθμικά μέσα-έξω στο στόμα μου.
Όσο το παρατηρώ τόσο ομορφότερο μου φαίνεται
διαλύοντας και τις τελευταίες υποψίες μου.
Θεέ μου εκείνο το σαρκώδες τερατούργημα που μου χάρισες
ναι και καλά γλώσσα
το ξεφορτώθηκα.
Όταν δεν το χρειάζεται κανείς καλύτερα να το κόβει.
Στην αρχή σού φαίνεται άβολο
αλλ’ όμως σαν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη
χίλιες φορές πιο όμορφος πιο ελαφρύς
αποζημιώνεσαι για τα καλά.
Περνάω όλες σχεδόν τις ελεύθερες ώρες μου μπροστά στον καθρέφτη.
Κοιτάζοντας κάθε καινούργιο μου εξάρτημα
το διασκεδάζω μέχρι να εξαντληθώ πραγματικά.
Τα μάτια μου αναβοσβήνουν χρώματα
με τα πρωτότυπα εσωτερικά τους φωτοκύτταρα.
Δεν δακρύζουν πια
έχε για αποκρουστικό πρώην βάσανο.
Με τους ακουστικούς ηλεκτρονικούς ρυθμιστές μου
τ’ απογεύματα
ανεβάζω την ένταση όλων αυτών των χαρούμενων ήχων
που στέλνουν στ’ αυτιά μου
οι γλυκόγκριζοι καμπούρηδες απ’ το δρόμο
καθώς βολτάρουν με τ’ ανοξείδωτα κουρδιστά ποδαράκια τους
ανοιγοκλείνοντας μαγνητικά βλέφαρα
τιτιβίζοντας σα σεληνιακά πτηνά με τα γλωσσικά τους ελατήρια.
Δεν μπορώ να το κρύψω.
Νοιώθω την τέλεια έξαψη τού να μη μπορώ να ‘μαι πια δυστυχισμένος.
Ζω σε μια γλυκιά πατρίδα.
Ζω στην Αυτοκρατορία των Ανάπηρων.

Από τις ποιητικές συλλογές:”Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι”, εκδ. Λιβάνη, 1995 και “Πώς τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε”, εκδ. Λιβάνη 1999.

Πηγές: 

ΠΟΙΕΙΝ

https://marilenaspotofart.wordpress.com/

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

Γιάννης Αγγελάκας - Η εποχή των σκιών

 Είμαστε εδώ

χωρίς να είμαστε.

Αναπνέουμε,

περπατάμε,

μισούμε,

αγαπάμε,

αγοράζουμε,

πουλάμε,

μόνο και μόνο

για να δικαιολογούμε

την απουσία μας

πώς μπορεί να ονομάζεται

ένας κόσμος

φτιαγμένος από σκιές

ανύπαρκτων σωμάτων.

Οι καθρέφτες αποτυπώνουν

εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου.

Είμαστε όλοι

ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα,

μάταια προσπαθούμε ν’ αφήσουμε τα χνάρια μας

για την εποχή των πραγμάτων

που θα ακολουθήσει

τη δικιά μας εποχή των σκιών.

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Γιάννης Αγγελάκας - Η αυτοκρατορία των ανάπηρων


