Δεν ξέρω πια πού θά 'πρεπε να φύγω. Η γριά πόλη
τόσο πολύ που κατοικήθηκε έγινε ακατοίκητη.
Πώς να μιλήσεις σε μια υδροκέφαλη πολιτεία;
Κι ο πεθαμένος φίλος, που ήθελε να πάει να κατοικήσει
απάνω στη θάλασσα,
δεν ήξερε πως μια μέρα στις θάλασσες θα ψοφούν και τα ψάρια.
Κουράστηκες· τι να σου κάνω πια;
Έχεις δαγκώσει βαθιά το μήλο της γνώσης.
Τι να σου κάνω, κουράστηκα' δε σε υποφέρω πια.
Όλο και πιο βαθιά δαγκώνεις το μήλο της γνώσης.
Να ξαναβγαίνω δροσερός (για πόσο;)
εδώ που φλέγεται το τσιμέντο.
Τι να μιλήσεις και τι να πεις σε μια υδροκέαλη πολιτεία
που παραφρόνησε;
Απορώ πώς ακόμα στέκουν στις άκρες των δρόμων
αυτά τα δυστυχισμένα δέντρα.
Δεν ξέρω πια πού να πάω,
τώρα που άρχισαν να στερεύουν τα δροσερά
πηγάδια της μοναξιάς.
Γι' αυτό και εγκαρτερώντας μένω εδώ·
σαν κάποιες προτομές, μισοκρυμμένες
στων πάρκων τις απόμερες γωνίες,
αναζητώντας τη βασίλισσα λέξη,
ώσπου να με σκεπάσει η αιθάλη.
Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου