Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Στεργιόπουλος Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Στεργιόπουλος Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Κώστας Στεργιόπουλος - Αγροτική σπουδή

Πώς, ξάφνου, οι δρόμοι ερήμωσαν!

Κάποιο διαβατικό πουλί

μια νότα λέει στον ουρανό

για ναν τον ζωγραφίσει.


Τ’ αγροτικά τα σπίτια, λες

κ’ έβαλαν άλλες φορεσιές

-κι ο Αύγουστος του μεσημεριού

σφυράει  μέσα απ’ τις γρίλιες.


Κάτι έχει αλλάξει’ εδώ σιμά,

και στην πιο απίθανη εξοχή,

μίλησαν με τη θάλασσα

τα φύλλα και τα πεύκα.


Κάτι έχει αλλάξει-κι άδειασαν

απόψε οι δρόμοι, έτσι νωρίς,

κι ο ήλιος κ’ η φύση νοσταλγούν

παλιές τους αναμνήσεις.


Αύριο μια γνώριμη ευωδιά

θα ιδρώσει τη φρυγμένη γης’

αύριο θα ‘ρθούν κ’ οι συννεφιές,

σαν κάποιες τιμωρίες’


ο ήλιος θα γύρει αποσταμέ-

νος το κεφάλι στα βουνά’

κάπου μακριά, ένα γρήγορο

θα εξατμισθεί μαγγάνι.


-Έρημοι δρόμοι, που είσαστε

σα χινοπωρινή σπουδή,

Αύγουστος, προς το τέλος του,

σας έχει ζωγραφίσει;


Δημοσίευση: στο περ. Γράμματα, τ.8-9, Αύγ. – Σεπτ. 1946.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Κώστας Στεργιόπουλος - Τα τοπία του Ήλιου (1971)

Γη του Πυρός

Εδώ θα πεθάνουμε,

σκάβοντας για νερό

κάτω απ’ αυτό το σκληρό φως,

σε τούτη την άνυδρη γη

που φλέγεται.



Μας τριγυρίζουν ίσκιοι από γεράκια,

όρνια αρπακτικά,

δηλητηριώδεις σαύρες,

ο κόσμος των ερπετών.



Σωθήκαμε προσωρινά

σε καλύβια και τσαντήρια.

Χρόνια τώρα σωνόμαστε προσωρινά,

σέρνοντας τον καιρό,

ζώντας με φτηνά δολώματα.



Πέρα, τα μακρινά νησιά,

πετούν μεσούρανες φωτιές από τη μνήμη.

(Πως τα ‘ξερε, πόσο καλά τα ξέρει

όλα αυτά η ψυχή μας!)



Θα πεθάνουμε εδώ,

αγναντεύοντας το πέλαγος,

γατζωμένοι σε τούτα τα βράχια.


Ανάμεσα στους ανθρωποφάγους



Τους είδα που άναβαν την πυρά,

κι η σιωπή τους βάρυνε απάνω μου

σαν απόφαση.



Τα τροχισμένα δόντια, τ’ αρπαχτικά νύχια.


Μα εκείνοι σώπαιναν πάντα

ανέκφραστοι κάτω απ’ τα μασκαρεμένα τους

πρόσωπα,

φορτωμένα στολίδια ψεύτικα

και λοφία.



Πίσω απ’ τις λόχμες,

σάλευαν κρυμμένα πλήθος δόρατα,

αόρατα μάτια και φτερά·

ενώ, βαθιά απ’ το δάσος,

έφταναν κιόλας ήχοι από σκοτεινά τύμπανα,

απόμακρα ουρλιαχτά, βραχνά μουγκρίσματα,

μαζί με βρυχηθμούς άλλων θηρίων.



Κι εγώ να περιμένω

δεμένος στο στύλο πιστάγκωνα,

ελπίζοντας και μη ελπίζοντας,

μόνος

ανάμεσα στους ανθρωποφάγους.


Ξαναγυρίζουμε



Ξαναγυρίζουμε στην εποχή του χαλκού

και του λίθου.


Κυκλοφορούμε ανάμεσα στα τελευταία μαμούθ,

με ξύλινα ρόπαλα και δέρματα ζώων,

κυνηγώντας το ρένο και τον τάρανδο,

ανάβοντας δαδιά και λυχνάρια, για να φωτίσουμε

τις τρώγλες μας,

πασχίζοντας πάνω σε κέρατα και κόκαλα

να ιστορήσουμε τη ζωή μας.



Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των παγετώνων,

στη μεγάλη αδράνεια.



Ο ήλιος δεν μπορεί να λιώσει τους πάγους μας,

δεν μπαίνει απ’ τα παράθυρα μας.

Ξάφνου φουντώνει σα σβηστή φωτιά

μας καίει τα βλέφαρα,

κι ώσπου να λάμψει,

βυθίζεται ξανά στο υπερπόντιο χάος.



Αποτραβιόμαστε στα σκοτεινά μας σπήλαια·

Βουλιάζουμε στην προϊστορική νύχτα.



Ζώα θηριόμορφα, που μόλις σέρνονται στη γη

βγαίνοντας απ’ το τέλμα τους,

ιπτάμενα ερπετά,

υδρόβια σαρκοφάγα, πτεροδάκτυλα

μαρτυρούνε το πέρασμα μας.


Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των θαλάσσιων τεράτων.



Με τα δόντια



Σκοποί τελευταίο νούμερο,

ανάμεσα στους απογόνους των δεινοσαύρων.

Να κρατήσουμε πρέπει μ’ έναν κόκκο σινάπεως.

Ολιγόπιστοι, μα όχι άπιστοι.

Με τα δόντια πρέπει να κρατήσουμε,

δεκατιζόμενοι.


Ο κόσμος μας ετοιμοθάνατος,

κι ο καιρός μας ένας μεθυσμένος,

που προσπαθούμε να τον στηρίξουμε,

τρεκλίζοντας κι εμείς μαζί του.


Κνίσες και τελετουργικές θυσίες στο Μαμμωνά.

Μικροαστός στο τιμόνι κι η συντροφιά όλο χαμόγελα,

καταβροχθίζοντας εκεί τα σφάγια.

Σφίγγες ωραίες,

με μυστικά και δίχως μυστικά,

«ποπ» και «οπ»,

και τα πόδια τους γδύνουν τον αέρα.



Αυτή τη λίγη πίστη

με πόσο πείσμα την κρατώ.

Γιατί χανόμαστε αλλιώς,

το καράβι κάνει νερά

και κατεβαίνουμε όλοι στον πάτο.


Τα κοιμητήρια


Τόποι χλοεροί, με μάρμαρα και κυπαρίσσια,

με χώμα μουσκεμένο από πολλά δάκρυα,

που εμείς τους λέμε

νεκροταφεία ή κοιμητήρια.

Εκεί δεν κατοικεί κανείς.

Λησμονημένοι τόποι,

που θαρρούμε πως κοιμίζουν τους

αγαπημένους μας.

Κάποτε μόνο ο άνεμος διαβαί-

νοντας βγάνει φωνή,

κάποτε μόνο αφήνει λυπημέ-

νη τη φωνή του το πουλί.

Εκεί κανείς δεν κατοικεί.

Ήλιος και βροχή,

παιχνίδια του αττικού χειμώνα.

Τα κοιμητήρια είναι για τους ζωντανούς.

Οι νεκροί έχουν πεθάνει.

Φως κτιστό

Φως κτιστό,

βγήκες ανάγλυφες να δείξεις των βουνών τις ράχες,

άσπρους τους τοίχους κι άσπρα τα λιθάρια

κι άσπρο το μάκρος της ματιάς,

και το σπουργίτι παγωμένο που πηδάει στα γείσα.



Κρυστάλλινα ηλιόλουστη μέρα

με παγωνιά,

που λες θα θρυμματίσει

τους κύβους των σπιτιών,

κάτω απ’ το γαλανό ουράνιο χάος.



Άσπρο φως,

τώρα σε ξέρω πιο καλά.

Τρυπάς τα μάτια ως το σκοτάδι της καρδιάς,

μπαίνεις κι αστράφτεις ως τους πάγους μας

και στη λευκή μας ερημιά, για να ζεστάνεις

τη λίγη αυτή χαρά που μας ανήκει.



Φως κτιστό,

δεν ανατέλλεις στα βλέφαρα

των πεθαμένων.



Άκτιστο φως στα μάτια των αγγέλων.



Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Κώστας Στεργιόπουλος - Ποιήματα

 


ΤΑ ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (1955)

Ενα φεγγάρι στη Ρίβα


Βγήκες βρεγμένο από τα κύματα
και ξύπνησες τ’ ακίνητα νερά,
και ξάφνιασες τα ασάλευτα νερά.
Μη με κοιτάζεις έτσι. Σε φοβάμαι.

Βγήκες βρεγμένο τα μεσάνυχτα απ' το πέλαγος
και λάμπουνε και τρέμουν τα νερά,
-μια ίσια γραμμή που αστράφτει, τα νερά...

Αθόρυβα που λάμνεις κι ανεβαίνεις,
κόκκινο ασήμι φλωροκαπνισμένο,
άπλετο φως που απλώνεις κι ανεβαίνεις
μες στη βαθιά ησυχία τ' ουρανού!
...Και μπαίνεις απ’ τα μαύρα παραθύρια
στα γκρεμισμένα σπίτια του θανάτου,
και ψάχνεις για να βρεις αραχνιασμένο
τον ύπνο που κοιμήθηκε στα θάμνα,
σκόνη του ονείρου, χάος τ' ουρανού.

Ο άνεμος που σωπαίνει έχει φορέσει,
μυστηριακός, κι αυτός το φόρεμά σου,
κι εκεί, στα δυο βουνά, μες στην κοιλάδα,
σταχτιά φαντάσματα έχουν βγει απ' την καταχνιά.
Μην πέφτεις πια χλομό σ' αυτούς τους τοίχους,
μη σπάζεις μ' αστραπές σ' αυτά τα τζάμια.
Στάσου μονάχα κι άκου αυτόν τον ήχο
στην ερημιά. Απ' το φως σου μια σταγόνα,
σα μέταλλο, άκου: στά-
ζει μια σταγόνα
μες στ' ουρανού την άσπρη παγωνιά.

Τι με κοιτάζεις έτσι; Σε φοβάμαι.
Αφού το ξέρεις: δε θα σου ξεφύγω.



Η ΣΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΣ (1960)

Νυχτερινός άνεμος


Από πού έρχεται πάλι αυτός ο άνεμος,
από πού έρχεται πάλι αυτή η πνοή;
Τόσον καιρό, στ' αλήθεια, πια δεν πίστευα,
νόμιζα πως μου πέτρωσε η ψυχή.
Και ξάφνου, πάλι, να: αυτός ο άνεμος!

Σκοτεινή μνήμη, φερμένη από τα βάθη
της νύχτας... Σιωπηλή φύση
τις φυλλωσιές που ανήσυχα κινεί...
Φέρνει, ώς εδώ στην κάμαρα, μια αρχαία φωνή,
σέρνει με φρίκη ένα ξερό φύλλο στην αυλή
και μες στον ύπνο μου χτυπούν παράθυρα.

Σκοτεινή μνήμη... Σιωπηλή φύση...

Από πού έρχεται πάλι αυτός ο άνεμος
και σαλεύει τα φύλλα της ψυχής;



Ο Αγνωστος

Στα σκοτεινά έγκατά μας κατοικεί
κάποιος που το κλειδί κρατάει της ύπαρξής μας,
χαμένος πάντα, μοναχός κι ανεξιχνίαστος,
με μνήμη πιο παλιά απ' τον κόσμο, φορτωμένος
με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις μας.

Θλιμμένος, περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,
αόρατος μας κυβερνά:
δέχεται απ' έξω τον αντίχτυπο
και δίνει την απάντηση.
Τα παρελθόντα μας θυμίζει
και τα μέλλοντα μας προμηνά.

Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει ανυποψίαστους.
Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις,
εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει νυστάξει
κι είν' έτοιμος ν' αποδημήσει, αδιαφορώντας
για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια σχέδια.



ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ (1963)

Τα πράγματα


Τα πράγματα παλιώνουνε πριν από μας,
τα έπιπλα και τα παλιά μας σπίτια.
Κι αν ζούνε πιο πολύ, ζούνε νεκρά.

(Αν είχαμε μείνει ακόμα εκεί,
θα 'χαμε πλακωθεί κάτω απ' τα ερείπια.)

Πριν από μας παλιώνουν και γερνούν.
Δεν είναι σαν τα δέντρα, που ανα-
πνέουν με τα φύλλα τους
και σπρώχνουνε βαθιά τις ρίζες.

Τα πράγματα παλιώνουν και ερειπώνονται.
Μένουν ακίνητα, γι' αυτό πεθαίνουν.



Αιώνια επιστροφή


Του μεσοχείμωνου οι βουλές αλλάξανε.
Μέρες λαμπρές και νύχτες κρύες.
Και τώρα περιμένουμε την άνοιξη.
Κι όμως, ο ίδιος ουρανός, ο ίδιος ήλιος,
ο ίδιος άνεμος.

Αιώνια επιστροφή, αιώνια άνθηση.
Η ίδια κάθε φορά και νέα.
Αρχίζει, ξαναρχίζει, δεν τελειώνει
ποτέ και πουθενά.

Αλλάζει η γεύση του ανέμου, η όψη του ήλιου.
Αλλάζει η όψη τ' ουρανού, η γεύση του έρωτα.

Νύχτες βαθιές, κρυστάλλινες,
που βυθισμένη ακόμα η πλάση
σε ύπνο βαρύ κι ανόνειρο ανασαίνει,
που κατεβαίνουν οι άγγελοι κι ορχούνται σε κρυ-
φες σπηλιές,
ενώ στη γη οι δαίμονες χτυπούν τα τύμπανα.



Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ (1965, νέα έκδοση συμπληρωμένη 1972)

Παραμορφωτικοί καθρέφτες


Οπως μπαίνεις και προχωρείς στην αίθουσα,
σ' αρπάζουν οι καθρέφτες
και σου τραβούν τη μύτη και τ' αφτιά.

Σου χώνουν το κεφάλι μες στους ώμους,
σου παίρνουν το κεφάλι από τους ώμους.
μακραίνεις και μικραίνεις ετοιμόρροπος
στην κορυφή δυο ξύλινων ποδιών.

Κάποια στιγμή, καθώς σαλεύεις,
χάνεσαι.
Ξαφνιάζεσαι, γυρνάς και πας να φύγεις.
Μα τότε το άλλο σου είδωλο,
τεράστιο, εκτρωματικό έρχεται
κατ' απάνω σου.

Σώνεσαι κλείνοντας τα μάτια.



Προμηθέας λυόμενος

Γιατί πρέπει δηλαδή να βρίσκομαι δεμένος;
Τα σκηνικά είναι από χαρτόνι,
ψεύτικες κι όλες οι λάμψεις κι οι αστραπές,
κι όταν ανάψουνε τα φώτα, το κοινό θα φύγει.

Γιατί πρέπει δηλαδή μονάχα να υπομένω;
Αμα τα φώτα σβήσουνε ξανά, κι εγώ θα φύγω.

Δε θέλω πια κανένας να υποφέρει.

(Αρκετά μ' έκαψε η φωτιά!)

Κι αν έρθει το πουλί, το πνίγω.



ΤΑ ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ (1971)

Η τετελεσμένη μοίρα


Θα 'θελα κάποτε να γυρίσω πάλι εκεί,
κοντά στα θεόρατα κύματα και τους ασά-
λευτους κάβους.
Θα 'θελα να γυρίσω πάλι κάποτε,
ακόμα κι αν ξαναβυθιστώ στην πέτρα,
κι αν βουλιάξω
κάτω απ' τα κυπαρίσσια και τις ξερολιθιές.

Να 'μαι εγώ εδώ κι εκείνα εκεί
δεν το βαστώ. Δεν υποφέρεται
τέτοιος ζωντανός χωρισμός.

Ας ξεριζώσει λοιπόν τα δέντρα και τα παράθυρα,
κι ας με ξαναφέρει πάλι αυτός ο άνεμος.
Δε μπορώ πια οι άλλοι να μ' αναγκάζουν,
να μ' αναγκάζει η ίδια η ανάγκη
κι η τετελεσμένη μοίρα.

Ο ήλιος να σέρνει τις αλυσίδες του στη θάλασσα.

Να ουρλιάζει γύρω το μελτέμι.

Η νύχτα να πέφτει σκούρα σα μελάνι.

«Δε θα ξαναπάς ποτέ!»,
μου 'λεγε ο άνεμος αυτός.



ΕΚΛΕΙΨΗ (1974)

Δε μπόρεσα να καταλάβω...


Δε μπόρεσα να καταλάβω την αταραξία των δέντρων,
αυτή τη χάρη του Θεού.

Ποιος είναι βέβαιος πια για τίποτα!
Το σώμα δεν κουράζεται μόνον, αλλά κι εκδικείται,
σαν του στερείς του ζώου τη βεβαιότητα.

Εμάς ακόμα
μας ψήνουν τα λιοπύρια πάνω από τους τάφους,
βροχές μας μαστιγώνουνε και κρύοι βοριάδες
μας σβήνουν τα κεριά.
Και πάλι έχουμε κι άλλα δάκρυα,
που κάποτε κι αυτά στερεύουν.

Αμα έχεις αφήσει πίσω σου όλη την έρημο κι η
έρημος συνεχίζεται.
Οταν αλλάζει πια η ψυχή το δέρμα της
και χάνει το πρώτο της χνούδι.

(Επαιζε πάντα ο δαίμονας σκληρά μαζί μου,
κι ο άγιος σήκωνε το σπαθί, όταν είχε πια γδαρθεί.)



ΤΑ ΜΙΣΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥ (1979)

Ο ψίθυρος των πραγμάτων


Τα πράγματα δε μου μιλούν, στέκω ν' ακούσω
τους τελευταίους τους ψιθύρους, καθώς πεθαίνουν.
Οπως η λυπημένη θάλασσα της γαλήνης.

Περίλυπο το άλλο μου πρόσωπο τα επισκοπεί,
πάνω από νοτισμένες στέγες κι από καμινάδες που
παλεύουν νότος και βορράς
κι αλλάζουν στη βροχή και στον καπνό κατεύθυνση.

Ξημερώνει στους καπνοσυλλέκτες και στις κεραίες των
τηλεοράσεων.
Κι ωστόσο, αντίκρυ εκεί στον τοίχο, πέφτει ακόμα
φως τόσο γλυκό,
υπόλοιπο απ' αυτό που λέγαμε άλλοτε ψυχή.
Ούτε το σκέφτεσαι πως πάει να δύσει.

Ο κόσμος βουίζει γύρω πιο πραγματικός.
Ο ήλιος είναι πιο ζεστός στα μέλη.

Εργα της τύχης και της τόλμης.
Ωσπου να λάμψει ξάφνου εμπρός σου
ο άγιος αστραφτερός κρατώντας το σπαθί,
όταν δε θα μπορεί πια να ξυπνήσει η σκέψη.

Ομως εγώ μόνο γι' αυτή τη ζωή μιλώ.
Την άλλη, κι αν την πιστεύω, δεν την ξέρω.



ΑΛΛΑΓΗ ΦΩΤΙΣΜΟΥ (1984)

Ο Μεσσίας


Τον περιμέναμε σαν τον Μεσσία
να ξαναρθεί μέσα απ' τη φάτνη,
τώρα που ο κόσμος γίνηκε πετρέλαιο και κατράμι.
Τον περιμένανε κι όσοι «ουκ οίδασι τι ποιούσι».

(Εσύ, μεγάλο μάτι,
απ' τον ψηλό το θόλο δες και κρίνε
τι γρήγορα έρχεται η προδοσία,
μ' ένα χαμόγελο, μ' ένα φιλί.)

Τον περιμέναμε, κι είχαμε μείνει
σαν τις καρέκλες σ' αδειανή εκκλησιά.

Μα ποιος μπορούσε πια, ποιος είχε τη δύναμη
σε μια απ' τις γλώσσες της Βαβέλ
να φέρει στον κόσμο
ένα ποίημα.



Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ (1991)

Ο ήλιος του μεσονυχτίου


«Εστι δε πίστις...»
( «Προς Εβραίους», 11,1.)

Σαν τον ήλιο του μεσονυχτίου,
ας κατέβουμε χαμηλά.
Αυτός δεν είναι ήλιος. Είναι το είδωλό του,
που φέγγει ακόμα, ενώ εκείνος πια έχει δύσει.

Θ' αφήσω πάλι την ελπίδα να περάσει μέσα από «κε-
φαλή βελόνης».
Η φύση με βρεγμένα φτερά δε μπορεί να πετάξει,
κουβαλώντας σε μόρια ύλης κάτι από την ψυχή των
προγόνων.

Ας κατέβουμε χαμηλά.

Τα μάτια μας διεσταλμένα για να κοιτάζουν,
τα χείλια μας ανυπόμονα να γευτούν.
Γένος αμαρτωλό,
ξεχνάμε ακόμα ως και το θαύμα.
Τα χέρια μας αεικίνητα, έτοιμα ν' αρπάξουν.

Ποιος βρίσκεται πιο πάνω και πιο κάτω
ανάμεσα σε καύκαλα γυμνά,
που σε κοιτάζουν κιόλας με τις άδειες τρύπες των
ματιών τους;
Η πεντάμορφη με το ρόδο κι η γκαβή κολοκύθα.
Το κρανίο του Γιόρικ και του Μεγαλέξαντρου.

«Εστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις,
πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων.»
Πόσο να βυθιστώ πιο βαθιά;
Απ' αλλού δεν μπορώ να φύγω.

Ας κατέβουμε χαμηλά,
ας κατέβουμε ακόμα πιο χαμηλά.
Αυτό το φως δεν παύει να φέγγει.



ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ (1998)

Ο ύπνος


Τον έπαιρνε ο ύπνος.
Κατάκοπο σε μια γωνιά τον έπαιρνε ο ύπνος,
ενώ οι άλλοι γύρω φλυαρούσαν.

Μήνες, μέρες, χρόνια
τον κυνηγούσε επίμονα, σπασμωδικά.
Μα τώρα ο ύπνος ερχόταν μόνος του,
βάραινε στα βλέφαρά του.

Σα να μην ήταν αυτός,
σα να μην είμαστε εμείς.

Και δεν ήθελε πια τίποτ' άλλο.



ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙΡΟΣ (2006)

Πράξις λαθραία


«...σαν πάει κάτι/να/ γραφή/είναι/ως αν/
να γράφονταν/ από την άλλη μεριά/
αγγελτηρίων/θανάτου...» (Ποίηση 1948, Ελευσις, 1948)
Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ηταν ωραία στην αοριστία της
αυτή που με κρατούσε
ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως,
εκεί που ισορροπούν η μέρα με τη νύχτα,
με μισό πρόσωπο στο φως και τ' άλλο στο σκοτάδι.

Ωραία, με προεκτάσεις απροσδιόριστες.

Οπως όταν χαράζει το χειμώνα
μέρα λαμπρή στα μέσα του Γενάρη,
κι άλλοτε, σαν «από την άλλη
μεριά αγγελτηρίων θανάτου».

Πράξις λαθραία,
που κάποτε κι αυτή τελειώνει
σαν τη ζωή.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Κώστας Στεργιόπουλος - Σαν κάποιες προτομές


Δεν ξέρω πια πού θά 'πρεπε να φύγω. Η γριά πόλη
τόσο πολύ που κατοικήθηκε έγινε ακατοίκητη.
Πώς να μιλήσεις σε μια υδροκέφαλη πολιτεία;
Κι ο πεθαμένος φίλος, που ήθελε να πάει να κατοικήσει
απάνω στη θάλασσα,
δεν ήξερε πως μια μέρα στις θάλασσες θα ψοφούν και τα ψάρια.
Κουράστηκες· τι να σου κάνω πια;
Έχεις δαγκώσει βαθιά το μήλο της γνώσης.
Τι να σου κάνω, κουράστηκα' δε σε υποφέρω πια.
Όλο και πιο βαθιά δαγκώνεις το μήλο της γνώσης.
Να ξαναβγαίνω δροσερός (για πόσο;)
εδώ που φλέγεται το τσιμέντο.
Τι να μιλήσεις και τι να πεις σε μια υδροκέαλη πολιτεία
που παραφρόνησε;
Απορώ πώς ακόμα στέκουν στις άκρες των δρόμων
αυτά τα δυστυχισμένα δέντρα.
Δεν ξέρω πια πού να πάω,
τώρα που άρχισαν να στερεύουν τα δροσερά
πηγάδια της μοναξιάς.
Γι' αυτό και εγκαρτερώντας μένω εδώ·
σαν κάποιες προτομές, μισοκρυμμένες
στων πάρκων τις απόμερες γωνίες,
αναζητώντας τη βασίλισσα λέξη,
ώσπου να με σκεπάσει η αιθάλη.

Πηγή: Αλλαγή φωτισμού, Κέδρος 1984

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Κώστας Στεργιόπουλος - Η κοιμωμένη





Τόσο πολύ πάλι που ανυψώθηκα,
δε θα πω για τη μεγάλη πτώση που με περιμένει.
Κάθε ξύπνημα της ψυχής έρχεται με δάκρυα,
γλυκά ή πικρά.
Αλλιώς,
δεν ανοίγει τα μάτια της
η κοιμωμένη.

Πηγή: Τα ποιήματα Α' 1944-1965, Νεφέλη 1988.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Κώστας Στεργιόπουλος - Πάλι και πάλι


Προσπάθειες για μια αλλαγή,

που πάντοτε διαψεύδονταν,

απόπειρες για μιαν ανάσα,

πέρα απ' τ' αδιαπέραστα,

τα κλειστά σχήματα.


Έξαλλος ορμούσα,

κρατώντας το σπαθί ψηλά,

ενώ ήξερα προκαταβολικά τη γεύση

των διαψεύσεων,

πάλι και πάλι,

αφού χιλιάδες φορές είχα διαψευστεί.


Ανυποχώρητος, αμετανόητος

και τώρα ακόμα.


Γιατί μου ανήκει αυτή η χαρά,

την έχω πληρωμένη,

γιατί θα την κερδίσω,

ορμώντας πάλι και πάλι,

καλπάζοντας

με το σπαθί ψηλά.


Πηγή:  Λωτός, τ. 2-3. 1971.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Κώστας Στεργιόπουλος - [Αν έτσι λέγεται]


Αν έτσι λέγεται, τότε θα 'ναι ο έρωτας
αυτό που με σπρώχνει με τέτοια βεβαιότητα
και τόση αδημονία.
Σκοτεινό σαν την απόγνωση, δυνατό σαν την ελπίδα.
Ποτέ δεν είχε τρέξει
τόσο ζεστό το αίμα στις φλ έβες μου.
Μπήκε σα σίφουνας, με χώρισε στα δυο,
ανοίγοντας ορμητικά πόρτες και παράθυρα.
Αυτό δε λέγεται έρωτας, λέγεται πυρετός.
Βαρύς σαν την εγκυμοσύνη,
σα γέννα που δεν έρχεται.
Δεν ξέρεις τι θα γεννηθεί: δαίμονας ή άγγελος;
Σα χνούδι, σα φτερό, σαν πούπουλο απαλός,
μια σ' ανεβάζει
στην πιο ψηλή κορφή
και μια σε ρίχνει σ' ένα βάραθρο.
Γίνεσαι πιο βαρύς και πιο ελαφρύς.
σου φεύγει η γη κάτω απ' τα πόδια.

Πηγή:Ο ήλιος του μεσονυχτίου, Νεφέλη, 1991

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Κώστας Στεργιόπουλος-Νυχτερινός άνεμος




Από πού έρχεται πάλι αυτός ο άνεμος,
από πού έρχεται πάλι αυτή η πνοή;
Τόσον καιρό, στ' αλήθεια, πια δεν πίστευα,
νόμιζα πως μου πέτρωσε η ψυχή.
Και ξάφνου, πάλι, να: αυτός ο άνεμος!

Σκοτεινή μνήμη, φερμένη από τα βάθη
της νύχτας... Σιωπηλή φύση
τις φυλλωσιές που ανήσυχα κινεί...
Φέρνει, ώς εδώ στην κάμαρα, μια αρχαία φωνή,
σέρνει με φρίκη ένα ξερό φύλλο στην αυλή
και μες στον ύπνο μου χτυπούν παράθυρα.

Σκοτεινή μνήμη... Σιωπηλή φύση...

Από πού έρχεται πάλι αυτός ο άνεμος
και σαλεύει τα φύλλα της ψυχής;

Νυχτερινός άνεμος, 1960.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Στεργιόπουλος-Τ' αντικρινα σπίτια

Πιο πολύ κι απ' τα σπίτια που κατοικήσαμε,

Στέκουμε και κοιτάζουμε τ' αντικρινά σπίτια,

Καθώς τα ξαναβλέπουμε ύστερα από  χρόνια.

 

Με τα καγκελωτά μπαλκόνια τους,

Με τα ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλά τους.

 

Τυλιγμένα στη νέφωση του καιρού,

Έχουν κρατήσει ακόμα

Κάτι από τα παλιά μας βλέμματα.

 

Τις  ατελεύτητες ώρες της συλλογής,

Τη μετέωρη βροχή στα σκοτεινά τους παράθυρα.

 

Και είναι σα ν' αναδίνουν ξανά

Τραγούδια ξεχασμένα από βραχνά ραδιόφωνα,

Μουσικές από μπάντες στρατιωτικές,

Που περνούσαν κι έσβηναν στο μάκρος του δρόμου.



Κώστας Στεργιόπουλος-Τρία ποιήματα

 ΤΑ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ


Τόποι χλοεροί, με μάρμαρα και κυπαρίσσια,

με χώμα μουσκεμένο από πολλά δάκρυα,

που εμείς τους λέμε

νεκροταφεία ή κοιμητήρια.


Εκεί δεν κατοικεί κανείς.


Λησμονημένοι τόποι,

που θαρρούμε πως κοιμίζουν τους

αγαπημένους μας.

Κάποτε μόνο ο άνεμος διαβαί-

νοντας βγάνει φωνή,

κάποτε μόνο αφήνει λυπημέ-

νη τη φωνή του το πουλί.


Εκεί κανείς δεν κατοικεί.

Ήλιος και βροχή,

παιχνίδια του αττικού χειμώνα.


Τα κοιμητήρια είναι για τους ζωντανούς.

Οι νεκροί έχουν πεθάνει.


("Τα τοπία του ήλιου", 1971.)




ΣΤΟ ΝΥΧΙ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ



Θα σπαράξεις κι εσύ στο νύχι της γάτας,

κι αυτοί που παίζουν την ψυχή μας στα χαρτιά,

κι αυτοί που παίζουνε στα ζάρια την ψυχή μας,

εδώ που συνοικούν οι δαίμονες κι οι άγιοι.


Αλλά γιατί να μιλάμε για θάνατο;

Υπάρχουν τόσοι θάνατοι ζωντανοί!


Πόσες κατάπια τέτοιες πετρωμένες ώρες!

Έζησα κάτω απ' τα μάτια και τα νύχια της

μέγαιρας,

είδα το σιωπηλό μίσος των κανθάρων,

το πνεύμα που φυσάει απ' τις ερήμους.


Κι έτσι, επέρναγα πάντα μέσα από φλογισμένες

γλώσσες κι ουρλιαχτά,

το χνώτο των θηρίων μ' άγγιζε στο σβέρκο μου,

βαδίζοντας ώρες ατέλειωτες,

αναγκάζοντας το σώμα μου να υπακούσει.


