Πατημασιές, που φαίνεται θ’ άφηκε εδώ σκαρπίνι,
βούλες που η μύτη θ’ άνοιξεν ομπρέλας μες στο χώμα,
στο λιγοστό, κοκκινωπό χώμα, όσο μένει ακόμα
στο μονοπάτι το στενό, που έχει η βροχή ξεπλύνει.
Γυναίκα μόνη, πέρασε από δω. Μπορεί ερωμένη,
με δίχως ταίρι· νευρικιά απ’ το κρύο, μεστή αθυμία,
μες στη σφοδρή πηγαίνοντας να πνίξει τρικυμία
το μάταιο πάθος, τ’ ορφανό της στήθος που βαραίνει.
Μιαν άρρωστη, μια ύστερικιά μπορεί... Τρελή από ανία
κάποιου θαλάμου αφήνοντας την παγερή ατμοσφαίρα,
διψώντας, να ‘συρε ως εδώ, τον παγωμένο αγέρα,
τ’ άστατο βήμα της, το μεθυσμένο από ατονία.
Περνώ το δρόμο της. Κι αυτή θα ’χει ευφρανθεί απ’ τα μύρα
που τ’ άνθια γύρω τα νεκρά κι η γη η ογρή ευωδιάζει.
Και τη θωριά νοερά να βρω ζητώντας που της μοιάζει,
ακολουθώ τ’ αχνάρια της πιστά, σα να ’ναι η Μοίρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου