Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Αποστολίδης Ρένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Αποστολίδης Ρένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

// ῾Ρένος, «᾿Ανάδεμα», Τρεῖς σταθμοὶ μιᾶς πορείας [: πρωτόλεια ἀναρχίας] (απόσπασμα)

 Κάθε λογῆς σκλαβιά, ὑλικὴ ἢ πνευματική, θεληματικὴ ἢ ὄχι· κάθε ὑποδούλωση, συνειδητὴ ἢ ὄχι, σὲ πνευματικὲς αὐθεντίες, σὲ κηρύγματα, συνθήματα, δόγματα· κάθε ὑποταγὴ σὲ ὑπεροργανισμούς: ἔθνη, πατρίδες, κράτη· κάθε πίστη, κάθε ἀρχὴ κ' ἐξουσία, κάθε νόμος, κάθε ὑποχρέωση, κάθε καθῆκον ἀπέξω, κάθε τυφλὴ πειθαρχία, κάθε βία, κάθε ἰδεοληψία, ὀρθοδοξία, φανατισμός, ἀδιαλλαξία· κάθε λογῆς ἡρωολατρικὸς θαυμασμὸς σὲ πρόσωπα, σὲ πράγματα, σὲ ἰδέες· κάθε προσκόλληση σὲ συστήματα, σὲ νοησιαρχικές, λογοκρατικές, ἀπολυτοκρατικὲς θεωρίες· κάθε ἰδανικό, ποὺ σὰν τέτοιο ἐπιβάλλει ὡρισμένη στάση κι ὡρισμένη συνέπεια· κάθε ἀναζήτηση τέρματος καὶ κατευθυντήριων πράξης καὶ ζωῆς δοσμένων ἀπέξω· κάθε δόγμα ποὺ τοποθετεῖ τ' ἀφετήρια καὶ κριτήρια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπ' αὐτὸν καὶ πέρα ἀπ' τὴν προσωπική του δύναμη καὶ πεῖρα· κάθε ἐξαναγκασμός, κάθε καταπίεση, καταδυνάστεψη ὅποιας μορφῆς· κάθε ὠργανωμένο σύστημα ζωῆς καὶ γνώσης - ὅλα, ὅλ' αὐτὰ καὶ τ' ἀνάλογά τους, εἶναι ἐκδήλωσες ἢ ἀποτελέσματα τῶν τάσεων ἐκείνων ἡσυχασμοῦ, εἶναι νῖκες τοῦ νόμου τῆς ἀδράνειας, εἶναι κλουβιά-τάφοι καὶ τίποτ' ἄλλο!

___________________________________________________

// ῾Ρένος, «᾿Ανάδεμα», Τρεῖς σταθμοὶ μιᾶς πορείας [: πρωτόλεια ἀναρχίας], εισαγωγή, σχόλια, ἐπιμ.: ῟Ηρκος - Στάντης ῾Ρ. ᾿Αποστολίδης, Τὰ Νέα ῾Ελληνικά, ᾿Αθήνα 2016, σ. 59.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Ρένος Αποστολίδης - Κατηγορώ (απόσπασμα)

 Μα εγώ δεν είμαι, τέλος, αφού το θέλετε, «επαναστάτης για την Επανάσταση».

Αυτά οι «παρακμίες» σας κ’οι «τεντυμπόυς» σας οι νάρκισσοι του «πνεύματος» κ' οι νάρκισσοι των «νιάτων» (και των «σπυριάρικων» χλιμιντρισμάτων τους, κάτω απ’ τα ερεθιστικά σαξόφωνα τής Αμέρικας)!

Εγώ είμαι επαναστάτης για την Ε λ ε υ θ ε ρ ί α - κι αξεγέλαστα για την Ελευθερία!.. Και τούτο δε μου το κουνάτε, τρωκτικά, δε μου το ροκανίζετε, δε μου το θολώνετε, δε μου το υφαρπάζετε, ο κόσμος να χαλάσει!.. Θέλετε «αντεπαναστάτης» για την Ελευθερία; Κι αυτό έστω !

Η Ελευθερία είναι για μένα το πρώτο, όχι η Επανάσταση! Ο Ά ν θ ρ ω π ο ς - όχι όποιος «Θεός» του!

Εγώ τουλάχιστον - αν δεν μπορεί και κανένας άλλος όμοια έτσι μόνος αντίκρυ στον Κόσμο! Όλα για την Ελευθερία μου- τίποτα , για καμιά δουλεία σας! (Και να το προσέξετε, φαρισαίοι, αυτό το "μου" τι σημαίνει: Για τη δικιά μου Ελευθερία, την προσωπική, την προσωπικότατη, όχι για καμιά που να δανείζεται, τάχα, να «επεκτείνεται» άνετα-άνετα και σ' άλλον -Δηλαδή: σε δούλο -, αν μόνος, από δικιά του Αυταρχία -Αναρχία, δεν κατακτά κι αυτός, για το Εγώ του, τη δικιά του!.. Για Ε λ ε υ θ ε ρ ί α μιλάω, δούλοι! Όχι για τις δουλείες, τις φενάκες, τις κάλπικες «ελευθερίες» - τις, εθελοδουλοσύνες κι αλληλοϋποδουλώσεις σας!..)

Ο πατέρας μου, σε κρίσιμη στιγμή τής ζωής μου — και του τόπου μας όλου κρίσιμη ώρα, και του Κόσμου — με πρόσδεσε σ’ ένα πανάρχαιο θαλάσσιο ξύλο, άτρωτο από άλας και θύελλα, πιο υπερδύναμο απ’ τον όποιο Ποσειδώνα, όποιας πόντιας Δίνης, πού καμιά σειρήνα δεν κατάφερε να το αλιεύσει, καμιά Γοργόνα να το καταπιεί, καμιά Πηνελόπη ποτέ να το προσδέσει στα φουστάνια της, καμιά θεά στην κλίνη της, κανείς θεός στο ναό του, καμιά Ναυσικά ούτε και με την αρετή της!.. Σε ένα ξύλο που από την Ιθάκη έπλευσε στην Τροία κι απ' την Τροία στην Ιθάκη, κι. από την Κρήτη στις Μυκήνες κι απ' τις Μυκήνες στην Ιωνία, και διάβηκε, πόντους και συμπληγάδες και αβύσσους, και κατακλυσμούς και καταποντισμούς - και δε βούλιαξε, δε σάπισε, δεν έχασε τη μυστική Περσεφόνη, της ανθοφορίας απ’ το χλωρό μεδούλι του! Που θέλω τώρα να με φέρει το ξύλο αυτό; Όπου θέλω με φέρνει, και πάλι ανθίζει!.. Όπου ανθίζει, με λευτερώνει! Όπου με λευτερώνει, είμαι Εγώ -αποκλειστικά Εγώ! Και είναι, λοιπόν, ο λώρος μου ο ίδιος, που μόνο και πάντα με λευτερώνει! Ο λώρος μου ο ίδιος - -κατά του οποίου «έπρεπε», τάχα, «ν' αντιστραφώ» (να πνιγώ, δηλαδή, με το λώρο μου) — που μου δίνει ξανά και ξανά τη δυνατότητα να είμαι Εγώ κι όχι αυτός, εγώ κι όχι εκείνος πού με"έκανε"! Ε γ ώ, Προμηθέας-αντάρτης, για ελευθέρωση του κόσμου μου και του Κόσμου!

Όχι αυτός, Κρόνος-δεσπότης, για δεσποτεία του κόσμου μου και συντήρηση του Κόσμου δούλου ως έχει!

Ο άντρας τον άντρα γεννά. Κι ο ελεύθερος μόνο τον ελεύθερο. Κι ο δούλος μόνο το δούλο. Κι ο Κρόνος μόνο τον Κρόνο. Κι ο Προμηθέας μόνο τον Προμηθέα. Κι αυτό το χιλιοδοκιμασμένο ξύλο τής Κλασσικής Παιδείας, όπου παραμονή της θύελλας ο πατέρας μου με πρόσδεσε, αυτό μονάχα και πάντα ξαναελευθερώνει!.. Γιατί όλα τα κλείνει μέσα του! Τη δυνατότητα και την ορμή για κάθε ελευθερία - μα ακόμα και τις ποιοτικότερες σκλαβιές (μα τις ποιοτικότερες)!

Αυτό πάτε να καταργήσετε εσείς σήμερα, αχρείοι της δουλοσύνης. Αυτό, με όλα τα τερτίπια και τα κουτοπόνηρα φερσίματά σας, τα θλιβερά ! Γιατί παράγει ικανούς για αυτόνομη προσωπική στάση και κίνηση μες στον κόσμο η Κλασσική Παιδεία - και μόνο τέτοιοι δε βολούν τους δούλους και τους δεσπότες, τούς «Κόσμους» δούλων δεσποζόμενους από δούλους της Ratio και τού Imperium!

Μα τούτο μόνο, οι νέοι πού ακριβά θα το πληρώσετε, σκεφτείτε: Πως η μήτρα εκείνη, πού άρχισε απ’ τον Όμηρο και δεν τέλειωσε καν στον Πολύβιο, το Γαληνό, τον Πλωτίνο, το παν περιέχει - και τη ρίζα και τη μέθοδο για όποια «κατεύθυνση».


[Περί Ελληνικής Παιδείας]

 «Υπήρξε ενας Γερμανός ιστορικός όχι άνευ αξίας, ο Φαλμεράυερ -μην ακούτε που τον βρίζουν- ο οποίος, όμως, διατύπωσε κάπως υπερβολικά τις απόψεις του. Μας άλλαξε τα φώτα, λέγοντας ότι όλοι εμείς οι νεοέλληνες δεν είμαστε παρά σλαβοσπέρματα, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις επιδρομές των Σλάβων και στ' αποτέλεσματά τους. 

Θύμωσαν λοιπόν οι λόγιοί μας και ρίχτηκαν ντε και καλά ν' αναιρέσουν τους ισχυρισμούς του, και ν' αποδείξουν ότι τάχα δεν είμαστε διόλου σλαβοσπέρματα. Για να το πετύχουν, βάλθηκαν νάβρουν στοιχεία που πείθουν ότι είμαστε γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων -σ' ό λ α! 

Άρα: Μαζέψτε και δημοτικά τραγούδια, μαζέψτε και παραμύθια, και παραδόσεις καταγράψτε τα, τυπώστε τα. Διότι σου λέει μαζεύοντας όλο το λαογραφικό μας υλικό το νεοελληνικό, επειδή ξέρουμε ότι αυτό προκύπτει απ' την παράδοση, θάχουμε επιχειρήματα που θα αποδεικνύουν την ελληνική μας ταυτότητα. Μας βγήκε έτσι σε μεγάλο καλό το "κακό" που κατ'αρχήν μας έκανε ο Φαλμεράυερ. Γιατί έτσι συγκεντρώθηκε ότι αποτελεί την βάση της νεοελληνικής παιδείας μας. 

Μην κοιτάτε που δεν την διδαχτήκαμε ακόμα την παιδεία αυτή! Έχουμε μεν την βάση αλλά δεν την κάναμε τίποτα. Το μεγαλύτερο μέρος του λαογραφικού υλικού είναι κλεισμένο στα υπόγεια της ακαδημίας Αθηνών, σε κάσες και το τρώει η υγρασία. Γιατί τό'χουν εκεί κάτω;

Σκεφτείτε τους ανθρώπους που θυσίασαν όλη τους τη ζωή για να συγκεντρώσουν αυτό το υλικό! Ο Βλαχογιάννης λ.χ, πήγαινε στις πολτοποιήσεις και μάζευε από τα σκουπίδια κείμενα -μιλάμε για σπουδαία κείμενα- τα οποία βρίσκονται ακόμα στα υπόγεια. Και σε κοιτάνε και στραβά αν τυχόν πας εκεί να τα μελετήσεις! 

Αυτό το υλικό μαζεύτηκε και ταξινομήθηκε κυρίως από δυο τρεις ανθρώπους αφοσιωμένους, με κορυφαίο τον Νικόλαο Πολίτη, τέτοιας διαστάσεως και αξίας ώστε αναγνωρίζεται παγκοσμίως»

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Ρένος Αποστολίδης - Οι Αγησιλαίοι (απόσπασμα)

 ...Τέτοια γενιά βέβαια και την θερίσατε 

Της στήσατε καρτέρι 

Τη μπλοκάρατε

Της φάγατε τα πιο λαμπρά παλληκάρια

Τα πιο αγαθά 

Τα πιο εύπιστα

Όλους τους θανάτους της δώσατε 

Να σηκώσει στους ώμους

Όλα τα θανατηφόρα στα χέρια

Κι ύστερα

Τη δικάσατε φαρισαίοι 

Και την αποτελειώσατε στις εξορίες

Στα κάτεργα

Στ’ αποσπάσματα

Στις διαβρώσεις

Στις αμφιβολίες 

Στα χάσματα τ' αγεφύρωτα τάχα

Και την αποκλείσατε ολότελα απ’ την ζωή 

Αν δεν έσκυβε

Δεν έρχονταν σε διάλογο

Δεν γίνονταν συνεργάσιμη

Και τώρα

Τρίβετε τα χέρια 

Και περσότερο που κλέψατε τα αιτήματα 

Κι αλλάξατε τα προσωπεία 

Κι ανεβήκατε πάνω νέοι κυρίαρχοι

Ξανά κυρίαρχοι

Ξανά αναστηλωτές 

Του κόσμου της ψευτιάς και της αθλιότητας 

Του σκοταδιού και της ανυποψίας

Και τρίβετε περσότερο τα χέρια

Που αποκεφαλίσατε θαρρείτε

Αφήσατε τυφλή την γενιά την θερισμένη

Σερβίρατε όπως θέλατε 

Στην ζαλισμένη συνείδηση 

Τα κύτταρά της 

Τα πιο πιστά που απόμειναν σε ότι είδαν 

Τα πιο επικίνδυνα

Να εγώ

Να και άλλοι σαν κι εμένα 

Που το χαρτί τους παίζω το χαμένο

Το βλέμμα τους το ξένο που σας βλέπει 

Μα κάνετε λάθος! 

Θα βγούν γενιές άλλες μέσα απ' αυτά

Όσα προλάβαμε

Που θα' χουν δει 

Και θα' χουν μάθει να σας βλέπουν 

Σημασία καμιά δεν έχει το όνομά μας αν σβήσετε

Σημασία καμιά 

Όσο κι αν αφιονισμένοι από τα αφιόνια σας 

Μας δείχνουν και λένε ό,τι πιο ασύστατο

Παιδάκια είναι ας λεν

Το κρασί μιλάει

Τα τοξικά που τα' χετε ποτίσει 

Μα θά' ρθει η μέρα 

Που όλες οι πράξεις και τα λόγια θα λάμψουν 

Και σκόνη πια δεν θα θαμβώνει 

Την στίλβη τέτοιων μετάλλων 

Μα ούτε μας νοιάζει κι αν δεν έρθει

Αν η ιστορία ολάκερη 

Σκευωρημένη κι αυτή

Παρακάμψει

Αλλοιώσει

Συκοφαντήσει

Δεν μας ένοιαζε εμάς η ιστορία 

Η ζωή μας νοιάζει 

Θα’ρθουν γενιές θρεμμένες με αυτό το βλέμμα 

Ό,τι κι αν κάνετε

Μ’αυτό το βλέμμα που τρυπάει

Λιώνει τους τενεκέδες

Καίει κι αφανίζει τα ψευτίδια, τα σαρίδια 

Κι αφήνει εδώ το βράχο γυμνό

Σωστό στην μόνη αλήθεια του 

Τις γενιές αυτές που θα βλέπουν 

Δεν θα τις σταματήσετε

Αυτές θα έχουν μάθει από εμάς να βλέπουν 

Από αυτά εδώ τα λόγια 

Όσο κι αν τα φράξετε 

Τα συρματοπλέξετε

Γράψετε κίνδυνος θάνατος μην εκραγούν 

Μην τινάξουν στον αέρα 

Σκάψουν λάκκο τρίσβαθο στις συνειδήσεις 

Και σας πάρει όλους μέσα.. 

..Τίποτα δεν τις σταματάει, 

Δεν αφοπλίζονται

Δεν φράζεται η αλήθεια με τίποτα στον κόσμο 

Δεν πνίγεται ό,τι ζούμε

Κυλάει στις φλέβες 

Και σφάζοντας και χύνοντας 

Το αίμα βάφει τον ήλιο ακέραιο

Και μέσα στην βαθιά χλωρή καρδιά τους

Των γενιών που θα χουν μάθει να βλέπουν 

Να μην γελιούνται

Τα όσα πληρώθηκαν 

Να μην ξαναπληρώνουν στους ίδιους κλέφτες

Τα όσα φαντάζουν σήμερα διαστάσεις 

Κι οι αφιονισμένοι σας τα λένε χάσματα αγεφύρωτα 

Θα έχουν όλα σμίξει 

Και θα έχουν συντηχθεί σε τέτοιες καύσεις 

Που ο φλούδινος σας κόσμος δεν θα υπάρχει

Ένας καπνός θα ανεβαίνει εκεί ψηλά

Θα τον φουμέρνουν οι Αγησιλαίοι 

Μικρό Αλφα Σέρτικα

Ποιος έκαψε τα κτήρια;

Ποιος εγκατέστησε τα παιδιά στις πλούσιες επαύλεις;

Και το αλληλοδιδακτικό ε; 

Να φτιάχνουν οι γενιές τον εαυτό τους μονάχες

Τα λεν και πάνε μόνοι

Απροέλευτοι στον ουρανό

Από μας γιομάτο..


Από την συλλογή Η Άλλη Ιστορία, 1972

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Ρένος Αποστολίδης - «᾿Ανάδεμα» (απόσπασμα)

 Κάθε λογῆς σκλαβιά, ὑλικὴ ἢ πνευματική, θεληματικὴ ἢ ὄχι· κάθε ὑποδούλωση, συνειδητὴ ἢ ὄχι, σὲ πνευματικὲς αὐθεντίες, σὲ κηρύγματα, συνθήματα, δόγματα· κάθε ὑποταγὴ σὲ ὑπεροργανισμούς: ἔθνη, πατρίδες, κράτη· κάθε πίστη, κάθε ἀρχὴ κ' ἐξουσία, κάθε νόμος, κάθε ὑποχρέωση, κάθε καθῆκον ἀπέξω, κάθε τυφλὴ πειθαρχία, κάθε βία, κάθε ἰδεοληψία, ὀρθοδοξία, φανατισμός, ἀδιαλλαξία· κάθε λογῆς ἡρωολατρικὸς θαυμασμὸς σὲ πρόσωπα, σὲ πράγματα, σὲ ἰδέες· κάθε προσκόλληση σὲ συστήματα, σὲ νοησιαρχικές, λογοκρατικές, ἀπολυτοκρατικὲς θεωρίες· κάθε ἰδανικό, ποὺ σὰν τέτοιο ἐπιβάλλει ὡρισμένη στάση κι ὡρισμένη συνέπεια· κάθε ἀναζήτηση τέρματος καὶ κατευθυντήριων πράξης καὶ ζωῆς δοσμένων ἀπέξω· κάθε δόγμα ποὺ τοποθετεῖ τ' ἀφετήρια καὶ κριτήρια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπ' αὐτὸν καὶ πέρα ἀπ' τὴν προσωπική του δύναμη καὶ πεῖρα· κάθε ἐξαναγκασμός, κάθε καταπίεση, καταδυνάστεψη ὅποιας μορφῆς· κάθε ὠργανωμένο σύστημα ζωῆς καὶ γνώσης - ὅλα, ὅλ' αὐτὰ καὶ τ' ἀνάλογά τους, εἶναι ἐκδήλωσες ἢ ἀποτελέσματα τῶν τάσεων ἐκείνων ἡσυχασμοῦ, εἶναι νῖκες τοῦ νόμου τῆς ἀδράνειας, εἶναι κλουβιά-τάφοι καὶ τίποτ' ἄλλο!

___________________________________________________
// ῾Ρένος, «᾿Ανάδεμα», Τρεῖς σταθμοὶ μιᾶς πορείας [: πρωτόλεια ἀναρχίας], εiσαγωγή, σχόλια, ἐπιμ.: ῟Ηρκος - Στάντης ῾Ρ. ᾿Αποστολίδης, Τὰ Νέα ῾Ελληνικά, ᾿Αθήνα 2016, σ. 59.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

Ρένος Αποστολίδης - Βιαζόμαστε!