Ήδη στη μοναξιά μου εδώ περιφρονώ

τα ταπεινότερα απ' αυτά:

διπρόσωπες νυφίτσες, τρωκτικά, δαρμένους σκύλους.

Βάζω άφοβα το χέρι μου στο στόμα λεονταριών.


Τον κίνδυνο άμα τον φοβάσαι σε δαγκώνει.


("Έκλειψη", 1974.)


ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΟΥΤΟΥΚΙ


Μόλις διαβήκαμε το κατώφλι,

ακούστηκε η μουσική των χιλιετηρίδων,

καθώς προχωρούσαμε ανάμεσα σε σταλακτίτες και σταλα-

γμίτες

μεγαλωμένους απ' τους αιώνες?

σταλαγματιές κρεμάμενες χρόνια και χρόνια που ποτέ δε

στάλαξαν

κι ωχροί μαρμάρινοι κορμοί που φύτρωναν χωρίς ρίζες.


Ο κρυσταλλικός σχιστόλιθος. Ο δολομιτικός ασβεστόλιθος.


’νθρωποι με τα κυριακάτικά τους,

που δεν είχαν ξανακάνει άλλον ένα τέτοιο περίπατο,

κι ο βραχνιασμένος οδηγός απ' την ξενάγηση.

Γυναίκες με παντελόνια κι άντρες με τακούνια,

ψυχές που κοιμισμένες έρχονται και κοιμισμένες φεύγουν

και πάνε σ' άλλο σώμα να ξυπνήσουν.


Κανείς δεν ήξερε πού πηγαίναμε,

έτσι όπως νύχτωνε και ξημέρωνε

μέσα στην υγρασία του χλομού μαρμάρου.

Αγάλματα και σταυροί με μορφές συσπασμένες,

νεκροταφείο απέραντο μ' αλλόκοτα σχήματα,

αλλάζανε την όψη τους

μόλις στεκόσουν να τα κοιτάξεις.


Μα κάποια στιγμή φάνηκε ψηλά μακρινό το

φως της μέρας,

κι όλοι πιστέψανε πως δόθηκε μια εξήγηση,

πως βρήκανε την αρχή.


Κι ωστόσο, πηγαίναμε σαν τα πρόβατα στη σφαγή

κάτω απ' τις πέτρες και τις χιλιετηρίδες κι ακό-

μα πιο βαθιά,

ενώ βγαίναμε πια απ' της γης τα σπλάχνα,

νομίζοντας πως της ξεφεύγαμε.


Ώσπου βρεθήκαμε πάλι έξω

στο φωτεινό φθινόπωρο της Αττικής.


("Τα μισά του πλου", 1979.)


Πηγή:http://www.authors.gr/members/view/author_16

Κώστας Στεργιόπουλος-Τα πράγματα


Τα πράγματα παλιώνουνε πριν από μας,

τα έπιπλα και τα παλιά μας σπίτια.

Κι αν ζούνε πιο πολύ, ζούνε νεκρά.


(Αν είχαμε μείνει ακόμα εκεί,

θα ’χαμε πλακωθεί κάτω απ’ τα ερείπια.)


Πριν από μας παλιώνουν και γερνούν.

Δεν είναι σαν τα δέντρα, που ανα-

        πνέουν με τα φύλλα τους

και σπρώχνουνε βαθιά τις ρίζες.


Τα πράγματα παλιώνουν και ερειπώνονται.

Μένουν ακίνητα, γι’ αυτό πεθαίνουν.



Από τη συλλογή: Το χάραμα του μύθου (1963)


Πηγή:https://ppirinas.blogspot.com/2016/01/blog-post_17.html

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Κώστας Στεργιόπουλος - Ο άγνωστος



Στα σκοτεινά έγκατά μας

κατοικεί κάποιος που το κλειδί κρατάει της ύπαρξής μας,

χαμένος πάντα, μοναχός κι ανεξιχνίαστος,

με μνήμη πιο παλιά απ' τον κόσμο, φορτωμένος

με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις μας.



Θλιμμένος περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,

αόρατος μας κυβερνά·

δέχεται απ' έξω τον αντίχτυπο

και δίνει την απάντηση.

Τα παρελθόντα μάς θυμίζει

και τα μέλλοντα μας προμυνά.



Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει ανυποψίαστους.

Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις,

εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει νυστάξει

κι είν' έτοιμος ν' αποδημήσει, αδιαφορώντας

για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια σχέδια.


 Η οχιά και το φως (1960)

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/595/3928,17262/