Κοιτάζομαι προσεχτικά στον καθρέφτη.
Ένα μεταλλικό πολύχρωμο ελατήριο
στη θέση της γλώσσας
μπαινοβγαίνει ρυθμικά μέσα-έξω στο στόμα μου.
Όσο το παρατηρώ τόσο ομορφότερο μου φαίνεται
διαλύοντας και τις τελευταίες υποψίες μου.
Θεέ μου εκείνο το σαρκώδες τερατούργημα που μου χάρισες
ναι και καλά γλώσσα
το ξεφορτώθηκα.
Όταν δεν το χρειάζεται κανείς καλύτερα να το κόβει.
Στην αρχή σού φαίνεται άβολο
αλλ’ όμως σαν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη
χίλιες φορές πιο όμορφος πιο ελαφρύς
αποζημιώνεσαι για τα καλά.
Περνάω όλες σχεδόν τις ελεύθερες ώρες μου μπροστά στον καθρέφτη.
Κοιτάζοντας κάθε καινούργιο μου εξάρτημα
το διασκεδάζω μέχρι να εξαντληθώ πραγματικά.
Τα μάτια μου αναβοσβήνουν χρώματα
με τα πρωτότυπα εσωτερικά τους φωτοκύτταρα.
Δεν δακρύζουν πια
έχε γεια αποκρουστικό πρώην βάσανο.
Με τους ακουστικούς ηλεκτρονικούς ρυθμιστές μου
τ’ απογεύματα
ανεβάζω την ένταση όλων αυτών των χαρούμενων ήχων
που στέλνουν στ’ αυτιά μου
οι γλυκόγκριζοι καμπούρηδες απ’ το δρόμο
καθώς βολτάρουν με τ’ ανοξείδωτα κουρδιστά ποδαράκια τους
ανοιγοκλείνοντας μαγνητικά βλέφαρα
τιτιβίζοντας σα σεληνιακά πτηνά με τα γλωσσικά τους ελατήρια.
Δεν μπορώ να το κρύψω.
Νοιώθω την τέλεια έξαψη του να μη μπορώ να ’μαι πια δυστυχισμένος.
Ζω σε μια γλυκιά πατρίδα.
Ζω στην Αυτοκρατορία των Ανάπηρων.
Γιάννης Αγγελάκας ( 1959 - )
Από τη συλλογή Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι, Εκδόσεις Λιβάνη 1988.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Όπως ξυπνούν οι εραστές - Γιάννης Αγγελάκας


 Στίχοι:   Νίκος Βελιώτης & Γιάννης Αγγελάκας

Μουσική:   Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης



  


Γονάτισα και ζήτησα απ' τα θλιμμένα σύννεφα 

 να λάμψουν, να ξεσπάσουν με βροχές, 

κι όλη τη νύχτα γίναμε σκυλάκια και ξεδίναμε 

 και γλείφαμε ο ένας τ' άλλου τις πληγές 


 Μεθούσαμε και πίναμε απ' τα φιλιά που δίναμε 

 και σβήναν μία μία οι φωτιές, 

και το πρωί ξυπνήσαμε απ' όνειρο που ζήσαμε 

 έτσι γλυκά όπως ξυπνούν οι εραστές 


 Σηκώθηκα και ήσυχα στα δέντρα προσευχήθηκα 

 ν' αντέχουμε στις πιο βαθιές χαρές, 

κι όλη τη νύχτα αφρίζαμε, ποτάμια που γυρίζαμε 

 ψηλά στις αρχικές μας τις πηγές 


 Ανάβαμε και σβήναμε και πάλι ξαναρχίζαμε 

 και γίναν μια των δυο μας οι καρδιές, 

και το πρωί ξυπνήσαμε απ' όνειρο που ζήσαμε 

 έτσι γλυκά όπως ξυπνούν οι εραστές 


 Σηκώθηκα και ήσυχα στα δέντρα προσευχήθηκα 

 ν' αντέχουμε στις πιο βαθιές χαρές, 

κι όλη τη νύχτα αφρίζαμε, ποτάμια που γυρίζαμε 

 ψηλά στις αρχικές μας τις πηγές 


 Ανάβαμε και σβήναμε και πάλι ξαναρχίζαμε 

 και γίναν μια των δυο μας οι καρδιές, 

και το πρωί ξυπνήσαμε απ' όνειρο που ζήσαμε 

 έτσι γλυκά όπως ξυπνούν οι εραστές.

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Γιάννης Αγγελάκας – Η εποχή των σκιών


Είμαστε εδώ
χωρίς να είμαστε
αναπνέουμε
περπατάμε
μισούμε
αγαπάμε
αγοράζουμε
πουλάμε
μόνο και μόνο
για να δικαιολογούμε
την απουσία μας

Πώς μπορεί να ονομάζεται
ένας κόσμος
φτιαγμένος από σκιές
ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου

Είμαστε όλοι
ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα
Μάταια προσπαθούμε ν’ αφήσουμε τα χνάρια μας
για την εποχή των πραγμάτων
που θα ακολουθήσει
τη δικιά μας εποχή των σκιών


Από τη συλλογή "Πώς τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε;"