 Έλεγες διάρκεια και δεν ήξερες τι έλεγες! Δεν ένοιωθες πόσο είναι η βάση κάθε βιώματος! Το καθετί τώρα έγινε άλλο, γιατ’ η συναίσθηση του πιθανού της διακοπής του στέκει παρούσα κι έντονη – γιατί ο θάνατος είναι το πρώτο ενδεχόμενο!.. Παίρνει πια η στιγμή όσο βάρος έχει – φωτίζονται όλα από λοξή γωνία: μια παραμόρφωση μόνιμη, μια σταθερή επισκίαση: «Προς τι, αν το αύριο δε φτάση;..» Γίνηκε περίεργη, λαίμαργη η συνείδηση – πειναλέα, διψαλέα, κι όσο πάει και πιο πρόστυχη, πιο ανεχτική! Τρώει ότι νάναι – τα πάντα! Μια βουλιμία για πρόσκτηση ό,τινος της προσπέφτει –φτάνει νάναι κάτι, νάναι πολύ, περσότερο, πυκνότερο! Κι ας είναι όποιας ποιότητας! Βιαστική και βίαιη – συνείδηση οργισμένη, εξαγριωμένη, αρπαχτική!.. Κάτι σαν πυρετικός παροξυσμός!.. Ιδιαίτερα η συνειρμική λειτουργία κι ερεθισμένη μνήμη, δουλεύουνε υπεραιμικά, παράνομα, τρελλά!.. Μόνιμη ανάδυση του υποσυνείδητου – ως το σημείο να μην μπορείς πια να βρίσκης, με την ανάδρομη φορά, πλήρη την άλυσο των κρίκων! Οι αναδύσεις οι αυτόματες, επάλληλες – χόχλος θάλασσας που βράζει!.. Αναγκάζεσαι τώρα να μη θεωρείς διόλου τυχαίο το πώς οι τάσεις αυτές του irrationel στην έκφραση της εποχής, φλόμωσαν, τόσο μετά το μεγάλο πόλεμο – το πώς ακόμα πιο πολύ φούντωσαν και γενικεύτηκαν  ύστερ’ απ’ το δεύτερο!.. και θα φλομώσουν ακόμα, εγώ σου λέω· θα φλομώνουν ολοένα, όσο οι άνθρωποι θ’ αντικρύζουν, ενώπιοι ενωπίω, σε υπερπυκνωτικές της ζωής στιγμές, το θάνατο τον άμεσο και την ανατροπή των μορφών και των πραγμάτων!.. Και καθαίρει διττά, σε ποσότητα και ποιότητα! Όσοι μένουν δεν έχουν αντοχή πια – σκληραίνουν κι αυστηραίνουν. Δε θα ξαναγυρίσουνε ποτέ στις κλασσικές, τις λογικές και τετράγωνες μορφές έκφρασης – στο κάθετί θ’ απορρίψουν το κούφο και το κουφωμένο απ’ τον κόρο, γιατί πύκνωσε η εμπειρία τους κ’ έπηξε σ’ άλλες ποιότητες, με τον καταλύτη τούτο θάνατο σε τόσες μεγάλες δόσεις μέσα τους!.. Είναι της ειρήνης, της όχι απειλούμενης ζωής οι μορφές σας! Οι ανησυχίες σας, οι αγωνίες σας, τα έργα σας, τα ενδιαφέροντά σας – ο κόσμος σας ολάκερος δεν αντέχει στον καταλύτη αυτόν που ηλίθια μπάσατε στη ζωή μας. Αυτοκτονούσατε οι ίδιοι όταν εμείς πεθαίναμε. Τώρα είναι’ αργά – τώρ’ ακούστε: Β ι α ζ ό μ α σ τ ε! Όχι γιατί ο καιρός που μας τρώει το μάταιο κυνήγι της υλικότητας είναι πολύς! (Όχι, όχι γι’ αυτό. Λιτότερες οι απαιτήσεις μας.) Αλλά γιατί ο καιρός που καταφέρατε να μας μένη δεν είναι ποτέ περσότερος από της κάθε παρούσας στιγμής –γιατ’ η ολοένα πυκνούμενη πιθανότητα θανάτου έχει άρει όλες τις χρονικές πιστώσεις που μας δίνονταν ως τώρα, με σχετική εξασφάλιση για νωχέλεια, γι’ ανοχή, για χάσιμο ώρας σε λόγια ανούσια και κούφια!.. Βιαζόμαστε, βιαζόμαστε – δεν έχουμε καιρό για μικρά κι ασήμαντα! Είμαστ’ αναγκασμένοι να ξανακλείνουμε το λογαριασμό της ύπαρξής μας πριν να διαβαίνη η στιγμή.


Πιέζει, συνθλίβει, συντρίβει το ακέραιο –δεν είν’ ο χρόνος των ήρεμων εκκρεμών σας! Είναι ο χρόνος του βεληνεκούς των ριπών!.. Γι’ αυτό δεν προφταίνουμε! Σε μια λέξη κρίνεσαι. Σώζεσαι η χάνεσαι! Περιττεύουν οι κρίκοι – δεν τους προφταίνουμε όλους! Πάρτε τα αυτά, συνδέστε τα, φροντίστε να μαντεύετε περισσότερα απ’ όσα σας δίνονται – κ’ επισπεύδετε μαζί μας!.. (Παράξενοι; Ερμητικοί; Ανερμήνευτοι; – μπορεί! Μα που είστε, που είστε ακόμα!) Θα γίνη ακόμα ερμητικότερο το τραγούδι! Κι ακόμα λιτότερη, ελλειπτικότερη, λακωνικότερη η έκφραση – δογματικότερη ακόμα η σκέψη! (Που καιρός για «αποδείξεις»!  Βρήτε σεις τις αποδείξεις»!) Η ενότητα, η επιφατική, των λογικών κατασκευών και σκελετώσεων θα καταλυθή ολότελα. Η κάθε έκφραση θα διασπαστή στα σημεία των στιγμών που τη συνθέτουν – πιο βίαιη, πιο κοφτή, πιο αποφασιστική!.. Ολοένα περσότερο με εικόνες, γιατί είναι πολύ περιεχτικότερες των κρίσεων σε νόημα ζωής.  Και μοιραία το είδος «σκέψη» θα διαφέρη πολύ λιγότερο, ολοένα και λιγώτερο απ’ το είδος «τέχνη», κι απ’ το είδος «όνειρο», κι απ’ το είδος «θάνατος»! Η ratio  θα γίνη irratio –και δε θα ‘ναι διόλου νευρωσικό, παρανοϊκό, παθολογικό σύμπτωμα τούτο. Θα’ ναι υγεία: μια λιτότητα, επιβεβλημένη εξ ανάγκης, όχι μια αποδιάλυση από παχυσαρκία κι από νωχέλεια! (Οι πρώτοι άνθρωποι έτσι πορεύτηκαν και διάνυσαν πολύ μεγαλύτερα ιστορικά μάκρη, απ’ όσα εμείς, οι κατοπινοί τους, με τη δήθεν ratio μας!)


Το ξαναλέω: Β ι α ζ ό μ α σ τ ε! Γιατί η ζωή λιγοστεύη, κι όση δίνεται, είναι δίχως περαιτέρω εξασφάλιση!.. Στη γλώσσα, στην ίδια τη γλώσσα που μιλάτε, θα φύγη ο κόμπος, το μπέρδεμα, τα φουσκωμένα λόγια! Τα ουσιαστικά θα πληθύνουν – τα «κοσμητικά» θα λείψουν. Θ’ αφανιστούνε τα συνδετικά – θα πυκνώση, θα πήξη ο λόγος, πιο σύνθετος και πιο ρυτός! Ότι έχεις να πης, πέστο και βούλωστο! Δεν προλαβαίνεις! Να λείπουν τα ενδιάμεσα, οι αυτονόητοι κρίκοι – θα γίνετε νοημονέστεροι, έστω και με το ζόρι!.. Δεν είν’ η τέχνη μόνο που ξαναβαρβαρώνεται (αλλά και πυκνώνεται!) Είναι μαζί και η γλώσσα! Το όλο έχει την έννοια μιας βίαιης απίσχνανσης του παχύσαρκου κόσμου – σα ζύγωμα κεριού σε κάποια πύρα! Κ’ η πύρα εδώ είν’ ο θάνατος!.. Ακούσετέ με! Μπαίνουμε σε ώρες που πάμπολλα εκκόπτονται και εις πυρ βάλλονται – γιατ’ η πύλη είναι στενή κι όπου νάναι σφαλάει! Δε θα μπουν οι παχύσαρκοι, κ’ οι νωχελείς, κ’ οι αργοί –δε θα προλάβουν να φτάσουν! Μήτε και που θα χωρούν να διαβούν!.. Έτσι θα σούρνουνται, στην ουρά του φλεγόμενου τούτου κομήτη, και θα δοκιμάζουν το πάθος των φυγόκεντρων αποκλίσεων, σαν αυτός θα κάμπτη τα σύνορα του κόσμου! Και θα χτυπιούνται, και θα πέφτουν, και θα συντρίβουνται, σκόνη από συρμένο αστέρι, μες στο χάος, δίχως κανένα δρόμο να στρώνουν, για κανέναν!..


Από την Πυραμίδα 67

Ρένος Αποστολίδης – Οι Καθαρίστριες

 Ήρθε μια μέρα που οι πολίτες αγάπησαν την πόλη αυτή. Τόσο τεράστια, τόσο εκτεταμένη – κι ωστόσο την αγάπησαν σφοδρά, σαν πράγμα μικρό και δικό τους, σαν το ίδιο τους πρόσωπο ένα πρωί στον καθρέφτη, που ανακαλύπτει έτσι κανείς πως δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο απ’ το νερό κι από την πάστρα, κι ανακαλύπτει η καλονοικοκυρά πως το πρόσωπό της το ίδιο είναι το σπίτι, και πέφτει χάμω, και γονατίζει δίχως να τη νοιάζη, και τρίβει, τρίβει στοργικά το πρόσωπό της, τις πλάκες, τα σανίδια, κ’ ύστερα παστρικά τα ξεπλένει, κ’ ύστερα με το πανί τα παίρνει, κι αγαπάει ακόμα κι όλες τις αγκίδες του τριμμένου σανιδιού, που έχει σκουρήνει, έχει βαθιά ποτίσει κι ομορφήνει με τον ιδρώτα της, και ξέρει αυτή, άλλη μια φορά, κάθε πλακάκι του σπασμένο, και κάθε του ραγισματιά, και κάθε του ραγάδα του σπιτιού, σαν και τις δικές της ρυτίδες, μια-μια…

Έτσι αγάπησαν αυτή την πόλη μια μέρα οι πολίτες της… Κάτι παράξενο, εντελώς καινούργιο τους συνέβη, κι αξάφνα πλήθυνε μέσα τους αβάσταγο, σφοδρό, και την αγάπησαν έτσι απογνωσμένα – σαν δικά τους!.. Κι όμοια, έτσι, με το ίδιο στην καρδιά ασυγκράτητο, σαν νάταν άξαφνα για το ίδιο τους παραμελημένο σπίτι, κινήσαν όλες οι φτωχές παραδουλεύτρες, παρατήσαν αδιάφορα την «μέρα» την «τακτική» κάθε αρχοντοκυράς, και το μεροκάματο, και κατεβήκαν γοργοπόδαρες, χαράματα, με την καινούργια σκούπα και τη βούρτσα, και το φρεσκοκομμένο σφουγγαρόπανο, κι άρχισαν, έτσι, απρόσταχτες κι απλήρωτες, να τα παστρεύουν όλα!

Εκείνη η λάτρα, τη μέρα αυτή, δόθηκε απλήρωτα κι απρόσμενα σ’ ότι ποτέ δεν ήτανε της γειτονιάς. Δεν κάναν διάκριση σε μέγαρα ή σε μνημεία, σε χτήρια μισητά κι αγέρωχα ή δημόσια. Όλα τα βρήκαν βρώμικα, παραμελημένα· κι όλα τα νιώσαν άξαφνα δικά τους, και σ’ όλα κάναν λάτρα αδιάκριτα!.. τα μάρμαρα, τα ρείθρα, τις γωνιές – όλα τα πήραν, ένα – ένα. Και τις σκάλες, και τους δρόμους, και τα πάρκα!..

Όπου πατούσε ανθρώπου πόδι, χρόνια και χρόνια, πέρασε χέρι ανθρώπου, και πέρασε πανί, κ’ έσταξε ιδρώτας.

Κι ως άρχισε αυτό απ’ τις καθαρίστριες, που έτσι άξαφνα πλημμύρισαν την πόλη – μ’ ένα ύφος αυστηρό μετακινώντας γραφεία, αδειάζοντας χαρτιά, συρτάρια, αρχεία έξω στους δρόμους, και λέγοντας προσταχτικά και στους στρατιώτες να μην κάθουνται κεί άπραγοι και χάσκουν με τα παλούκια στον ώμο, παρά να δώσουν κι αυτοί ένα χέρι, να ξαραχνιάσουνε ψηλά, με τα κοντάρια, να πάρουν τα σκουπίδια, τα χαρτιά στ’ αυτοκίνητά τους, που τους μεταφέραν για άμεση δράση – η τρέλλα μεταδόθηκε σ’ όλη την πόλη, κ’ οι στρατιώτες πρώτοι ακούσανε τις προσταγές της μάνας του ο καθένας, κι απόθεσαν τα όπλα με τις ξιφολόγχες στον τοίχο των χτηρίων, κ’ ήρθε τότε και μια καθαρίστρια, και τα συμμάζεψε όλα ταχτικά σε μια γωνιά κατ’ απ’ τη Βουλή, να μην μποδίζουν, κ’ έπιασαν όλοι μαζί να σαρώνουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους, τα συγκεντρώναν κουμούλες πελώριες και τα καίγαν, κ’ ύστερα έρχονταν οι οδοκαθαριστές και ρίχναν τ’ αποκαΐδια στους υπονόμους.

Η πόλη ήταν ανάστατη… Μα ενώ ήταν έτσι ανάστατη, δεν είχε καθόλου την όψη της Οργής – γιατί αλήθεια κανενού στα σοβαρά δεν πέρασε απ’ το νου τίποτ’ άλλο…

Έτσι, μ’ έναν τρόπο παράξενο, ήταν αυτή μια μέρα γενικής καθαριότητας – κι απόδειξη να! oι καθαρίστριες, κρεμασμένες απ’ όλα τα παράθυρα των χτηρίων, τινάζοντας ξεσκονόπανα, αδειάζοντας τα φαράσια, ταχτοποιώντας τα πάντα…

Αυτό έλειπε τώρα, νάχη αντίρρηση κανείς στην πάστρα και στη λάτρα, μέρα που οι πολίτες ανακάλυψαν πως η πόλη αυτή είναι δικά τους, πως η κάθε της γωνιά κι ο κάθε τοίχος της, κάθε δημόσιο χτήριο και μνημείο της..- ποιανού είναι λοιπόν, και τ’ αφήνουν βρώμικα κι αξαράχνιαστα;

Άνεμος ξένος δε φύσαγε από πουθενά· μα ως ετίναζαν τα νερά παντού άφθονα, μύριζε η πόλη φρεσκοπλυμένο σανίδι, κι ο αγέρας ήταν κινημένος απότομα, όλο μετατοπισμένος άξαφνα από δρόμο σε δρόμο – σα ριπές άταχτες μιας αύρας σπιτίσιας, περβαζιού καταβρεγμένου….

Ένας πελώριος κουρνιαχτός σκωνόταν αργά κατά τον  ουρανό…  είχε φτάσει κιόλας πανύψηλα – κι ακόμα βάσταε η λάτρα. Ένας κουρνιαχτός της πάστρας – όχι καπνός, όχι φλόγες! Του ξεσκονόπανου διωγμένος μόνο…

Και πια σαν έγειρε ο ήλιος, σα βύθησε βαθιά κουρασμένος, ό,τι τέλειωναν με το πανί τις προσόψεις των χτηρίων, τις κολώνες των μνημείων, κ’ είπαν να πάρουν με τα παρκετόπανα και τους δρόμους, να γιαλίση η άσφαλτο, να λάμψη,.. – – τότε, πάνε κει, ο Γενικός Εισαγγελέας, διωγμένος ολοήμερα απ’ το γραφείο του, να ξαραχνιάσουν και κει, που τον είχε μαζέψει η σκόνη κ’ η βρώμα χρόνια και χρόνια, μόλις βρήκε μπρος του ένα χαρτί λευκό, σήκωσε τον καθαροπλυμένο κοντυλοφόρο του, βούτηξε στο καινούργιο μελάνι, κ’ έγραψε:

ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ

Κατά παντός ενεργήσαντος αυτοβούλως…

Συνέλαβαν κι εξετέλεσαν τις καθαρίστριες. Δε λάβαν υπόψη τους, για ελαφρυντικό, ούτε που οι μάνες τους ήταν ίδιες…

Τα παλληκάρια του αποσπάσματος έκλειγαν. Μα κι αυτά, εξετέλεσαν την εντολή.

Οι καθαρίστριες στάθηκαν στον τοίχο σεμνά, ευσυνείδητες· με το πρόσωπο εκείνο που μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, κ’ είναι τόσο κατάκοπος, τόσο τη συνείδησή του έχει ήσυχη πως είναι βαριά κουρασμένος κι άλλο δε χρωστά να κάνη σήμερα, που στέκει ταπεινός κι αδιαφορεί…

Έτσι τον βρίσκει ο θάνατος.

Όμως, θάρθη μια μέρα, που η Εντολή θάχη δοθή… Θάχη από μόνη της, άγραφη ακουστή – και δε θάνει πια ώρες για ιστορίες φανταστικές, δε θάναι πια ώρες αναβολής της πάστρας και της λάτρας της καλοκυράς…

Ως την ώρα εκείνη, διαβάζετε ιστορίες «φανταστικές», αδελφοί!

Στη γέμιση του φεγγαριού


Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Ρένος Αποστολίδης [Αγνώστω Θεώ]



Βρέθηκα σε μια εκκλησιά που δεν ξέρω ποιος Θεός λατρευόταν. Καλά καλά δεν ξέρω πώς βρέθηκα. Ούτε τους τοίχους της – κι ωστόσο πελώριος, πανύψηλους, στον ουρανό – καλοδιάκρινα. Δεν είμαι βέβαιος καν αν είχε τοίχους ορατούς. Μα υπήρξα μάρτυρας της λειτουργίας. Όλη τελέστηκε μπρος μου, σ’ όλη της τη δόξα και την υπέργεια έξαρση. Ο Θεός της πέθαινε. Στο πέρας της λειτουργίας Θεός πια δεν θα υπήρχε. Και τελούσαν αυτό οι ιεροί λειτουργοί της. Μια μακραίωνη ιστορία πίσω υπήρχε – πίσω ο Θεός υπήρχε, εφεξής δεν θα υπήρχε πια.

Την αλήθεια την είχε ο ίδιος προστάξει, ο ίδιος είχε βεβαιώσει το θάνατό του. Ο ίδιος είχε δείξει τον ήλιο της ανατολής της πρώτης μέρας στον κόσμο δίχως Θεό. Παρά ταύτα ήταν μια λειτουργία. Παρά ταύτα το τυπικό της έπειθε. Ρίγη πίστεως συγκλόνιζαν τους ευσεβείς της. Μόνο που ο Θεός πέθαινε, ξεψύχαγε μπρος τους με βεβαιότητα, παράδινε την πνοή στους ανέμους, στο χώρο τον δίχως Θεό πια, στον άδειο χώρο. Κι ωστόσο, στον άδειο χώρο η λειτουργία υψώνονταν. Κι η λειτουργία αρκούσε, γίνονταν αυθύπαρκτη, αυτοδύναμη.

Ο Θεός ο ίδιος πέθαινε μα οι μήτρες οι χρυσόδετες των ιερουργών τον υποχρεώναν. Είδα με τα μάτια μου το Θεό να εκλιπαρεί να τον αφήσουν ήσυχο να πεθάνει. Μα η ασθενική πια μιλιά του χάνονταν μες την ιερουργία. Τα ορατόρια ανατείνονταν – «ο Θεός πέθανε!» – κι ο θεός ψιθύριζε «σιγότερα, σιγότερα, δεν πέθανε ακόμα ο θεός μα πεθαίνει, αφήστε τον εν ηρεμία». «Όχι, ο Θεός πέθανε!» αντέτειναν τα ορατόρια κι ο Θεός κυβερνούσε στυλωμένος ακούσια στο θόλο με τη φωνή τους. Πλησίασα τους ιερείς, φώναξα, είπα πως ο Θεός πεθαίνει, αφήστε τον εν ηρεμία, μα στάθηκε αδύνατο. Όλο ήταν μες ‘το τυπικό.

Ακόμα και ο Θεός που διαμαρτύρεται, δήθεν σα να διαμαρτύρεται, δήθεν σα να πεθαίνει. «Μα ο θεός πεθαίνει, αλήθεια πεθαίνει!» φώναξα. «Ο Θεός πεθαίνει! Ο Θεός πεθαίνει!» τραγούδησαν, σαν από μέσα απ’ το στόμα μου μάλιστα, δοξαστικά στο μέλος του «Ο Θεός νικά!». Έτρεξα στο Θεό, τον ψαχούλεψα να βεβαιωθώ ξανά πως πεθαίνει, πως δεν τελετουργεί.

Τα πάντα, κι η μυρουδιά, με βεβαίωναν πως πεθαίνει, πέθανε κιόλας! Τώρα, μάλιστα, τα ορατόρια υψώνονταν κατ’ εξοχήν δοξαστικά. Κι όλοι πήραν από ένα κομμάτι του, διαμέλισαν το πτώμα του κι έλαβαν κι έστω από μια μπουκιά της πτωμαΐνης του. Οι γυναίκες κοιμήθηκαν μ’ αυτήν, έκαναν έρωτα, συνέλαβαν μ’ αυτήν, οι άντρες μ’ αυτήν, αυτήν ερωτεύτηκαν, μ’ αυτήν έσπειραν, τα παιδιά μ’ αυτήν έπαιξαν ξανά τις αρχαίες αμάδες. Ο Θεός πέθανε, αυτή ήταν η λειτουργία, η μεγάλη του δόξα, η αιώνια δόξα του πτώματός του. Είδα τις μήτρες να φεύγουν, να χάνονται, τους τοίχους της εκκλησιάς να γίνονται αόρατοι, το ορατόριο να θαμπώνει, να σβήνει. Μα γύρω μου ο ορίζοντας έλαμπε πυρφόρος.

Πηγή: Εξιτήριον


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Κ.Π. Καβάφης-Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης


Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.


Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

«ΗΓΕΜΩΝ ΕΚ ΔΥΤΙΚΗΣ ΛΙΒΥΗΣ» Ο ΔΗΚΤΙΚΟΣ Κ.ΚΑΒΑΦΗΣ ΔΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΡΕΝΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ

Σχολιασμός του Ρ.Α.

«....Παρὰ ποὺ σὰν ἀνέκδοτο –«ἐλαφρᾷ τῇ χειρί» σκαρωμένο, μὲ φιοριτοῦρες «τυχαῖες», ἀπὸ ἔμπειρο βιαστικὸ «μόδιστρο»- τὸ σατιρικὸ αὐτὸ στιγματίζει πιὸ εὔστοχα κι ἀπὸ βασικώτερα ποιήματά του τὸ «ἑλληνίζειν» τῆς ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς. Ὅλ’ ἡ καρικατούρα εἶναι τέλεια, ἀπὸ χέρι κεφάτου τεχνίτη, καὶ ξεσκίζει ἀνάλγητα τὶς σάρκες κάθε κοσμικῆς ὑποκρισίας κι ἀπομίμησης, ἀναγόμενη ἐντέλει σὲ καθολικὴ κριτικὴ κάθε κοινωνικῆς ψευτοσυμπεριφορᾶς ὁποιουδήποτε κρατοῦντος «συρμοῦ», ποὺ τόσο ἄνετα κι ὡμὰ τὸν μετατρέπει σὲ δ ι α σ υ ρ μ ό , ἐκδικούμενος και γι’ ἄλλα πλεῖστα ὁ δηκτικὸς Καβάφης, μὲς ἀπὸ γεροντικὸ μισόγελο....».

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ἐκδ. ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2005. Σχόλια: Ῥένου, Ἥρκου καὶ Στάντη Ἀποστολίδη. 

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Ρένος Αποστολίδης - Αποσπάσματα

Να πεθάνης, θ' άξιζε μόνο για κάτι ,που ποτέ δεν θ' απαιτούσε να πεθάνη ένας άλλος ,ή εσύ να σκοτώσης για να ζήση αυτό!...

Ρένος Αποστολίδης (Αθήνα, 2 Μαρτίου 1924 – Αθήνα, 10 Μαρτίου 2004)

Αποτέλεσμα εικόνας για ρενος αποστολιδης

"Πυραμίδα 67”, σελ. 214